Τετάρτη 8 Μαΐου 2019

Έχω πολλές ακόμη γέφυρες να φτιάξω

Δύο ἀδέλφια πού ζοῦσαν σέ γειτονικά ἀγροκτήματα ἦρθαν σέ σύγκρουσι. Ἦταν τό πρῶτο σοβαρό χάσμα μετά ἀπό 40 χρόνια ὁμαλῆς συμβιώσεως, κοινῆς χρήσεως μηχανημάτων καί διαχειρίσεως δουλειᾶς καί ἀγαθῶν χωρίς τό παραμικρό ἐμπόδιο.
Τότε ἡ μακρά συνεργασία διαλύθηκε. Ξεκίνησε μέ μία μικρή παρεξήγησι καί ἐξελίχθηκε σέ μείζονα διαφορά καί τελικά ἐξερράγη σέ μία ἀνταλλαγή πικρῶν λόγων συνοδευόμενων ἀπό ἑβδομάδες σιωπῆς.

Ἕνα πρωΐ κτύπησε ἡ πόρτα τοῦ ἑνός ἀπ᾽ τά δύο ἀδέλφια, τοῦ Γιάννη. Τήν ἄνοιξε καί εἶδε ἕνα ἄνδρα πού κρατοῦσε ἐργαλεῖα μαραγκοῦ.
—Ψάχνω νά δουλέψω γιά μερικές μέρες, εἶπε. Ἴσως ἐσεῖς θά εἴχατε τίποτα μικροδουλειές ἀπό δῶ κι ἀπό κεῖ. Θά μποροῦσα νά σᾶς βοηθήσω;
—Ναί, εἶπε ὁ Γιάννης. Ὅντως, ἔχω μία δουλειά γιά σένα. Κοῖτα πέρα ἀπ᾽ τό ποτάμι ἐκείνη τή φάρμα. Αὐτός εἶναι ὁ γείτονάς μου, στήν πραγματικότητα ὁ μικρότερος ἀδελφός μου. Τήν περασμένη ἑβδομάδα ἀνάμεσά μας ἦταν ἕνα λιβάδι. Ἄνοιξε τό φράγμα μέ τή μπουλντόζα καί τώρα εἶναι ἕνα ποτάμι ἀνάμεσά μας. Ἴσως τό ἔκανε γιά νά μέ ἐνοχλήση, ἀλλά θά τοῦ κάνω κάτι καλύτερο. Βλέπεις ἐκεῖνο τό σωρό τά ξύλα δίπλα στήν ἀποθήκη; Θέλω νά μοῦ κτίσης ἕνα φράκτη —γύρω στά δυόμισι μέτρα— ὥστε νά μήν χρειάζεται νά βλέπω τή φάρμα του πιά.
Ὁ μαραγκός εἶπε:
—Νομίζω ὅτι καταλαβαίνω τήν κατάστασι. Δεῖξε μου ποῦ εἶναι τά καρφιά καί ἐργαλεῖα γιά νά ἀνοίξω τίς τρύπες καί θά κάνω δουλειά πού θά σᾶς ἀρέση!
Ὁ Γιάννης ἔπρεπε νά πάη στήν πόλι νά ἐφοδιασθῆ, γι᾽ αὐτό βοήθησε τόν μαραγκό νά ἑτοιμάση τά ὑλικά του καί μετά ἔφυγε.
Ὁ μαραγκός δούλεψε σκληρά ὅλη ἐκείνη τή μέρα μετρώντας, πριονίζοντας, καρφώνοντας.
Κοντά στό σούρουπο, ὅταν ἐπέστρεψε ὁ Γιάννης, ὁ μαραγκός μόλις εἶχε τελειώσει τή δουλειά του. Ὁ Γιάννης γούρλωσε τά μάτια καί ἀπέμεινε μέ τό στόμα ἀνοικτό.
Δέν ὑπῆρχε κάνένας φράκτης ἐκεῖ. Ὑπῆρχε μία γέφυρα... μία γέφυρα πού ἀπλωνόταν ἀπ᾽ τή μία μεριά τοῦ ποταμοῦ ὡς τήν ἄλλη! Μία θαυμάσια δουλειά μέ χειρολαβές καί τά πάντα —καί ὁ γείτονας, ὁ μικρότερος ἀδελφός του, ἐρχόταν ἀπ᾽ τήν ἀπέναντι μεριά μέ τά χέρια του ἀνοικτά.
—Εἶσαι καλός ἀδελφός πού ἔφτιαξες αὐτή τή γέφυρα μετά ἀπ᾽ ὅλα ὅσα εἶπα καί ἔκανα!
Τά δύο ἀδέλφια στάθηκαν ἀπ᾽ τή μεριά κι ἀπ᾽ τήν ἄλλη τῆς γέφυρας καί μετά ἀπαντήθηκαν στή μέση, σφίγγοντας ὁ ἕνας τό χέρι τοῦ ἄλλου. Γύρισαν καί εἶδαν τό μαραγκό νά κρεμάη τά ἐργαλεῖα του στόν ὤμο.
—Ὄχι, περίμενε! Μεῖνε μερικές μέρες ἀκόμα. Ἔχω κι ἄλλες δουλειές γιά σένα, εἶπε ὁ μεγαλύτερος ἀδελφός.
—Θά τό ἤθελα πολύ νά μείνω κι ἄλλο, εἶπε ὁ μαραγκός, ἀλλά ἔχω πολλές ἀκόμα γέφυρες νά φτιάξω!