Τρίτη 2 Απριλίου 2019

«Την εικό­να δεν την εί­δα, αλ­λά αυ­τό το παλ­λη­κά­ρι, (τον ά­γιο Γε­ώρ­γιο) το εί­δα! Αυ­τός ή­ταν στην Εκ­κλη­σί­α, στον Παν­το­κρά­το­ρα στο Λη­ξού­ρι. Αυ­τός ή­ταν! Δεν θα φύ­γω. Ε­δώ θα μεί­νω»


Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση -
Ἡγούμενος Ἀνδρέας Ἁγιοπαυλίτης
Ο ἡγού­με­νος Ἀν­δρέ­ας Ἁ­γι­ο­παυ­λί­της γεν­νή­θη­κε στόν Ἀγ­κώ­να Κε­φαλ­λη­νί­ας στίς 22 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου τό ἔ­τος 1904. Οἱ γο­νεῖς του Γρη­γό­ριος Εὐ­αγ­γε­λᾶ­τος καί Βα­σι­λι­κή Πα­να­γου­λά­του στήν βά­πτι­ση τοῦ ἔ­δω­σαν τό ὄ­νο­μα Ἄγ­γε­λος. Δέν ἔ­μει­ναν πο­λύ στό χω­ριό πού γεν­νή­θη­κε, ἀλ­λά με­τώ­κη­σαν πιό Νό­τια.
Ὁ Ἄγ­γε­λος ἦ­ταν εὐ­λα­βής καί ἡ ζω­ή του πο­λύ προ­σε­κτι­κή. Εἶ­χε πό­θο νά γί­νη κα­λό­γε­ρος καί νά ἀ­φι­ε­ρω­θῆ στόν Θε­ό. Ἀπό λα­ϊ­κός ἤ­ξε­ρε τούς χαι­ρε­τι­σμούς τῆς Πα­να­γί­ας ἀπ᾿ ἔ­ξω καί το­ύς ἔ­λε­γε κά­θε μέ­ρα. Ἦ­ταν ἀ­δύ­να­το νά κοι­μη­θῆ, ὅ­ση δου­λειά κι ἄν εἶ­χε, ὅ­σο κου­ρα­σμέ­νος καί ἄν ἦ­ταν, χω­ρίς νά πῆ τούς Χαι­ρε­τι­σμούς. Ὅ­ταν ἐ­νη­λι­κι­ώ­θη­κε ἔ­γι­νε Ἀ­στυ­νο­μι­κός. Ἀ­γα­ποῦ­σε πο­λύ τήν Ἐκ­κλη­σί­α καί τήν προ­σευ­χή. Γι᾿ αὐτό, ὕστερα ἀπό μερικά χρόνια, ἀ­πε­φά­σι­σε νά γί­νη μο­να­χός καί τό πραγ­μα­το­πο­ί­η­σε.
Ἄν καί ἡ Κε­φαλ­λο­νιά εἶ­χε Μο­να­στή­ρια, αὐ­τός προ­τι­μοῦ­σε νά μο­νά­ση μα­κρυ­ά γιά λό­γους ξε­νητεί­ας, γιά νά μήν τόν ξέ­ρουν καί τόν ἐ­νο­χλοῦν οἱ δι­κοί του. Ἄ­κου­σε ὅ­τι ὑ­πάρ­χει ἕ­να με­γά­λο Μο­να­στή­ρι στή Λει­βα­διά, τοῦ ὁ­σί­ου Λου­κᾶ. Ἀ­πε­φά­σι­σε νά πά­η ἐ­κεῖ. Δέν ἤ­ξε­ρε ἀ­κρι­βῶς ποῦ εἶ­ναι, ἀλ­λά προγραμμάτισε Δευ­τέ­ρα νά φύ­γη γιά τήν Λει­βα­διά. Τήν προ­η­γού­με­νη μέ­ρα, τήν Κυ­ρια­κή, λει­τουρ­γή­θη­κε στό Λη­ξο­ύ­ρι σέ μί­α Ἐκ­κλη­σί­α. Πῆ­γε ἀ­πό νω­ρίς. Μό­λις μπῆ­κε στό να­ό βλέ­πει ἕ­να νέ­ο ψη­λό μέ ρω­μα­λέ­ο σῶ­μα. Εἶ­χε στρα­τι­ω­τι­κή ἐν­δυ­μα­σί­α μέ χλα­μύ­δα σάν ἀρ­χαῖ­ος. Δέν πε­ρι­ερ­γά­στη­κε ποι­ός ἦταν αὐ­τός ὁ νέ­ος, ἀλ­λά ἐ­κεῖ­νος τοῦ ἔ­κα­νε νό­η­μα νά πά­η κον­τά του. Δέν ἔ­δω­σε ση­μα­σί­α. Ἔ­φυ­γε ὁ νέ­ος, πῆ­γε πί­σω ἀ­πό τήν Ἁ­γί­α Τρά­πε­ζα καί τοῦ ξα­νά­κα­νε νό­η­μα νά πλη­σιά­ση. Ὁ Ἄγ­γε­λος πά­λι δέν ἔ­δω­σε ση­μα­σί­α καί δέν μπῆ­κε στό Ἱ­ε­ρό. Κά­θη­σε στήν θέ­ση του καί ὅ­ταν τε­λεί­ω­σε ἡ Λει­τουρ­γί­α πῆ­γε σπί­τι του.
Τήν Δευ­τέ­ρα ξε­κί­νη­σε γιά τήν Λει­βα­διά. Πῆ­γε πρῶ­τα στήν Πά­τρα. Ἐκεῖ συ­νάν­τη­σε ἕ­ναν κα­λό­γε­ρο∙ τόν χαι­ρέ­τη­σε καί τοῦ ἐκ­μυ­στη­ρεύ­τη­κε τόν σκο­πό του, ὅ­τι δη­λα­δή πά­ει καί αὐ­τός νά γί­νη μο­να­χός στόν ὅ­σιο Λου­κᾶ Λει­βα­διᾶς. Ὁ κα­λό­γε­ρος τοῦ εἶ­πε: «Τί θά κά­νεις ἐ­κεῖ; Ἔ­λα στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος, στό Πε­ρι­βό­λι τῆς Πα­να­γί­ας∙ τό Ἅ­γιον Ὄ­ρος ἕ­να εἶ­ναι». Τοῦ εἶ­πε δι­ά­φο­ρα ὁ κα­λό­γε­ρος καί ἐκεῖνος ἄλ­λα­ξε γνώ­μη. Ἔτσι ἀ­πε­φάσι­σε νά πά­η μα­ζί του στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος. Ἔ­φθα­σαν στόν Πει­ραι­ᾶ, μέ κα­ρά­βι στήν Θεσ­σα­λο­νί­κη καί ἀ­πό κεῖ στήν Δάφ­νη. Ὁ κα­λό­γε­ρος ἦ­ταν ἀ­πό τοῦ Ἐ­σφιγ­μέ­νου. Ὁ Ἄγ­γε­λος πῆ­γε νά προ­σκυ­νή­ση στήν Σι­μω­νό­πε­τρα. Ρώ­τη­σε ἄν ἔ­χη ἄλ­λο μο­να­στή­ρι κον­τά καί πῆ­γε στοῦ Γρη­γο­ρί­ου, καί ἀ­πό κεῖ Δι­ο­νυ­σί­ου καί ἐν συ­νε­χεί­ᾳ Ἁ­γίου Παύλου. Ὅ­λα αὐ­τά τά προ­σκύ­νη­σε σέ μία μέ­ρα μέ τά πό­δια. Ἦ­ταν Σε­πτέμ­βριος τοῦ 1934.
Στόν Ἅ­γιο Παῦ­λο ἔ­φθα­σε τήν ὥ­ρα τοῦ Ἑ­σπερι­νοῦ. Μπῆ­κε στήν Ἐκ­κλη­σί­α νά προ­σκυ­νή­ση καί βλέ­πει τήν εἰ­κό­να τοῦ ἁ­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου στό τέμ­πλο δε­ξιά. Κοι­τά­ει προ­σε­κτι­κά, ξα­να­κοι­τά­ει, ἀ­να­ρω­τι­έται: «Ποῦ τήν εἶ­δα αὐ­τήν τήν εἰ­κό­να;». Τότε θυ­μήθηκε: «Τήν εἰ­κό­να δέν τήν εἶ­δα, ἀλ­λά αὐ­τό τό παλ­λη­κά­ρι, (τόν ἅ­γιο Γε­ώρ­γιο) τό εἶ­δα! Αὐ­τός ἦ­ταν στήν Ἐκ­κλη­σί­α, στόν Παν­το­κρά­το­ρα στό Λη­ξού­ρι. Αὐ­τός ἦ­ταν! Δέν θά φύ­γω. Ἐ­δῶ θά μεί­νω». Ἔ­τσι ἔ­μει­νε καί ἔ­βα­λε με­τά­νοι­α γιά δό­κι­μος.
Ἡ­γού­με­νος τό­τε ἦ­ταν ὁ π. Σε­ρα­φείμ. Βλέ­πον­τας τήν ὡ­ρι­μό­τη­τά του, τήν εὐ­λά­βεια, τήν πρό­θυ­μη ὑ­πα­κο­ή καί τόν ἀ­γω­νι­στι­κό του ζῆ­λο, με­τά ἀ­πό τέσ­σε­ρις μῆ­νες, στίς 16 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου 1935, τόν ἔ­κα­ναν ρα­σο­φό­ρο καί στίς 25 τοῦ αὐ­τοῦ μη­νός τόν ἔ­κρι­ναν ἄ­ξιο νά λά­βη τό Μέ­γα καί Ἀγ­γε­λι­κό Σχῆ­μα μέ τό ὄ­νο­μα Ἀν­δρέ­ας. Με­τά ἀ­πό ἕ­να μῆ­να τόν ἔ­κα­ναν διᾶ­κο καί σέ ἕ­ξι μῆ­νες, στίς 28 Ἰ­ου­λί­ου, τόν χει­ρο­τό­νη­σαν ἱ­ε­ρέ­α. Μέ­σα σέ δέ­κα μῆ­νες ἔ­γι­ναν ὅ­λα καί ἦ­ταν τό­τε ὁ ἱ­ε­ρο­μό­να­χος Ἀν­δρέ­ας 31 ἐ­τῶν. Τό­τε κα­τά­λα­βε για­τί ὁ ἅ­γιος Γε­ώρ­γιος τόν κα­λοῦ­σε κον­τά του. Πρῶ­τα τόν κά­λε­σε στό Μο­να­στή­ρι του καί με­τά μέ­σα στό Ἅ­γιο Βῆ­μα (ἐν­νο­οῦ­σε τήν ἱ­ε­ρω­σύ­νη). Ὅ­λα εἶ­χαν ἕ­ναν προ­ϊ­δε­α­σμό.
Ἐ­νῶ ἀ­γω­νι­ζό­ταν καί ἀ­να­λω­νό­ταν στά δι­α­κο­νή­μα­τα, ὁ πα­πα–Ἀν­δρέ­ας ἔ­νι­ω­θε μί­α ἕλ­ξη πρός τήν ἡ­συ­χί­α. Τό­τε στήν ἔ­ρη­μο ἀ­σκεῖ­το ὁ π. Γε­ρά­σι­μος Με­νά­γιας. Ἦ­ταν Κε­φαλ­λο­νί­της καί ἐρ­χό­ταν στόν Ἅ­γιο Παῦ­λο. Ὁ πα­πα–Ἀν­δρέ­ας γνω­ρί­στη­κε μέ τόν Με­νά­για καί ἐ­πεθύ­μη­σε νά ζή­ση μα­ζί του στήν ἔ­ρη­μο τοῦ Ἁ­γί­ου Βα­σι­λεί­ου. Πα­ρε­κά­λε­σε πο­λύ τόν ἡ­γού­με­νο Σε­ρα­φείμ καί τοῦ ἔ­δω­σε τε­λι­κά εὐ­λο­γί­α. Τό 1938 πῆ­γε στόν Ἅ­γιο Βα­σί­λει­ο καί ἔ­ζη­σε δυ­ό­μι­σι  χρό­νια μέ τόν ἀ­σκη­τή π. Γε­ρά­σι­μο Με­νά­για. Ἐ­κεῖ  γνώ­ρι­σε καί ἄλ­λους ἀ­σκη­τές καί τόν γε­ρω–Ἰ­ω­σήφ τόν ἡ­συ­χα­στή. Τόν εἶ­χε σέ εὐ­λά­βεια. Τόν θε­ω­ροῦ­σε ἅ­γιο καί τόν ὑ­πε­ρα­σπι­ζό­ταν ὅ­ταν ἄ­κου­γε νά τόν κα­τη­γο­ροῦν.
Θε­ώ­ρη­σε εὐ­τύ­χη­μα πού γνώ­ρι­σε καί τόν  π. Σω­φρό­νιο τόν Ρῶσ­σο μέ τόν ὁ­ποῖ­ον καί συν­δέ­θη­κε πνευ­μα­τι­κά. Κα­τε­νό­η­σε τόν πνευ­μα­τι­κό πλοῦ­το, τήν θεί­α χά­ρι πού εἶ­χε ὁ τό­τε δια­κο–Σω­φρό­νιος· τόν εἶ­χε σέ με­γά­λη εὐ­λά­βεια καί ἐ­πε­δί­ω­κε τήν ἐ­πι­κοινωνί­α μα­ζί του.
Κα­τά τό ἔ­τος 1939, κά­ποι­α μέ­ρα με­τά τό με­ση­μέ­ρι, εἶ­χαν βγῆ ὁ πα­πα–Ἀν­δρέ­ας καί ὁ δια­κο–Σω­φρό­νιος νά μα­ζέ­ψουν σα­λιγ­κά­ρια. Ξαφ­νι­κά βλέ­πουν μί­α σκιά ἀν­θρώ­που σέ ἀ­πό­στα­ση καί πα­ρα­τή­ρη­σαν ὅ­τι εἶ­ναι σχε­δόν γυ­μνός. Κα­τά­λα­βαν ὅ­τι εἶ­ναι ἕ­νας ἀ­πό τούς «γυ­μνούς» ἀ­σκη­τές καί ἔ­τρε­ξαν νά τόν προ­λά­βουν. Αὐ­τός ὅ­μως, ὅ­ταν τούς ἀν­τι­λή­φθη­κε, ἔ­τρε­ξε νά κρυ­φθῆ. Ὁ δια­κο–Σω­φρό­νιος κου­ρά­στη­κε καί ὁ πα­πα–Ἀν­δρέ­ας πού ἦ­ταν νε­ώ­τε­ρος, τόν  ρώ­τη­σε:
–Νά τρέ­ξω νά τόν προ­λά­βω;
–Ἄν μπο­ρῆς, τρέ­ξε, τοῦ εἶ­πε. Ἔ­τρε­ξε καί ὅ­ταν ἔ­φθα­σε στά δύ­ο μέ­τρα τόν φώ­να­ξε:
–Στά­σου, ἄν­θρω­πέ μου, νά μέ εὐ­λο­γή­σης, ἄν δέν εἶ­σαι δαί­μων, δῶ­σε μου τήν εὐ­χή σου. Τόν ἔ­φθα­σε καί τόν ἔ­πια­σε ἀ­πό τό χέ­ρι.
–Ἄν ἀ­γα­πᾶς τόν Θε­ό, ἄ­σε με, τοῦ εἶ­πε ὁ Ἀ­σκη­τής.
–Ἐ­πει­δή ἀ­γα­πῶ τόν Θε­ό, γι᾿ αὐ­τό ἔ­τρε­χα νά σέ προ­λά­βω. Εἶ­δε νά φο­ρᾶ στήν μέ­ση ὁ Ἀ­σκη­τής ἕνα τσου­βά­λι τρί­χι­νο φθαρ­μέ­νο, καί τί­πο­τε ἄλ­λο, οὔ­τε πα­πού­τσια οὔ­τε κάλ­τσες, καί ἦ­ταν Μάρ­τιος μήνας. Τοῦ λέ­ει:
–Πῶς εἶ­σαι ἔ­τσι; Νά σοῦ φέ­ρω ροῦ­χα;
–Δέν θέ­λω.
–Θές πα­ξι­μά­δι ἤ τί­πο­τα ἄλ­λο;
–Ὄ­χι.
–Νά σοῦ φέ­ρω κά­τι; Ἔ­τσι γιά εὐ­λο­γί­α…
–Φέ­ρε μου λί­γο ἁ­λά­τι.
–Ποῦ νά σοῦ τό φέ­ρω;
–Ἄ­στο σέ κεί­νη τήν πέ­τρα. Τήν ἄλ­λη μέ­ρα πῆ­γαν τό ἁ­λά­τι, τό ἄ­φη­σαν στήν πέ­τρα καί πα­ρα­φύ­λα­γαν. Τό ἁ­λά­τι ἔ­με­ινε ἐ­κεῖ καί ὁ Ἀ­σκη­τής δέν ξα­να­φά­νη­κε.
Ὁ πα­πα–Ἀν­δρέ­ας δι­η­γή­θη­κε καί τό ἑξῆς: «Ὁ  Με­νά­γιας ἦ­ταν προ­σω­πι­κός φί­λος τοῦ ἁ­γί­ου Νε­κτα­ρί­ου, ὁ ὁ­ποῖ­ος τοῦ εἶ­χε χα­ρί­σει μία φω­το­γρα­φί­α του καί ἕ­να κομ­πο­σχο­ί­νι. Τό­τε ἐ­κεῖ στόν Ἅ­γιο Βα­σί­λει­ο με­ρι­κοί ἀμ­φι­σβη­τοῦ­σαν τήν ἁ­γι­ό­τη­τα τοῦ ἁ­γί­ου Νε­κτα­ρί­ου. Ὁ Με­νά­γιας γιά νά τούς ἀ­πο­δεί­ξη ὅ­τι εἶ­ναι Ἅ­γιος ὁ Πεν­τα­πό­λε­ως Νε­κτά­ριος, πῆ­ρε μία λε­κά­νη, ἔ­βα­λε ἀ­λεύ­ρι καί νε­ρό, τά ἀ­να­κά­τε­ψε, ἀ­πό πά­νω ἔ­βα­λε τό κομ­πο­σχο­ί­νι τοῦ ἁ­γί­ου Νε­κτα­ρί­ου καί ἀ­πό μό­νο του χω­ρίς προ­ζύ­μι φού­σκω­σε».
«Ἐ­γώ ἄλ­λη ἀ­πό­δει­ξη δέν θέ­λω», ἔ­λε­γε ὁ παπα–Ἀν­δρέ­ας.

      Ὁ πα­πα–Ἀν­δρέ­ας στόν Ἅ­γιο Βα­σί­λειο γνώ­ρι­σε τό­τε πολ­λούς με­γά­λους ἀ­σκη­τές, ὠ­φε­λή­θη­κε ἀ­πό τό πα­ρά­δειγ­μά τους καί ὁ ἴ­διος ἀ­γω­νι­ζό­ταν πο­λύ. Εἶ­χε ἐ­πι­κοι­νω­νί­α μέ τό Μο­να­στή­ρι του ὅ­λο αὐ­τό τό δι­ά­στη­μα καί με­τά ἀ­πό δυ­ό­μι­σι χρό­νια πά­λι ἐ­πέ-   στρε­ψε στήν με­τά­νοι­ά του. Εἶ­πε τό­τε στόν ἡγού­με­νο Σε­ρα­φείμ: «Ἐ­κεῖ πολ­λούς ἁ­γί­ους γνώ­ρι­σα, ἀλ­λά καί ἕ­ναν ἅ­γιο διᾶ­κο. Ἄν τόν κα­τα­φέ­ρου­με νά τόν φέ­ρου­με ἐ­δῶ γιά Πνευ­μα­τι­κό θά μᾶς βο­η­θή­σει πο­λύ». Ὁ Ἡ­γού­με­νος συμ­φώ­νη­σε: «Βε­βαί­ως, ἀ­φοῦ τό λές ἐ­σύ, θά τό κά­νου­με». Πῆ­γαν καί τόν πα­ρα­κά­λεσαν. Ὁ δια­κο–Σω­φρό­νιος ἤ­θε­λε τήν ἡ­συ­χί­α. Ὅ­μως θε­ώ­ρη­σε ὅ­τι ἦ­ταν ἀ­πό τήν θεί­α πρό­νοι­α αὐ­τή ἡ πρό­τα­ση, δι­ό­τι ὁ ἅ­γιος Σι­λουα­νός τοῦ εἶ­χε πεῖ: «Ὅ­ταν σοῦ ζη­τή­σουν βο­ή­θεια νά μήν ἀρ­νη­θῆς. Ὡς Πνευ­μα­τι­κός, νά εἶ­σαι δι­α­κρι­τι­κός νά μήν κά­νης ὑ­περ­βο­λές». Ἔ­τσι θε­ώ­ρη­σε ὅ­τι ἦρ­θε ἡ ὥ­ρα νά πραγ­μα­το­ποι­η­θῆ αὐ­τό. Τῆς Ὑ­πα­παν­τῆς τοῦ 1941 τόν  χει­ρο­τό­νη­σαν ἱ­ε­ρέ­α, ἔ­μει­νε ἄλ­λο ἕ­να χρό­νο στά Κα­ρού­λια καί με­τά ἦρ­θε καί ἔ­με­ινε στό κάθισμα τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δος. Τό Μο­να­στή­ρι τοῦ ἔ­δι­νε κουμ­πά­νια, αὐ­τός ἔ­δι­νε τίς εἰ­κό­νες πού ἔ­κα­νε καί ἐ­ξω­μο­λο­γοῦ­σε το­ύς πα­τέ­ρες. Βο­ή­θη­σε πο­λύ καί ἔ­σω­σε τό Μο­να­στή­ρι ἀ­πό πολ­λούς κιν­δύ­νους τό­τε στά δύ­στυ­χα χρό­νια τῆς Κα­το­χῆς ἀ­πό τούς Γερ­μα­νούς. Καί ὅλα αὐ­τά χά­ρι στήν δι­ο­ρα­τι­κό­τη­τα τοῦ πα­πα–Ἀν­δρέ­α.
Ὁ πα­πα–Ἀν­δρέ­ας ὅταν ἐ­πέ­στρε­ψε ἀ­πό τήν ἔ­ρη­μο ἦ­ταν γιά εἴ­κο­σι χρό­νια ὁ μοναδικός ἐ­φη­μέ­ριος στό Μο­να­στή­ρι του. Στήν δι­α­κο­πή πρίν ἀπό τήν θεί­α Λει­τουρ­γί­α δέν κοι­μό­ταν σέ κρεβ­βά­τι ἀλ­λά κα­θή­με­νος στήν κα­ρέ­κλα γιά νά μήν τοῦ συμ­βῆ πει­ρα­σμός. Λει­τουρ­γοῦ­σε κά­θε μέ­ρα καί ὕ­στε­ρα κα­τέ­βαι­νε στόν Ἅ­γιο Τρύ­φω­να, στήν Ἀμ­πε­λι­κιά, καί ὤρ­γω­νε μέ τά βό­δια μέ τό ξυ­λά­λε­τρο. Ἑ­σπε­ρι­νό ἔ­κα­νε ἕ­νας ἄλ­λος ἡ­λι­κι­ω­μέ­νος ἱ­ε­ρέ­ας. Ὅ­λη τήν ἡ­μέ­ρα ὤρ­γω­νε ἤ πή­γαι­νε στό βου­νό στούς ὑ­λο­τό­μους. Ἐ­πέ­στρε­φε ἀρ­γά, πρίν σου­ρου­πώ­ση, καί τό πρω­ΐ πά­λι ἀ­κο­λου­θί­α καί Λει­τουρ­γί­α. Θυ­σί­α­σε τήν ζω­ή του γιά τό Μο­να­στή­ρι, γι᾿ αὐ­τό τόν ἀ­γα­ποῦ­σαν ὅ­λοι οἱ πα­τέ­ρες καί ἀρ­γό­τε­ρα, ὅ­ταν πα­ρέ­στη ἀ­νάγ­κη, τόν ἐ­ξέ­λε­ξαν δύο φο­ρές Ἡ­γού­με­νο.­
Ὁ πα­πα–Ἀν­δρέ­ας, ἀ­φό­του ἦρ­θε γιά κα­λό­γε­ρος, δέν ἔ­στει­λε μή­νυ­μα στο­ύς δι­κούς του νά το­ύς ἐ­νη­με­ρώ­ση ποῦ βρί­σκε­ται. Ἐ­κεῖ­νοι νό­μι­ζαν ὅ­τι χά­θη­κε. Ἡ μάν­να του ἀ­πό δι­αί­σθη­ση ἔ­λε­γε: «Τό παι­δί μου δέν χά­θη­κε, ἀλ­λά εἶ­ναι σέ κα­λό τό­πο». Με­τά ἀ­πό κά­ποι­α χρό­νια ξεμ­πάρ­κα­ρε στόν Ἀρ­σα­νᾶ ἕ­να κα­ρά­βι, καί μέ­σα ἦ­ταν ἕ­νας πα­τρι­ώ­της του. Τόν ἀ­να­γνώ­ρι­σε καί τοῦ μί­λη­σε. Ὁ πα­πα–Ἀν­δρέ­ας τοῦ εἶ­πε νά μήν πῆ τί­πο­τε καί ἄς τόν ψά­χνουν. Αὐ­τός ὅ­μως ἐ­νη­μέ­ρω­σε το­ύς δι­κούς του καί ἡ μάν­να του τοῦ ἔ­στει­λε χα­ρού­με­νη γράμ­μα. Τοῦ ἔ­γρα­ψε ὅ­τι θέ­λει νά τόν δῆ, για­τί εἶ­ναι στά τε­λευ­ταῖ­α της. Αὐ­τός τήν ρώ­τη­σε μέ γράμ­μα:
–Ἐ­δῶ θέ­λεις νά μέ δῆς ἤ στήν ἄλ­λη ζω­ή; Καί σέ αὐ­τήν καί τήν ἄλ­λη δέν γί­νε­ται. Δι­ά­λε­ξε.
–Στήν ἄλ­λη, παι­δί μου. Καί ἔ­τσι ἐ­κοι­μή­θη, χω­ρίς νά τόν δῆ.
Ἀ­φοῦ ἐ­κοι­μή­θη ἡ μη­τέ­ρα του, ἦρ­θε ὁ πα­τέ­ρας του νά δῆ τόν πα­πα–Ἀν­δρέ­α, γιά νά πα­ρη­γο­ρη­θῆ. Ἦ­ταν γε­ρον­τά­κι καί εἶ­χε σκο­πό νά μεί­νη λί­γες μέ­ρες καί ὕ­στε­ρα νά βγῆ νά κά­νη τά σα­ράν­τα τῆς γυ­ναίκας του. Πέ­ρα­σαν οἱ μέ­ρες καί τόν ρώ­τη­σε ὁ πα­πα–Ἀν­δρέ­ας:
–Δέν θά φύ­γεις;
–Ὄ­χι, ἐ­δῶ θά μεί­νω, για­τί μοῦ ἄ­ρε­σε.
Εἶ­χε μία κό­ρη ἀ­κό­μη καί εἶ­χε λό­γους νά γυ­ρί­ση στόν κό­σμο, ἀλ­λά ἦ­ταν εὐ­λα­βής καί εἶ­χε καλ­λι­ερ­γη­μέ­νη ψυ­χή. Ὅ­ταν ἔ­μα­θε ὁ ἡγού­με­νος Σε­ρα­φείμ τήν ἀ­πό­φα­σή του νά μεί­νη, τόν ρώ­τη­σε:
–Μή­πως θέ­λεις νά σέ κά­νου­με κα­λό­γε­ρο;
–Ἄν θά μοῦ κά­νε­τε αὐ­τήν τήν δω­ρε­ά, «ἔ­τη πλεῖ­στα», ἀ­πάν­τη­σε.
Ἔ­τσι τόν ἔ­κα­ναν μο­να­χό σέ ἡ­λι­κί­α 88 ἐ­τῶν με­το­νο­μά­σαν­τες αὐ­τόν Συ­με­ών. Παρ᾿ ὅ­λη τήν ἡ­λι­κί­α του πή­γαι­νε πρῶ­τος στήν Ἐκ­κλη­σί­α. Στήν ἀ­νά­γνω­ση, ἐ­πει­δή δέν ἄ­κου­γε κα­λά, πή­γαι­νε δί­πλα στό δι­σκέ­λι νά μή χά­ση καμ­μία λέ­ξη. Τό ἴ­διο καί στήν θεί­α Με­τά­λη­ψη. Ὁ Ἡ­γού­με­νος ἔ­λε­γε γιά τόν π. Συ­με­ών: «Βλέ­πεις αὐ­τό τό κού­τσου­ρο; Θά μᾶς πε­ρά­σει ὅ­λους».
Τό 1960 ἐ­κοι­μή­θη ὁ ἡ­γού­με­νος Σε­ρα­φείμ καί Ἡ­γού­με­νος ἔ­γι­νε ὁ πα­πα–Ἀν­δρέ­ας. Τόν ἑ­πό­με­νο χρό­νο ἀρ­ρώ­στη­σε ὁ π. Συ­με­ών καί τόν πῆ­γαν στό γη­ρο­κο­μεῖ­ο σέ ἡ­λι­κί­α 96 ἐ­τῶν. Τόν ρώ­τη­σε ὁ πα­πα–Ἀν­δρέ­ας:
–Δέν σέ βλέ­πω κα­λά. Νά σέ κοι­νω­νή­σου­με;
–Ὅ­πως νο­μί­ζε­τε, ἀ­πάν­τη­σε. Πῆ­ρε ὁ πα­πα–Ἀν­δρέ­ας Ἅ­γιο Ἄρ­το, ὁ π. Συ­με­ών κα­τά­φε­ρε μέ δυ­σκο­λί­α νά πῆ τό «Πά­τερ ἡ­μῶν» καί κοι­νώ­νη­σε. Τόν ρώ­τη­σε:
–Πῶς αἰ­σθά­νε­σαι;
–Σά νά πά­ω σέ γά­μο.
Ὅ­ταν ὁ πα­πα–Ἀν­δρέ­ας κα­τέ­βα­σε τό Ἅ­γιο Πο­τή­ριο στήν Ἐκ­κλη­σί­α καί ἐ­πέ­στρε­ψε στό γη­ρο­κο­μεῖ­ο, ὁ π. Συ­με­ών εἶ­χε ἤ­δη κοι­μη­θῆ.
Ὁ πα­πα–Ἀν­δρέ­ας πῆ­γε κά­πο­τε νά ἐ­πι­σκε­φθῆ τόν γε­ρω–Ἄν­θι­μο πού ἦ­ταν στά τε­λευ­ταῖ­α του στό Νο­σο­κο­μεῖ­ο τῆς Μο­νῆς. Τόν ρώ­τη­σε: «Θέ­λεις νά σοῦ φέ­ρου­με κά­τι; Θέ­λεις νά σοῦ φέ­ρου­με Πνευ­μα­τι­κό; Τόν για­τρό;». Αὐ­τός δέν κα­τα­λά­βαι­νε. Ἀ­κούμ­πη­σε τό­τε στό σί­δε­ρο τοῦ κρεβ­βα­τιοῦ καί ἄρ­χι­σε νο­ε­ρῶς νά λέ­γη το­ύς χαι­ρε­τι­σμούς τῆς Πα­να­γί­ας. Μό­λις ἔ­φθα­νε στό «Χαῖ­ρε νύμ­φη, ἀ­νύμ­φευ­τε», ἔ­κα­νε τόν σταυ­ρό του τό γε­ρον­τά­κι. Μό­λις τε­λεί­ω­σε τούς Χαι­ρε­τι­σμούς, ἔ­κα­νε ὁ γερω–Ἄν­θι­μος τόν σταυ­ρό του τρεῖς φο­ρές καί ἐ­κοι­μή­θη εἰ­ρη­νι­κά.
Ὅ­ταν ὁ γε­ρω–Γρη­γό­ριος ἦ­ταν στά τε­λευ­ταῖ­α του, δέν μι­λοῦ­σε. Εἶ­χε χά­σει τίς αἰ­σθή­σεις του καί εἰ­δο­ποί­η­σαν τόν πα­πα–Ἀν­δρέ­α νά τόν κοι­νω­νή­ση. Τόν κοι­νώ­νη­σε, ἀλ­λά δέν κα­τά­πι­νε τήν θεί­α Κοι­νω­νί­α. Τό­τε εἶ­πε νά ἑ­τοι­μά­σουν ἕ­να τσά­ϊ καί σι­γά–σι­γά μέ τό κου­τα­λά­κι τοῦ ἔ­δι­νε λί­γο–λί­γο, μέ­χρι πού τήν κα­τά­πι­ε. Τό­τε μί­λη­σε ὁ γε­ρω–Γρη­γό­ριος καί εἶ­πε στόν πα­πα–Ἀν­δρέ­α: «Εὐ­χα­ρι­στῶ πο­λύ, ὁ Θε­ός νά στό πλη­ρώ­ση».
Ἔ­λε­γε ὁ πα­πα–Ἀν­δρέ­ας γιά τούς πα­τέ­ρες πού κοι­μή­θη­καν στό Μο­να­στή­ρι ὅ­σο αὐ­τός ἦ­ταν ἐ­κεῖ: «Μό­νο γιά δύο–τρεῖς δέν ξέ­ρω ποῦ πῆ­γαν, ἀλ­λά ὅ­λοι οἱ ἄλ­λοι, το­ύς ὁ­ποί­ους πρό­λα­βα, πῆ­γαν στήν Βα­σι­λεί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν».
Δυ­ό­μι­σι χρό­νια  με­τά  τήν ἐ­κλο­γή του σέ Ἡ­γού-με­νο, ὁ πα­πα–Ἀν­δρέ­ας γιά μία ἀ­συμ­φω­νί­α σέ ἕ­να δι­οι­κη­τι­κό θέ­μα πα­ραι­τή­θη­κε λέ­γον­τας: «Τί ἤ­θε­λα   καί ἔμ­πλε­ξα;».
Ἀ­νέ­λα­βε Ἡ­γού­με­νος ὁ πα­πα–Εὐ­σέ­βιος. Ἦ­ταν εὐ­λα­βής, ἐ­νά­ρε­τος καί ἀ­σκη­τι­κός. Ἀλ­λά δέν ἔ­κα­νε κα­θό­λου οἰ­κο­νο­μί­ες στούς ἄλ­λους. Ὁ πα­πα–Εὐ­σέ­βιος με­τά ἀ­πό ἕ­ξι χρό­νια πα­ραι­τή­θηκε καί οἱ πα­τέ­ρες τόν Ἰ­ού­λιο τοῦ 1969 ἐ­ξέ­λε­ξαν πά­λι γιά Ἡ­γού­με­νό τους τόν πα­πα–Ἀν­δρέ­α. Ἦ­ταν ὑ­πέρ τῆς οἰ­κο­νο­μί­ας, ἀλ­λά ἀ­κρι­βής στήν συ­νεί­δη­σή του. Ὁ ἴ­διος ἦ­ταν αὐ­στη­ρός στόν ἑ­αυ­τό του ἐνῶ γιά τούς ἄλ­λους ἐ­ξαν­τλοῦ­σε κά­θε οἰ­κο­νο­μί­α.
Ὁ ἡγού­με­νος Ἀν­δρέ­ας ἦ­ταν κλασ­σι­κός, πρα­κτι­κός ἁ­γι­ο­ρεί­της. Συμ­βού­λευ­ε τούς πα­τέ­ρες νά μήν ἀ­φή­νουν τόν κα­νό­να τους, νά κά­νουν κα­θα­ρή ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση καί ἦ­ταν ὑ­πέρ τῆς συ­χνῆς θεί­ας Με­τα­λή­ψε­ως. Ἔ­λε­γε: «Ὁ κοι­νο­βιά­της, ἄν κά­νη ὑ­πα­κοή, εἶ­ναι  φι­λα­κό­λου­θος, κά­νη κα­θα­ρή ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση καί δέν κα­τα­κρί­νη, εἶ­ναι γιά τόν πα­ρά­δει­σο». Κα­τήρ­γη­σε τό τρι­ή­με­ρο χω­ρίς λά­δι πρίν ἀπό τήν θεί­α Κοι­νω­νί­α καί ἔ­βα­λε Πέμ­πτη καί Σάβ­βα­το θεί­α Με­τά­λη­ψη.
Ἦ­ταν ὁ πρῶ­τος Ἁ­γι­ο­παυ­λί­της Ἡ­γού­με­νος πού ἄρ­χι­σε νά δέ­χε­ται πα­τέ­ρες γιά ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση. Κά­θε μέ­ρα 1.30–3.00 μ.μ. δε­χό­ταν στό Ἡ­γου­με­νεῖ­ο. Τήν ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση τήν ἄ­κου­γε ἤ­ρε­μα. Ἄν τοῦ ἔ­λε­γε κά­ποι­ος, «Γέ­ρον­τα, ἔ­πε­σα ἐ­κεῖ», ἀ­παν­τοῦ­σε: «Τί νά κά­νου­με; Στό ἔ­λε­ος τοῦ Θε­οῦ νά ἀ­πο­βλέ­που­με». Ἀλ­λά ἄν τοῦ ἔ­λε­γε κά­ποι­ος ὅ­τι κα­τα­κρί­νει, τό­τε γι­νό­ταν πο­λύ αὐ­στη­ρός. Τοῦ ἔ­λε­γε ἔν­το­να: «Ἔ­γι­νες Θε­ός; Δέν ντρέ­πε­σαι;», καί ὕ­στε­ρα μέ ἤ­ρε­μα λό­για ὡδη­γοῦ­σε τόν μο­να­χό σέ με­τά­νοι­α. Εἶ­χε πο­λύ με­γά­λη ἐμ­πι­στο­σύ­νη στόν πα­πα–Δι­ο­νύ­σιο τόν Μι­κρα­γι­αν­να­νί­τη, στόν ὁ­ποῖ­ον καί ἐ­ξω­μο­λο­γεῖ­το, ἄν καί ἦ­ταν κα­τά πο­λύ νε­ώ­τε­ρός του.
Ἡ ἀ­γά­πη του γιά τούς πα­τέ­ρες ἦ­ταν ἀ­πε­ριόρι­στη, χω­ρίς νά ξε­χω­ρί­ζη κα­λούς ἀ­πό κα­κούς. Ἦ­ταν πο­λύ ἐ­λε­ή­μων. Ἄν καί τά χρό­νια τό­τε ἦ­ταν δύ­σκο­λα καί τά ὑ­λι­κά ἀ­γα­θά λι­γο­στά, αὐ­τός ἔ­δι­νε ἁ­πλό­χε­ρα. Ἄν τοῦ ζη­τοῦ­σε κά­ποι­ος ἕ­να ζευ­γά­ρι κάλ­τσες, δύ­ο τοῦ ἔ­δι­νε, ἕ­να παν­τε­λό­νι, δύ­ο ἔ­δι­νε. «Ἄν πλύ­νης τό ἕ­να, νά φο­ρᾶς τό ἄλ­λο», ἔ­λε­γε. Ἔ­δω­σε εὐ­λο­γί­α στόν τρα­πε­ζά­ρη νά δί­νη ἐ­λεύ­θε­ρα ἐ­λε­η­μο­σύ­νη σέ γνω­στούς καί ἀ­γνώ­στους πα­τέ­ρες. «Δι­ό­τι», πρό­σθε­σε, «ὅ­ταν ἔ­χουν ἀ­νάγ­κη ποῦ θά βροῦν; Θά ζη­τή­σουν ἀ­πό τούς κα­τά σάρ­κα συγ­γε­νεῖς ἤ θά τρέ­χουν ἀ­πό δῶ καί ἀ­πό κεῖ;».
Ἦ­ταν εὐ­γε­νής, τι­μοῦ­σε τούς ἄλ­λους καί ἤ­θε­λε νά τούς βο­η­θᾶ. Ρω­τοῦ­σε, πρίν τοῦ ζη­τή­σουν: «Σοῦ λεί­πει κά­τι, μά­τια μου;». Ἡ συ­νή­θης ἔκ­φρα­σή του ἦ­ταν ἡ λέ­ξη «παι­δά­κι μου» καί μ᾿ αὐ­τήν ἐ­ξέ­φρα­ζε ὅ­λη τήν ἐ­σω­τε­ρι­κή του δι­ά­θε­ση πρός το­ύς πα­τέ­ρες. Εἶ­χε πο­λλή ἀ­γά­πη καί τούς οἰ­κο­νο­μοῦ­σε ὅλους. Ὅ­που ἔ­πρε­πε, γι­νό­ταν αὐ­στη­ρός, ἀλ­λά αὐ­τή ἡ αὐ­στη­ρό­τη­τά του ἔ­βγαι­νε ἀ­πό τήν ἀ­γά­πη του καί τό ἐν­δι­α­φέ­ρον του γιά νά βο­η­θή­ση τούς πα­τέ­ρες. Ἄν ἄ­κου­γε ἀρ­γο­λο­γί­ες στό μα­γει­ρεῖ­ο, πλη­σί­α­ζε καί μέ αὐ­στη­ρό­τη­τα ἔ­λε­γε νά στα­μα­τή­σουν. Δέν πί­στευ­ε εὔ­κο­λα αὐτούς πού ἔλεγαν ὅτι βλέπουν ὁράματα μέ  φῶ­τα καί Ἀγ­γέ­λους, ἄν δέν ἐ­ξα­κρί­βω­νε κα­λά.
Ἔ­λε­γε γιά τήν μνή­μη τοῦ Θε­οῦ: «Ἡ ὁ­σί­α Μα­ρί­α ἡ Αἰ­γυ­πτί­α εἶ­δε μία φο­ρά τήν εἰ­κό­να τῆς Πα­να­γί­ας πού δέν τήν ἐ­πέ­τρε­ψε νά μπῆ στό να­ό, καί αὐ­τή ἡ μνή­μη τῆς εἰ­κό­νας τήν ἐ­νί­σχυ­σε γιά σα­ράν­τα χρό­νια μό­νη της στήν ἔ­ρη­μο. Ἐ­μεῖς θέ­λο­υμε νά δοῦ­με καί τό ἕ­να καί τό ἄλ­λο καί πά­λι δέν ἔ­χο­υμε μνή­μη Θε­οῦ».
Τήν Σα­ρα­κο­στή τοῦ 1970 ἔπαθε γα­στρορ­ρα­γί­α. Ὁ π. Δη­μό­κλη­τος, ὁ για­τρός, τοῦ εἶ­πε ὅ­τι εἶ­ναι πο­λύ σο­βα­ρά καί πρέ­πει νά πά­η ἔ­ξω. Αὐ­τή τήν ἀ­σθέ­νεια πρέ­πει νά τήν ἀν­τι­με­τω­πί­ση ἡ ἐ­πι­στή­μη.
–Ἐ­πι­στή­μη εἶ­ναι ἡ Πα­να­γί­α. Ἐ­γώ δέν βγαί­νω ἀ­πό τό Ἅ­γιον Ὄ­ρος. Εἶ­χε τριά­ντα ἕ­ξι χρό­νια στήν κα­λο­γε­ρι­κή καί δέν εἶ­χε βγῆ πο­τέ. Τοῦ λέ­ει ὁ για­τρός:
–Ἐ­μεῖς πρέ­πει νά σέ κά­νου­με ὑ­πα­κο­ή ἐφ᾿ ὅ­ρου ζω­ῆς καί σύ νά μᾶς κά­νης αὐ­τήν τήν ὥ­ρα. Ἄν δέν πᾶ­με στόν για­τρό δέν ὑ­πάρ­χει προ­ο­πτι­κή.
–Γιά τήν ὑ­πα­κο­ή σας εἶ­μαι στά χέ­ρια σας. Ὅ,τι νο­μί­ζε­τε ἐ­σεῖς θά κά­νω. Τόν πῆ­γαν στήν Θεσ­σα­λο­νί­κη, ἐγ­χει­ρή­θη­κε καί ἐ­πέ­στρε­ψε ὑ­γι­ής.
Τόν Ὀ­κτώ­βριο τοῦ 1974 ὁ ἡ­γού­με­νος Ἀν­δρέ­ας πα­ραι­τή­θηκε ἀ­πό τήν Ἡ­γου­με­νί­α καί πῆ­γε νά ἡ­συχά­ση στό με­τό­χι τῆς Μο­νῆς ἐν­τός τοῦ Ἁ­γί­ου Ὄρους, στόν Μο­νο­ξυ­λί­τη. Ὁ να­ός τι­μᾶ­ται στόν ἅ­γιο Νι­κό­λα­ο, τόν ὁ­ποῖ­ο ὁ ἴδιος ὑ­πε­ρευ­λα­βεῖ­το.
Ἐ­κεῖ τό ἔ­τος 1975 τόν ἐ­πι­σκέφθηκαν κά­ποι­οι ζη­λω­τές ἀ­πό τοῦ Ἐ­σφιγ­μέ­νου. Εἶ­χε κοι­μη­θῆ ὁ Ἡ­γού­με­νός τους καί ἐ­πει­δή ἐ­φο­βοῦν­το μήν τούς δι­ώ­ξουν ἀ­πό τοῦ Ἐ­σφιγ­μέ­νου, τόν ἐ­κλι­πα­ροῦ­σαν νά ἀ­να­λά­βη αὐ­τός Ἡ­γού­με­νος. Σάν ἄν­θρω­πος τα­λαν­τευ­ό­ταν μέ τά τό­σα πού ἄ­κου­σε καί τίς πα­ρα­κλή­σεις τῶν ζη­λω­τῶν, ἀλ­λά δέν τ᾿ ἀ­πε­φά­σι­ζε. Ἀφ᾿ ἑ­νός μέν φο­βό­ταν μή­πως ἔ­χη κρῖ­μα ἄν δέν βο­η­θή­ση τό Ἐ­σφιγ­μέ­νου, ἀφ᾿ ἑτέρου σκε­φτό­ταν πῶς νά ἀ­φή­ση τήν με­τά­νοι­ά του σέ τέ­τοι­α ἡ­λι­κί­α. Πα­ρα­κα­λοῦ­σε τήν Πα­να­γί­α καί τόν ἅ­γιο Νι­κό­λα­ο νά τόν φω­τί­σουν. Ὁ­πό­τε κά­ποι­α μέ­ρα βλέ­πει ἕ­ναν πα­πᾶ, ἕ­να γε­ρον­τά­κι, νά ἀ­νε­βαί­νη ἀ­πό κά­τω ἀ­πό τήν θά­λασ­σα. Ὅ­ταν ἔ­φθα­σε, τόν χαι­ρέ­τη­σε, ζή­τη­σε νά μά­θη τόν δρό­μο πρός τίς Κα­ρυ­ές καί τοῦ ἔ­δει­ξε. Τόν ρώ­τη­σε ὅ­μως ὁ Προ­η­γού­με­νος ἀ­πό ποῦ εἶ­ναι καί πῶς ὀ­νο­μά­ζε­ται, καί ἀ­πάν­τη­σε ὅ­τι εἶ­ναι ἀ­πό τήν Κύπρο καί ὅ­τι τό ὄ­νο­μά του εἶ­ναι πά­τερ Νι­κό­λας. Ὁ πα­πα–Ἀν­δρέ­ας ἦ­ταν ἀ­πε­ρί­ερ­γος ἄν­θρω­πος γιά νά κά­νη τέ­τοι­α ἐ­ρώ­τη­ση, ἀλ­λά τήν ἔ­κα­νε ἀ­πό θεί­α νεύ­ση. Τό γε­ρον­τά­κι συ­νέ­χι­σε τόν δρό­μο του γιά Κα­ρυ­ές καί ὁ πα­πα–Ἀν­δρέ­ας μό­λις ἔ­κα­νε νά πά­η μέ­σα, σκέ­φτη­κε: «Βρέ, μέσ᾿ τό με­ση­μέ­ρι δέν εἶ­πα στόν ἄν­θρω­πο νά κα­θή­ση νά φά­η. Ποῦ θά πά­ει πει­να­σμέ­νος!».
Γυ­ρί­ζει νά τόν φω­νά­ξη καί δέν τόν βλέ­πει. Ὁ δρό­μος γιά τίς Κα­ρυ­ές τοὐ­λά­χι­στον γιά ἕ­να δε­κά­λε­πτο ἦ­ταν ἀ­κά­λυ­πτος. Θά τόν ἔ­βλε­πε. Ὅ­μως δέν φαι­νό­ταν που­θε­νά. Παίρ­νει τόν δρό­μο, φω­νά­ζον­τας. Ἄ­φαν­τος. «Κρῖ­μα πού δέν τόν πρό­λα­βα». Μπῆ­κε μέ­σα, δέν ἔ­δω­σε ση­μα­σί­α, κά­θη­σε νά φά­η καί ὕ­στε­ρα κοι­μή­θη­κε. Ξύ­πνη­σε σέ λί­γο μέ­σα στήν χα­ρά καί ἀ­πο­φα­σι­σμέ­νος ὅ­τι «ἐ­γώ εἶ­μαι γιά τόν Ἅ­γιο Παῦ­λο, οὔ­τε γιά Ἡ­γού­με­νος εἶ­μαι οὔ­τε γιά Ἐ­σφιγ­μέ­νου οὔ­τε γιά δεύ­τε­ρες οὔ­τε γιά τρί­τες ἡ­γου­με­νεῖες εἶ­μαι». Πῆ­γε στήν Ἐκ­κλη­σί­α, κοι­τά­ει τήν εἰ­κό­να τοῦ ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου καί δι­α­πι­στώ­νει ἔκ­πλη­κτος ὅ­τι ὁ ἅ­γιος Νι­κό­λα­ος εἶ­ναι ἴ­διος μέ τόν πα­πᾶ πού πέ­ρα­σε καί ἐ­ξα­φα­νί­στη­κε. «Μά», λέ­ει, «νά μήν ἀ­νοί­ξη τό μυα­λό μου πιό μπρο­στά;».
Ἀ­νέ­φε­ρε τό γε­γο­νός ὕ­στε­ρα στόν  πα­πα–Δι­ο­νύσιο τόν Πνευ­μα­τι­κό του καί ἐ­κεῖ­νος τοῦ εἶ­πε: «Ὁ ἅ­γιος Νι­κό­λα­ος ἦ­ταν. Ἦρ­θε καί σοῦ πῆ­ρε τό βά­ρος πού εἶ­χες πά­νω σου».
Με­τά ἀ­πό λί­γο δι­ά­στη­μα, κά­ποι­α ἡ­μέ­ρα ἐνῶ ἡ­σύ­χαζε στόν Μο­νο­ξυ­λί­τη, ἔ­γι­νε φο­βε­ρή θα­λασ­σο­τα­ρα­χή. Σκέ­φθη­κε τήν ἑ­πο­μέ­νη νά κα­τε­βῆ στήν θά­λασ­σα νά μα­ζέ­ψη ξύ­λα γιά τήν φω­τιά, πού θά εἶ­χε βγά­λει ἡ θά­λασ­σα, ἀλ­λά καί μή­πως κά­ποι­ος εἶ­χε ἀ­νάγ­κη ἀ­πό τήν βο­ή­θειά του.
Ἐ­νῶ  συ­νέ­λε­γε  τά  ἐκ­βρα­σθέν­τα ξύ­λα, εἶ­δε μία  ἀν­θρώ­πι­νη σκιά κα­θι­σμέ­νη σ᾿ ἕ­να βρά­χο. Ἀ­μέ­σως σκέ­φτη­κε ὅ­τι εἶ­ναι κά­ποι­ος πε­ρα­στι­κός ἤ ναυα­γός πού σώ­θη­κε καί ἔ­τρε­ξε νά βο­η­θή­ση. Ὅ­ταν πλη­σί­α­σε, βλέ­πει ἔκ­πλη­κτος μία μο­να­χή κα­θι­σμέ­νη στό βρά­χο νά κρα­τᾶ βι­βλί­ο ἀ­νοι­χτό καί γρα­φί­δα. Ἔκ­πλη­κτος καί μέ ἀ­πο­ρί­α τήν ἐ­ρω­τᾶ:
–Τί θές ἐ­σύ ἐ­δῶ, Κυ­ρά μου; Θέ­λεις καμ­μία βο­ή­θεια;
Τοῦ ἀ­παν­τᾶ ἡ φαι­νο­μέ­νη μο­να­χή:
–Ὄ­χι, δέν θέ­λω βο­ή­θεια. Ἐ­γώ εἶ­μαι ἡ Κυ­ρά τοῦ τό­που καί αὐ­τή τήν δου­λειά κά­νω ἀ­πό τήν μία ἄ­κρη τοῦ Ἁ­γί­ου Ὄ­ρους ἕ­ως τήν ἄλ­λη.
–Καί τί εἶ­ναι, Κυ­ρά μου, τά βι­βλί­α αὐ­τά πού κρα­τᾶς;
–Τά βι­βλί­α εἶ­ναι εἰ­σό­δου, ἐ­ξό­δου καί πα­ραμονῆς ­τῶν Πα­τέ­ρων τοῦ Ἁ­γί­ου Ὄ­ρους. Ἀλ­λά καί σ᾿ αὐ­τό τό βι­βλί­ο πού βλέ­πεις, εἶ­ναι γραμ­μέ­να τά ὀ­νό­μα­τα αὐ­τῶν πού πα­ρα­μέ­νουν καί τε­λει­ώ­νουν στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος, καί αὐ­τά εἶ­ναι γραμ­μέ­να στό βι­βλί­ο τῆς ζω­ῆς.
Με­τά τήν στι­χο­μυ­θί­α καί ἀ­φοῦ ἡ φαι­νο­μέ­νη μο­να­χή δέν ἤ­θε­λε βο­ή­θεια, ὁ πα­πα–Ἀν­δρέ­ας ἀ­νη­φό­ρι­σε πρός τό Με­τό­χι. Τό ἀ­πό­γευ­μα πῆ­γε στό να­ό νά   δια­βά­ση τόν Ἑ­σπε­ρι­νό, καί ὅ­ταν ἀν­τί­κρυ­σε τήν εἰ­κό­να τῆς Θε­ο­τό­κου στό τέμ­πλο κά­τι μέ­σα του συ­νέ­βη καί ἄρ­χι­σε νά αἰ­σθά­νε­ται χα­ρά καί ἀ­γαλ­λί­α­ση σκε­πτό­με­νος τήν μο­να­χή μέ τά βι­βλί­α. Εἶ­δε καί τό καν­τή­λι της νά κου­νι­έ­ται ἀ­πό μό­νο του καί κα­τέ­βη­κε γρή­γο­ρα μή­πως προ­λά­βη τήν μο­να­χή, γιά τήν ὁ­ποί­α τώ­ρα ἄ­νοι­ξε ὁ νοῦς του καί βε­βαι­ώ­θη­κε ὅ­τι ἦ­ταν ἡ Πα­να­γί­α. Ὅ­μως δέν τήν βρῆ­κε ὅ­πως ὑ­πο­λό­γι­ζε καί μία λύ­πη κα­τέ­λα­βε τήν ψυ­χήν του. Σκε­φτό­ταν ὅ­τι γιά τίς ἁ­μαρ­τί­ες του δέν ἀ­ξι­ώ­θη­κε νά τήν ξα­να­δῆ, καί τό­τε πλη­σι­ά­ζον­τας στόν βρά­χο πού ἦ­ταν κα­θι­σμέ­νη αἰ­σθάν­θη­κε εὐ­ω­δί­α οὐ­ρά­νια νά πλημ­μυρί­ζη ὅ­λο τόν τό­πο. Ἔ­τσι ἐ­πι­βε­βαί­ω­σε τήν πα­ρου­σί­α της ἡ Πα­να­γί­α καί τόν ­πλη­ρο­φό­ρη­σε ὅ­τι αὐ­τή ἦ­ταν μέ τήν ὁ­ποί­α συ­νω­μί­λη­σε πρό­σω­πο  πρός πρό­σω­πο.
Ὕ­στε­ρα κά­λε­σε στόν Μο­νο­ξυ­λί­τη τόν Πνευ­μα­τι­κό του πα­πα–Δι­ο­νύ­σιο, δι­η­γή­θη­κε τήν φο­βε­ρά ὀ­πτα­σί­α καί ἐ­κεῖ­νος ἐ­πι­βε­βαί­ω­σε ὅ­τι ἦ­ταν ἡ Πα­να­γί­α. Πα­ρα­κά­λε­σε τόν πα­πα–Δι­ο­νύ­ση: «Κο­ί­τα­ξε μήν πῆς τί­πο­τα σέ κα­νέ­ναν καί μέ πε­ρά­σουν γιά ἅ­γιο, καί πά­η καί ἔρ­χε­ται ὁ κό­σμος!».
Ὁ πα­πα–Ἀν­δρέ­ας ἀν­τα­μεί­φθη­κε γιά τήν εὐ­λά­βειά του πρός τήν Πα­να­γί­α νά τήν δῆ σ᾿ αὐ­τή τήν ζω­ή καί νά συ­νο­μι­λή­ση μα­ζί της. Ἦ­ταν πο­λύ ἀ­γω­νι­στής. Στόν Μο­νο­ξυ­λί­τη ἐρ­γα­ζό­ταν πο­λύ, κου­ρα­ζό­ταν πα­ρά τήν ἡ­λι­κί­α του, ἀλ­λά πο­τέ δέν ἄ­φη­νε τήν ἀ­κο­λου­θί­α καί τόν κα­νό­να του. Ἄν καμ­μία φο­ρά δέν δι­ά­βα­ζε ψαλ­τή­ρι στήν ἀ­κο­λου­θί­α, τό δι­ά­βα­ζε στό κελ­λί του. Εἶ­χε καί τό στο­μά­χι του. Ὅ­ταν τόν πο­νοῦ­σε, κα­θό­ταν, ἀλ­λά τό ψαλ­τήρι πάν­τα τό δι­ά­βα­ζε.
«Κά­πο­τε», δι­η­γεῖ­το ὁ γε­ρω–Δαυ­ΐδ, «ὤρ­γω­να στό Μο­νο­ξυ­λί­τη καί ἀρ­ρώ­στη­σε ἕ­να βό­δι. Κά­λε­σα τόν πα­πα–Ἀν­δρέ­α, δι­ά­βα­σε τήν εὐ­χή καί τό βόδι ἀ­μέ­σως  ση­κώ­θη­κε».
Ὅταν πα­ραι­τή­θη­κε ὁ πα­πα–Ἀν­δρέ­ας, ἐ­ξε­λέ­γη Ἡ­γού­με­νος ὁ Παρ­θέ­νιος. Τόν στή­ρι­ξε πο­λύ ὁ πα­πα–Ἀν­δρέ­ας καί ἔ­λε­γε: «Μά­τια μου, ἔ­χου­με Ἡ­γού­με­νο κα­τά­φορ­το ἀ­πό τήν χά­ρι τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος».
Ὅ­ταν ἐπέστρεψε στό Μοναστήρι, ἐπειδή ἦ­ταν γε­ρον­τά­κι, ἔ­με­νε ἔγ­κλει­στος στό κελ­λί του, χω­ρίς νά μπο­ρῆ πλέ­ον νά κα­τε­βα­ί­νη στήν ἀ­κο­λου­θί­α. Πῆ­γε τότε νά τόν δῆ ὁ Ἡ­γο­ύ­με­νος καί τόν ρώ­τη­σε ἄν θέ­λη κά­τι. Ἀ­πάν­τη­σε: «Ἄ­κου­σε, παι­δί μου. Δέν ἔ­χω ἀ­νάγ­κη ἀ­πό τί­πο­τε, τά ἔ­χω ὅ­λα, δέν μοῦ λε­ί­πει τί­πο­τε. Σ᾿ εὐ­χα­ρι­στῶ πά­ρα πο­λύ, καί ἕ­νας λό­γος πα­ρα­πά­νω πού δέν μπο­ρῶ νά ζη­τή­σω κά­τι, εἶ­ναι για­τί φο­βοῦ­μαι μή μέ κο­λά­ση ὁ Χρι­στός, ἄν εἶ­μαι ἀ­χά­ρι­στος καί ζη­τῶ πράγ­μα­τα πού δέν μοῦ χρει­ά­ζον­ται».
Δι­η­γή­θη­κε ὁ πα­πα–Ἀν­δρέ­ας ὅ­τι στό Μο­να­στή­ρι ἦ­ταν κά­ποι­ος ἐρ­γά­της λα­ϊ­κός, πο­λύ ἐ­νά­ρε­τος. Ἀρ­ρώ­στη­σε βα­ρειά καί ὁ πα­πα–Ἀν­δρέ­ας πού τό­τε ἦ­ταν Ἐ­φη­μέ­ριος καί Οἰ­κο­νό­μος, τοῦ πρό­τει­νε νά τόν κά­νουν κα­λό­γε­ρο καί ἐ­κεῖ­νος μέ χα­ρά δέ­χτη­κε. Τόν κο­ύ­ρευ­σαν μο­να­χό καί ἐ­κοι­μή­θη τήν ἡ­μέ­ρα τῆς Ὑ­πα­παν­τῆς πού πα­νη­γυ­ρί­ζει τό Μο­να­στή­ρι. Ἔ­λε­γε συ­χνά ὁ πα­πα–Ἀν­δρέ­ας: «Αὐ­τός ὁ ἐρ­γά­της γιά νά τόν πά­ρη ἡ Πα­να­γί­α τήν ἡ­μέ­ρα τῆς Ὑ­πα­παν­τῆς, ἦ­ταν πο­λύ ἐ­νά­ρε­τος».
Καί ὁ ἴ­διος ὅ­μως ὡς ἐ­νά­ρε­τος πού ἦ­ταν ἀ­ξι­ώ­θη­κε νά κοι­μη­θῆ κα­τά τήν δι­άρ­κεια τῆς ἀ­γρυ­πνί­ας τῆς Ὑ­πα­παν­τῆς. Τό ἔ­τος 1987, τήν ἡ­μέ­ρα τῆς Ὑ­πα­παν­τῆς πού πα­νη­γύ­ρι­ζε τό Μο­να­στή­ρι, ἀ­πο­βρα­δίς ὁ δι­α­κο­νη­τής πῆ­γε τό φα­γη­τό στόν πα­πα–Ἀν­δρέ­α. Ἔ­φα­γε, ἔ­πει­τα σταύ­ρω­σε τά χέ­ρια του καί ἐ­κοι­μή­θη κα­θι­στός. Με­τά τήν ἀ­γρυ­πνί­α ἔ­γι­νε ἡ κη­δεία­ του. Εἰ­δο­ποί­η­σαν τόν φί­λο του καί συ­να­σκη­τή του γέ­ρον­τα Σω­φρό­νιο τοῦ Ἔσ­σεξ ὅ­τι ἐ­κοι­μή­θη ὁ πα­πα–Ἀν­δρέ­ας καί ἀ­πάν­τη­σε: «Τό ξέ­ρω, ἤ­μουν ἐ­κεῖ».
Στήν κη­δεί­α του ὅ­σοι φί­λη­σαν τό χέ­ρι του εἶ­χαν τήν αἴ­σθη­ση ὅ­τι ἀ­σπά­ζον­ταν χέ­ρι Ἁ­γί­ου. Ἦταν­ σάν ἅ­γιο Λεί­ψα­νο. Κα­τά τήν ἐ­ξό­διο ἀ­κο­λου­θί­α ὁ Πνευ­μα­τι­κός του, πα­πα–Δι­ο­νύ­σιος Μι­κρα­γι­αν­να­νί­της, δι­η­γή­θη­κε μέ κά­θε λε­πτο­μέ­ρεια τήν ἐμ­φά­νι­ση τῆς Πα­να­γί­ας στόν Μο­νο­ξυ­λί­τη. Μέ­χρι τό­τε οἱ πα­τέ­ρες δέν ἐ­γνώ­ρι­ζαν τί­πο­τε.
Κα­τά τήν ἀ­να­κο­μι­δή τοῦ λει­ψά­νου του, στίς 3 Αὐ­γού­στου 1994, τό δε­ξί του χέ­ρι εὐ­ω­δί­α­ζε σάν νά κρα­τοῦ­σε λι­βά­νι. Τό αἰ­σθάν­θη­κε ὁ πα­πα–Σω­φρό­νιος Ἁ­γι­ο­παυ­λί­της καί ἄλ­λοι πα­τέ­ρες. Φαί­νε­ται ἀ­πό τίς πολ­λές ἐ­λε­η­μο­σύ­νες πού ἔ­δι­νε, ὁ Θε­ός τοῦ ἔ­δω­σε αὐ­τή τήν χά­ρι.
Τήν εὐ­χή του νά ἔ­χου­με.  Ἀ­μήν.