Ἐγκαινιάζουμε τὸ νέο ἔτος 2010 ἀγαπητοὶ ἀναγνῶστες ἀναφερόμενη σὲ μία μεγάλη ἀσκητικὴ μορφὴ ποὺ ἔζησε καὶ ἁγίασε μὲ τὴν παρουσία του τὰ σπήλαια καὶ τὴν εὐρύτερη περιοχὴ τῆς Μονῆς Κουδουμᾶ, τὸν Ὅσιο Κοσμᾶ τὸν Ἐρημίτη καὶ Ὁμολογητὴ ἐξαιτούμενοι τίς εὐπειθεῖς πρεσβεῖες του γιὰ ἕνα εὐλογημένο, καρποφόρο εἰρηνικὸ καὶ ἁγιασμένο νέο ἔτος.
Γνωρίζοντας ἀπὸ τὶς ἁγιογραφικὲς πηγὲς γιὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, που τα ἁγιασμένα πόδια πάτησαν στοὺς Καλοὺς Λιμένες, ὅτι ἔγινε ἡ παρουσία του αἰτία, ἀπὸ τοὺς πρώτους αἰῶνες νὰ σχηματιστεῖ ὁ πρῶτος πυρήνας μοναστικῶν κοινοτήτων στὶς σπηλιὲς τῆς Νοτίου Κρήτης, συναντώντας μὲ τὴν ἐμφάνιση τοῦ ἐρημιτισμοῦ, τοὺς πρώτους ἀσκητὲς στὰ σπήλαια τοῦ ἁγιοφάραγκου ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλα σπήλαια τῆς περιοχῆς στὰ νότια τῶν Ἀστερουσίων Ὀρέων.
Δὲν εἶναι τυχαῖα ἡ σειρὰ τῶν ἱερῶν σπηλαίων πού μας εἶναι γνωστὰ ὡς ἐρημητήρια, ὅπως ὁ Ἅγιος Ἰωάννης, ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος, τὸ Ἀββακόσπηλιο, ἡ παλαιοχριστιανικὴ Βασιλικὴ τῶν Τριῶν Ἐκκλησιῶν μέχρι καὶ ὁ Ἅγιος Νικήτας στὸν Ἀχεντριά. Τὸ ἰδιαίτερο χαρακτηριστικό τους εἶναι ὅτι πρόκειται κυρίως γιὰ σπήλαια καὶ τὸ δεύτερο ὅτι εἶναι ὅλα παραθαλάσσια, βλέπουν πρὸς τὴν θάλασσα.
Σ’ αὐτὴν τὴν ὁμάδα τῶν σπηλαιωδῶν ἀσκητηρίων ἀνήκει κατὰ τὴν μαρτυρία τοῦ ἔγκριτου Ἀρχαιολόγου – Βυζαντινολόγου κ. Ἀθανασίου Παλιούρα Ὄμ. Καθηγητοὺ τοῦ Πανεπιστημίου Ἰωαννίνων καὶ ἡ Ι. Μονὴ Κουδουμὰ, ὁ ὁποῖος καὶ τὴν χαρακτηρίζει καὶ ὡς τὴν ἀρχαιότερη Μονὴ τῆς Νότιας Κρήτης, αὐτὸ γιατί, δυτικὰ ἀπὸ τὸ σημερινὸ μοναστήρι ἀνοίγεται ἕνας μεγάλος ἀριθμὸς σπηλαίων – κελιῶν ποὺ ἡ ἐσωτερικὴ δομὴ τῶν ἀσκητηρίων καθὼς διαμορφώνεται κατὰ μῆκος τοῦ βραχώδους ἐξάρματος, φανερώνει ὅτι κάποτε εἶχαν κατοικηθεῖ. Ἕνας ἄλλος πιστικὸς λόγος ἀποδοχῆς παλαιοχριστιανικῆς κατοίκησης στὰ σπήλαια τοῦ Κουδουμᾶ, πέρα ἀπὸ τὴν παράδοση ποὺ δέχεται πὼς ὁ τόπος δέχτηκε τοὺς ἀναχωρητὲς ἤδη ἀπὸ τὸν 4ο αἰώνα, ἐποχὴ ποὺ ξεκίνησε ἀπὸ τὶς λαῦρες τῆς Αἰγύπτου καὶ τῆς Παλαιστίνης γιὰ νὰ περάσει στὴ συνέχεια στὴ Μικρὰ Ἀσία, στὴν Κύπρο, στὴν Κρήτη καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὸν Ἑλλαδικὸ χῶρο, εἶναι καὶ ἡ πλήρης ἀπομόνωση καὶ ἐρημιά.
Οἱ ἀναχωρητὲς ἀναζητοῦσαν ἀπομακρυσμένες περιοχές, ἐντελῶς ἀπομονωμένες γιὰ νὰ ἀσκηθοῦν μόνοι τους ἣ μὲ συνοδεία μόνοι μόνω τῷ Θεῷ. Οἱ πρῶτοι ἐρημίτες τοῦ Κουδουμᾶ, κατὰ τὴν μαρτυρία τοῦ ἴδιου καθηγητοῦ, πρέπει νὰ ἔζησαν κατὰ τὸν 6ο καὶ 7ο αἰώνα στὰ σπήλαια ποὺ περιβάλουν τὴν σημερινὴ Ι. Μονή.
Αὐτὸ φανερώνει καὶ ἡ μαρτυρία ἄλλωστε τοῦ νεωτέρου κτήτορα τῆς Ι. Μονῆς Κουδουμᾶ τοῦ Ὁσίου Εὐμενίου ἡ ὁποία ἀναφέρει ὅτι «Ἐδῶ ἐνεφανίσθη στὸν Ὅσιο Παρθένιο ἡ Παναγία ἡ ὁποία τὸν προέτρεψε νὰ ἱδρύσει Μονὴ γιατί ὁ τόπος αὐτὸς ἀπὸ αἰώνων εἶναι δικός της καὶ Αὐτὴ θὰ εἶναι πάντοτε ἀρωγὸς καὶ οἰκονόμος».
Σ’ αὐτὸν λοιπὸν τὸν τόπο τοῦ Κουδουμᾶ, ἔζησε κατὰ τὸν 7ο αἰώνα, ὅπως τὰ περισσότερα στοιχεῖα ποὺ υπάρχουν φανερώνουν, μιὰ μεγάλη ἀσκητικὴ μορφὴ ὅπως προαναφέραμε ὁ Ὅσιος Κοσμᾶς ὁ Ἐρημίτης καὶ Ὁμολογητής.
Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς γεννήθηκε, κατά τό δεύτερο μισό του 6ου αἰώνα στήν Κρήτη, ἄγνωστο σέ ποιά περιοχή. Στά νεανικά του χρόνια ἔλαβε μία ἱκανοποιητική παιδεία ὥστε νά μπορέσει νά ἀσχοληθεῖ, καί νά ἀντιδράσει στήν αἵρεση τῶν μονοθελητῶν.
Στήν ἀρχή πρέπει νά μόνασε σέ κάποιο κοινόβιο. Η ἀντίδρασή του στόν μονοθελητισμό ἔλαβε χώρα πιθανόν κατά τήν περίοδο αὐτή, καί οἱ πιέσεις τῶν μονοθελητῶν ἐπισκόπων καί οἱ ἀντιδράσεις τούς τόν ὁδήγησαν ὥστε νά ἐγκαταλείψει τήν Μονή του καί νά καταφύγει στήν ἔρημο.
Τά σπήλαια του Κουδουμά για τον Άγιο Κοσμά αναδείχτηκαν σε στίβο μεγάλων ασκητικών παλαισμάτων εκεί μόνος μόνω τῷ Θεῷ, ἀρχίζει μία πνευματική ἀνάβαση, κόντρα στίς δαιμονικές δυνάμεις. Μέ ὑπεράνθρωπη νηστεία καί ἄσκηση κατάφερε νά διαφύγει τίς παγίδες τοῦ πονηροῦ καί νά στολιστεῖ μέ τίς ἀρετές. Ὁ Ὅσιος Κοσμᾶς ἔζησε ἀθόρυβα, ὄχι γιατί δὲν ἔπραξε κάτι ἀξιομνημόνευτο, ἀλλὰ γιατί ἡ ζωὴ τῶν Ἁγίων εἶναι ἐσωτερική, εἶναι μία καθημερινὴ προσωπικὴ καὶ ἄγνωστη σὲ ὅλους συνομιλία μὲ τὸν ἴδιο τὸν Θεό.
Οἱ μάχες του στήν ἔρημο μέ τά στοιχεῖα τής φύσης, μέ τόν ἑαυτό του καί τούς δαίμονες τόν κατέστησαν πραγματικά ἄσαρκο. Ανυπόδητος καί γυμνός καλυμμένος μέ τίς τρίχες τοῦ σώματός του, σάν δέντρο φορτωμένο μέ καρπούς, ἔπεσε και εκοιμήθει στίς 9 Σεπτεμβρίου τοῦ 658μ. Χ.
Tό σῶμα του παρέμεινε μέσα στό σπήλαιό του γιά ἕνα χρονικό διάστημα, ὥσπου ἔγινε ἀντιληπτό ἀπό πιστούς οἱ ὁποῖοι ἄρχισαν νά τό τιμοῦν.
Οἱ ἄνθρωποι ὅμως δέν μποροῦσαν νά προσεγγίσουν τήν ἀπομονωμένη αὐτή περιοχή καί ἔτσι μετέφεραν τό σκήνωμα ἀπό τό σπηλαῖο καί τό τοποθέτησαν σέ ἕναν μεγάλο ναό, πιθανόν στήν Γόρτυνα. Ὅμως μία μεγάλη ἀνομβρία ἔπληξε τότε τήν περιοχή, γιά καιρό ἔκανε νά βρέξει ὅλα τά καρποφόρα δέντρα καί τά σιτηρά καταστράφηκαν ἀπό τόν δυνατό ἥλιο.
Οἱ ἄνθρωποι σαστισμένοι κατέφυγαν στόν Θεό καί παρακαλοῦσαν γιά βροχή. Τότε ὁ Ἅγιος ἐμφανίστηκε σέ κάποιον καί ζήτησε πολύ αὐστηρά νά βγάλουν ἀπό τό σκήνωμα τοῦ ὅλα τά πολύτιμα κοσμήματα, και νά τό ἐπιστρέψουν στό σπήλαιό του. Οἱ ἄνθρωποι φοβισμένοι παρέλαβαν τόν Άγιο καί τόν ἐπέστρεψαν στό σπήλαιό του. Χώρισαν ἕνα μικρό κομμάτι στό βάθος τοῦ σπηλαίου καί ἀφοῦ τόν τοποθέτησαν ἐκεῖ τό ἔκτισαν ἐξωτερικά. Ἀπό ἐκείνη τήν στιγμή ἄνοιξε ὁ οὐρανός. Τόσο πολύ ἔβρεξε πού τό νερό ἔμεινε γιά μέρες λιμνασμένο πάνω στήν καμένη γῆ.
Πέρασαν τετρακόσια χρόνια καί οἱ περισσότεροι τον ξέχασαν, μοναχά οἱ ἀσκητές τῆς περιοχῆς πήγαιναν στό σπήλαιό του γιά νά προσκυνήσουν, ὥσπου μία μέρα τό 1058 βενετοί ἔμποροι παραβίασαν τήν κρύπτη τοῦ Ἁγίου καί ἔκλεψαν τό λείψανο, πού παρέμενε ὅπως τήν ἥμερα πού ὁ Ἅγιος εἶχε κοιμηθεῖ, ἄφθαρτο καί εὐωδιάζων. Τό μετέφεραν στήν Βενετία καί τό κατέθεσαν στήν ἱερά Μονή τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Μείζονος. Ἐκεῖ παραμένει ἀκόμα καί σήμερα, τοποθετημένος στό παρεκκλήσι τοῦ Ἁγίου Βενεδίκτου, περιμένοντας ἥσυχα τήν ἐπιστροφή του. Εἴθε ὁ Θεὸς νὰ δώσει νὰ ἐπιστρέψει σύντομο στὸν τόπο ποὺ ἀνήκει στὴν Ι. Μονὴ Κουδουμά. Γένοιτο.
ΚΟΥΔΟΥΜΙΑΝΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ