Σάββατο 4 Μαΐου 2019

«Δόξα σοι ο Θε­ός. Ε­μείς ό­λα τά­χου­με. Που να δης στα Νο­σο­κο­μεία άλ­λους χω­ρίς χέ­ρια και χω­ρίς πό­δια. Ε­μείς τι έ­χου­με;»

Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση -
Γερω–Εὐδόκιμος Ἁγιοπαυλίτης
Ο γε­ρω–Εὐ­δό­κι­μος ὁ Ἁ­γι­ο­παυ­λί­της, κα­τά   κό­σμον Εὐ­άγ­γε­λος Τραυ­λός, γεν­νή­θηκε τό ἔ­τος 1910 στό Φα­νά­ρι Καρ­δί­τσας. Ὅ­ταν ἀ­πο­λύ­θη­κε ἀ­πό τόν Στρα­τό, εἶ­πε νά γρά­ψουν στό φύλ­λο πο­ρε­ί­ας Δάφνη, καί ἔ­τσι δέν πῆ­γε στό χω­ριό του, ἀλ­λά ἦρ­θε κα­τευ­θεῖ­αν γιά μο­να­χός. Ἦ­ταν  νά κοι­νο­βι­ά­ση ἀλ­λοῦ. Στάθ­μευ­σε γιά ἕ­να βρά­δυ στόν Ἅ­γιο Παῦ­λο, τοῦ ἄ­ρε­σε ἡ τά­ξη καί ἔ­μει­νε. Τόν κρά­τη­σαν. Ἦ­ταν ἐγ­γράμ­μα­τος, ἀ­πό­φοι­τος Σχο­λαρ­χε­ί­ου καί ὁ Ἡ­γο­ύ­με­νος τόν εἶ­χε βο­η­θό του. Τό 1935 ἔ­γι­νε ἡ κου­ρά του.

Ἡ μη­τέ­ρα του, οἱ ἀ­δελ­φές του καί ὁ ἀ­δελ­φός του δέν ἤ­θε­λαν νά γί­νη μο­να­χός. Αὐ­τός, ἀ­φό­του ἔ­γι­νε μο­να­χός, πο­τέ του δέν πῆ­γε στό χω­ριό νά δῆ το­ύς συγ­γε­νεῖς του. Καί στόν κό­σμο βγῆ­κε με­τά ἀ­πό τρι­άν­τα χρό­νια, για­τί εἶ­χε αἱ­μορ­ρα­γί­α ἀ­κα­τά­σχε­τη ἀ­πό τήν μύ­τη καί ὁ για­τρός φο­βή­θη­κε μήν πε­θά­νη.
Μία χρο­νιά ἔ­γι­νε σει­σμός καί οἱ πα­τέ­ρες κοι­μόν­ταν ἔ­ξω στόν πί­σω κῆ­πο, στά πε­ζο­ύ­λια. Ὁ γε­ρω–Εὐ­δό­κι­μος δέν βγῆ­κε. Κοι­μό­ταν στό κελ­λί του καί ὅ­ταν τόν ρω­τοῦ­σαν για­τί δέν φο­βᾶ­ται, ἀ­παν­τοῦ­σε:
«Ἐ­γώ ἦρ­θα γιά τό Μο­να­στή­ρι. Ἅ­μα θέ­λει ἡ Πα­να­γί­α νά ρί­ξη τό Μο­να­στή­ρι, τί τήν θέ­λω τήν ζωή μου;». Ὁ ἴ­διος ἄ­να­βε τά καν­τή­λια καί καθ᾿ ὅ­λη τήν δι­άρ­κεια τοῦ σει­σμοῦ δέν βγῆ­κε ἀ­πό τό Μο­να­στή­ρι.
Με­τά­νοι­ες καί νη­στεῖ­ες δέν ἔ­κα­νε πολ­λές. Μέ τήν εὐ­χή ἀ­σχο­λεῖ­το. Συμ­βου­λευ­ό­ταν τόν γε­ρω–Ἰ­ω­σήφ τόν Ἡ­συ­χα­στή, γιά τόν ὁ­ποῖ­ο ἔ­λε­γε ὅ­τι ἦ­ταν ἅ­γιος ἄν­θρω­πος, καί ἀ­πό ἐ­κεῖ­νον ἔ­μα­θε τήν εὐ­χή. Τήν ἐ­ξα­σκοῦ­σε ὄ­χι συ­στη­μα­τι­κά, ὅ­πως ἄλ­λοι, ἀλ­λά ἁ­πλά. Προ­σπαθοῦσε δηλαδή νά λέ­γη ὅ­σο συ­χνότε­ρα μπο­ροῦ­σε τήν εὐ­χή.
Συμ­βο­ύ­λευ­ε:  «Παι­δί  μου, νά λές τήν εὐ­χή συ­νέχεια, ὄ­χι μό­νο στόν κα­νό­να. Ἄν καμ­μία φο­ρά κου­ράζε­σαι, νά τό γυρ­νᾶς στόν πλά­γιο τοῦ πρώ­του καί νά τήν λές λί­γο ψαλτά καί με­τά πά­λι νο­ε­ρῶς. Καί ὅ­ταν ἀ­νε­βα­ί­νης τίς σκά­λες, νά λές σέ κά­θε σκα­λο­πά­τι, “Κύριε Ἰ­η­σοῦ Χρι­στέ, ἐ­λέ­η­σόν με”». Τόν χει­μῶ­να με­τά τήν τρά­πε­ζα πή­γαι­νε κατ᾿ εὐ­θεῖ­αν στήν Ἐκ­κλη­σί­α. Κα­θό­ταν σ᾿ ἕ­να στα­σί­δι, κα­τέ­βα­ζε τό κου­κο­ύ­λι νά μή φα­ί­νε­ται, ἅ­πλω­νε τό κομ­πο­σχο­ί­νι καί ἔ­λε­γε τήν εὐ­χή. Τόν ρω­τοῦ­σε ἕ­να κα­λο­γέ­ρι: «Τί κά­νεις, γε­ρω–Εὐ­δό­κι­με;». Ἀ­παν­τοῦ­σε: «Τόν πο­λε­μά­ω. Βλέ­πεις τό κα­νό­νι;», καί ἔ­δει­χνε τό τρι­α­κο­σά­ρι του. Δέν ξά­πλω­σε πο­τέ του. Τό κελ­λί του ἦ­ταν γε­μᾶ­το πράγ­μα­τα ἄ­χρη­στα. Ὁ μό­νος κε­νός χῶ­ρος ἦ­ταν ἕ­νας δι­ά­δρο­μος ἀ­πό τήν πόρ­τα ὥς τό ση­μεῖ­ο τοῦ κρεβ­βα­τιοῦ. Κοι­μό­ταν κα­θι­στός καί σκε­πα­ζό­ταν μέ μία τσέρ­γα. Ἔ­λε­γε στά τελευταῖα του: «Πε­νῆν­τα χρό­νια ἔ­χω νά ξα­πλώ­σω». Τόν ρω­τοῦ­σαν για­τί δέν ἀ­νά­βει φω­τιά, καί ἀ­παν­τοῦ­σε: «Ποῦ εἶ­ναι τά κρύ­σταλ­λα; Δέν βλέ­πω κρύ­σταλ­λα γιά νά βά­λω φω­τιά». Τό ἴ­διο ἀ­παν­τοῦ­σε καί ὅ­ταν τοῦ ἔ­λε­γαν νά κλε­ί­ση τό πα­ρά­θυ­ρο πού δέν τό ἔ­κλει­νε πο­τέ, χει­μῶ­να–κα­λο­κα­ί­ρι.
Εἶ­χε πη­γαῖ­ο χι­οῦ­μορ, ἀλ­λά πο­τέ δέν κα­τέ­κρι­νε. Εἶ­χε τό ἀ­κα­τά­κρι­τον καί τό ἀ­γόγ­γυ­στον. Τόσα χρό­νια στό Μο­να­στή­ρι κα­νε­ίς δέν τόν εἶ­δε θυ­μω­μέ­νο πο­τέ. Νά τόν ἔ­βρι­ζες μέ τά χει­ρό­τε­ρα λό­για, στε­κό­ταν λί­γο σι­ω­πη­λός καί ὕ­στε­ρα ἔ­λε­γε:  «Κα­λά, Γέροντα, εὐ­χα­ρι­στῶ», καί ἔ­φευ­γε.
Ἦ­ταν πάν­τα πρό­θυ­μος καί ὑ­πά­κου­ος σέ ὅ­λους πού τόν κα­λοῦ­σαν σέ δι­α­κο­νί­α. Συ­νή­θως ἦ­ταν μέ τό ρά­σο καί τό κου­κού­λι στήν πόρ­τα. Εἶ­χε τό δι­α­κό­νη­μα τοῦ πορ­τά­ρη καί συμ­βο­ύ­λευ­ε το­ύς προ­σκυ­νη­τές.
Ἤ­θε­λαν νά τόν κά­νουν προ­ϊ­στά­με­νο, ἀλλά αὐ­τός γιά νά ἀ­πο­φύ­γη κρυ­βό­ταν στήν ἀ­σβε­στα­ριά. Τρεῖς μέ­ρες τόν ἔ­ψα­χναν. Ὁ Γέροντας τόν πα­ρα­τή­ρη­σε καί τοῦ εἶ­πε νά πα­ρου­σια­σθῆ στήν Σύναξη νά πῆ ὄ­χι, ἄν δέν θέ­λη. Ὅ­ταν πῆ­γε καί τοῦ πρό­τει­ναν, εἶ­πε:  «Εὐ­χα­ρι­στῶ  πο­λύ,  Γέροντα,  ἡ  Πα­να­γί­α νά πλη­ρώ­ση τόν κό­πο σας. Ἔ­χε­τε κά­τι ἄλ­λο;…  Εὐλο-γεῖ­τε»· καί ἔ­φυ­γε. Τόν ρω­τοῦ­σε κά­ποι­ος, ἄν με­τάνοι­ω­σε πού δέν ἔ­γι­νε προ­ϊ­στά­με­νος. «Ὄ­χι», ἀ­πάντησε, «χα­ί­ρο­μαι πού δέν φα­ί­νε­ται ἡ ὑ­πο­γρα­φή μου σέ κά­ποι­ο χαρτί». Ἄν ὕστερα ἀπό λίγο τοῦ ἔ­λε­γες, «πά­τερ Εὐ­δό­κι­με», ἔ­λε­γε μέ δι­ά­θε­ση καί προ­θυ­μί­α, «εὐ­λό­γη­σον», σάν νά μήν εἶ­χε συμ­βῆ τί­πο­τε. Ἦ­ταν ἀ­νε­ξί­κα­κος καί γι᾿ αὐ­τό ἀ­γα­πη­τός ἀ­πό ὅ­λους.
 Κάποτε, ὅ­ταν συ­ζη­τοῦ­σαν γιά κά­ποι­ο θέ­μα τοῦ Μο­να­στη­ριοῦ καί εἶ­πε καί ὁ γε­ρω–Εὐ­δό­κι­μος τήν γνώ­μη του, κά­ποι­ος συ­νερ­γε­ί­ᾳ δι­α­βο­λι­κῇ τόν ἀ­πο­πῆ­ρε λέ­γον­τάς του:
–Πά­ψε ἐ­σύ, δέν εἶ­σαι προ­ϊ­στά­με­νος.
–Εὐ­λό­γη­σον, ἔ­χεις δί­και­ο, εἶ­πε καί ἔ­σκυ­ψε τό κε­φά­λι του.
Εἶ­χε ἐ­πί­σης καί φυ­σι­κή εὐ­γέ­νεια. Ὅ­ταν ἤ­θε­λε κά­τι, ἔ­λε­γε: «Ποῦ εἶ­σαι, Γέροντα (καί τά νέ­α κα­λο­γέ­ρια ἔ­τσι τά ἀ­πο­κα­λοῦ­σε), ἄν μ᾿ ἀ­γα­πᾶς, φέ­ρε μου αὐ­τό».
Ὅ­ταν γή­ρα­σε καί τόν ἀ­νέ­λα­βε ὁ γη­ρο­κό­μος, πρῶ­τα τοῦ ἄ­δεια­σε τό κελ­λί ἀ­πό τά ἄ­χρη­στα πράγ­μα­τα, τό τα­κτο­πο­ί­η­σε καί ἔ­κλει­σε τό πα­ρά­θυ­ρο. Ὅ­ταν τόν ἔ­φε­ρε στό κελ­λί του, ὁ γε­ρω–Εὐ­δό­κι­μος ρω­τοῦ­σε: «Κα­λά, Γέροντα, στό κελ­λί μου πό­τε θά πά­ω;». Πίστεψε ὅ­τι τόν εἶ­χαν με­τα­φέ­ρει σέ ἄλ­λο κελ­λί.
Εἶ­χε γη­ρο­κο­μή­σει ἀρ­κε­τά γε­ρον­τά­κια καί εἶ­χε μα­ζέ­ψει μία σακ­κο­ύ­λα γυα­λιά. Τοῦ ἔ­λε­γε ὁ γη­ρο­κό­μος του:
–Ἐ­σύ βρῆ­κες ἐ­μέ­να τόν τα­λα­ί­πω­ρο καί σοῦ δί­νω ἕ­να πο­τή­ρι νε­ρό. Ἐ­μέ­να ἆ­ρά­γε θά μέ γη­ρο­κο­μή­σει κα­νε­ίς; Ἀ­παν­τοῦ­σε ἤ­ρε­μα:
–Μήν στε­να­χω­ρι­έ­σαι, Γέροντα, θά σέ οἰ­κο­νο­μή­σει ὁ Θε­ός, ὅ­πως οἰ­κο­νό­μη­σε καί μέ­να. Ἑ­φτά γε­ρον­τά­κια γη­ρο­κό­μη­σα καί δέν μ᾿ ἄ­φη­σε ὁ Θε­ός. Καί σέ­να δέν θά σ᾿ ἀ­φή­σει.
Ὅταν ὁ  γη­ρο­κό­μος θά γι­νό­ταν  με­γα­λό­σχημος τοῦ τό ἀ­να­κο­ί­νω­σε. Ὁ γε­ρω–Εὐ­δό­κι­μος χά­ρη­κε πά­ρα πο­λύ, τοῦ εὐ­χή­θη­κε καί τόν συμβούλευσε: «Δύο κε­φά­λαι­α Και­νή Δι­α­θή­κη νά δι­α­βά­ζης κά­θε μέ­ρα. Δύο κε­φά­λαι­α. Μήν τ᾿ ἀ­φή­νης. Νά κά­νης τήν Πα­ρά­κλη­ση, νά λές το­ύς Χαι­ρε­τι­σμο­ύς καί τό κομ­πο­σχο­ί­νι. Θά δου­λε­ύ­εις τήν εὐ­χή, ὥ­σπου νά ἀ­κο­ύ­σης ἀ­πό μέ­σα σου τήν φω­νή. Ἄν δέν τήν ἀ­κο­ύ­σης, δέν προ­χώ­ρη­σες. Ὅ­ταν δηλαδή θά λές “Κύριε Ἰ­η­σοῦ Χρι­στέ”, θά ἀ­κοῦς μέ­σα σου φω­νή: “Τί θέ­λεις;”. “Ἐ­λέ­η­σόν με” θά ἀπαντᾶς».
Τόν ἀ­γα­ποῦ­σαν οἱ πα­τέ­ρες καί ὁ Γέροντας, καί κά­θε βρά­δυ περ­νοῦ­σαν νά τόν δοῦν στά τε­λευ­ταῖ­α του. Ὅ­ταν κου­ρα­ζό­ταν, ἐ­νῶ ἦ­ταν σκε­πα­σμέ­νος μέ τήν φλο­κά­τη, ἔ­βγα­ζε τό κε­φά­λι του καί ἔ­λε­γε μέ ἁ­πλό­τη­τα: «Ὁ πα­τήρ Εὐ­δό­κι­μος τώ­ρα θέ­λει ἡ­συ­χί­α, ἄν μέ ἀ­γα­πᾶ­τε…», καί πά­λι σκε­πα­ζό­ταν.
Ἔ­κα­νε ὑ­πα­κοή στόν γη­ρο­κό­μο. Τόν ἄ­φη­σε γιά πρώ­τη φο­ρά νά τοῦ πλύ­νη τό σῶ­μα του. Ὕ­στε­ρα εἶ­πε: «Πε­νῆν­τα χρό­νια εἶ­χε νά δῆ νε­ρό τό κορ­μά­κι μου». Πο­τέ του δέν γόγ­γυ­σε καί δέν πα­ρα­πο­νέ­θη­κε οὔ­τε πο­τέ εἶ­πε, «ἄχ, πο­νῶ». Ἦ­ταν πάν­τα εὔ­χα­ρις καί δο­ξο­λο­γοῦ­σε τόν Θε­όν. Ἔ­λε­γε: «Δόξα σοι ὁ Θε­ός. Ἐ­μεῖς ὅ­λα τἄ­χου­με. Ποῦ νά δῆς στά Νο­σο­κο­μεῖ­α ἄλ­λους χω­ρίς χέ­ρια καί χω­ρίς πό­δια. Ἐ­μεῖς τί ἔ­χου­με;».
Τόν  πε­ρι­ποι­όταν  ὁ  γη­ρο­κό­μος καί τοῦ ἔ­λε­γε ὁ  γε­ρω–Εὐ­δό­κι­μος:
–Ἡ Πα­να­γί­α νά πλη­ρώ­ση τόν κό­πο σου. Δόξα σοι, ὁ Θε­ός! Ὅ­λα κα­λά, ὅ­λα πλο­ύ­σια. Κα­λά περ­νᾶ­με.
–Ἐ­δῶ κα­λά περ­νᾶ­με, γε­ρω–Εὐ­δό­κι­με, ἐ­κεῖ τί θά κά­νου­με;
–Καί ἐ­δῶ κα­λά καί ἐ­κεῖ κα­λύ­τε­ρα.
–Πῶς τὄ­χεις τό­σο σί­γου­ρο ὅ­τι θά σω­θοῦ­με;
–Γέροντα, πῶς νά μήν τὄ­χω σί­γου­ρο; Ἐ­μεῖς γιά τήν σω­τη­ρί­α μας ἤρ­θα­με ἐ­δῶ. Πε­νῆν­τα χρό­νια ἀ­γω­νι­ζόμα­στε. Ἄν βρῶ δυ­σκο­λί­α, θά φω­νά­ξω τόν Γέροντα, τόν ἅ­γιο Παῦ­λο: «Γέροντα, μι­σόν αἰ­ῶ­να  σέ δι­α­κό­νη­σα, τώ­ρα δέν θά μέ βο­η­θή­σεις;», καί ἦ­ταν σί­γου­ρος ὅ­τι θά εἰ­σα­κου­στῆ. Καί ἔ­λε­γε στό κα­λο­γέ­ρι τόν γη­ρο­κό­μο του: «Μήν πτο­εῖ­σαι, Γέροντα. Ὁ Γέροντάς μας δέν θά μᾶς ἀ­φή­ση».
Μία φο­ρά τόν ἐ­πι­σκέ­φθη­κε ὁ Ἡ­γο­ύ­με­νος καί τόν ρώ­τη­σε:
–Τί κά­νεις; Εἶ­σαι κα­λά; Σοῦ λε­ί­πει τί­πο­τε;
–Ὄ­χι, δό­ξα τῷ Θε­ῷ. Μόνο τά πνευ­μα­τι­κά.
Ἔ­κα­νε λε­πτο­με­ρῆ ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση καί κοι­νω­νοῦ­σε κά­θε μέ­ρα στά τε­λευ­ταῖ­α του. Τήν τε­λευ­τα­ί­α ἡ­μέ­ρα τῆς ζω­ῆς του πρίν ἀπό τήν ἀ­κο­λου­θί­α εἶ­χε τό βλέμ­μα του προ­ση­λω­μέ­νο πρός τά πά­νω καί δέν μι­λοῦ­σε. Τόν ρώ­τη­σε ὁ γη­ρο­κό­μος, ἄν βλέ­πη κά­τι, καί μέ τό πη­γαῖ­ο χι­οῦ­μορ του ἀ­πάν­τη­σε:
–Ὄ­χι ἀ­κό­μα, ἀρ­γό­τε­ρα θά σοῦ πῶ, χω­ρίς νά γυ­ρί­ση νά τόν δῆ.
–Βάρυνες. Μήπως φε­ύ­γεις; Τόν ξα­να­ρώ­τη­σε.
–Ὄ­χι, ντέ… Θά σοῦ τό ἔ­λε­γα.
 Στήν δο­ξο­λο­γί­α πῆ­γε νά τόν δῆ. Αἰ­σθα­νό­ταν χα­ρά ἀ­νε­ξή­γη­τη, πού ὅ­λο αὐ­ξα­νό­ταν, ὅ­σο πλη­σί­α­ζε στό κελ­λί του. Ἐ­πι­κρα­τοῦ­σε σι­γή καί ὅ­ταν μπῆ­κε στό κελ­λί εἶ­δε τόν γε­ρω–Εὐ­δό­κι­μο τε­λει­ω­μέ­νο. Ἡ ψυ­χή του εἶ­χε πε­τά­ξει πρός τόν πο­θο­ύ­με­νο Κύριο καί στό πρό­σω­πό του ἔ­με­νε ἕ­να πλα­τύ χα­μό­γε­λο. Ἦ­ταν με­γά­λη Σα­ρα­κο­στή, Δ΄ Κυ­ρια­κή τῶν Νη­στει­ῶν, τοῦ ἁ­γί­ου Ἰ­ω­άν­νου τῆς Κλί­μα­κος, 16 Μαρ­τί­ου τοῦ ἔ­τους 1987, καί ὁ γε­ρω–Εὐ­δό­κι­μος δι­ή­νυ­ε τό 77ο ἔ­τος τῆς ἡ­λι­κί­ας του. Τό ἀ­πό­γευ­μα ἔ­γι­νε ἡ κη­δε­ί­α του.