Σάββατο 11 Μαΐου 2019

"Πάτερ, τὰ ἐπιχειρήματα τῆς Ἐκκλησίας, τὴν διδασκαλία τῶν κατηχητικῶν, τῶν κατασκηνώσεων, τῶν ὁμάδων, τῶν πνευματικῶν, τὰ νίκησα μέσα μου. Ἕνα ἔχω ποὺ δὲν μπορῶ νὰ νικήσω…"

 
Μητροπολίτου Λεμεσοὺ Ἀθανασίου
Τί μιλᾶ τελικὰ στὴν καρδιὰ πού παλεύει μὲ τὸν Θεό;
Ὅταν ἤμουν στὸ Ἅγιον Ὅρος στὴ Νέα Σκήτη ἦταν ἀρχὰς Νοεμβρίου μὲ τὸ δικό μας ἡμερολόγιο ἐκεῖ, ὅπου ἕνα βράδυ, περασμένη λίγο ἡ ὥρα χτύπησε ἡ πόρτα τῆς καλύβας μας καὶ ἀνοίξαμε νὰ δοῦμε ποιὸς ἦταν. Ἦταν τρία παιδιὰ τὰ ὁποία χάθηκαν στὸ δρόμο καὶ δὲν μποροῦσαν νὰ φιλοξενηθοῦν βέβαια στὸ Μοναστήρι γιατί εἶχε κλείσει, οὔτε πουθενὰ ἀλλοῦ καὶ ἔπρεπε νὰ τὰ φιλοξενήσουμε ἐμεῖς στὴ δική μας καλύβη. Δὲν ὑπῆρχε πρόβλημα βέβαια. Προσπαθήσαμε νὰ τοὺς φιλοξενήσουμε, νὰ τοὺς ἑτοιμάσουμε κάτι νὰ φᾶνε.

Ἕνας ἐξ’ αὐτῶν ὅμως ἦταν πολὺ ἀρνητικός. Ἐγὼ κάθισα λίγο μαζί τους νὰ τοὺς μιλήσω μέχρι νὰ φᾶνε τὰ παιδιά, νὰ μὴν τοὺς ἀφήσουμε μόνους τους. Εἴπαμε κάποια πράγματα. Τὸ ἕνα τὸ παιδὶ ἦταν ἀρνητικός, ἦταν δύσκολος. Χαμογελοῦσε εἰρωνικά, μὲ ἔβλεπε ἔτσι παράξενα. Καταλάβαινα ὅτι δὲν τοῦ ἄρεσα τρόπον τινά, δὲν ξέρω.
Ἀφοῦ φάγανε τὸ φαγητό τους, πῆγα νὰ τοὺς δείξω -ἤμουν ὑπεύθυνος ἀρχοντάρης- τὰ δωμάτια. Μοῦ λέει ἕνας.
– Πάτερ, μπορῶ νὰ δώσω στὸ Θεὸ τὴν τελευταία εὐκαιρία νὰ μοῦ μιλήσει;
– Ὡραία σκέψη. Καὶ τί θὰ γίνει τώρα; Δηλαδὴ πῶς θὰ δώσεις τοῦ Θεοῦ τὴν τελευταία εὐκαιρία νὰ σοὺ μιλήσει;
– Θέλω νὰ μιλήσουμε.
Πῆρα εὐλογία ἀπὸ τὸν Γέροντα καὶ πῆγα κάθισα ἐκεῖ σὲ ἕνα παρεκκλήσι ποὺ εἴχαμε καὶ μιλούσαμε ἀπὸ ἡ ὥρα ὀκτὼ τὸ βράδυ μέχρι ὥρα τέσσερις τὸ πρωὶ ποὺ χτύπησε τὸ σήμαντρο γιὰ τὴν ἀκολουθία. Μιλοῦσε βέβαια ὁ ἴδιος, δὲν ἄφησε τὸ Θεὸ νὰ τοῦ μιλήσει γιατί ἤθελε ὁ ἴδιος νὰ πεῖ ὅλα αὐτὰ ποὺ εἶχε μέσα του. Πανέξυπνος ἄνθρωπος, πολὺ διαβασμένος, πολὺ μορφωμένος, ἦταν στὸ πτυχίο τῆς Νομικῆς τότε.
– Λοιπόν, μοῦ λέει, κοίταξε πάτερ ἐγὼ μεγάλωσα στὰ κατηχητικά, στὶς ἀδελφότητες, κοντὰ σὲ πολὺ καλοὺς πνευματικούς. Ξέρω τὰ πάντα. Ὅταν σου λέω κάτι ξέρω ἐκ τῶν προτέρων τί θὰ μοῦ ἀπαντήσεις.
Καὶ πράγματι, ἤξερε πάρα πολλὰ πράγματα. Δὲν εἶχα κάτι νὰ τοῦ ἀπαντήσω διότι ὄντως τὰ ἤξερα ὅλα. Κι ἔτσι ὅπως ἤτανε ἔξυπνος καὶ λαλίστατος καὶ εὐφυὴς καὶ μὲ ἐπιχειρήματα -δικηγόρος βέβαια ἤτανε ὁ ἄνθρωπος- ἐντάξει ἐγὼ αἰσθανόμουνα στριμωγμένος σ’ ἐκείνη τὴ γωνιὰ τοῦ στασιδιοῦ. Τὸν ἄκουγα ἁπλῶς κι ἔλεγα: ὁ Θεὸς νὰ μᾶς βοηθήσει νὰ βγάλουμε ἄκρη ἐδῶ ἀπόψε. Τί θὰ γίνει;
Ποῦ θὰ βγοῦμε μὲ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο;
Τέλος πάντων, εἶπε, εἶπε, εἶπε κάμποσα ..
Πήγαινα κι ἐγὼ νὰ πῶ καμμιὰ κουβέντα, δὲν μὲ ἄφηνε. Μοῦ ἔλεγε,
– Ξέρω τί θὰ πεῖς, ξέρω.
Καὶ πράγματι ἤξερε δηλαδή, δὲν ἔλεγε ψέματα. Ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα νὰ τελειώσουμε μου λέει,
– Πάτερ μου ξέρεις ὅλα τὰ νίκησα μέσα μου. Ὅλα τὰ νίκησα. Ὅλα τὰ ἐπιχειρήματα τῆς Ἐκκλησίας, ὅλη τὴ διδασκαλία τῶν κατηχητικῶν, τῶν ὁμαδαρχῶν, τῶν κατασκηνώσεων, τῶν ὁμάδων, τῶν πνευματικῶν, τὰ πάντα. Τὰ ἔχω διαλύσει, τὰ ἔχω νικήσει. Ἔχω ἀπόψεις, ἔχω ἐπιχειρήματα, ἔχω μέσα μου ἰσχυρὰ ἐρείσματα γιὰ νὰ μὴν τὰ πιστεύω ὅλα αὐτὰ τὰ πράγματα ἀλλὰ ἔχω κάτι ποὺ δὲν μπορῶ νὰ τὸ νικήσω. Δὲν μπορῶ νὰ τὸ νικήσω.
– Τί εἶναι αὐτὸ ποῦ δὲν μπορεῖς νὰ τὸ νικήσεις;
– Η ΜΑΝΑ ΜΟΥ. Δὲν μπορῶ νὰ νικήσω τὴ μάνα μου.
– Δηλαδή; Ἔχει γλώσσα; Μιλάει πολύ;
– Ὄχι, δὲν μιλάει καθόλου ἡ μάνα μου.
– Ἐ τότε, τί κάνει;
– Δὲν μπορῶ πάτερ. Ὅταν σηκώνομαι τὸ βράδυ καὶ τὴ βλέπω νὰ εἶναι γονατιστὴ καὶ νὰ προσεύχεται, δὲν μπορῶ νὰ βγάλω αὐτὴν τὴν εἰκόνα ἀπὸ μέσα μου. Ὅλα τὰ ἄλλα τὰ διέλυσα. Καὶ τοὺς πνευματικοὺς καὶ τὶς ἐκκλησίες καὶ τὶς κατασκηνώσεις καὶ τὰ πάντα ἀλλὰ αὐτὴν τὴν εἰκόνα τῆς μάνας μου δὲν μπορῶ νὰ τὴν νικήσω.
Γιὰ νὰ μὴν σᾶς τὰ πολυλογῶ, τελικὰ τὸν νίκησε ἡ εἰκόνα τῆς μάνας του. Πράγματι αὐτὸ τὸ παιδὶ πάλεψε πολὺ μὲ τὸν ἑαυτό του στὴ συνέχεια. Πηγαινοερχόταν στὸ Ἅγιον Ὅρος. Δὲν τοῦ λέγαμε τίποτα, ἁπλῶς ἦταν πολὺ παρατηρητικός. Ἔβλεπε, γυρνοῦσε, ἔβλεπε πράγματα τὰ ὁποῖα ἐμεῖς δὲν βλέπαμε τόσα χρόνια. Ἑρμήνευε διάφορες καταστάσεις ὄμορφα, ὡραῖα. Μέχρι ποὺ σιγὰ-σιγὰ πράγματι ἐνίκησε ἡ εἰκόνα τῆς μητέρας του, ἡ ὁποία ἦταν μία ἀγράμματη γυναίκα -σχεδὸν ἀγράμματη δηλαδὴ μὲ λίγες τάξεις τοῦ Δημοτικοῦ- ἀλλὰ μία γυναίκα τῆς Ἐκκλησίας ἡ ὁποία προσευχόταν πάρα πολὺ γιὰ τὸ παιδί της.
Καὶ σήμερα, Δόξα τῷ Θεῶ, τὸ παιδὶ αὐτὸ διαπρέπει. Εἶναι στέλεχος, ὅπως κι ἐσεῖς, τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας στὴν ὁποία ἀνήκει. Καὶ διαπρέπει πραγματικὰ στὴν πνευματικὴ ζωὴ καὶ αὐτὸς καὶ ἡ κατ’ οἶκον Ἐκκλησία του, ἡ οἰκογένειά του καὶ ὅλοι ὅσοι εἶναι κοντά του. Γιατί ἀπὸ τότε, ἔγινε στέλεχος καὶ διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας καὶ στηρίζει καὶ αὐτὸς μὲ τὴ σειρὰ τοῦ πολλοὺς ἀνθρώπους.