Κυριακή 19 Μαΐου 2019

Ὁ γε­ρω–Θε­ο­δό­σιος εἶ­χε πο­λύ πό­λε­μο μέ τόν διά­­βο­λο, ἐ­πει­δή ὡς λα­ϊ­κός εἶ­χε μπλέ­ξει μέ τόν πνευ­μα­τι­σμό. Ὁ δι­ά­βο­λος τοῦ ἔ­κα­νε ἄ­γρι­ες ἐ­πι­θέ­σεις...

Γερω–Θεοδόσιος Ἁγιοπαυλίτης - Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση
O π. Θε­ο­δό­σιος Ἁ­γι­ο­παυ­λί­της, κα­τά κό­σμον Θε­ό­δω­ρος Ἀν­τω­νᾶ­τος, γεν­νή­θη­κε στήν Ἀ­τα­λάν­τη Λο­κρί­δος τήν πρώ­τη Μαρ­τί­ου τοῦ ἔ­τους 1901. Σπο­ύ­δα­σε στήν Ἀ­νω­τά­τη Ἐμ­πο­ρι­κή καί, ὅ­σο ἦ­ταν στόν κό­σμο, ἀ­σχο­λεῖτο μέ τό ἐμ­πό­ριο. Σχέ­ση μέ τήν Ἐκ­κλη­σί­α καί τήν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή ζωή δέν εἶ­χε, γιά νά μήν ποῦ­με ὅ­τι ἦ­ταν καί ἀν­τί­θε­τος. Θέλοντας νά αὐ­ξή­ση τίς δου­λει­ές του σχε­τί­στη­κε μέ μί­α ὁ­μά­δα πνευ­μα­τι­στῶν καί ὄν­τως αὐ­ξή­θη­καν τά κέρ­δη του.

Ἐ­κεῖ­νο τόν και­ρό εἶ­χε ἐκ­δώ­σει στήν Γαλ­λί­α μί­α Γαλ­λί­δα ἕ­να βι­βλί­ο: «Ἕ­να μῆ­να μέ το­ύς ἄν­τρες τοῦ Ἁ­γί­ου Ὄ­ρους», ὑ­βρι­στι­κό γιά τό Ἅ­γιον Ὄ­ρος[1]. Ἐ­πει­δή εἶ­χε με­γά­λη κυ­κλο­φο­ρί­α, βρέ­θη­καν κά­ποι­οι καί δυ­στυ­χῶς τό με­τέ­φρα­σαν καί στά Ἑλ­λη­νι­κά. Μία ἐ­φη­με­ρί­δα, τήν ὁ­πο­ί­α ἔ­παιρ­νε ὁ Θε­ό­δω­ρος, τό δη­μο­σί­ευ­ε σέ συ­νέ­χει­ες. Ἀ­φοῦ εἶ­χε δι­α­βά­σει  κά­ποι­α τε­ύ­χη, ὡς ἀ­νή­συ­χο πνεῦ­μα πού ἦ­ταν, τοῦ ἦρ­θε ἡ ἐ­πι­θυ­μί­α, ἡ πε­ρι­έρ­γεια νά ἐ­πι­σκε­φθῆ τό Ἅγιον Ὄ­ρος. «Ἀπό τόσα πού γρά­φει αὐ­τή ἡ Γαλ­λί­δα, τά μι­σά νά εἶ­ναι ἀ­λή­θεια, τό Ἅ­γιον Ὄ­ρος πρέ­πει νά εἶ­ναι κά­τι σπου­δαῖ­ο. Θά πά­ω», σκέ­φθη­κε.
Με­τά ἀ­πό με­ρι­κές μέ­ρες εἶ­χαν συ­νάν­τη­ση μέ τήν ὁ­μά­δα τῶν πνευ­μα­τι­στῶν καί πῆ­γε καί αὐ­τός. Κα­τά πα­ρά­δο­ξο τρό­πο ὅ­μως δέν εἶ­χαν καμ­μί­α ἀ­πο­κά­λυ­ψη ἀ­πό τά πνε­ύ­μα­τα. Ἐ­πι­κλή­σεις, ἐ­πι­κλή­σεις… τί­πο­τα! Τότε ἀ­κο­ύ­στη­κε φω­νή νά λέ­η: «Ἄν δέν ἀλ­λά­ξη τήν ἀ­πό­φα­ση πού ἔ­βα­λε στό νοῦ του ὁ Θε­ό­δω­ρος, δέν μπο­ροῦ­με νά ποῦ­με τί­πο­τα!». Ὁ Θε­ό­δω­ρος ὅ­μως πε­ί­σμω­σε ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο καί προ­γραμ­μά­τι­σε τήν ἐ­πί­σκε­ψή του στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος.
Ἔ­φθα­σε στό Ὄ­ρος πα­ρα­μο­νή τοῦ Δε­κα­πεν­ταυ­γο­ύ­στου καί ἀ­κο­λου­θών­τας τό πλῆ­θος τῶν προ­σκυ­νη­τῶν πῆ­γε στῶν Ἰ­βή­ρων. Πα­ρα­κο­λο­ύ­θη­σε τήν ἀ­γρυ­πνί­α, ἐν­τυ­πω­σι­ά­στη­κε, ἀλ­λά δέν ἀλ­λοι­ώ­θη­κε πνευ­μα­τι­κά. Ἔ­πει­τα ἐ­πι­σκέ­φθη­κε τόν Ἅγιο Παῦ­λο. Ἐ­κεῖ κά­τι συ­νέ­βη μέ­σα του, ἀ­πο­φά­σι­σε νά ἐ­ξο­μο­λο­γη­θῆ καί ἀ­να­κο­ί­νω­σε στόν Πνευ­μα­τι­κό τῆς Μο­νῆς πα­πα–Ἰ­γνά­τιο (ὑ­πο­τα­κτι­κό τοῦ γνω­στοῦ πα­πα–Ἰ­γνά­τιου Πνευ­μα­τι­κοῦ) τήν ἐ­πι­θυ­μί­α του νά με­ί­νη. Τόν δέ­χθη­καν οἱ πα­τέ­ρες. Κοι­νο­βί­α­σε στήν Ἱ­ε­ρά Μο­νή τοῦ Ἁ­γί­ου Πα­ύ­λου καί στίς 19 Φε­βρου­α­ρί­ου 1936 ἐ­κά­ρη μο­να­χός μέ τό ὄ­νο­μα Θε­ο­δό­σιος.
      Ὅ­ταν ἦ­ταν νέ­ος μο­να­χός ὁ π. Θε­ο­δό­σιος, ἐ­πι­σκέ­φθη­κε χά­ριν ὠ­φε­λεί­ας τόν φη­μι­σμέ­νο γιά τήν ἀ­ρε­τήν του Γρη­γο­ριά­τη ἡ­γού­με­νο πα­πα–Θα­νά­ση. Ἐ­κεῖ­νος τοῦ ἔ­δω­σε πο­λύ­τι­μες συμ­βου­λές γιά τήν μο­να­χι­κή του ζω­ή καί στό τέ­λος τοῦ εἶ­πε: «Ἄν θέ­λης νά γί­νης κα­λός μο­να­χός, νά δι­α­βά­ζης τόν ἅ­γιο Ἐ­φραίμ τόν Σύ­ρο. Πάν­τα νά τόν ἔ­χης στό προ­σκε­φά­λαι­όν σου». Πράγ­μα­τι κα­θη­με­ρι­νῶς ἀ­νε­γί­νω­σκε τόν ἅ­γιο Ἐ­φραίμ καί ἐ­καρ­ποῦ­το με­γί­στην ὠ­φέ­λεια. Τόν ἀ­γά­πη­σε πο­λύ, ἀλ­λά πεί­σθη­κε ἀ­πό τίς τα­πει­νές ἐκ­φρά­σεις πού χρη­σι­μο­ποι­εῖ ὁ ὅ­σιος Ἐ­φραίμ γιά τόν ἑ­αυ­τό του, ὅ­τι δη­λα­δή εἶ­ναι ἁ­μαρ­τω­λός, ἄ­ξιος γιά τήν κό­λα­ση καί ἄλ­λες πα­ρό­μοι­ες ἐκ­φρά­σες ὅ­τι πράγ­μα­τι ὁ ἅ­γιος Ἐ­φρα­ίμ εἶ­ναι στήν κό­λα­ση. Γι᾿ αὐ­τό πο­νοῦ­σε πο­λύ καί, ἐ­πει­δή τόν ἀ­γα­ποῦ­σε, ἔ­κα­νε κομ­πο­σχο­ί­νι νά τόν βγά­λη ὁ Θε­ός ἀ­πό τήν κό­λα­ση.
Κά­ποι­α φο­ρά πού ὁ Ἡ­γού­με­νος τόν ἔ­βα­λε νά κά­νη ἀ­νά­γνω­ση στήν τρά­πε­ζα καί δι­ά­βα­σε κά­τι σχε­τι­κό μέ τόν ἅ­γιο Ἐ­φραίμ, τόν βί­ον του ἤ κά­ποι­ο ἐγ­κώ­μιο, διεπίστωσε ἔκ­πλη­κτος ὅ­τι ὁ ἅ­γιος Ἐ­φρα­ίμ, ὄχι­ μό­νο δέν βρί­σκε­ται στήν κό­λα­ση, ἀλ­λά εἶ­ναι καί πο­λύ με­γά­λος Ἅ­γιος. Ἀ­πό τήν χα­ρά του καί τήν συγ­κί­νη­ση ἄρ­χι­σε νά κλαί­η καί δι­α­κό­πηκε ἡ ἀ­νά­γνω­ση.
Ὁ πα­τήρ Θε­ο­δό­σιος ἐρ­γά­σθη­κε πο­λύ, ἔ­κα­νε ἀ­γρυ­πνί­ες γιά νά τα­ξι­νο­μή­ση τήν βι­βλι­ο­θή­κη τῆς Μο­νῆς. ­Δη­μι­ούρ­γη­σε καί σκευ­ο­φυ­λά­κιο μέ εἰ­κό­νες. Ἦταν ἐ­πι­με­λής στήν με­λέ­τη καί συ­νέ­γρα­ψε πνευ­μα­τι­κά βι­βλί­α. Οἱ πολ­λές ἁ­γι­ο­γρα­φι­κές καί πα­τε­ρι­κές ἐ­πι­γρα­φές πού ὑ­πάρ­χουν στό Μο­να­στή­ρι, γρά­φτη­καν μέ τό χέ­ρι του.
Ὁ γε­ρω–Θε­ο­δό­σιος εἶ­χε πο­λύ πό­λε­μο μέ τόν  διά­­βο­λο, ἐ­πει­δή ὡς λα­ϊ­κός εἶ­χε μπλέ­ξει μέ τόν πνευ­μα­τι­σμό. Ὁ δι­ά­βο­λος τοῦ ἔ­κα­νε ἄ­γρι­ες ἐ­πι­θέ­σεις. Σῶ­μα μέ σῶ­μα πά­λευ­αν. Ἐ­ξωμο­λο­γεῖ­το στόν Ἡ­γού­με­νο τίς ἐ­πι­θέ­σεις τοῦ πει­ρα­σμοῦ καί ἔ­χοντας πε­ποί­θη­ση στόν ἑ­αυ­τό του, ἔ­λε­γε· «ἄν τολ­μή­ση καί ξα­νάρ­θη, νά δῆς τί θά τόν κά­νω». Ὁ­πό­τε τήν ἴ­δια νύ­χτα ἦρ­θε ὡς συ­νή­θως ὁ πει­ρά­ζων καί μέ τήν μα­νί­α πού τόν εἶ­χε ὁ π. Θε­ο­δό­σιος ὥρ­μη­σε πά­νω του, τόν ἔ­πια­σε μέ τό ἕ­να χέ­ρι του ἀ­πό τό μά­γου­λο καί μέ τό ἄλ­λο προ­σπα­θοῦ­σε νά τόν ρί­ξη κά­τω. Ἀλ­λά σέ λί­γο ἔ­νι­ω­θε νά τόν κα­τα­βάλ­η ὁ ἀν­τι­κεί­με­νος. Ὁ­πό­τε, βλέ­ποντας τήν ἀ­νε­πάρ­κεια τῶν δυ­νά­με­ών του, ἐ­πι­κα­λέ­στη­κε τόν Χρι­στό καί τήν Πα­να­γί­α καί ἀ­μέ­σως χά­θη­κε ὁ πει­ρα­σμός, μή ὑ­πο­φέ­ροντας τήν δύ­να­μη τοῦ Ὀ­νό­μα­τος. Ἔ­τρε­ξε ὕ­στε­ρα στόν Ἡ­γού­με­νο καί τοῦ ἐ­ξω­μολο­γή­θηκε: «Ἐ­κεῖ­νο πού εἶ­πα, ἄν ἔρ­θη νά δῆς τί θά τόν κά­νω, ἦ­ταν τῆς ὑ­πε­ρη­φα­νεί­ας μου». Ἐ­γνώ­ρι­σε στήν πρά­ξη ὅ­τι οἱ δαί­μο­νες νι­κῶν­ται μέ τήν τα­πεί­νω­ση καί τήν θεί­α δύ­να­μη.
Δι­η­γή­θη­κε: «Κάποια φο­ρά, ἐ­νῶ ἔ­γρα­φα τή νύ­χτα πε­ρί πνευ­μα­τι­σμοῦ, κά­ποι­ος χτύ­πη­σε πο­λύ δυ­να­τά τό τζά­μι τοῦ πα­ρα­θύ­ρου, τό­σο πο­λύ πού πῆ­γε νά σπά­ση. Κοι­τά­ζω καί βλέ­πω μία σκιά στό τζά­μι. “Ἐν ὀ­νό­μα­τι τοῦ Χρι­στοῦ νά φύ­γης”, λέ­ω καί σταυ­ρώ­νω συ­νε­χῶς τό πα­ρά­θυ­ρο. Σέ λί­γο βλέ­πω τήν σκιά νά ἀ­πο­μα­κρύ­νε­ται σάν ἀ­στρο­να­ύ­της».
Ἄλ­λη  φο­ρά τοῦ συ­νέ­βη τό ἑ­ξῆς, ὅ­πως  δι­η­γήθη­κε: «Ἕ­να βρά­δυ στό κελ­λί μου ἦρ­θε ὁ π. Γε­ρά­σι­μος ὁ Μι­κρα­γι­αν­να­νί­της.
–Πότε ἦρ­θες; τοῦ λέ­ω, δέν σέ πρό­σε­ξα.
–Νά, τό ἀ­πό­γευ­μα. Θά βγά­λεις βι­βλί­ο, ἔ­μα­θα.
–Ναί, τοῦ ἀ­παν­τῶ. Θά βγά­λω ἕ­να βι­βλί­ο γιά   τόν πνευ­μα­τι­σμό. Τότε ὁ π. Γε­ρά­σι­μος μοῦ λέ­γει:
–Τά μέν­τιουμ ἀπ᾿ αὐ­τά πού λέ­γουν 99% εἶ­ναι ἀ­λή­θεια, 1% εἶ­ναι ψέμ­μα­τα καί αὐ­τό τό 1 ἀ­ναι­ρεῖ τά 99.
–Αὐ­τό πού λέ­γεις εἶ­ναι ὡ­ραῖ­ο νά τό γρά­ψω στό βι­βλί­ο, ἀλ­λά ποῦ τό βρῆ­κες, ἐ­ρω­τῶ.
–Στά Πνευ­μα­τι­κά Γυ­μνά­σμα­τα, ἀ­παν­τᾶ.
»Ὅ­ταν ἔ­φυ­γε ἀ­πό τό κελ­λί μου, ἀ­νο­ί­γω τά Πνευ­μα­τι­κά Γυ­μνά­σμα­τα καί τό βρί­σκω ἀ­μέ­σως.  Ὅ­ταν τε­λε­ί­ω­σα τό πρό­χει­ρο γρά­ψι­μο καί ἤ­μουν ἕ­τοι­μος νά τό στε­ί­λω γιά τό τυ­πο­γρα­φεῖ­ο, ὁ λο­γι­σμός μοῦ ἔ­λε­γε νά ψά­ξω νά βρῶ τήν σε­λί­δα ὅπου ἦ­ταν γραμ­μέ­νο αὐ­τό πού μοῦ εἶ­χε πεῖ ὁ π. Γε­ρά­σι­μος. »Ψάχνω τρεῖς φο­ρές ὅ­λο τό βι­βλί­ο καί δέν τό βρί­σκω γραμ­μέ­νο. Ση­κώ­νο­μαι καί πη­γα­ί­νω στήν Μι­κρά Ἁ­γί­α Ἄν­να, βρί­σκω τόν π. Γε­ρά­σι­μο καί τοῦ λέ­γω:
–Ὅ­ταν ἦρ­θες στό Μο­να­στή­ρι μοῦ εἶ­πες αὐ­τό καί αὐ­τό. Δέν τό βρί­σκω τώ­ρα στά Πνευ­μα­τι­κά Γυ­μνά­σμα­τα. Τί συμ­βα­ί­νει;
–Οὔ­τε ἦρ­θα στόν Ἅ­γιο Παῦ­λο –ἔ­χω πο­λύ και­ρό νά ἔλ­θω–, ἀλ­λά καί οὔ­τε σοῦ εἶ­πα τέ­τοι­ο πρᾶγ­μα.
 Ἔ­μει­να ἄ­ναυ­δος. Ἀ­πα­τή­θη­κα λοι­πόν σέ τέ­τοι­ο βαθμό ἀ­πό τόν δι­ά­βο­λο; Τότε σκέ­φθη­κα ὅ­τι, ἐ­άν τό ἔ­γρα­φα αὐ­τό, θά ἔ­κα­να με­γά­λο κα­κό, δι­ό­τι ὅ­ποι­ος δι­ά­βα­ζε τό βι­βλί­ο θά σκε­φτό­ταν: “­Ἐφ᾿ ὅ­σον τό 99 εἶ­ναι ἀ­λή­θεια, τί μέ νοι­ά­ζει γιά τό 1; Θά πά­ω στά μέν­τιουμ”­».
«Ὅ­ταν εἶ­χα ἑ­τοι­μά­σει τό βι­βλί­ο πε­ρί πνευ­μα­τι­σμοῦ, τό κα­θα­ρό­γρα­φα γιά νά τό στε­ί­λω τό πρωΐ γιά ἐ­κτύ­πω­ση. Εἶ­χαν με­ί­νει ἀ­κό­μη 4 σε­λί­δες γιά νά τε­λει­ώ­σω. Ξαφ­νι­κά αἰ­σθά­νο­μαι δί­πλα μου τόν δι­ά­βο­λο. Ἀ­να­τρί­χια­σα ὁ­λό­κλη­ρος. Ὁ λο­γι­σμός μοῦ ἔ­λε­γε νά στα­μα­τή­σω. “Ὄ­χι”, εἶ­πα, “­θά τε­λει­ώ­σω καί με­τά θά στα­μα­τή­σω”. “Χρι­στέ μου, βο­ή­θα με”, καί συ­νέ­χι­σα νά γρά­φω κλα­ί­γον­τας καί προ­σευ­χό­με­νος, ἐ­νῶ ἔ­τρε­μα ἀ­πό τόν φό­βο μου.
»Ὅ­ταν τε­λε­ί­ω­σα, ξά­πλω­σα λί­γο. Σέ λί­γο ἀ­κι­νη­το­ποι­ή­θη­κα τε­λε­ί­ως ἀ­πό τόν δι­ά­βο­λο. Δέν μπο­ροῦ­σα οὔ­τε νά φω­νά­ξω. Μόνο τό μυα­λό μου, ἡ σκέ­ψη μου, λει­τουρ­γοῦ­σε. Τότε θυ­μή­θη­κα τόν ἀβ­βᾶ Ἰ­σα­άκ πού λέ­γει: “Μόνο τό πνεῦ­μα τοῦ Θε­οῦ μπο­ρεῖ νά δι­ώ­ξη τό πνεῦ­μα τοῦ δι­α­βό­λου”.
»Ἄρ­χι­σα τό­τε νά προ­σε­ύ­χωμαι θερ­μῶς, ὁ­πό­τε ἐν­τός ὀ­λί­γου ἔ­φυ­γε ὁ δι­ά­βο­λος καί ἐ­λευ­θε­ρώ­θη­κα».
Πάλι δι­η­γή­θη­κε: «Κάποια ἄλ­λη φο­ρά ἦ­ταν νύ­χτα καί ἔ­νι­ω­σα νά τρέ­μη δυ­να­τά τό κρεβ­βά­τι μου. Σκέ­φθη­κα ὅ­τι γί­νε­ται δυ­να­τός σει­σμός καί σί­γου­ρα μέ τέ­τοι­ον σει­σμό θά πέ­σουν τά κτί­ρια καί θά κα­τα­στρα­φῆ τό Μο­να­στή­ρι.
»Μόλις στα­μά­τη­σε, βγα­ί­νω ἔ­ξω καί πηγαίνω στήν Ἐκ­κλη­σί­α. Τήν ὥ­ρα ἐ­κε­ί­νη ἄ­να­βε τά καν­τή­λια ὁ Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κός. Τόν ρω­τῶ:
–Μήπως ἔ­γι­νε σει­σμός; Μήπως αἰ­σθάν­θη­κες τί­πο­τε;
–Ὄ­χι, ἀ­παν­τᾶ. Πε­ρί­ερ­γο, σκέ­φτο­μαι. Ρω­τῶ καί ἄλ­λον μο­να­χό, “ὄ­χι”, μοῦ εἶ­πε καί ἐ­κεῖ­νος.
»Τό πρωΐ ρω­τῶ το­ύς πα­τέ­ρες∙ ὅ­λοι ἀ­πάν­τη­σαν ὅ­τι δέν αἰ­σθάν­θη­καν τόν σει­σμό.
»Σκέ­φθη­κα: “­Τόν Σα­τα­νᾶ, τί μοῦ κά­νει!”».
Ὁ π. Θε­ο­δό­σιος πή­γαι­νε κά­θε χρό­νο στήν πα­νή­γυ­ρη τοῦ Κελ­λιοῦ τῶν Γο­βδε­λά­δων πού γι­νό­ταν στίς 29 Σε­πτεμ­βρί­ου. Οἱ Ἅ­γιοι Γο­βδε­λᾶς καί Κασ­δό­α εἶ­ναι θαυ­μα­τουρ­γοί. Εἶ­χαν κά­νει ἕ­να με­γά­λο θαῦ­μα στό Κου­τλου­μού­σι. Ἔ­χουν τήν εἰ­κό­να τους στό Μο­να­στή­ρι καί πα­λαιά ἔ­κα­ναν καί ἀ­γρυ­πνί­α. Ὁ π. Θε­ο­δό­σιος εἶ­χε ἕ­να πρό­βλη­μα ὑ­γε­ί­ας. Ἔ­βγα­ζε ἐκ­ζέ­μα­τα στά χέ­ρια του. Τόσο ἄ­σχη­μα φα­ί­νον­ταν, πού σι­χαι­νό­σουν νά πά­ρης εὐ­χή. Μία χρο­νιά κατ᾿ οἰ­κο­νο­μί­α Θε­οῦ ξε­χά­στη­κε καί δέν πῆ­γε στήν πα­νή­γυ­ρη τοῦ ἁ­γί­ου Γο­βδε­λᾶ. Ὅ­ταν τό θυ­μή­θη­κε, στε­νο­χω­ρή­θη­κε πο­λύ, ἔ­κλα­ψε καί μο­νο­λο­γοῦ­σε. «Νά χά­σω τήν ἀ­γρυ­πνί­α τῶν Ἁ­γί­ων!». Ἕ­να δά­κρυ ἔ­πε­σε πά­νω στά χέ­ρια του καί ἔ­γι­ναν κα­λά. Τό θε­ώ­ρη­σε θαῦ­μα τῶν Ἁ­γί­ων.
Κάποτε ὁ π. Θε­ο­δό­σιος ἦ­ταν γιά πο­λύ και­ρό ἄρ­ρω­στος μέ 40οC  πυ­ρε­τό καί δέν μπο­ροῦ­σε νά πά­ρη τά πό­δια του. Ἐ­κεῖ­νες τίς ἡ­μέ­ρες ἦρ­θε τό Λε­ί­ψα­νο τοῦ ἁ­γί­ου νε­ο­μάρ­τυ­ρος Πα­χω­μί­ου. Μόλις τό ἔ­μα­θε, ἐ­πι­κα­λέ­στη­κε τόν Ἅ­γιο καί ἀ­μέ­σως ἔ­γι­νε κα­λά· τόν ἄ­φη­σε ὁ πυ­ρε­τός, κα­τέ­βη­κε καί προ­σκύ­νη­σε τό ἅ­γιο Λε­ί­ψα­νο.
Ἐ­πει­δή ἦ­ταν ἐγ­γράμ­μα­τος καί δρα­στή­ριος, βοήθη­σε πά­ρα πο­λύ καί κυ­ρί­ως στά δι­οι­κη­τι­κά τό Μο­να­στή­ρι του. Ἔ­κα­νε Ἀν­τι­πρό­σω­πος τῆς Μο­νῆς καί Ἐ­πι­στά­της στήν Ἱ­ε­ρά Κοι­νό­τη­τα στίς Κα­ρυ­ές. Ὅ­ταν ἔ­βλε­πε στό ἑ­στι­α­τό­ριο νά ἔ­χουν μα­γει­ρέ­ψει κρέ­ας σέ ἡ­μέ­ρες νη­στε­ί­ας, ἔρ­ρι­χνε πε­τρέ­λαι­ο στό ντα­βά.
Στήν Σύναξη τῆς Μο­νῆς ὅ,τι ἔ­λε­γε, εἶ­χε βα­ρύτητα καί περ­νοῦ­σε ἡ ἄ­πο­ψή του. Ὅ­λοι οἱ πα­τέ­ρες ἀ­να­γνώ­ρι­ζαν τήν ἀ­ξί­α του καί τόν σέ­βον­ταν.
Καί ποῦ δέν βο­η­θοῦ­σε ὁ γε­ρω–Θε­ο­δό­σιος; Ἕ­να δι­ά­στη­μα πού πα­ραιτή­θηκε ἀ­πό Προ­ϊ­στά­με­νος καί ἀ­πό τό γρα­φεῖ­ο, εἶ­χε τήν τρά­πε­ζα, πή­γαι­νε ταυ­τό­χρο­να καί στίς ἐ­λι­ές. Ἦ­ταν ὑ­περ­δρα­στή­ριος. Ὅ­ταν ἦ­ταν 78 ἐ­τῶν ἀ­νέ­λα­βε τό κά­θι­σμα τοῦ Ἁ­γί­ου Σπυ­ρί­δω­νος καί με­τά τήν ἀ­κο­λου­θί­α ἔ­παιρ­νε τό ντορ­βα­δά­κι του καί πή­γαι­νε νά πο­τί­ση τίς ἐ­λι­ές. Ἄν χρει­α­ζό­ταν πή­γαι­νε καί μέ­σα στόν κα­ύ­σω­να. Ἦ­ταν ἀ­κο­ύ­ρα­στος.   
Εἶ­χε πο­λλή ἀ­γά­πη καί πάντα προ­σπα­θοῦ­σε νά κά­νη τό κα­λύ­τε­ρο γιά νά ἀ­να­πα­ύ­η το­ύς πα­τέ­ρες, καί αὐ­τό τό στή­ρι­ζε στόν ἅ­γιο Θε­ό­δω­ρο τόν Στου­δί­τη. Συ­χνά πή­γαι­νε νά βο­η­θή­ση καί στό μα­γει­ρεῖ­ο.
Ὅ­ταν ἕ­να δι­ά­στη­μα ἦ­ταν το­πο­τη­ρη­τής στό Μο­να­στή­ρι, τίς νύ­χτες με­τά τό Ἀ­πό­δει­πνο περ­πα­τοῦ­σε χω­ρίς πα­πο­ύ­τσια ἔ­ξω ἀ­πό τά κελ­λιά. Ἄν ἄ­κου­γε κά­που ὁ­μι­λί­ες, δέν ἔ­λε­γε τί­πο­τε, ἀλ­λά τό πρωΐ στήν ἀ­κο­λου­θί­α ἔ­λε­γε στο­ύς μο­να­χο­ύς πού μι­λοῦ­σαν με­τά τό Ἀ­πό­δει­πνο «νά μήν ἐ­πα­να­λη­φθῆ αὐ­τό». Εἶ­χε λε­πτό­τη­τα.
Ὃ­ταν ἦ­ταν στά τε­λευ­ταῖ­α του ξα­πλω­μέ­νος στό κρεβ­βά­τι μέ τό κομ­πο­σχο­ί­νι, τόν ρώ­τη­σε κά­ποι­ος: «Τί σκέ­φτε­σαι; Πῶς αἰ­σθά­νε­σαι;». Καί ἀ­πάν­τη­σε: «Σκέ­φτο­μαι ὅ­τι θά πά­ω στόν Κύριο καί εἶ­μαι πο­λύ χα­ρο­ύ­με­νος». Πράγ­μα­τι ἦ­ταν χα­ρω­πό τό πρό­σω­πό του, καί σέ δυό μέ­ρες ἐ­κοι­μή­θη στίς 4 Ἰ­ου­λί­ου 1987 σέ ἡ­λι­κί­α 86 ἐ­τῶν.
Ἦ­ταν πο­λύ ἀ­κτή­μων. Ἡ κε­κρυ­μμέ­νη του ἀ­ρε­τή τῆς ἀ­κτη­μο­σύ­νης φα­νε­ρώ­θη­κε στήν κο­ί­μη­σή του, ὅ­που οἱ πα­τέ­ρες δέν βρῆ­καν ροῦ­χα γιά νά τόν ντύ­σουν. Ἄλ­λος ἔ­δω­σε ζω­στι­κό, ἄλ­λος ρά­σο, ἄλ­λος παν­τε­λό­νι.
Τήν εὐ­χή του νά ἔ­χου­με.  Ἀ­μήν.
1. Ἀργότερα ἡ Γαλ­λί­δα αὐ­τή με­τε­νό­η­σε καί ἀ­πε­κά­λυ­ψε ὅ­τι ἦ­ταν ψέμ­α­τα ὅ­,τι ἔ­γρα­ψε, καί ὅ­τι δέν μπῆ­κε στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος. Αὐτό ὡς συ­νή­θως ἀ­πο­σι­ω­πή­θη­κε ἀ­πό τά Μ.Μ.Ε. Ὡσ­τό­σο τά ἔ­σο­δα τοῦ βι­βλί­ου ἡ Γαλ­λί­δα ὡς ἔν­δει­ξη με­τα­νο­ί­ας τά δώ­ρη­σε σέ ἕ­να φι­λαν­θρω­πι­κό Ἵ­δρυ­μα στήν Γαλ­λία­.
πηγή