Σάββατο 20 Απριλίου 2019

«... Μάλ­λον θα ή­ταν ο φύ­λα­κας άγ­γε­λός μου. Το άγ­γιγ­μα της φτε­ρού­γας α­κό­μα το θυ­μά­μαι. Χα­ρά­χτη­κε στην μνή­μη μου»


Ασκητές μέσα στον κόσμο -
Γερόντισσα Ἄννα
– Μέρος Α’
Η μα­κα­ρι­στή γε­ρόν­τισ­σα Ἄν­να Γι­ο­βά­νο­γλου γεν­νή­θη­κε τό 1903 στήν Πάν­ορ­μο τῆς Μι­κρᾶς Ἀ­σί­ας ἀ­πό γο­νεῖς πο­λύ εὐ­λα­βεῖς, τόν Ἰω­άν­νη καί τήν Δή­μη­τρα. Ἦ­ταν πρω­τό­το­κη καί εἶ­χε ἄλ­λα ὀ­κτώ ἀ­δέλ­φια. Στήν βά­πτι­ση τῆς δό­θη­κε τό ὄνο­μα Ἀνα­στα­σία.

Μέ τήν ἀν­ταλ­λα­γή τῶν πλη­θυ­σμῶν με­τά ἀ­πό τα­λαι­πω­ρί­ες ἐγ­κα­τα­στά­θη­καν στό χω­ριό Πη­γά­δια Κυρ­γί­ων Δρά­μας. Στά Πη­γά­δια ὁ πα­τέ­ρας της ἔ­γι­νε κτη­νο­τρό­φος. Αὐ­τή ὡς με­γα­λύ­τε­ρη φρόν­τι­ζε γιά τά μι­κρό­τε­ρα ἀ­δέλ­φια της για­τί καί ἡ μη­τέ­ρα της ἐρ­γα­ζό­ταν.
Ἀ­πό μι­κρή ἀ­γα­ποῦ­σε τόν Χρι­στό. Ὅταν μι­λοῦ­σε γιά τόν Χρι­στό καί τήν Πα­να­γία ἔκλαι­γε. Ἀπό μι­κρή κρα­τοῦ­σε ὅλες τίς νη­στεῖ­ες καί κρέ­ας δέν ἔφα­γε πο­τέ. Ὅταν πή­γαι­ναν στό χω­ριό της μο­να­χοί ἀ­πό τά Κύρ­για, αὐ­τή πή­γαι­νε κον­τά τους καί ἤ­θε­λε νά ἀ­κού­η γιά τόν Χρι­στό. Δέν πῆ­γε σχο­λεῖ­ο, δέν ἤ­ξε­ρε νά­ δι­α­βά­ζη. Προ­σευ­χό­ταν καί με­ρι­κές νύ­χτες ἄ­κου­γε ἀγ­γε­λι­κές ψαλ­μω­δί­ες.
Δι­η­γεῖ­το: «Ἤμα­σταν ἐν­νιά ἀ­δέλ­φια καί μό­νο κρα­τού­σα­με (τη­ρού­σα­με) τοῦ πα­τέ­ρα μας τόν λό­γο. Ἀλ­λά ἦρ­θε και­ρός πού νά μήν τόν κρα­τή­σω ἐ­γώ, για­τί ἤ­μουν με­γα­λύ­τε­ρη τριά­ντα χρό­νων κο­πέλ­λα καί ἦρ­θε και­ρός νά παν­τρευ­τῶ καί τ᾿ ἀ­δέλ­φια μου ὅ­λα με­γά­λω­σαν καί ἦ­ταν γιά παν­τρειά καί μουρ­μού­ρι­ζαν (γόγ­γυ­ζαν) ἐ­ναν­τί­ον μου, πό­τε θά παν­τρευ­τεῖς; Τί θά κά­νεις;».
Πα­ντρεύ­τη­κε ἕνα νέο ὀνό­μα­τι Γιάν­νη πού εἶ­χαν γιά βο­σκό στά πρό­βα­τά τους. Ἐπει­δή οἱ γο­νεῖς της δέν συ­γκα­τα­τέ­θη­καν, τήν ἔδιω­ξαν ἀπό τό σπί­τι. Ὁ σύ­ζυ­γός της μιά βδο­μά­δα με­τά ἀπό τόν γά­μο τους πῆ­γε στήν Κο­ζά­νη νά δῆ τούς δι­κούς του καί δέν ξα­να­γύ­ρι­σε πο­τέ, οὔ­τε καί ἔμα­θε τί ἀπέ­γι­νε. Ἡ ἴ­δια δέν γόγ­γυ­ξε πο­τέ, δέν τόν κα­κο­λό­γη­σε, δέν πα­ρα­πο­νέ­θη­κε. Τόν συγ­χω­ροῦ­σε καί ἔλε­γε νά εἶ­ναι κα­λά. Ἔ­λε­γε: «Ἔ­τσι ἤ­θε­λε ὁ Θε­ός καί ἔ­τσι ἔ­γι­νε».
Ἡ Ἀνα­στα­σία ἐγκα­τα­λει­μέ­νη ἀπό ὅλους καί πε­ρι­μέ­νο­ντας παι­δά­κι, ἀ­πελ­πί­στη­κε καί ἐ­πι­χεί­ρη­σε νά πέ­ση σέ μιά λί­μνη, νά κά­νη κα­κό στόν ἑ­αυ­τό της. Τό­τε ὅ­πως δι­η­γή­θη­κε: «Μπῆ­κα μέ­σα στήν λί­μνη καί ὅ­ταν τό νε­ρό ἔ­φθα­σε μέ­χρι τόν λαι­μό, ἔ­νι­ω­σα ἕ­να φτε­ρού­γι­σμα πί­σω ἀ­πό τό σῶ­μα μου καί ἄ­κου­σα μιά φω­νή: “Τέ­τοι­α ψυ­χή ποῦ θά τήν ρί­ξεις μέσ᾿ τόν βοῦρ­κο;”. Μᾶλ­λον θά ἦ­ταν ὁ φύ­λα­κας ἄγ­γε­λός μου. Τό ἄγ­γιγ­μα τῆς φτε­ρού­γας ἀ­κό­μα τό θυ­μᾶ­μαι. Χα­ρά­χτη­κε στήν μνή­μη μου».
Ὕ­στε­ρα κα­τέ­φυ­γε σέ μιά θεί­α της, τήν Σο­φί­α, ἡ ὁ­ποί­α τήν πε­ρι­έ­θαλ­ψε, τήν βο­ή­θη­σε νά γεν­νή­ση τό παι­δά­κι καί με­τά τό με­γά­λω­σαν μα­ζί, για­τί ἡ Ἀνα­στα­σία ἐρ­γα­ζό­ταν στά κα­πνά, στό Δο­ξᾶ­το καί στά Κύρ­για.
Στε­νο­χω­ρι­ό­ταν γιά τήν κό­ρη της Βε­νέ­τα πού δέν εἶ­χε πα­τέ­ρα. Ἔ­λε­γε: «Δέν πει­ρά­ζει, βρέ παι­δά­κι μου, ἔ­χεις ἐ­μέ­να, ἐ­γώ σέ φρον­τί­ζω, ἐ­γώ καί μάν­να καί πα­τέ­ρας». Ἔ­κα­νε τό πᾶν νά μήν τῆς λεί­ψη τί­πο­τε. Δού­λευ­ε νύ­χτα–μέ­ρα διό­τι ἐπι­πλέ­ον βο­η­θοῦ­σε τ᾿ ἀ­δέλ­φια της καί γη­ρο­κό­μη­σε τήν μη­τέ­ρα της.
Ἐρ­γα­ζό­ταν σκλη­ρά ὅλη τήν ἡμέ­ρα στά χω­ρά­φια καί τή νύ­χτα προ­σευ­χό­ταν. Συ­νή­θι­ζε μέ ἄλ­λες γυ­ναῖ­κες τοῦ χω­ριοῦ νά συ­γκε­ντρώ­νο­νται σέ κά­ποιο σπί­τι ἐκ πε­ρι­τρο­πῆς ἐνώ­πι­ον μιᾶς θαυ­μα­τουρ­γῆς εἰ­κό­νας τοῦ ἁγί­ου Γε­ωρ­γί­ου, νά ἀγρυ­πνοῦν καί νά προ­σεύ­χο­νται γιά ὅλον τόν κό­σμο. Καί ἡ ἴδια ξυ­πνοῦ­σε πά­ντα πρωΐ γιά νά προ­σεύ­χε­ται για­τί πί­στευε ὅτι ὁ Θε­ός τό­τε σ᾿ ἀκού­ει κα­λύ­τε­ρα. Ὅταν πι­στεύ­ης καί πα­ρα­κα­λᾶς ὁ Θε­ός δέν σέ ξε­χνᾶ.
Ἀγα­ποῦ­σε πο­λύ τόν Θε­ό. Ἀ­νέ­φε­ρε τήν λέ­ξη «Θε­ός μου», χαι­ρό­ταν ἡ ψυ­χή της καί ἔτρε­χαν τά δά­κρυά της. Ἔ­λε­γε: «Ἀ­γα­πά­ω τό­σο πο­λύ τόν Θε­ό. Θέ­λω νά πά­ω στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα νά προ­σκυ­νή­σω».
Μά­ζευ­ε δραχ­μή–δραχ­μή χρή­μα­τα γιά τά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα. Πρῶ­τα πῆ­γε καί προ­σκύ­νη­σε στήν Τῆ­νο. Ἐ­κεῖ, ὅ­πως ἔ­λε­γε, εἶ­δε ζων­τα­νή τήν Πα­να­γί­α καί ἄ­κου­σε μιά φω­νή πού τῆς εἶ­πε «νά πᾶς στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα». Πῆ­γε, προ­σκύ­νη­σε στούς Ἁ­γί­ους Τό­πους καί ἐκεῖ γνώ­ρι­σε τόν γέ­ρο­ντα Ἀμ­φι­λό­χιο καί τήν μο­να­χή Ἐ­λι­σά­βετ στό Χο­ζε­βᾶ. Βα­πτί­σθη­κε στόν Ἰορ­δά­νη πο­τα­μό καί με­τά ἀπό πολ­λή προ­σευ­χή καί με­γά­λη νη­στεία ἔγι­νε μο­να­χή μι­κρό­σχη­μη μέ τό ὄνο­μα Ἄν­να. Ἔκα­νε ὑπα­κοή στόν π. Ἀμ­φι­λό­χιο, τῆς ἔδω­σε ἐντο­λές καί κα­νό­να γιά νά προ­ε­τοι­μα­σθῆ νά πά­ρη ἀρ­γό­τε­ρα τό με­γά­λο Σχῆ­μα.
Ὅταν ἐπέ­στρε­ψε ἦ­ταν κα­τεν­θου­σι­α­σμέ­νη, ἄν καί κα­τά­κο­πη ἀ­πό τήν κού­ρα­ση καί τή νη­στεί­α δέν μπο­ροῦ­σε νά περ­πα­τή­ση. Πῆ­γε ὕ­στε­ρα καί ἔ­μει­νε σ᾿ ἕ­να μο­να­στή­ρι τῆς πε­ρι­ο­χῆς γιά σα­ράν­τα ἡ­μέ­ρες. Ἤ­θε­λε νά μεί­νη γιά πάν­τα ἐ­κεῖ, ἀλ­λά ἐ­πει­δή ἦ­ταν ἡ­λι­κι­ω­μέ­νη δέν τήν κρά­τη­σαν.
Ὕστε­ρα ἔμε­νε στό Δο­ξᾶ­το μό­νη της σ᾿ ἕ­να μι­κρό καί πα­λαι­ό κελ­λά­κι χω­ρίς φῶς μέ μιά σομ­πού­λα. Δέν θέ­λη­σε νά μεί­νη στό σπί­τι τῆς κό­ρης της ἀλ­λά κο­ντά της, ἀπό εὐ­αι­σθη­σία γιά νά μήν τήν ἐπι­βα­ρύ­νη, ἀλ­λά καί γιά νά ἔχη τήν ἡσυ­χία της νά κά­νη τά μο­να­χι­κά της κα­θή­κο­ντα. Εἶ­χε στρω­μέ­νες πα­λαι­ές μπα­λω­μέ­νες κου­ρε­λοῦ­δες ἀλ­λά ὁ­λο­κά­θα­ρες. Πά­νω στό κρεβ­βα­τά­κι της εἶ­χε μιά βα­λι­τσού­λα πού μέ­σα εἶ­χε τά νε­κρι­κά της φο­ρέ­μα­τα, κε­ρά­κια καί σά­βα­νο ἀ­πό τά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα. Στόν τοῖ­χο πά­νω ἀ­πό τό κρεβ­βά­τι της εἶ­χε τά εἰ­κο­νί­σμα­τά της καί ἕ­να καν­τή­λι ἀ­κοί­μη­το.
Ἡ γε­ρό­ντισ­σα Ἄν­να νή­στευε καί προ­σευ­χό­ταν νύχτα–μέρα. Ξυ­πνοῦ­σε στίς 3 με­τά τά με­σά­νυ­χτα. Ὅταν τήν ρω­τοῦ­σε ἡ κό­ρη της για­τί ξυ­πνᾶ τή νύ­χτα ἀπα­ντοῦ­σε: «Δέν μπο­ρῶ νά κοι­μη­θῶ, παι­δί μου. Ἄγ­γε­λος Κυ­ρί­ου ἔρ­χε­ται καί μέ ξυ­πνᾶ καί συ­νε­χί­ζω τήν προ­σευ­χή». Ἀλ­λη­λο­γρα­φοῦ­σε μέ τόν π. Ἀμ­φι­λό­χιο καί ἔστελ­νε δέ­μα­τα στήν μο­να­χή Ἐλι­σά­βετ. Προ­ε­τοι­μα­ζό­ταν νά πά­ρη τό με­γά­λο Σχῆ­μα.
Γι᾿ αὐτό πα­ρήγ­γει­λε μί­α μο­να­χι­κή ζώ­νη ἀ­πό τό Ἅ­γιον Ὄ­ρος μέ τόν κα­θη­γη­τή κ. Ρα­δῆ. Ἐ­κεῖ­νος δέν βρῆ­κε ζώ­νη καί φεύ­γον­τας τό ἀ­νέ­φε­ρε σ᾿ ἕ­ναν Ἡ­γού­με­νο. Ὁ Ἡ­γού­με­νος ἔ­δω­σε τήν δι­κή του πού φο­ροῦ­σε. Τήν ἔ­φε­ρε στό σπί­τι του καί κά­ποι­ες φί­λες τῆς γυ­ναί­κας του τῆς εἶ­παν νά τήν κρα­τή­ση αὐ­τή γιά εὐ­λο­γί­α. Τήν ἄλ­λη μέ­ρα ἦρ­θε ἡ ἀδελ­φή Ἄν­να καί λέ­ει στήν κυ­ρί­α Ρα­δῆ: «Κυ­ρί­α Ἕλ­λη, ἡ ζώ­νη μου ἦρ­θε. Ἔ­βλε­πα ἕ­να καν­τη­λά­κι πού ἐρ­χό­ταν ἀ­πό τό Ἅγι­ον Ὄρος καί ἀ­πό κά­τω ἦ­ταν ἡ ζώ­νη». Ἐ­ξε­πλά­γη ἡ κ. Ἕλ­λη. Τῆς ἔ­δω­σε τήν ζώ­νη καί ἐ­κεί­νη τήν πῆ­ρε μέ λα­χτά­ρα.
Τήν πέμ­πτη φο­ρά πού πῆ­γε ἡ γε­ρό­ντισ­σα Ἄν­να στά Ἱε­ρο­σό­λυ­μα ὁ γέ­ρον­τας Ἀμ­φι­λό­χιος, ἡγού­με­νος τοῦ Χο­ζε­βᾶ, τήν ἔ­κει­ρε με­γα­λό­σχη­μη μο­να­χή, τό ἔτος 1972. Ἀ­πό τό­τε ἔ­βλε­παν καί ἔ­νι­ω­θαν οἱ γνω­στοί της μιά ἰδι­αί­τε­ρη χά­ρη στήν γε­ρόν­τισ­σα Ἄν­να, ἀλ­λά καί ἡ ἴ­δια ἔ­λε­γε: «Στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα πού πῆ­γα κά­τι ἔ­λα­βε ἡ ψυ­χή μου ἀ­πό τόν Θε­ό μου καί δέν μπο­ρῶ νά κά­νω κα­κό οὔ­τε στόν ἑ­αυ­τό μου οὔ­τε σέ ἄλ­λους. Ἔ­χω εὐ­λο­γί­α ἐ­πά­νω μου. Δέν νι­ώ­θω κού­ρα­ση οὔ­τε οἱ νη­στεῖ­ες μέ ἐξαν­τλοῦν, πε­τά­ω». Τά ρά­σα της μο­σχο­βο­λοῦ­σαν.
Ὅ­ποι­ος τήν ἐ­πι­σκε­πτό­ταν ἔ­νι­ω­θε κον­τά της χα­ρά καί χά­ρη. Κερ­νοῦ­σε τούς ἐ­πι­σκέ­πτες κα­φέ, κα­νέ­να αὐ­γου­λά­κι καί ἀ­παν­τοῦ­σε στίς ἐ­ρω­τή­σεις τους με­τα­δί­δον­τας τήν χά­ρη καί τά βι­ώ­μα­τά της. Τά βα­θυ­γά­λα­ζα μά­τια της ἔ­λαμ­παν καί ἀ­κτι­νο­βο­λοῦ­σαν ἀ­πό κα­λω­σύ­νη.
Θυ­μί­α­ζε τίς εἰ­κό­νες στό κελ­λά­κι της, ἀλ­λά τή νύ­χτα ἔ­βγαι­νε στόν δρό­μο καί θυ­μί­α­ζε τούς ἀν­θρώ­πους πού πή­γαι­ναν στά κα­πνά. Θυ­μί­α­ζε ὅ­λο τό Δο­ξᾶ­το καί προ­σευ­χό­ταν γιά τόν κό­σμο.
Δι­η­γεῖ­ται ἡ κυ­ρί­α Ἕλ­λη Ρα­δῆ–Τα­μπου­λί­δου, στήν ὁποία ἡ γε­ρόν­τισ­σα Ἄν­να ἐρ­γα­ζό­ταν ὡς οἰ­κια­κή βο­η­θός: «Ὅ­ταν ἐρ­χό­ταν στό σπί­τι μου ἄ­να­βε τό θυ­μια­τό καί θυ­μί­α­ζε ὅ­λο τό σπί­τι λέ­γον­τας προ­σευ­χές. Μέ συμ­βού­λευ­ε νά τό κά­νω καί ἐ­γώ αὐ­τό δι­ότι ἔτσι δέν μπο­ρεῖ νά μέ πλη­σιά­ση ὁ δι­ά­βο­λος. Μά­λι­στα ἔ­λε­γε νά θυ­μιά­ζω τά παι­διά καί, πρίν κοι­μη­θοῦν, νά σταυ­ρώ­νω τά παι­διά καί τά προ­σκέ­φα­λά τους. Ὅ­ταν προ­σευ­χό­ταν εἶ­χε σκυμ­μέ­νο τό κε­φά­λι καί ἀ­να­στέ­να­ζε. Ὅ­ταν ση­κω­νό­ταν τίς νύ­χτες γιά νά προ­σευ­χη­θῆ, τήν ἄ­κου­γαν τά παι­διά καί μοῦ ἔλε­γαν ὅ­τι αὐ­τή ἡ για­γιά ὅ­λη τή νύ­χτα τρα­γου­δά­ει (ψέλ­νει, προ­σεύ­χε­ται). Αὐ­τή ἔψελ­νε ὅλη τή νύ­χτα στόν Χρι­στό, ὅ­πως ἔ­λε­γε, καί τά δά­κρυά της ἔ­βρε­χαν τό πά­τω­μα. Εὐ­χό­ταν γιά ὅλους τούς ἀν­θρώ­πους».
Συμ­βού­λευ­ε: «Νά προ­σεύ­χε­σαι χα­ρά­μα­τα καί ἔ­ξω ἀ­πό τό σπί­τι μέ τά χέ­ρια στόν οὐ­ρα­νό. Τό­τε σέ ἀ­κού­ει ὁ Θε­ός, βλέ­πεις καί τούς Ἀγ­γέ­λους. Ὅ­ταν πα­ρα­κα­λᾶς, νά πα­ρα­κα­λᾶς πρῶ­τα τόν Χρι­στό καί ἔ­πει­τα τούς Ἁ­γί­ους, ὅ­σους θυ­μᾶ­σαι, ὄ­χι μό­νον ἕ­ναν. Καί αὐ­τά τά πα­ρα­κά­λια τά παίρ­νουν οἱ Ἅ­γιοι καί τά πᾶ­νε στήν Πα­να­γί­α καί ἡ Πα­να­γί­α τά δί­νει στόν Χρι­στό. Ἐ­γώ μιά φο­ρά πα­ρα­κα­λοῦ­σα καί ξέ­χα­σα τόν ἅ­γιο Θε­ό­δω­ρο. Ἐμ­φα­νί­στη­κε, λοι­πόν, καί μοῦ λέ­ει: “Ὅ­λους τούς πα­ρα­κα­λᾶς καί μέ­να μέ ξέ­χα­σες”. “Ποι­ός εἶ­σαι;”, λέ­ω, “­δέν σέ γνώ­ρι­σα”. “Ὁ ἅ­γιος Θε­ό­δω­ρος εἶ­μαι”, λέ­ει. Ἀ­πό τό­τε κά­θε φο­ρά τόν πα­ρα­κα­λά­ω».
Ἔ­λε­γε μέ ἁ­πλό­τη­τα στήν προ­σευ­χή της: «Ἡ ἀ­δελ­φή Ἄν­να σᾶς πα­ρα­κα­λεῖ: “Ἅ­γι­ε Ἀ­λέ­ξι­ε, ἅ­γι­ε Παν­τε­λε­ή­μων”» καί μνη­μό­νευ­ε πολ­λούς Ἁ­γί­ους πού εἶ­χε σέ εὐ­λά­βεια, καί ὅ­σων Ἁ­γί­ων εἶ­χε εἰ­κο­νά­κια.
Ἦ­ταν φυ­σι­κή ἡ ἐ­πι­κοι­νω­νί­α τῆς Γε­ρόν­τισ­σας μέ τούς Ἁ­γί­ους. Δε­χό­ταν ἁ­πλά καί ἀ­πε­ρί­ερ­γα τίς ἐμ­φα­νί­σεις τῶν Ἁ­γί­ων μέ πί­στη, χω­ρίς νά περ­νοῦν λο­γι­σμοί κε­νο­δο­ξί­ας. Ὅ­ταν πή­γαι­νε ἡ κό­ρη της στό κελ­λά­κι της, ἡ Γε­ρόν­τισ­σα τήν ἀπέ­τρε­πε νά κά­θε­ται μέ τήν πλά­τη πρός τήν Ἀ­να­το­λή, για­τί ἐ­κεῖ ἔ­βλε­πε νά στέ­κε­ται κά­ποι­ος Ἅ­γιος καί τό θε­ω­ροῦ­σε ἀ­σέ­βεια. Τήν συμ­βού­λευε νά κά­νη πά­ντα προ­σευ­χή πρίν ἀπό κά­θε της ἔρ­γο γιά νά πε­τύ­χη. Στίς δυ­σκο­λί­ες ἔλε­γε στήν κό­ρη της: «Μή στε­νο­χω­ριέ­σαι˙ θά κά­νω προ­σευ­χή καί ὅταν ἔρ­θη ἡ ὥρα θά γί­νει (ξε­πε­ρα­στῆ)˙ ἐάν δέν θέ­λη ὁ Θε­ός δέν γί­νε­ται. Ἐκεῖ­νος ξέ­ρει. Ξέ­ρω κι ἐγώ για­τί δέν γί­νε­ται;».
Κά­ποια χρο­νιά Κυ­ρια­κή τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας, ἡ Γε­ρόν­τισ­σα κρα­τοῦ­σε εἰ­κό­να στήν λι­τα­νεί­α καί ἔ­βλε­πε τόν εἰ­κο­νι­ζό­με­νο Ἅ­γιο νά προ­πο­ρεύ­ε­ται.
Ἡ γε­ρόν­τισ­σα Ἄν­να εἶχε τέ­τοι­α ἁ­πλό­τη­τα, ὥ­στε δέν τῆς περ­νοῦ­σε λο­γι­σμός ὑ­πε­ρη­φα­νεί­ας, διό­τι τά θε­ω­ροῦ­σε ὅλα φυ­σι­κά. Μέ τήν μα­κα­ρί­α ἁ­πλό­τη­τα, τήν εὐ­λά­βεια, τήν κα­θα­ρό­τη­τα καί τόν φι­λό­τι­μο ἀ­γῶ­να της, ἀ­ξι­ώ­θη­κε νά ἔ­χη πολ­λές ἁγιο­φά­νει­ες. Εἶ­δε τόν προ­φή­τη Ἠ­λί­α καί τοῦ ἀ­σπά­σθη­κε τό χέ­ρι˙ τόν Τί­μιο Πρό­δρο­μο καί μά­λι­στα πα­ρα­τή­ρη­σε τό ση­μά­δι τῆς ἀ­πο­το­μῆς ἀ­πό τό ξῖ­φος στόν λαι­μό του˙ τούς ἁ­γί­ους Θε­ο­δώ­ρους τούς ἔ­βλε­πε συ­χνά νά περ­νοῦν τίς νύ­χτες μέ τά ἄ­λο­γα καί τίς στο­λές τους μέ­σα ἀ­πό τό Δο­ξᾶ­το. Ὑ­πάρ­χει ἐ­ξωκ­κλή­σι τῶν ἁ­γί­ων Θε­ο­δώ­ρων καί αὐ­τοί προ­στα­τεύ­ουν τό χω­ριό. Εἶ­δε καί τόν ἅ­γιο Βα­σί­λει­ο σέ ὥ­ρα θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας.
Ζή­τη­σε νά γνω­ρί­ση καί τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα, ὅ­πως δι­η­γή­θη­κε ἡ ἴ­δια. «Εἶ­χα ἀ­πο­ρί­α, δέν μπο­ροῦ­σα νά κα­τα­λά­βω πῶς εἶ­ναι τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα. Ἤ­θε­λα νά ξέ­ρω ὅ­λα τά Ἅ­για». Ἔ­κα­νε προ­σευ­χή καί τό εἶ­δε ἐν εἴ­δει πε­ρι­στε­ρᾶς.
Κά­πο­τε ἡ Γε­ρόν­τισ­σα ἡρ­πά­γη στόν Πα­ρά­δει­σο, ὅ­πως δι­η­γή­θη­κε ἡ ἴ­δια: «Ἡ Χά­ρις μέ πῆ­ρε… πα­αί­νο­με σ᾿ ἕ­να δρό­μο, κα­λός ὁ δρό­μος, (περ­νοῦ­σε) μέ­σα ἀπό χω­ρά­φια πού εἶ­χαν καί ἀγ­κά­θια. Με­τά ἀ­νοί­ξα­με μιά πόρ­τα καί ἀρ­χί­σα­με νά πα­αί­νο­με σέ κῆ­πο. Μπή­κα­με μέ­σα κά­να δυ­ό βή­μα­τα καί ἄρ­χι­σα νά βλέ­πω κα­λά πράγ­μα­τα. Εἶ­χε πράγ­μα­τα γιά φα­γώ­σι­μο. Εἶ­δα τά μοῦ­ρα, νά τά λιμ­πί­ζε­σαι. “Νά φθά­σω ἕ­να μοῦ­ρο;­”, “ὄ­χι δέν εἶ­ναι δι­κά σ᾿”, μοῦ εἶ­πε “­θά ᾿ρθῆ ἡ ὥ­ρα νά εἶ­ναι δι­κά σ᾿”. Γυ­ρί­σα­με πί­σω, δέν προ­χω­ρή­σα­με ἄλ­λο μέ­σα στόν Πα­ρά­δει­σο».
«Μιά ἄλ­λη φο­ρά», δι­η­γή­θη­κε, «μιά κα­λω­σύ­νη ἔ­κα­να, ἀλ­λά δέν θυ­μᾶ­μαι τί, ὅ­μως θυ­μᾶ­μαι μέ ἀ­νέ­βα­σε μιά καί μιά στόν οὐ­ρα­νό. Ἀ­νέ­βη­κα καί ἔ­βλε­πα τούς ἀν­θρώ­πους νά περ­πα­τᾶν σάν μυρ­μήγ­κια. Πῶς νά κα­τέ­βω ἐ­γώ ἀ­πό δῶ; Σκεύ­ο­μαι, σκεύ­ο­μαι… μο­να­χή ἤ­μουν ἐ­κεῖ. Τά που­λιά πε­τοῦ­σαν ἐ­κεῖ κάτ᾿, τἄ­βλε­πα. Ὕ­στε­ρα ἦρ­θε ἕ­νας ἀ­γέ­ρας δυ­να­τός καί ἐ­φθά­σα­με κάτ᾿. Ἀλ­λά λέ­ω ­ποῦ εἶ­μαι τώ­ρα, ποῦ νά εἶ­μαι; Τό­τε κα­τά­λα­βα ὅ­τι πα­τοῦ­σα στή γῆ, ὅ­τι εἶ­μαι στόν κό­σμο πού γνω­ρί­ζω, δι­ό­τι ἐ­κεῖ­νον τόν κό­σμο δέν τόν γνω­ρί­ζω. Ἀ­κό­μα θυ­μοῦ­μαι τά που­λιά πού ἦ­ταν ἀ­πό κά­τω μου».
Κά­πο­τε ἄ­κου­σε μιά φω­νή πού τῆς εἶ­πε: «Ἡ ἀ­ρε­τή σου πε­ρίσ­σε­ψε», καί ταυ­τό­χρο­να αἰ­σθάν­θη­κε καί μιά χά­ρι. Ἡ μα­κα­ρί­α καί ἁ­πλου­στά­τη γε­ρόν­τισ­σα Ἄν­να ἐ­νῶ ζοῦ­σε τήν ἀ­ρε­τή, δέν ἤ­ξε­ρε τί εἶ­ναι «ἀ­ρε­τή» καί ρω­τοῦ­σε κά­ποι­ον: «Εἶ­χα μιά γει­τό­νισ­σα στά Κύρ­για πού τήν ἔ­λε­γαν Ἀ­ρε­τή καί πέ­θα­νε. Ποῦ μέ θυ­μή­θη­κε τώ­ρα με­τά ἀπό χρό­νια καί ἦρ­θε στόν ὕπνο μου;!».
Ἔ­λε­γε ὅ­τι ὅ­ταν κοι­νω­νοῦ­σε ἔ­νι­ω­θε τόν Κύ­ριό μας μέ­σα της ἐ­πί μιά ἑ­βδο­μά­δα καί αἰ­σθα­νό­ταν τά μέ­λη της μέ­λη Χρι­στοῦ. Με­τά πού πή­γαι­νε στό σπί­τι τῆς κό­ρης της καί ἔ­πι­νε τόν κα­φέ, πρῶ­τα ἔ­πι­νε λί­γο νε­ρό γιά νά κα­τε­βῆ ἡ θεί­α Κοι­νω­νί­α. Με­τά ξέ­πλυ­νε τό πο­τή­ρι τοῦ κα­φέ καί ἔρ­ρι­χνε τά νε­ρά στήν γλά­στρα. Τι­μοῦ­σε καί πρό­σε­χε πο­λύ τήν θεί­α Κοι­νω­νί­α.
Στήν Ἐκ­κλη­σί­α πή­γαι­νε ἀ­πό τίς 6 ἡ ὥρα, πρίν ἀπό τόν πα­πᾶ. Ἔ­λε­γε: «Θά πά­ει ὁ Χρι­στός πρίν ἀ­πό μᾶς καί μεῖς θά πᾶ­με με­τά;». Στό πρό­σω­πο τοῦ κά­θε ἱε­ρέ­ως ἔ­βλε­πε τόν Χρι­στό.
Συ­νή­θι­ζε νά πη­γαί­νη καί σέ μα­κρι­νά ἐξωκ­κλή­σια, νά προ­σκυ­νά­η καί νά προ­σεύ­χε­ται. Μέ τά πό­δια πή­γαι­νε ἀλ­λά συ­νή­θως κά­ποι­ος βρι­σκό­ταν καί τήν ἔ­παιρ­νε στό αὐ­το­κί­νη­το.
Ἐρ­γα­ζό­ταν γιά νά οἰ­κο­νο­μή­ση τά πρός τό ζῆν, νά σπου­δά­ση τήν κό­ρη της καί νά φρο­ντί­ση καί τήν μη­τέ­ρα της. Ἔ­παιρ­νε τήν σύν­τα­ξη τοῦ ΟΓΑ, 15.000 δραχ­μές καί ἔ­λε­γε: «Βα­σί­λισ­σα εἶ­μαι». Ἄν τῆς ἔ­δι­ναν χρή­μα­τα, τά ἔ­δι­νε στήν Ἐκ­κλη­σί­α, ἐ­νῶ τά τρό­φι­μα τά μοί­ρα­ζε σέ φτω­χούς.
Ἡ γε­ρόν­τισ­σα Ἄν­να ἐ­πι­σκε­πτό­ταν καί τό μο­να­στή­ρι τῆς Ἀ­να­λή­ψε­ως στήν Σή­ψα. Οἱ ἀ­δελ­φές τήν ἀ­γα­ποῦ­σαν καί χαί­ρον­ταν νά τήν φι­λο­ξε­νοῦν. Ἡ ση­με­ρι­νή γε­ρό­ντισ­σα Πορ­φυ­ρία ἐν­θυ­μεῖ­ται καί ση­μει­ώ­νει γιά τήν γε­ρόν­τισ­σα Ἄν­να: «Τοῦ ἁ­γί­ου Χα­ρα­λάμ­πους τό 1992 με­τά ­ἀ­πό μιά ἀ­γρυ­πνί­α ἡ γε­ρό­ντισ­σά μας Ἀ­κυ­λί­να μᾶς ἔ­στει­λε τρεῖς ἀ­δελ­φές στό Δο­ξᾶ­το νά δοῦ­με τήν γε­ρόν­τισ­σα Ἄν­να καί νά τῆς πᾶ­με ξύ­λα καί ἄλ­λες εὐ­λο­γί­ες.
»Ἦ­ταν μιά σκη­νή ἀ­πό ἀρ­χαῖ­ο Γε­ρον­τι­κό. Τό σπί­τι παμ­πά­λαι­ο, ἐγ­κα­τα­λε­λειμ­μέ­νο, πάμ­πτω­χο. Ἡ γε­ρόν­τισ­σα Ἄν­να κυρ­τω­μέ­νη, ἀ­δύ­να­τη, μέ δύ­ο γα­λα­νά μα­τά­κια πού λάμ­πα­νε ἀ­πό τό φῶς τοῦ Χρι­στοῦ, μᾶς εἶ­πε πολ­λά: “Γιά σᾶς πού νέ­α κο­ρί­τσια φύ­γα­τε ἀ­πό τά σπί­τια σας καί ζῆ­τε μέ­σα στά βου­νά πού εἶ­ναι τό Μο­να­στή­ρι σας, πού δώ­σα­τε τήν ζω­ή σας, πού εἶ­στε παι­διά τοῦ Θε­οῦ καί τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα εἶ­ναι κρυμ­μέ­νο μέ­σα σας, ἀρ­γό­τε­ρα μέ τά χρό­νια θά σᾶς φα­νε­ρώ­ση ὁ Θε­ός τά μυ­στι­κά Του­”. Ἦ­ταν τό­τε αὐ­τός ὁ λο­γι­σμός πού πο­λύ μέ ἀ­πα­σχο­λοῦ­σε ἄν ἡ μο­να­χι­κή μου ζω­ή θά εἶ­χε πο­τέ καρ­πούς. “Ἐγώ”, μᾶς ἔ­λε­γε μέ μί­α φο­βε­ρή ἁ­πλό­τη­τα, “τώ­ρα τά βλέ­πω αὐ­τά πού βλέ­πω καί εἶ­μαι τό­σο με­γά­λη στήν ἡ­λι­κί­α­”.
»Εὐ­ω­δί­α­ζε ὁ­λό­κλη­ρη. Μᾶς σταύ­ρω­σε μί­α μί­α καί στήν κά­θε μί­α ἔ­λε­γε χεί­μαρ­ρο ἀ­πό εὐ­χές πού ἦ­ταν ὅ,τι ἡ κά­θε μιά εἶ­χε ἀ­νάγ­κη.
»Εἶ­πε ὅ­τι εἶ­χε δεῖ ἕ­να ὅ­ρα­μα μέ τρί­α κο­ρί­τσια. Τό ἕ­να λε­γό­ταν νε­ρό, τό ἄλ­λο φω­τιά, τό ἄλ­λο τι­μή. “Ἡ τι­μή­”, εἶ­πε, “­ἄν τήν χά­σης δέν τήν ξα­να­βρί­σκεις, τήν φω­τιά τήν βρί­σκεις, τό νε­ρό ἐ­πί­ση­ς”.
»Κά­ποι­α στιγ­μή πού βρε­θή­κα­με μό­νες, μᾶς λέ­ει ξαφ­νι­κά: “Ἐγώ πολ­λά πέ­ρα­σα ἀλ­λά τά κρά­τη­σα μέ­σα μου καί ζυ­μώ­θη­καν μέ­σα μου καί γί­ναν ἕ­να μέ μέ­να καί τό Ἅ­γιον Πνεῦ­μα­”.
–Δη­λα­δή νά μήν μι­λᾶ­με Γε­ρόν­τισ­σα;
–Ἔ! μο­να­χού­τσι­κες εἴ­σα­στε (μο­να­χοῦ­λες δη­λα­δή). Νά μι­λᾶ­τε καί λί­γο ἀλ­λά νά λέ­τε πάν­τα τά κα­λά ὄ­χι τά στρα­βά.
»Ὅ­ταν εἴ­χα­με κά­ποια με­γά­λη δυ­σκο­λί­α, ξαφ­νι­κά ἡ γε­ρόν­τισ­σα Ἄν­να ἐμ­φα­νι­ζό­ταν στό Μο­να­στή­ρι μας ἀ­προ­ει­δο­ποί­η­τα. Σκυ­φτή, γα­λή­νια, μέ τά γα­λα­νά μα­τά­κια της γε­μά­τα ἀ­γά­πη. Στή­ρι­ζε τίς ἀ­δελ­φές, φε­ρό­ταν μέ ἀ­πέ­ραν­το σε­βα­σμό στήν Γε­ρόν­τισ­σά μας, κα­θό­ταν δυ­ό–τρεῖς μέ­ρες καί ἔ­φευ­γε πά­λι. Τίς νύ­χτες τήν ἄ­κου­γαν οἱ ἀ­δελ­φές ἀ­πό τά γει­το­νι­κά κελ­λιά νά ση­κώ­νε­ται καί νά προ­σεύ­χε­ται μέ δο­ξο­λο­γί­α, εὐ­χα­ρι­στί­α, δά­κρυ­α, γε­μά­τη θεῖ­ο ἔ­ρω­τα. Ἔμ­παι­ναν στό κελ­λί της καί οὔ­τε τίς κα­τα­λά­βαι­νε. Ἔ­λε­γε ὅ­τι τά δά­κρυ­α τῆς προ­σευ­χῆς νά μήν τά σκου­πί­ζου­με μέ μαν­τή­λια ἀλ­λά μέ τήν φούν­τα ἀ­πό τό κομ­πο­σχοί­νι, δι­ό­τι τά δά­κρυ­α αὐ­τά εἶ­ναι ἱ­ε­ρά.
»Ἕ­να πρω­ϊ­νό, (τό­τε τίς κα­θη­με­ρι­νές ἀ­κο­λου­θί­ες τίς κά­να­με στήν Ἀ­νά­λη­ψη), ὅ­ταν ἔ­φθα­σε ἡ ὥ­ρα πού προ­σκυ­νᾶ­με τίς εἰ­κό­νες, ἡ γε­ρόν­τισ­σα Ἄν­να ἔ­τυ­χε νά στέ­κε­ται δί­πλα μου. Τήν βά­ζα­με νά χαι­ρε­τά­η με­τά τήν Γε­ρόν­τισ­σα καί οὐ­δέ­πο­τε καί γιά τί­πο­τε δέν εἶ­χε φέ­ρει ἀν­τίρ­ρη­ση. Ἐ­κεῖ­νο τό πρωΐ τήν ἔ­βλε­πα νά μήν κου­νι­έ­ται. Τῆς λέ­ω σι­γά: “Πᾶτε νά προ­σκυ­νή­σε­τε­”. Μοῦ ἔ­κα­νε ἐν­τύ­πω­ση πού δέν μοῦ ἔ­δω­σε ση­μα­σί­α. Τῆς τό ξα­να­εῖ­πα. Ὅλες οἱ ἀ­δελ­φές τήν πε­ρί­με­ναν. Μ᾿ ἔπια­σε ἀ­γω­νί­α καί τήν σκούν­τη­σα ἐλα­φρά. Ντρε­πό­μουν κι ὅλας, ἤμουν ἡ τε­λευ­ταί­α στήν σει­ρά ρα­σο­φό­ρα καί τήν σε­βό­μου­να πο­λύ. Ἡ Γε­ρόν­τισ­σα ἄ­γαλ­μα. Δέν κου­νι­ό­ταν. Οἱ ἀ­δελ­φές πῆ­γαν στήν σει­ρά τους καί χαι­ρέ­τη­σαν. Τε­λεί­ω­σε ἡ πρώ­τη Ὥρα, πή­ρα­με εὐ­χή καί φύ­γα­με. Ἡ γε­ρόν­τισ­σα Ἄν­να με­τά τήν πρω­ϊ­νή Τρά­πε­ζα ζή­τη­σε νά μι­λή­ση στήν Γε­ρόν­τισ­σά μας. Τῆς εἶ­πε λοι­πόν ὅ­τι ἐ­κεῖ δί­πλα της στό παγ­κά­ρι τῆς Ἀ­να­λή­ψε­ως ἀ­νά­με­σά μας στε­κό­ταν ὁ γέ­ρον­τας Γε­ώρ­γιος Καρ­σλί­δης καί αὐ­τή ἀ­πό τό δέ­ος δέν κου­νιό­ταν. “Μέ σκουν­τοῦ­σα­ν”, εἶ­πε, “­μέ ἔ­λε­γαν νά πά­ω νά προ­σκυ­νή­σω. Κα­λά, δέν βλέ­πα­νε τόν Γέ­ρον­τα;”».
Καί ἄλλη ἀδελφή σημειώνει: «Τό ἔ­τος 1994 ἦ­ταν ἡ χρο­νιά πού γιά πρώ­τη φο­ρά ἐ­πι­σκέ­φθη­κε καί φι­λο­ξε­νή­θη­κε στό μο­να­στή­ρι μας ἡ γε­ρόν­τισ­σα Ἄν­να. Ἡ χά­ρις ἦ­ταν δι­ά­χυ­τη στό πρό­σω­πό της, χα­ρί­ζο­ντας στήν ὅ­λη μορ­φή της μιά μυ­στη­ρι­ώ­δη γλυ­κύ­τη­τα πού εἵλ­κυ­ε τόν κά­θε πνευ­μα­τι­κό ἄν­θρω­πο πρός αὐ­τήν. Αὐ­τή ἡ γλυ­κύ­τη­τά της προ­ξέ­νη­σε καί σ᾿ ἐμέ­να τήν ἐ­πι­θυ­μί­α νά τήν πλη­σιά­σω καί νά συ­νο­μι­λή­σω μα­ζί της μέ πνεῦ­μα μα­θη­τεί­ας στά ὅ­σα θά εἶ­χε τυ­χόν νά μέ δι­δά­ξη. Ἡ γε­ρόν­τισ­σα Ἄν­να ἦ­ταν πο­λύ γνω­στή καί εἶ­χε φή­μη ἁ­γί­ας γυ­ναι­κός, ἀλ­λά πα­ρολ᾿ αὐ­τά δέν ἔ­τυ­χε πο­τέ νά φθά­ση κά­τι στ᾿ αὐ­τιά μου γι᾿ αὐ­τήν, γι᾿ αὐ­τό καί τήν πλη­σί­α­σα ἔ­χο­ντας τό μυα­λό μου κα­θα­ρό καί ἀ­νε­πη­ρέ­α­στο ἀ­πό ἐντυ­πώ­σεις τρί­των. Ἔ­σκυ­ψα, πῆ­ρα τα­πει­νά τήν εὐ­χή της καί ση­κώ­νον­τας τό­ κε­φά­λι μου συγ­κλο­νί­στη­κα ὁ­λό­κλη­ρη κα­θώς τό βλέμ­μα ἔ­πε­σε στά βα­θυ­γά­λα­νά της μά­τια πού μέ δι­α­περ­νοῦ­σαν ὁ­λό­κλη­ρη καί βυ­θί­ζον­ταν στό εἶ­ναι μου. Πνευ­μα­τι­κή ἀ­κτι­νο­γρα­φί­α, σκέ­φτη­κα.
»Τό ὅ­λο της πα­ρου­σι­α­στι­κό θύ­μι­ζε πα­λαι­ά ἀ­σκή­τρια. Ἕ­να μι­κρό ἄν­θος τῆς ἐ­ρή­μου. Τά φτω­χι­κά της μο­να­χι­κά ἐν­δύ­μα­τα, τό ἐ­ξα­ϋ­λω­μέ­νο της πα­ρου­σι­α­στι­κό ἀ­πό τίς ἀ­έ­να­ες νυ­χθή­με­ρες προ­σευ­χές της, τά βα­θου­λω­μέ­να της μά­τια, σοῦ δη­μι­ουρ­γοῦ­σαν τήν ἐν­τύ­πω­ση ὅ­τι βρι­σκό­σουν μπρο­στά σέ μιά ἀ­σκή­τρια τοῦ ὄ­ρους τῆς Νι­τρί­ας. Προ­πα­ντός δέ ἡ ἀ­σκη­τι­κή εὐ­ω­δί­α πού ἀ­νέ­πεμ­πε στήν ὅ­λη ἀ­τμό­σφαι­ρα γύ­ρω της. Ἀ­κό­μη θυ­μᾶ­μαι τό ξε­θω­ρι­α­σμέ­νο ἀ­πό τήν πο­λυ­και­ρία κομ­πο­σχοί­νι της πού ἔ­φερ­νε ἀ­τέ­λει­ω­τους γύ­ρους στά ρο­ζι­α­σμέ­να της δά­κτυ­λα λέ­γο­ντας τήν ἀ­γα­πη­μέ­νη της μο­νο­λό­γι­στη εὐ­χή.
»Στήν Ἐκ­κλη­σί­α ἦ­ταν πάν­το­τε ὄρ­θια, σπα­νί­ως θά κα­θό­ταν, καί αὐ­τό μό­νο ἄν ἡ δι­κή μας Γε­ρόν­τισ­σα ἦ­ταν κα­θι­στή. Ὅ­ταν δέ ἡ ἀ­κο­λου­θί­α ἐτε­λεῖ­το στό μι­κρό ἐκ­κλη­σά­κι τοῦ γέ­ρον­τος Γε­ωρ­γί­ου Καρ­σλί­δη, τήν Ἀ­νά­λη­ψη, τήν βλέ­πα­με ἄν ἦ­ταν κα­θι­στή, νά πε­τά­γε­ται πά­νω ἤ ὅ­ταν ἦ­ταν ὄρ­θια, νά μέ­νη ἀ­πο­σβο­λω­μέ­νη καί νά κοι­τά­η μέ ἐ­πι­μο­νή πρός μιά κα­τεύ­θυν­ση. Κα­τό­πιν, γύ­ρι­ζε ἔκ­πλη­κτη πρός ἐ­μᾶς καί μᾶς ρω­τοῦ­σε μέ ἀ­πο­ρί­α: «Κα­λά, ἐ­σεῖς δέν εἴ­δα­τε τόν Γέ­ρον­τα; Τό­ση ὥ­ρα βρι­σκό­ταν ἀ­νά­με­σά σας καί σᾶς κοί­τα­ζε!». Τέ­τοι­α κα­θα­ρό­τη­τα εἶ­χαν τά μά­τια τῆς ψυ­χῆς της ὥ­στε ἔ­βλε­παν τούς οὐ­ρά­νιους ἐ­πι­σκέ­πτες. Αὐ­τή ὅ­μως δέν μπο­ροῦ­σε νά τό συ­νει­δη­το­ποι­ή­ση αὐ­τό λό­γῳ τῆς με­γά­λης της ἁ­πλό­τη­τας.
»Ἡ γε­ρόν­τισ­σα Ἄν­να φι­λο­ξε­νού­με­νη στό μο­να­στή­ρι μας δι­έ­με­νε πλη­σί­ον στό να­ΰ­δριο τοῦ Γέ­ρο­ντα. Πολ­λές φο­ρές τά πρω­ϊ­νά μᾶς ἔ­λε­γε μέ θαυ­μα­σμό: “Πώ, πώ! Τί ἀ­γρυ­πνί­α ἦ­ταν αὐ­τή πού εἴ­χα­τε ἀ­πό­ψε! Μά τί ψαλ­μω­δί­ες ἦ­ταν αὐ­τές!”­. Καί πά­λι στίς δι­κές μας ἀντιρ­ρή­σεις ὅ­τι δέν εἴ­χα­με ἀ­γρυ­πνί­α ἐ­κεῖ­νο τό βρά­δυ, ἀ­δυ­να­τοῦ­σε νά συ­νει­δη­το­ποι­ή­ση ὅ­τι δέν ἦταν ἀν­θρώ­πι­νες ψαλ­μω­δί­ες ἐ­κεῖ­νες πού ἄ­κου­σε. Πα­ρό­μοι­ο πε­ρι­στα­τι­κό μᾶς δι­η­γή­θη­κε μιά κυ­ρί­α πού γνώ­ρι­ζε τήν Γε­ρόν­τισ­σα. Δί­πλα ἀ­πό τό σπί­τι τῆς γε­ρόν­τισ­σας Ἄν­νας ὑ­πῆρ­χε τό κτί­ριο τοῦ ΟΤΕ. Κά­θε νύ­χτα ἄ­κου­γε ἀπ᾿ ἐ­κεῖ ψαλ­μω­δί­ες. “Μά τί κα­λά παλ­λη­κά­ρια εἶ­ναι αὐ­τά;” δι­η­γό­ταν στήν κυ­ρί­α. “Ὅλη μέ­ρα δου­λεύ­ουν καί κά­θε βρά­δυ ἀ­γρυ­πνία. Μπρά­βο τους! Ὁ Θε­ός νά τά εὐ­λο­γῆ”. Φυ­σι­κά, ἐν­νο­εῖ­ται ὅ­τι τό βρά­δυ τό κτί­ριο ἦ­ταν κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά βυ­θι­σμέ­νο στήν σι­ω­πή γιά ὅ­λους τούς ἄλ­λους γεί­το­νες.
»Ἡ γε­ρόν­τισ­σα Ἄν­να προ­σευ­χό­ταν ἀ­δι­α­λεί­πτως. Κά­θε φο­ρά πού πή­γαι­να στό κελ­λί, ὅ­ποι­α ὥ­ρα καί νά ἦ­ταν πρωΐ ἤ βρά­δυ, τήν εὕ­ρι­σκα νά προ­σεύ­χε­ται εἴ­τε κα­θι­στή εἴ­τε ὄρ­θια μέ τό κομ­πο­σχοί­νι της καί τά μά­τια της πάν­τα γε­μᾶ­τα δά­κρυ­α. Ἔ­τσι τήν βρῆ­κα καί μιά μέ­ρα πού πῆ­γα νά τῆς πά­ω τό δί­σκο γιά με­ση­με­ρια­νό φα­γη­τό. Ση­κώ­θη­κε ὄρ­θια, μ᾿ ἀγ­κά­λια­σε, μέ φί­λη­σε καί μοῦ εὐ­χή­θη­κε στορ­γι­κά. Τήν ρώ­τη­σα:
–Γε­ρόν­τισ­σα, τί νά κά­νω ὅ­ταν μ᾿ ἐ­νο­χλοῦν κα­κοί λο­γι­σμοί;
–Νά κά­νης κομ­πο­σχοί­νι. Πιό ἀρ­γά θά φύ­γουν αὐ­τά. Πιό ἀρ­γά ὅ­μως.
»Με­τά κοί­τα­ξε τό μέ­τω­πό μου, ἄ­στρα­ψε ὅ­λη ἡ μορ­φή της καί εἶ­πε μέ χα­ρά:
–Ἄ! Αὐ­τός ὁ σταυ­ρός πού ἔ­χεις στό κά­λυμ­μά σου, καί μοῦ σταύ­ρω­σε τό κε­φά­λι λέ­γον­τάς μου: “Ὁ Θε­ός νά σοῦ δώ­ση αὐ­τά πού πο­θεῖ ἡ ψυ­χή σου”.
»Εἶ­χε κα­τα­λά­βει ὅ­λες μου τίς πνευ­μα­τι­κές ἐ­πι­θυ­μί­ες.
–Ὁ Θε­ός σ᾿ ἀ­γα­πά­ει, μοῦ εἶ­πε ξα­νά. Νά τόν προ­σκυ­νᾶς τόν Χρι­στό. Ν᾿ ἀ­πο­λαύ­σης αὐ­τήν τήν ζω­ή (τήν μο­να­χι­κή). Σέ κα­λό μέ­ρος εἶ­σαι ἐ­δῶ. Ὁ Θε­ός σ᾿ ἔ­πλα­σε γιά νά τόν ἀ­γα­πᾶς καί γεν­νή­θη­κες μό­νο γιά Ἐ­κεῖ­νον, γιά νά Τόν ἀ­γα­πᾶς. Θά ζή­σεις πολ­λά χρό­νια καί πο­λύ με­γά­λη θά πε­θά­νεις.
»Ἄλ­λο­τε σέ μιά συ­ζή­τη­ση τήν ρώ­τη­σα:
–Πῶς ν᾿ ἀ­γα­πή­σου­με τόν Χρι­στό;
–Νά τόν κλαῖ­τε τόν Χρι­στό. Νά σκέ­φτε­στε συ­νέ­χεια τό πά­θος Του. Νά κλαῖ­τε. Καί ἄν δέν μπο­ρῆ­τε νά κλαῖ­τε, ἄς πο­νάη ἡ καρ­διά σας˙ τά δά­κρυ­α θἄρ­θουν με­τά καί θά εἶ­ναι καί κα­λύ­τε­ρα. Εἶ­σαι ἀ­κό­μα μι­κρή. Νά ξε­χά­σης αὐ­τά πού ἔ­χεις στόν νοῦ σου. Νά κοι­τᾶς τόν Χρι­στό στόν Σταυ­ρό, Ἐ­κεῖ­νον πού πέ­θα­νε γιά μᾶς, γιά ὅ­λους μας. Καί τό­τε θά ἔρ­θει ἡ ἀ­γά­πη γιά Ἐ­κεῖ­νον.
»Μοῦ δι­η­γή­θη­κε ὅ­τι ὅταν ἦ­ταν στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, εἶ­δε σέ ὅ­ρα­μα τήν Πα­να­γί­α νά ψά­χνη τόν Υἱ­όν της (τόν Ὁ­ποῖ­ο εἶ­χαν τό­τε φυ­λα­κι­σμέ­νο) καί νά ρω­τά­η μέ­σα στόν πό­νο καί τήν ἀ­γω­νί­α της τούς στρα­τι­ῶ­τες καί κα­νείς νά μήν τῆς ἀ­παν­τά­η. Αὐ­τά ὅ­λα τά ἔ­λε­γε μέ­σα σέ λυγ­μούς καί βρι­σκό­ταν ἀ­κό­μη καί ἐ­κεί­νη τήν στιγ­μή μπρο­στά ἴ­σως στό ἴ­διο θέ­α­μα. Τό­σο μέ μα­γνή­τι­σε ἡ μορ­φή της ἐ­κεί­νη τήν στιγ­μή πού δέν ἤ­θε­λα νά φύ­γω ἀ­πό κον­τά της.
»Ἄλ­λη φο­ρά τῆς εἶ­πα: “Γε­ρόν­τισ­σα, πο­νῶ ὅ­ταν σκέ­φτω­μαι τόν Χρι­στό”, καί μοῦ ἀ­πάν­τη­σε: “Αὐ­τό θά σέ σώ­σει”. Σέ ἐ­ρώ­τη­σή μου πῶς νά γί­νω κα­θα­ρή μοῦ ἀ­πάν­τη­σε: “Αὐ­τό θἄρ­θει με­τά ἀ­πό χρό­νια”. Ὅ­ταν τῆς εἶ­πα ὅ­τι ἔ­χω κα­κούς λο­γι­σμούς, μοῦ εἶ­πε: “Νά φέρ­νης πάν­το­τε τόν Χρι­στό μπρο­στά σου καί νά Τόν ἔ­χης μέ­σα στήν καρ­διά σου. Ζή­τα Του νά μήν χά­σης αὐ­τά πού ἔ­χεις καί ὅ­λα τά κα­κά θά φύ­γουν. Νά φω­νά­ζης τήν Ἁ­γί­α Τριά­δα. Πο­τέ νά μήν ἀ­πο­μα­κρύ­νης τόν Χρι­στό ἀ­πό τήν σκέ­ψη σου. Ἐ­γώ πάν­τα Τόν ἔ­χω μέ­σα μου, Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό Ἐ­σταυ­ρω­μέ­νο. Καί ἐ­σύ νά ἔ­χης πάν­το­τε τόν Χρι­στό μπρο­στά σου καί νά μήν στε­νο­χω­ρι­έ­σαι, για­τί ὁ δι­ά­βο­λος μᾶς πο­λε­μᾶ ὅ­λους”­.
»Πο­λύ τήν ἀ­γά­πη­σα τήν γε­ρόν­τισ­σα Ἄν­να για­τί ἀ­γα­ποῦ­σε μέ ὅ­λο της τό εἶ­ναι τόν Χρι­στό. Ἦ­ταν ἡ ζω­ή της, δέν σκε­φτό­τα­νε τί­πο­τα ἄλ­λο. Ζοῦ­σε σέ ἄλ­λο κό­σμο, τόν δι­κό Του κό­σμο. Τά μά­τια της, αὐ­τά τά ὡ­ραῖ­α μά­τια, πί­στευ­ες ὅ­τι βλέ­πα­νε τά πάν­τα, ὁ­ρα­τά καί ἀ­ό­ρα­τα. Εἶ­χε μιά ἀ­γά­πη, μιά στορ­γή γιά ὅ­λους, προ­σευ­χό­τα­ν γιά ὅ­λον τόν κό­σμο καί μνη­μό­νευε τά ὀ­νό­μα­τα πού τῆς ἔδι­ναν. Λά­τρευ­ε κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά τόν Θε­ό μέ ὅ­λη τήν ὕπαρ­ξή της. Δέν ἔ­τρω­γε, δέν κοι­μό­τα­νε, γιά νά τά δώ­ση ὅ­λα στήν προ­σευ­χή. Ζοῦ­σε πάμ­πτω­χη. Δέν εἶ­χε κα­μ­μί­α ἄ­νε­ση. Τό σπί­τι της ἐ­ρεί­πιο. Δέν τήν πεί­ρα­ζε καί οὔ­τε πο­τέ ἔ­κα­νε πα­ρά­πο­νο γιά τί­πο­τα. Δέν ἤ­θε­λε τί­πο­τα. Ἡ μό­νη μέ­ρι­μνά της ἦ­ταν νά κρα­τά­η τόν Χρι­στό».
Τό φτω­χι­κό κελ­λά­κι τῆς γε­ρόν­τισ­σας Ἄν­νας συγ­κέν­τρω­νε πολ­λούς πο­νε­μέ­νους καί δι­ψα­σμέ­νους πνευ­μα­τι­κά ἀν­θρώ­πους καί αὐ­τή ἡ εὐ­λο­γη­μέ­νη με­τέ­δι­δε πα­ρη­γο­ριά καί εἰ­ρή­νη. Ἀνά­λο­γα μέ τίς πνευ­μα­τι­κές ἀνά­γκες τοῦ κα­θε­νός συ­μβού­λευε ἁπλά καί πρα­κτι­κά ἀπό τήν πεῖ­ρα καί τήν Χά­ρι πού εἶχε:
«Νά πᾶς (γιά προ­σκύ­νη­μα) στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, ἐκεῖ εἶ­ναι ὅ­λοι οἱ Ἅ­γιοί μας».
«Πρέ­πει νά τυ­ραν­νή­σης τήν ψυ­χή σου γιά νά σέ ἀ­κού­ση ὁ Θε­ός».
«Σ᾿ αὐ­τή τήν ζω­ή εἴ­μα­στε προ­σω­ρι­νοί. Ἤρ­θα­με καί φεύ­γο­με. Μό­νο τά βου­νά μέ­νουν στήν θέ­ση τους».
«Ἔ­κα­νε ὁ ἄλ­λος λά­θος, ἄρ­ρω­στος εἶ­ναι. Ἡ ἁ­μαρ­τί­α εἶ­ναι ἀρ­ρώ­στια. Νά τούς λυ­πώ­μα­στε τούς ἀν­θρώ­πους πού κά­νουν ἁ­μαρ­τί­ες».
«Ὅ­λοι θά πε­θά­νου­με, ἀλ­λά εἶ­ναι δύ­σκο­λος ὁ θά­να­τος».
«Ἐ­δῶ (σ᾿ αὐ­τήν τήν ζω­ή) εἶ­ναι τό βα­ρύ (δύ­σκο­λο). Πῶς νά ἐ­λα­φρώ­σου­με τήν ψυ­χή μας. Ἐ­κεῖ πά­νω εἶ­ναι ὅ­λα τε­λει­ω­μέ­να».
«Ὁ κα­θέ­νας νά νη­στέ­ψη κα­τά τήν κρά­ση του, ὅ­σο βα­στά­ει (ἀν­τέ­χει) τό πνεῦ­μα του. Ἐ­κεῖ­να τά πολ­λά πού θά νη­στέ­ψου­με δέν μᾶς τά γνω­ρί­ζει (λαμ­βά­νει ὑπ᾿ ὄ­ψη του) ὁ Θε­ός. Ὁ Θε­ός γνω­ρί­ζει τήν ψυ­χή μας. Μέ τήν ἐλιά ξη­με­ρω­νό­μου­να καί, ὅ­ταν ἦ­ταν νά κοι­νω­νή­σω, καί τήν ἐλιά βα­στοῦ­σα (νή­στευα). Δέν μέ ἔ­βλα­πτε. Ἡ πολ­λή νη­στεί­α ὅ­μως δυ­σκο­λεύ­ει τήν ψυ­χή καί δέν μπο­ρεῖ νά προ­σευ­χη­θῆ. Δέν μπο­ρεῖ νά κα­τε­βά­ση τό μυα­λό ὅ­ταν εἶ­ναι νη­στι­κό, ὅ­ταν εἶ­ναι τα­λαι­πω­ρη­μέ­νο, δέν μπο­ρεῖ ν᾿ ἀ­κού­ση τήν ψυ­χή».
«Νά ὑ­πη­ρε­τῆς τόν ἑ­αυ­τό σου καί αὐ­τούς πού ἔ­χεις στό σπί­τι σου. Ἐ­γώ καί μ᾿ ἕνα μπου­κά­λι νε­ρό περ­νοῦ­σα τήν μέ­ρα, δέν πά­θαι­να τί­πο­τα, ἀλ­λά τό βρά­δυ ἔ­τρω­γα κά­να κρεμ­μύ­δι. Κα­θά­ρι­ζα τό χω­ρά­φι, ἀλ­λά νά σέ πῶ δέν πά­θαι­να τί­πο­τε. Μέ τή νη­στεί­α δέν πα­θαί­νεις τί­πο­τα, ἀλ­λά ἅ­μα πε­ρά­ση ἡ ἡ­λι­κί­α, ὅλα σέ βρί­σκουν. Ἀ­δυ­να­τοῦν μέ­σα τά ὄρ­γα­να καί δέν μπο­ρεῖς. Τώ­ρα ἔ­χω σταυ­ρό, ἀλ­λά πο­λε­μῶ νά κά­νω τή νη­στεί­α μου. Κρέ­ας δέν τρώ­ω».
«Ὅ­ταν πα­ρα­κα­λῆ­τε τήν Πα­να­γί­α γιά κά­τι, θέ­λει νά σᾶς ἀ­κού­ση ἀλ­λά θέ­λει καί τήν δι­κή σας ὑ­πο­μο­νή καί θέ­λη­ση. Νά βα­στά­ζε­τε Τε­τάρ­τη καί Πα­ρα­σκευ­ή νη­στεί­α. Γε­νι­κά τήν θέ­λει ἡ Πα­να­γί­α τή νη­στεί­α. Χαί­ρε­ται καί μπο­ρεῖ νά με­σι­τεύ­ση στόν Κύ­ριον ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦν Χρι­στόν».
«Ὁ­ποι­α­δή­πο­τε στε­νο­χώ­ρια νά τήν ση­κώ­νου­με μέ ὑ­πο­μο­νή. Δέν θά μα­ραί­νου­με τήν ψυ­χή μας, κα­κό λό­γο δέν θᾶ ποῦ­με, οὔ­τε στόν Θε­ό οὔ­τε σέ κεῖ­νον πού προ­ξε­νεῖ τήν στε­νο­χώ­ρια. Θά τήν κρα­τοῦ­με σάν δι­κό μας βί­ο (βί­ω­μα). Γιά μᾶς ἦρ­θε, ὁ Θε­ός θά τήν πά­ρει καί θά φέ­ρει κα­λύ­τε­ρα. Καί νά πα­ρα­πο­νε­θοῦ­με καί νά στε­νο­χω­ρη­θοῦ­με, θά τό βά­λου­με στόν τό­πο του (θά τό δι­ορ­θώ­σου­με); Ἐ­μεῖς καί νά στε­νο­χω­ρι­ώ­μα­στε καί νά σφιγ­γώ­μα­στε χαλ­νᾶ­με (ζη­μι­ώ­νου­με) τόν ἑ­αυ­τό μας. Ἐ­μεῖς θά κά­νου­με τό ἀν­θρώ­πι­νο καί τἄλ­λα στόν Θε­ό. Ἡ ὑ­πο­μο­νή ἄ­κρα (ὅ­ρια) δέν ἔ­χει».
«Ὅλα τά δο­κί­μα­σα, μό­ν­ο ἡ ὑ­πο­μο­νή μέ βο­ή­θη­σε. Δό­ξα τῷ Θε­ῷ».
«Ὅ,τι θέ­λε­τε δέν μπο­ρεῖ­τε νά τό ζη­τή­σε­τε ἀ­πό τόν Θε­ό ἅμα δέν κρα­τᾶ­τε τίς νη­στεῖ­ες καί τήν δι­και­ο­σύ­νη˙ ἐ­λε­η­μο­σύ­νες ὅ­σο μπο­ρεῖ­τε νά δί­νε­τε. Πού τἄ­χου­με ὅ­λα νά δο­ξά­ζου­με τόν Θε­ό. “Δόξα τῷ Θεῷ­”, νά τό λέ­με. Για­τί θυ­μᾶ­σαι καί τό χαί­ρε­σαι. Ἐ­κεί­νη τήν χα­ρά τήν ἀ­να­λα­βαί­νει ὁ Θε­ός».
«Νά πα­ρα­κα­λᾶ­με πρῶ­τα τόν Χρι­στό, ὕ­στε­ρα Ἀγ­γέ­λους, Ἁγίους. Ὅ­σους βά­λεις στό μυα­λό σου, ὅ­ποι­ους θέ­λεις. Ὄ­χι μό­νο κά­ποι­ον συγ­κε­κρι­μέ­νον. Για­τί ὅ­λοι προ­σπα­θοῦν γιά μᾶς. Καί τή νύ­χτα κι ὅλας. Τή νύ­χτα ὅ­πως καί μεῖς προ­σευ­χό­μα­στε καί κεῖ­νοι τά παίρ­νουν ἐ­κεῖ­να καί τά πα­αί­νουν στήν Πα­να­γί­α καί ἡ Πα­να­γί­α τά πα­αί­νει στόν Χρι­στό».
«Ὅ­σο προ­σπα­θοῦ­με καί μᾶς ἔρ­χε­ται ἡ εὐ­λά­βεια, θέ­λου­με πιό πο­λύ νά δυ­σκο­λευ­τοῦ­με. Καί (γιά) κεῖ­νο μᾶς δο­κι­μά­ζει ὁ Θε­ός λί­γο νά δῆ θά μπο­ροῦ­με νά τό βα­στά­ξου­με; Θά κά­νου­με ὑ­πο­μο­νή. Καί κα­λό νά εἶ­ναι θά τό βα­στά­ξου­με καί κα­κό νά εἶ­ναι θά τό βα­στά­ξου­με. Για­τί ὅ­λα ὁ Θε­ός ἐ­δῶ τά ἔ­δω­σε».
«Τήν τι­μή (σή­με­ρα) ποῦ νά τήν βροῦ­με; Ἔφυ­γε, πέ­τα­ξε, δέν ὑπάρ­χει. Ἡ τι­μή πού εἶ­ναι στόν ἄν­θρω­πο στο­λί­δι καί στήν ζωή του καί στόν θά­να­το. Καί πού θά πε­θά­νου­με θά μᾶς ζη­τή­σουν τήν τι­μή μας».
«Καμ­μιά φο­ρά μέ ἔρ­χε­ται μιά στε­νο­χώ­ρια χω­ρίς νά θέ­λω. Ὅμως δέν ἀπελ­πί­ζο­μαι. Ἄς ἔρ­θη καί αὐ­τή. Ὁ και­ρός τά φέρ­νει, ὁ και­ρός τά παίρ­νει. Νά τά πε­ρά­σου­με ὅλα, διό­τι εἴ­μα­στε ὑπο­χρε­ω­μέ­νοι στόν Θεό. Ὁ Θε­ός ὅπως τά δί­νει θά τά πά­ρει. Καί ἄλ­λο κα­λύ­τε­ρο δέν ἔχου­με ἀπό τήν ὑπο­μο­νή. Μήν ἀπελ­πι­ζώ­μα­στε. Ὅσο πε­ρισ­σό­τε­ρο βα­στή­ξει, τόσο πε­ρισ­σό­τε­ρη χα­ρά θά ἔχου­με».
«Νά κρα­τᾶς τό­σο πο­λύ τόν ἑαυ­τό σου (τό νοῦ σου) στήν ψυ­χή σου (συ­γκε­ντρω­μέ­νο), μήν τήν βά­ζεις τήν λο­γι­κή μέ­σα, νά φέ­ρης (σκέ­φτε­σαι) ἅγια πράγ­μα­τα, καί νά σκέ­φτε­σαι ποιός Ἅγιος θά σέ βο­η­θή­σει. Ὅ,τι καί νά κά­νης Ἅγιοι θά σέ ἐξυ­πη­ρε­τή­σουν».
Σέ πολ­λούς νέ­ους ἔδι­νε τήν εὐ­χή της νά πα­ντρευ­τοῦν καί εἶ­χαν εὐ­τυ­χι­σμέ­νο γά­μο. Σέ ἄλ­λους προ­έ­λε­γε τήν γέν­νη­ση τῶν παι­δι­ῶν τους καί μά­λι­στα ἔλε­γε πό­σα θά εἶ­ναι.
Σέ κά­ποι­ον νέο προ­εῖ­πε ὅ­τι θά πε­ρά­σει στήν σχο­λή πού ἐπι­θυ­μεῖ, στήν ἀρ­χή θά δυ­σκο­λευ­τῆ καί με­τά θά εἶ­ναι κα­λά, ὅπως καί ἔγι­νε.
Σέ κά­ποια κυ­ρία πού εἶ­χε πολ­λά παι­διά καί δέν μπο­ροῦ­σε νά τ᾿ ἀφή­ση γιά νά πάη στούς Ἁγί­ους Τό­πους, ἐνῶ τό ἤθε­λε πο­λύ, ἡ Γε­ρόν­τισ­σα τῆς προ­εῖ­πε ὅτι θά ἐκ­πλη­ρω­θῆ ὁ πό­θος της καί μά­λι­στα στό ση­μεῖο πού βρέ­θη­κε ὁ Τί­μιος Σταυ­ρός, θά κλά­ψει, ὅπως συ­νέ­βη.
Στόν Ἀν­τί­γο­νο Γα­νι­τί­δη πού τήν ρώ­τη­σε ἄν θά πρέ­πει νά παν­τρευ­τῆ μία κο­πέλ­λα πού τήν πρό­τει­ναν οἱ δι­κοί του καί πού ἦταν πο­λύ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἡ Γε­ρόν­τισ­σα ἀ­πάν­τη­σε: «Ὄ­χι, ὄ­χι, δέν θά τήν πά­ρεις γιά γυ­ναῖ­κα σου. Ἐ­σύ θά πά­ρεις μιά γυ­ναῖ­κα πού θά εἶ­ναι πο­λύ δε­μέ­νη μέ τήν μάν­να της». Πράγ­μα­τι ἔτσι ἔ­γι­νε.
Σέ κά­ποια παν­τρε­μέ­νη πού τήν ἐπι­σκέ­φθη­κε, τῆς εἶ­πε ὅταν ἔφευ­γε ὅτι θά κά­νει ἀγο­ρά­κι. Αὐ­τή δέν κα­τά­λα­βε, για­τί δέν ἤ­ξε­ρε ὅ­τι εἶ­ναι ἔγ­κυ­ος, πρᾶγ­μα πού ἡ Γε­ρόν­τισ­σα τό εἶ­χε δεῖ πνευ­μα­τι­κά.
Με­ρι­κές φο­ρές, ἐ­νῶ προ­σευ­χό­ταν στό κελ­λί της καί χτυ­ποῦ­σε κά­ποι­ος τήν πόρ­τα, αὐ­τή τόν κα­λω­σό­ρι­ζε μέ τό ὄ­νο­μά του πρίν νά τόν δῆ. Βά­δι­ζε στούς δρό­μους τῆς Δρά­μας, καί ἐ­νῶ περ­νοῦ­σαν πολ­λά αὐ­το­κί­νη­τα, αὐ­τή, χω­ρίς νά πα­ρα­τη­ρῆ τ᾿ αὐ­το­κί­νη­τα, φώ­να­ζε κά­ποι­ον γνω­στό της καί τόν χαι­ρε­τοῦ­σε ἀ­πό μα­κρυά ἐνῶ ἦταν μέ­σα σέ αὐ­το­κί­νη­το. Ἀν­θρω­πί­νως δέν ἦ­ταν δυ­να­τόν οὔ­τε τό αὐ­το­κί­νη­το νά ξε­χω­ρί­ση, ἀλ­λά αὐ­τή τά ἔ­βλε­πε δι­α­φο­ρε­τι­κά καί δι­έ­κρι­νε ἀκό­μη καί τά γνω­στά της πρό­σω­πα ἀ­πό μα­κρυ­ά.
Κά­πο­τε τήν ρώ­τη­σε ἡ κυ­ρί­α Ἕλ­λη Ρα­δῆ–Τα­μπου­λί­δου: «Γε­ρόν­τισ­σα, ἔ­χω χο­λη­στε­ρί­νη καί οἱ για­τροί μοῦ εἶ­παν νά ἐ­λατ­τώ­σω τήν τρο­φή. Δέν εἶ­μαι κα­λά. Ἀ­πό τήν δί­αι­τα ἐ­ξαν­τλή­θη­κα, δέν μπο­ρῶ νά ση­κώ­σω τό χέ­ρι μου». Ἀ­πάν­τη­σε ἡ Γε­ρόν­τισ­σα: «Δέν τρῶς, παι­δί μου. Ἡ ζω­ή ἀπ᾿ τό φαΐ ἔρ­χε­ται. Μήν ἀκοῦς τούς για­τρούς. Ν᾿ ἀρ­χί­σης νά τρῶς». Μοῦ εἶ­πε νά γο­να­τί­σω στά εἰ­κο­νί­σμα­τα καί αὐ­τή προ­σευ­χό­ταν: «…καί τήν Ἕλ­λη… νά μήν ἀρ­ρω­στή­ση, τί θά κά­νει τά ἕ­ξι παι­δά­κια της, πά­ρε ἀ­πό μέ­να καί δῶ­σε δύ­να­μη σ᾿ αὐ­τήν». Ση­κώ­θη­κε ἡ κυ­ρί­α Ἕλ­λη καί ἦ­ταν κα­λά.
Ἡ γε­ρόν­τισ­σα Ἄν­να πολ­λές φο­ρές ἔ­λα­βε πεῖ­ρα δαι­μό­νων ἀλ­λά ἡ μα­κα­ρί­α ἁ­πλό­τη­τά της καί ἡ τα­πεί­νω­σή της σάν θώ­ρα­κες τήν προ­στά­τευ­αν ἀ­πό τήν κα­κί­α τοῦ δι­α­βό­λου. Τήν ρώ­τη­σε κά­ποι­ος: «Σοῦ πα­ρου­σι­ά­ζον­ται δαί­μο­νες;». Ἀ­πάν­τη­σε: «Τούς στέλ­νει ὁ ἄλ­λος, ἀλ­λά δέν ἔ­χουν δι­καί­ω­μα νἄρ­θουν κο­ντά μου. Ἔ­χουν τόν φό­βο».
Δι­η­γή­θη­κε: «Πῆ­γα νά προ­σευ­χη­θῶ καί ἔρ­χε­ται ἕ­νας καί μοῦ δί­νει ἕ­να χα­στού­κι ἐ­δῶ καί βρω­μί­θη­σεν (αἰ­σθάν­θη­κα δυ­σω­δί­α). Ση­κώ­νο­μαι καί σκεύ­ο­μαι… Μό­λις μέ χτύ­πη­σε ἦρ­θε Ἄγ­γε­λος Κυ­ρί­ου, τόν εἶ­δα τόν Ἄγ­γε­λο Κυ­ρί­ου, καί εἶ­πε: “Τί δι­καί­ω­μα ἔ­χεις καί πᾶς σ᾿ αὐ­τήν; Αὐ­τή στε­φά­νι φο­ρά­ει στό κε­φά­λι τη­ς”. Ἐ­ξα­φα­νί­στη­κε. Τό χα­στού­κι πού μέ πό­νε­σε τό θυ­μᾶ­μαι».
Τήν ρώ­τη­σε ὁ Ἀν­τί­γο­νος Γα­νι­τί­δης ἀ­πό τό Δο­ξᾶ­το Δρά­μας γιά τά τε­λώ­νια καί ἡ Γε­ρόν­τισ­σα τόν μά­λω­σε λέ­γον­τάς του ὅ­τι εἶ­ναι μι­κρός καί νά μήν ἀ­σχο­λῆ­ται μ᾿ αὐ­τά. Καί ὕ­στε­ρα τοῦ δι­η­γή­θη­κε: «Κά­ποι­ο κα­λο­καί­ρι, ἦ­ταν βρά­δυ καί κα­θό­μουν σ᾿ αὐ­τό τό κα­μα­ρά­κι. Ἦρ­θαν δύ­ο ἄ­σχη­μοι ἄν­τρες (δαί­μο­νες) μέ κόκ­κι­να μά­τια καί μέ χτυ­πή­σα­νε καί μέ ρί­ξα­νε κά­τω ἀ­πό τό κρεβ­βά­τι, ἀλ­λά με­τά ἦρ­θαν οἱ δι­κοί μας (Ἄγ­γε­λοι) καί τούς ἔ­κα­ναν “μέ τά κρεμ­μυ­δά­κια”. Τό πρωΐ μέ βρῆ­κε ὁ ἐγ­γο­νός μου κά­τω πε­σμέ­νη, χτυ­πη­μέ­νη καί μέ πή­γα­νε στό Νο­σο­κο­μεῖ­ο Δρά­μας. Γι᾿ αὐ­τό σοῦ λέ­ω μήν ἀ­σχο­λῆ­σαι μέ τά τε­λώ­νια».
Κά­ποι­α πού τήν γνώ­ρι­σε μαρ­τυ­ρεῖ: «Ὅ­ταν γνώ­ρι­σα τήν γε­ρόν­τισ­σα Ἄν­να, ἦ­ταν πά­νω ἀ­πό ἐ­νε­νήν­τα χρό­νων. Τήν ἔ­νι­ω­σα ὄ­χι σάν ἡ­λι­κι­ω­μέ­νη ἀλ­λά σάν μι­κρό ἀ­πί­στευ­τα χα­ρού­με­νο παι­δά­κι. Ἦ­ταν ἀ­νά­λα­φρη καί ἀ­θώ­α, καί ὁ χρό­νος θαρ­ρεῖς πώς δέν τήν εἶ­χε ἀγ­γί­ξει. Ἦ­ταν τό ὀ­μορ­φό­τε­ρο καί γλυ­κύ­τε­ρο πρό­σω­πο πού εἶ­χα δεῖ στήν ζω­ή μου. Ἀ­να­παύ­ο­μαι καί αἰ­σθά­νο­μαι πα­ρη­γο­ριά ἀ­κό­μη καί τώ­ρα, ὅ­ταν μό­νο σκέ­φτω­μαι τήν γλυ­κύ­τη­τα καί τήν χά­ρη τοῦ προ­σώ­που τῆς γε­ρόν­τισ­σας Ἄν­νας».
Ἐ­κοι­μή­θη τό ἔ­τος 1998 σέ ἡ­λι­κί­α 95 ἐ­τῶν. Ὅ­ταν ξε­ψυ­χοῦ­σε, ἐ­πε­κα­λεῖ­το ὅ­λους τούς γνω­στούς της Ἁ­γί­ους καί ἰ­δι­αί­τε­ρα τόν ἅγιο Ἀ­λέ­ξιο πού τόν εἶ­χε σέ ξε­χω­ρι­στή εὐ­λά­βεια.
Αἰ­ω­νί­α ἡ μνή­μη τῆς γε­ρόν­τισ­σας Ἄν­νας.
Νά ἔ­χου­με τήν εὐ­χή της. Ἀμήν.