Πέμπτη 2 Μαΐου 2019

Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Ἐρημίτης & Ὁμολογητὴς ὁ πρῶτος ἀσκητὴς τοῦ Κουδουμᾶ.




Ἐγκαινιάζουμε τὸ νέο ἔτος 2010 ἀγαπητοὶ ἀναγνῶστες ἀναφερόμενη σὲ μία μεγάλη ἀσκητικὴ μορφὴ ποὺ ἔζησε καὶ ἁγίασε μὲ τὴν παρουσία του τὰ σπήλαια καὶ τὴν εὐρύτερη περιοχὴ τῆς Μονῆς Κουδουμᾶ, τὸν Ὅσιο Κοσμᾶ τὸν Ἐρημίτη καὶ Ὁμολογητὴ ἐξαιτούμενοι τίς εὐπειθεῖς πρεσβεῖες του γιὰ ἕνα εὐλογημένο, καρποφόρο εἰρηνικὸ καὶ ἁγιασμένο νέο ἔτος.

Γνωρίζοντας ἀπὸ τὶς ἁγιογραφικὲς πηγὲς γιὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, που τα ἁγιασμένα πόδια πάτησαν στοὺς Καλοὺς Λιμένες, ὅτι ἔγινε ἡ παρουσία του αἰτία, ἀπὸ τοὺς πρώτους αἰῶνες νὰ σχηματιστεῖ ὁ πρῶτος πυρήνας μοναστικῶν κοινοτήτων στὶς σπηλιὲς τῆς Νοτίου Κρήτης, συναντώντας μὲ τὴν ἐμφάνιση τοῦ ἐρημιτισμοῦ, τοὺς πρώτους ἀσκητὲς στὰ σπήλαια τοῦ ἁγιοφάραγκου ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλα σπήλαια τῆς περιοχῆς στὰ νότια τῶν Ἀστερουσίων Ὀρέων.
Δὲν εἶναι τυχαῖα ἡ σειρὰ τῶν ἱερῶν σπηλαίων πού μας εἶναι γνωστὰ ὡς ἐρημητήρια, ὅπως ὁ Ἅγιος Ἰωάννης, ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος, τὸ Ἀββακόσπηλιο, ἡ παλαιοχριστιανικὴ Βασιλικὴ τῶν Τριῶν Ἐκκλησιῶν μέχρι καὶ ὁ Ἅγιος Νικήτας στὸν Ἀχεντριά. Τὸ ἰδιαίτερο χαρακτηριστικό τους εἶναι ὅτι πρόκειται κυρίως γιὰ σπήλαια καὶ τὸ δεύτερο ὅτι εἶναι ὅλα παραθαλάσσια, βλέπουν πρὸς τὴν θάλασσα.
Σ’ αὐτὴν τὴν ὁμάδα τῶν σπηλαιωδῶν ἀσκητηρίων ἀνήκει κατὰ τὴν μαρτυρία τοῦ ἔγκριτου Ἀρχαιολόγου – Βυζαντινολόγου κ. Ἀθανασίου Παλιούρα Ὄμ. Καθηγητοὺ τοῦ Πανεπιστημίου Ἰωαννίνων καὶ ἡ Ι. Μονὴ Κουδουμὰ, ὁ ὁποῖος καὶ τὴν χαρακτηρίζει καὶ ὡς τὴν ἀρχαιότερη Μονὴ τῆς Νότιας Κρήτης, αὐτὸ γιατί, δυτικὰ ἀπὸ τὸ σημερινὸ μοναστήρι ἀνοίγεται ἕνας μεγάλος ἀριθμὸς σπηλαίων – κελιῶν ποὺ ἡ ἐσωτερικὴ δομὴ τῶν ἀσκητηρίων καθὼς διαμορφώνεται κατὰ μῆκος τοῦ βραχώδους ἐξάρματος, φανερώνει ὅτι κάποτε εἶχαν κατοικηθεῖ. Ἕνας ἄλλος πιστικὸς λόγος ἀποδοχῆς παλαιοχριστιανικῆς κατοίκησης στὰ σπήλαια τοῦ Κουδουμᾶ, πέρα ἀπὸ τὴν παράδοση ποὺ δέχεται πὼς ὁ τόπος δέχτηκε τοὺς ἀναχωρητὲς ἤδη ἀπὸ τὸν 4ο αἰώνα, ἐποχὴ ποὺ ξεκίνησε ἀπὸ τὶς λαῦρες τῆς Αἰγύπτου καὶ τῆς Παλαιστίνης γιὰ νὰ περάσει στὴ συνέχεια στὴ Μικρὰ Ἀσία, στὴν Κύπρο, στὴν Κρήτη καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὸν Ἑλλαδικὸ χῶρο, εἶναι καὶ ἡ πλήρης ἀπομόνωση καὶ ἐρημιά.
Οἱ ἀναχωρητὲς ἀναζητοῦσαν ἀπομακρυσμένες περιοχές, ἐντελῶς ἀπομονωμένες γιὰ νὰ ἀσκηθοῦν μόνοι τους ἣ μὲ συνοδεία μόνοι μόνω τῷ Θεῷ. Οἱ πρῶτοι ἐρημίτες τοῦ Κουδουμᾶ, κατὰ τὴν μαρτυρία τοῦ ἴδιου καθηγητοῦ, πρέπει νὰ ἔζησαν κατὰ τὸν 6ο καὶ 7ο αἰώνα στὰ σπήλαια ποὺ περιβάλουν τὴν σημερινὴ Ι. Μονή.
Αὐτὸ φανερώνει καὶ ἡ μαρτυρία ἄλλωστε τοῦ νεωτέρου κτήτορα τῆς Ι. Μονῆς Κουδουμᾶ τοῦ Ὁσίου Εὐμενίου ἡ ὁποία ἀναφέρει ὅτι «Ἐδῶ ἐνεφανίσθη στὸν Ὅσιο Παρθένιο ἡ Παναγία ἡ ὁποία τὸν προέτρεψε νὰ ἱδρύσει Μονὴ γιατί ὁ τόπος αὐτὸς ἀπὸ αἰώνων εἶναι δικός της καὶ Αὐτὴ θὰ εἶναι πάντοτε ἀρωγὸς καὶ οἰκονόμος».
Σ’ αὐτὸν λοιπὸν τὸν τόπο τοῦ Κουδουμᾶ, ἔζησε κατὰ τὸν 7ο αἰώνα, ὅπως τὰ περισσότερα στοιχεῖα ποὺ υπάρχουν φανερώνουν, μιὰ μεγάλη ἀσκητικὴ μορφὴ ὅπως προαναφέραμε ὁ Ὅσιος Κοσμᾶς ὁ Ἐρημίτης καὶ Ὁμολογητής.
Ὁ Ἅγιος Κο­σμᾶς γεν­νή­θη­κε, κα­τά τό δεύ­τε­ρο μι­σό του 6ου αἰ­ώ­να στήν Κρή­τη, ἄ­γνω­στο σέ ποι­ά πε­ρι­ο­χή. Στά νε­α­νι­κά του χρό­νια ἔ­λα­βε μί­α ἱ­κα­νο­ποι­η­τι­κή παι­δεί­α ὥ­στε νά μπο­ρέ­σει νά ἀ­σχο­λη­θεῖ, καί νά ἀν­τι­δρά­σει στήν αἵ­ρε­ση τῶν μο­νο­θε­λη­τῶν.
Στήν ἀρ­χή πρέ­πει νά μό­να­σε σέ κά­ποι­ο κοι­νό­βιο. Η ἀν­τί­δρα­σή του στόν μο­νο­θε­λη­τι­σμό ἔ­λα­βε χώ­ρα πι­θα­νόν κα­τά τήν πε­ρί­ο­δο αὐ­τή, καί οἱ πι­έ­σεις τῶν μο­νο­θε­λη­τῶν ἐ­πι­σκό­πων καί οἱ ἀν­τι­δρά­σεις τούς τόν ὁ­δή­γη­σαν ὥ­στε νά ἐγ­κα­τα­λεί­ψει τήν Μονή του καί νά κα­τα­φύ­γει στήν ἔ­ρη­μο.
Τά σπή­λαι­α του Κουδουμά για τον Άγιο Κοσμά αναδείχτηκαν σε στίβο μεγάλων ασκητικών παλαισμάτων εκεί μό­νος μό­νω τῷ Θε­ῷ, ἀρ­χί­ζει μί­α πνευ­μα­τι­κή ἀ­νά­βα­ση, κόν­τρα στίς δαι­μο­νι­κές δυ­νά­μεις. Μέ ὑ­πε­ράν­θρω­πη νη­στεί­α καί ἄ­σκη­ση κα­τά­φε­ρε νά δι­α­φύ­γει τίς πα­γί­δες τοῦ πο­νη­ροῦ καί νά στο­λι­στεῖ μέ τίς ἀ­ρε­τές. Ὁ Ὅσιος Κοσμᾶς ἔζησε ἀθόρυβα, ὄχι γιατί δὲν ἔπραξε κάτι ἀξιομνημόνευτο, ἀλλὰ γιατί ἡ ζωὴ τῶν Ἁγίων εἶναι ἐσωτερική, εἶναι μία καθημερινὴ προσωπικὴ καὶ ἄγνωστη σὲ ὅλους συνομιλία μὲ τὸν ἴδιο τὸν Θεό.
Οἱ μά­χες του στήν ἔ­ρη­μο μέ τά στοι­χεῖ­α τής φύ­σης, μέ τόν ἑ­αυ­τό του καί τούς δαί­μο­νες τόν κα­τέ­στη­σαν πραγ­μα­τι­κά ἄ­σαρ­κο. Α­νυ­πό­δη­τος καί γυ­μνός κα­λυμ­μέ­νος μέ τίς τρί­χες τοῦ σώ­μα­τός του, σάν δέν­τρο φορ­τω­μέ­νο μέ καρ­πούς, ἔ­πε­σε και εκοιμήθει στίς 9 Σε­πτεμ­βρί­ου τοῦ 658μ. Χ.
Tό σῶ­μα του πα­ρέ­μει­νε μέ­σα στό σπή­λαι­ό του γιά ἕ­να χρο­νι­κό δι­ά­στη­μα, ὥ­σπου ἔ­γι­νε ἀν­τι­λη­πτό ἀ­πό πιστούς οἱ ὁ­ποῖ­οι ἄρ­χι­σαν νά τό τι­μοῦν.
Οἱ ἄν­θρω­ποι ὅ­μως δέν μπο­ροῦ­σαν νά προ­σεγ­γί­σουν τήν ἀ­πο­μο­νω­μέ­νη αὐ­τή πε­ρι­ο­χή καί ἔ­τσι με­τέ­φε­ραν τό σκή­νω­μα ἀ­πό τό σπη­λαῖ­ο καί τό το­πο­θέ­τη­σαν σέ ἕ­ναν με­γά­λο να­ό, πι­θα­νόν στήν Γόρ­τυ­να. Ὅ­μως μί­α με­γά­λη ἀ­νομ­βρί­α ἔ­πλη­ξε τό­τε τήν πε­ρι­ο­χή, γιά και­ρό ἔ­κα­νε νά βρέ­ξει ὅ­λα τά καρ­πο­φό­ρα δέν­τρα καί τά σι­τη­ρά κα­τα­στρά­φη­καν ἀ­πό τόν δυ­να­τό ἥ­λιο.
Οἱ ἄν­θρω­ποι σα­στι­σμέ­νοι κα­τέ­φυ­γαν στόν Θε­ό καί πα­ρα­κα­λοῦ­σαν γιά βρο­χή. Τό­τε ὁ Ἅγιος ἐμ­φα­νίστη­κε σέ κά­ποι­ον καί ζή­τη­σε πο­λύ αὐ­στη­ρά νά βγά­λουν ἀ­πό τό σκή­νω­μα τοῦ ὅ­λα τά πο­λύ­τι­μα κο­σμή­μα­τα, και νά τό ἐ­πι­στρέ­ψουν στό σπή­λαι­ό του. Οἱ ἄν­θρω­ποι φο­βι­σμέ­νοι πα­ρέ­λα­βαν τόν Άγιο καί τόν ἐ­πέ­στρε­ψαν στό σπή­λαι­ό του. Χώ­ρι­σαν ἕ­να μι­κρό κομ­μά­τι στό βά­θος τοῦ σπη­λαί­ου καί ἀ­φοῦ τόν το­πο­θέ­τη­σαν ἐ­κεῖ τό ἔ­κτι­σαν ἐ­ξω­τε­ρι­κά. Ἀ­πό ἐ­κεί­νη τήν στιγ­μή ἄ­νοι­ξε ὁ οὐ­ρα­νός. Τό­σο πο­λύ ἔ­βρε­ξε πού τό νε­ρό ἔ­μει­νε γιά μέ­ρες λι­μνα­σμέ­νο πά­νω στήν κα­μέ­νη γῆ.
Πέ­ρα­σαν τε­τρα­κό­σια χρό­νια καί οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι τον ξέ­χα­σαν, μο­να­χά οἱ ἀ­σκη­τές τῆς πε­ρι­ο­χῆς πή­γαι­ναν στό σπή­λαι­ό του γιά νά προ­σκυ­νή­σουν, ὥ­σπου μί­α μέ­ρα τό 1058 βε­νε­τοί ἔμ­πο­ροι πα­ρα­βί­α­σαν τήν κρύ­πτη τοῦ Ἁγίου καί ἔ­κλε­ψαν τό λεί­ψα­νο, πού πα­ρέ­με­νε ὅ­πως τήν ἥ­με­ρα πού ὁ Ἅγιος εἶ­χε κοι­μη­θεῖ, ἄ­φθαρ­το καί εὐ­ω­διά­ζων. Τό με­τέ­φε­ραν στήν Βε­νε­τί­α καί τό κα­τέ­θε­σαν στήν ἱ­ε­ρά Μονή τοῦ Ἁγίου Γε­ωρ­γί­ου τοῦ Μεί­ζο­νος. Ἐ­κεῖ πα­ρα­μέ­νει ἀ­κό­μα καί σή­με­ρα, το­πο­θε­τη­μέ­νος στό πα­ρεκ­κλή­σι τοῦ Ἁγίου Βε­νε­δί­κτου, πε­ρι­μέ­νον­τας ἥ­συ­χα τήν ἐ­πι­στρο­φή του. Εἴθε ὁ Θεὸς νὰ δώσει νὰ ἐπιστρέψει σύντομο στὸν τόπο ποὺ ἀνήκει στὴν Ι. Μονὴ Κουδουμά. Γένοιτο.

ΚΟΥΔΟΥΜΙΑΝΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ