Ασκητές μέσα στον κόσμο -
Γερόντισσα Ἄννα
– Μέρος Α’
Η
μακαριστή γερόντισσα Ἄννα Γιοβάνογλου γεννήθηκε τό 1903
στήν Πάνορμο τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἀπό γονεῖς πολύ εὐλαβεῖς, τόν
Ἰωάννη καί τήν Δήμητρα. Ἦταν πρωτότοκη καί εἶχε ἄλλα ὀκτώ
ἀδέλφια. Στήν βάπτιση τῆς δόθηκε τό ὄνομα Ἀναστασία.
Μέ
τήν ἀνταλλαγή τῶν πληθυσμῶν μετά ἀπό ταλαιπωρίες
ἐγκαταστάθηκαν στό χωριό Πηγάδια Κυργίων Δράμας. Στά
Πηγάδια ὁ πατέρας της ἔγινε κτηνοτρόφος. Αὐτή ὡς
μεγαλύτερη φρόντιζε γιά τά μικρότερα ἀδέλφια της γιατί καί ἡ
μητέρα της ἐργαζόταν.
Ἀπό
μικρή ἀγαποῦσε τόν Χριστό. Ὅταν μιλοῦσε γιά τόν Χριστό καί τήν
Παναγία ἔκλαιγε. Ἀπό μικρή κρατοῦσε ὅλες τίς νηστεῖες καί κρέας
δέν ἔφαγε ποτέ. Ὅταν πήγαιναν στό χωριό της μοναχοί ἀπό τά
Κύργια, αὐτή πήγαινε κοντά τους καί ἤθελε νά ἀκούη γιά τόν
Χριστό. Δέν πῆγε σχολεῖο, δέν ἤξερε νά διαβάζη. Προσευχόταν
καί μερικές νύχτες ἄκουγε ἀγγελικές ψαλμωδίες.
Διηγεῖτο:
«Ἤμασταν ἐννιά ἀδέλφια καί μόνο κρατούσαμε (τηρούσαμε) τοῦ
πατέρα μας τόν λόγο. Ἀλλά ἦρθε καιρός πού νά μήν τόν κρατήσω
ἐγώ, γιατί ἤμουν μεγαλύτερη τριάντα χρόνων κοπέλλα καί ἦρθε
καιρός νά παντρευτῶ καί τ᾿ ἀδέλφια μου ὅλα μεγάλωσαν καί ἦταν
γιά παντρειά καί μουρμούριζαν (γόγγυζαν) ἐναντίον μου, πότε θά
παντρευτεῖς; Τί θά κάνεις;».
Παντρεύτηκε
ἕνα νέο ὀνόματι Γιάννη πού εἶχαν γιά βοσκό στά πρόβατά τους.
Ἐπειδή οἱ γονεῖς της δέν συγκατατέθηκαν, τήν ἔδιωξαν ἀπό τό
σπίτι. Ὁ σύζυγός της μιά βδομάδα μετά ἀπό τόν γάμο τους πῆγε
στήν Κοζάνη νά δῆ τούς δικούς του καί δέν ξαναγύρισε ποτέ, οὔτε
καί ἔμαθε τί ἀπέγινε. Ἡ ἴδια δέν γόγγυξε ποτέ, δέν τόν
κακολόγησε, δέν παραπονέθηκε. Τόν συγχωροῦσε καί ἔλεγε νά
εἶναι καλά. Ἔλεγε: «Ἔτσι ἤθελε ὁ Θεός καί ἔτσι ἔγινε».
Ἡ
Ἀναστασία ἐγκαταλειμένη ἀπό ὅλους καί περιμένοντας παιδάκι,
ἀπελπίστηκε καί ἐπιχείρησε νά πέση σέ μιά λίμνη, νά κάνη
κακό στόν ἑαυτό της. Τότε ὅπως διηγήθηκε: «Μπῆκα μέσα στήν
λίμνη καί ὅταν τό νερό ἔφθασε μέχρι τόν λαιμό, ἔνιωσα ἕνα
φτερούγισμα πίσω ἀπό τό σῶμα μου καί ἄκουσα μιά φωνή: “Τέτοια
ψυχή ποῦ θά τήν ρίξεις μέσ᾿ τόν βοῦρκο;”. Μᾶλλον θά ἦταν ὁ
φύλακας ἄγγελός μου. Τό ἄγγιγμα τῆς φτερούγας ἀκόμα τό
θυμᾶμαι. Χαράχτηκε στήν μνήμη μου».
Ὕστερα
κατέφυγε σέ μιά θεία της, τήν Σοφία, ἡ ὁποία τήν
περιέθαλψε, τήν βοήθησε νά γεννήση τό παιδάκι καί μετά τό
μεγάλωσαν μαζί, γιατί ἡ Ἀναστασία ἐργαζόταν στά καπνά, στό
Δοξᾶτο καί στά Κύργια.
Στενοχωριόταν
γιά τήν κόρη της Βενέτα πού δέν εἶχε πατέρα. Ἔλεγε: «Δέν
πειράζει, βρέ παιδάκι μου, ἔχεις ἐμένα, ἐγώ σέ φροντίζω, ἐγώ
καί μάννα καί πατέρας». Ἔκανε τό πᾶν νά μήν τῆς λείψη τίποτε.
Δούλευε νύχτα–μέρα διότι ἐπιπλέον βοηθοῦσε τ᾿ ἀδέλφια της
καί γηροκόμησε τήν μητέρα της.
Ἐργαζόταν
σκληρά ὅλη τήν ἡμέρα στά χωράφια καί τή νύχτα προσευχόταν.
Συνήθιζε μέ ἄλλες γυναῖκες τοῦ χωριοῦ νά συγκεντρώνονται σέ
κάποιο σπίτι ἐκ περιτροπῆς ἐνώπιον μιᾶς θαυματουργῆς εἰκόνας
τοῦ ἁγίου Γεωργίου, νά ἀγρυπνοῦν καί νά προσεύχονται γιά ὅλον
τόν κόσμο. Καί ἡ ἴδια ξυπνοῦσε πάντα πρωΐ γιά νά προσεύχεται
γιατί πίστευε ὅτι ὁ Θεός τότε σ᾿ ἀκούει καλύτερα. Ὅταν
πιστεύης καί παρακαλᾶς ὁ Θεός δέν σέ ξεχνᾶ.
Ἀγαποῦσε
πολύ τόν Θεό. Ἀνέφερε τήν λέξη «Θεός μου», χαιρόταν ἡ ψυχή
της καί ἔτρεχαν τά δάκρυά της. Ἔλεγε: «Ἀγαπάω τόσο πολύ τόν
Θεό. Θέλω νά πάω στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσω».
Μάζευε
δραχμή–δραχμή χρήματα γιά τά Ἱεροσόλυμα. Πρῶτα πῆγε καί
προσκύνησε στήν Τῆνο. Ἐκεῖ, ὅπως ἔλεγε, εἶδε ζωντανή τήν
Παναγία καί ἄκουσε μιά φωνή πού τῆς εἶπε «νά πᾶς στά
Ἱεροσόλυμα». Πῆγε, προσκύνησε στούς Ἁγίους Τόπους καί ἐκεῖ
γνώρισε τόν γέροντα Ἀμφιλόχιο καί τήν μοναχή Ἐλισάβετ στό
Χοζεβᾶ. Βαπτίσθηκε στόν Ἰορδάνη ποταμό καί μετά ἀπό πολλή
προσευχή καί μεγάλη νηστεία ἔγινε μοναχή μικρόσχημη μέ τό
ὄνομα Ἄννα. Ἔκανε ὑπακοή στόν π. Ἀμφιλόχιο, τῆς ἔδωσε ἐντολές
καί κανόνα γιά νά προετοιμασθῆ νά πάρη ἀργότερα τό μεγάλο
Σχῆμα.
Ὅταν
ἐπέστρεψε ἦταν κατενθουσιασμένη, ἄν καί κατάκοπη ἀπό τήν
κούραση καί τή νηστεία δέν μποροῦσε νά περπατήση. Πῆγε
ὕστερα καί ἔμεινε σ᾿ ἕνα μοναστήρι τῆς περιοχῆς γιά σαράντα
ἡμέρες. Ἤθελε νά μείνη γιά πάντα ἐκεῖ, ἀλλά ἐπειδή ἦταν
ἡλικιωμένη δέν τήν κράτησαν.
Ὕστερα
ἔμενε στό Δοξᾶτο μόνη της σ᾿ ἕνα μικρό καί παλαιό κελλάκι
χωρίς φῶς μέ μιά σομπούλα. Δέν θέλησε νά μείνη στό σπίτι τῆς
κόρης της ἀλλά κοντά της, ἀπό εὐαισθησία γιά νά μήν τήν
ἐπιβαρύνη, ἀλλά καί γιά νά ἔχη τήν ἡσυχία της νά κάνη τά
μοναχικά της καθήκοντα. Εἶχε στρωμένες παλαιές μπαλωμένες
κουρελοῦδες ἀλλά ὁλοκάθαρες. Πάνω στό κρεββατάκι της εἶχε
μιά βαλιτσούλα πού μέσα εἶχε τά νεκρικά της φορέματα,
κεράκια καί σάβανο ἀπό τά Ἱεροσόλυμα. Στόν τοῖχο πάνω ἀπό
τό κρεββάτι της εἶχε τά εἰκονίσματά της καί ἕνα καντήλι
ἀκοίμητο.
Ἡ
γερόντισσα Ἄννα νήστευε καί προσευχόταν νύχτα–μέρα. Ξυπνοῦσε
στίς 3 μετά τά μεσάνυχτα. Ὅταν τήν ρωτοῦσε ἡ κόρη της γιατί
ξυπνᾶ τή νύχτα ἀπαντοῦσε: «Δέν μπορῶ νά κοιμηθῶ, παιδί μου.
Ἄγγελος Κυρίου ἔρχεται καί μέ ξυπνᾶ καί συνεχίζω τήν
προσευχή». Ἀλληλογραφοῦσε μέ τόν π. Ἀμφιλόχιο καί ἔστελνε
δέματα στήν μοναχή Ἐλισάβετ. Προετοιμαζόταν νά πάρη τό
μεγάλο Σχῆμα.
Γι᾿
αὐτό παρήγγειλε μία μοναχική ζώνη ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος μέ τόν
καθηγητή κ. Ραδῆ. Ἐκεῖνος δέν βρῆκε ζώνη καί φεύγοντας τό
ἀνέφερε σ᾿ ἕναν Ἡγούμενο. Ὁ Ἡγούμενος ἔδωσε τήν δική του
πού φοροῦσε. Τήν ἔφερε στό σπίτι του καί κάποιες φίλες τῆς
γυναίκας του τῆς εἶπαν νά τήν κρατήση αὐτή γιά εὐλογία. Τήν
ἄλλη μέρα ἦρθε ἡ ἀδελφή Ἄννα καί λέει στήν κυρία Ραδῆ: «Κυρία
Ἕλλη, ἡ ζώνη μου ἦρθε. Ἔβλεπα ἕνα καντηλάκι πού ἐρχόταν ἀπό
τό Ἅγιον Ὄρος καί ἀπό κάτω ἦταν ἡ ζώνη». Ἐξεπλάγη ἡ κ. Ἕλλη.
Τῆς ἔδωσε τήν ζώνη καί ἐκείνη τήν πῆρε μέ λαχτάρα.
Τήν
πέμπτη φορά πού πῆγε ἡ γερόντισσα Ἄννα στά Ἱεροσόλυμα ὁ
γέροντας Ἀμφιλόχιος, ἡγούμενος τοῦ Χοζεβᾶ, τήν ἔκειρε
μεγαλόσχημη μοναχή, τό ἔτος 1972. Ἀπό τότε ἔβλεπαν καί
ἔνιωθαν οἱ γνωστοί της μιά ἰδιαίτερη χάρη στήν γερόντισσα
Ἄννα, ἀλλά καί ἡ ἴδια ἔλεγε: «Στά Ἱεροσόλυμα πού πῆγα κάτι
ἔλαβε ἡ ψυχή μου ἀπό τόν Θεό μου καί δέν μπορῶ νά κάνω κακό
οὔτε στόν ἑαυτό μου οὔτε σέ ἄλλους. Ἔχω εὐλογία ἐπάνω μου.
Δέν νιώθω κούραση οὔτε οἱ νηστεῖες μέ ἐξαντλοῦν, πετάω». Τά
ράσα της μοσχοβολοῦσαν.
Ὅποιος
τήν ἐπισκεπτόταν ἔνιωθε κοντά της χαρά καί χάρη. Κερνοῦσε
τούς ἐπισκέπτες καφέ, κανένα αὐγουλάκι καί ἀπαντοῦσε στίς
ἐρωτήσεις τους μεταδίδοντας τήν χάρη καί τά βιώματά της. Τά
βαθυγάλαζα μάτια της ἔλαμπαν καί ἀκτινοβολοῦσαν ἀπό
καλωσύνη.
Θυμίαζε τίς εἰκόνες στό κελλάκι της, ἀλλά τή νύχτα
ἔβγαινε στόν δρόμο καί θυμίαζε τούς ἀνθρώπους πού πήγαιναν
στά καπνά. Θυμίαζε ὅλο τό Δοξᾶτο καί προσευχόταν γιά τόν
κόσμο.
Διηγεῖται
ἡ κυρία Ἕλλη Ραδῆ–Ταμπουλίδου, στήν ὁποία ἡ γερόντισσα Ἄννα
ἐργαζόταν ὡς οἰκιακή βοηθός: «Ὅταν ἐρχόταν στό σπίτι μου
ἄναβε τό θυμιατό καί θυμίαζε ὅλο τό σπίτι λέγοντας
προσευχές. Μέ συμβούλευε νά τό κάνω καί ἐγώ αὐτό διότι ἔτσι δέν
μπορεῖ νά μέ πλησιάση ὁ διάβολος. Μάλιστα ἔλεγε νά θυμιάζω
τά παιδιά καί, πρίν κοιμηθοῦν, νά σταυρώνω τά παιδιά καί τά
προσκέφαλά τους. Ὅταν προσευχόταν εἶχε σκυμμένο τό κεφάλι
καί ἀναστέναζε. Ὅταν σηκωνόταν τίς νύχτες γιά νά προσευχηθῆ,
τήν ἄκουγαν τά παιδιά καί μοῦ ἔλεγαν ὅτι αὐτή ἡ γιαγιά ὅλη τή
νύχτα τραγουδάει (ψέλνει, προσεύχεται). Αὐτή ἔψελνε ὅλη τή
νύχτα στόν Χριστό, ὅπως ἔλεγε, καί τά δάκρυά της ἔβρεχαν τό
πάτωμα. Εὐχόταν γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους».
Συμβούλευε:
«Νά προσεύχεσαι χαράματα καί ἔξω ἀπό τό σπίτι μέ τά χέρια
στόν οὐρανό. Τότε σέ ἀκούει ὁ Θεός, βλέπεις καί τούς Ἀγγέλους.
Ὅταν παρακαλᾶς, νά παρακαλᾶς πρῶτα τόν Χριστό καί ἔπειτα τούς
Ἁγίους, ὅσους θυμᾶσαι, ὄχι μόνον ἕναν. Καί αὐτά τά
παρακάλια τά παίρνουν οἱ Ἅγιοι καί τά πᾶνε στήν Παναγία καί ἡ
Παναγία τά δίνει στόν Χριστό. Ἐγώ μιά φορά παρακαλοῦσα καί
ξέχασα τόν ἅγιο Θεόδωρο. Ἐμφανίστηκε, λοιπόν, καί μοῦ λέει:
“Ὅλους τούς παρακαλᾶς καί μένα μέ ξέχασες”. “Ποιός εἶσαι;”,
λέω, “δέν σέ γνώρισα”. “Ὁ ἅγιος Θεόδωρος εἶμαι”, λέει. Ἀπό
τότε κάθε φορά τόν παρακαλάω».
Ἔλεγε
μέ ἁπλότητα στήν προσευχή της: «Ἡ ἀδελφή Ἄννα σᾶς παρακαλεῖ:
“Ἅγιε Ἀλέξιε, ἅγιε Παντελεήμων”» καί μνημόνευε πολλούς
Ἁγίους πού εἶχε σέ εὐλάβεια, καί ὅσων Ἁγίων εἶχε εἰκονάκια.
Ἦταν
φυσική ἡ ἐπικοινωνία τῆς Γερόντισσας μέ τούς Ἁγίους.
Δεχόταν ἁπλά καί ἀπερίεργα τίς ἐμφανίσεις τῶν Ἁγίων μέ
πίστη, χωρίς νά περνοῦν λογισμοί κενοδοξίας. Ὅταν πήγαινε ἡ
κόρη της στό κελλάκι της, ἡ Γερόντισσα τήν ἀπέτρεπε νά κάθεται
μέ τήν πλάτη πρός τήν Ἀνατολή, γιατί ἐκεῖ ἔβλεπε νά στέκεται
κάποιος Ἅγιος καί τό θεωροῦσε ἀσέβεια. Τήν συμβούλευε νά κάνη
πάντα προσευχή πρίν ἀπό κάθε της ἔργο γιά νά πετύχη. Στίς
δυσκολίες ἔλεγε στήν κόρη της: «Μή στενοχωριέσαι˙ θά κάνω
προσευχή καί ὅταν ἔρθη ἡ ὥρα θά γίνει (ξεπεραστῆ)˙ ἐάν δέν θέλη ὁ
Θεός δέν γίνεται. Ἐκεῖνος ξέρει. Ξέρω κι ἐγώ γιατί δέν
γίνεται;».
Κάποια
χρονιά Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ Γερόντισσα κρατοῦσε
εἰκόνα στήν λιτανεία καί ἔβλεπε τόν εἰκονιζόμενο Ἅγιο νά
προπορεύεται.
Ἡ
γερόντισσα Ἄννα εἶχε τέτοια ἁπλότητα, ὥστε δέν τῆς περνοῦσε
λογισμός ὑπερηφανείας, διότι τά θεωροῦσε ὅλα φυσικά. Μέ
τήν μακαρία ἁπλότητα, τήν εὐλάβεια, τήν καθαρότητα καί τόν
φιλότιμο ἀγῶνα της, ἀξιώθηκε νά ἔχη πολλές ἁγιοφάνειες.
Εἶδε τόν προφήτη Ἠλία καί τοῦ ἀσπάσθηκε τό χέρι˙ τόν Τίμιο
Πρόδρομο καί μάλιστα παρατήρησε τό σημάδι τῆς ἀποτομῆς ἀπό
τό ξῖφος στόν λαιμό του˙ τούς ἁγίους Θεοδώρους τούς ἔβλεπε
συχνά νά περνοῦν τίς νύχτες μέ τά ἄλογα καί τίς στολές τους μέσα
ἀπό τό Δοξᾶτο. Ὑπάρχει ἐξωκκλήσι τῶν ἁγίων Θεοδώρων καί
αὐτοί προστατεύουν τό χωριό. Εἶδε καί τόν ἅγιο Βασίλειο σέ
ὥρα θείας Λειτουργίας.
Ζήτησε
νά γνωρίση καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὅπως διηγήθηκε ἡ ἴδια. «Εἶχα
ἀπορία, δέν μποροῦσα νά καταλάβω πῶς εἶναι τό Ἅγιο Πνεῦμα.
Ἤθελα νά ξέρω ὅλα τά Ἅγια». Ἔκανε προσευχή καί τό εἶδε ἐν
εἴδει περιστερᾶς.
Κάποτε
ἡ Γερόντισσα ἡρπάγη στόν Παράδεισο, ὅπως διηγήθηκε ἡ
ἴδια: «Ἡ Χάρις μέ πῆρε… πααίνομε σ᾿ ἕνα δρόμο, καλός ὁ δρόμος,
(περνοῦσε) μέσα ἀπό χωράφια πού εἶχαν καί ἀγκάθια. Μετά
ἀνοίξαμε μιά πόρτα καί ἀρχίσαμε νά πααίνομε σέ κῆπο.
Μπήκαμε μέσα κάνα δυό βήματα καί ἄρχισα νά βλέπω καλά
πράγματα. Εἶχε πράγματα γιά φαγώσιμο. Εἶδα τά μοῦρα, νά τά
λιμπίζεσαι. “Νά φθάσω ἕνα μοῦρο;”, “ὄχι δέν εἶναι δικά σ᾿”,
μοῦ εἶπε “θά ᾿ρθῆ ἡ ὥρα νά εἶναι δικά σ᾿”. Γυρίσαμε πίσω, δέν
προχωρήσαμε ἄλλο μέσα στόν Παράδεισο».
«Μιά
ἄλλη φορά», διηγήθηκε, «μιά καλωσύνη ἔκανα, ἀλλά δέν
θυμᾶμαι τί, ὅμως θυμᾶμαι μέ ἀνέβασε μιά καί μιά στόν οὐρανό.
Ἀνέβηκα καί ἔβλεπα τούς ἀνθρώπους νά περπατᾶν σάν μυρμήγκια.
Πῶς νά κατέβω ἐγώ ἀπό δῶ; Σκεύομαι, σκεύομαι… μοναχή ἤμουν
ἐκεῖ. Τά πουλιά πετοῦσαν ἐκεῖ κάτ᾿, τἄβλεπα. Ὕστερα ἦρθε ἕνας
ἀγέρας δυνατός καί ἐφθάσαμε κάτ᾿. Ἀλλά λέω ποῦ εἶμαι τώρα,
ποῦ νά εἶμαι; Τότε κατάλαβα ὅτι πατοῦσα στή γῆ, ὅτι εἶμαι στόν
κόσμο πού γνωρίζω, διότι ἐκεῖνον τόν κόσμο δέν τόν γνωρίζω.
Ἀκόμα θυμοῦμαι τά πουλιά πού ἦταν ἀπό κάτω μου».
Κάποτε
ἄκουσε μιά φωνή πού τῆς εἶπε: «Ἡ ἀρετή σου περίσσεψε», καί
ταυτόχρονα αἰσθάνθηκε καί μιά χάρι. Ἡ μακαρία καί
ἁπλουστάτη γερόντισσα Ἄννα ἐνῶ ζοῦσε τήν ἀρετή, δέν ἤξερε
τί εἶναι «ἀρετή» καί ρωτοῦσε κάποιον: «Εἶχα μιά γειτόνισσα
στά Κύργια πού τήν ἔλεγαν Ἀρετή καί πέθανε. Ποῦ μέ θυμήθηκε
τώρα μετά ἀπό χρόνια καί ἦρθε στόν ὕπνο μου;!».
Ἔλεγε
ὅτι ὅταν κοινωνοῦσε ἔνιωθε τόν Κύριό μας μέσα της ἐπί μιά
ἑβδομάδα καί αἰσθανόταν τά μέλη της μέλη Χριστοῦ. Μετά πού
πήγαινε στό σπίτι τῆς κόρης της καί ἔπινε τόν καφέ, πρῶτα
ἔπινε λίγο νερό γιά νά κατεβῆ ἡ θεία Κοινωνία. Μετά ξέπλυνε
τό ποτήρι τοῦ καφέ καί ἔρριχνε τά νερά στήν γλάστρα. Τιμοῦσε
καί πρόσεχε πολύ τήν θεία Κοινωνία.
Στήν
Ἐκκλησία πήγαινε ἀπό τίς 6 ἡ ὥρα, πρίν ἀπό τόν παπᾶ. Ἔλεγε:
«Θά πάει ὁ Χριστός πρίν ἀπό μᾶς καί μεῖς θά πᾶμε μετά;». Στό
πρόσωπο τοῦ κάθε ἱερέως ἔβλεπε τόν Χριστό.
Συνήθιζε
νά πηγαίνη καί σέ μακρινά ἐξωκκλήσια, νά προσκυνάη καί νά
προσεύχεται. Μέ τά πόδια πήγαινε ἀλλά συνήθως κάποιος
βρισκόταν καί τήν ἔπαιρνε στό αὐτοκίνητο.
Ἐργαζόταν
γιά νά οἰκονομήση τά πρός τό ζῆν, νά σπουδάση τήν κόρη της καί
νά φροντίση καί τήν μητέρα της. Ἔπαιρνε τήν σύνταξη τοῦ ΟΓΑ,
15.000 δραχμές καί ἔλεγε: «Βασίλισσα εἶμαι». Ἄν τῆς ἔδιναν
χρήματα, τά ἔδινε στήν Ἐκκλησία, ἐνῶ τά τρόφιμα τά μοίραζε
σέ φτωχούς.
Ἡ
γερόντισσα Ἄννα ἐπισκεπτόταν καί τό μοναστήρι τῆς
Ἀναλήψεως στήν Σήψα. Οἱ ἀδελφές τήν ἀγαποῦσαν καί χαίρονταν
νά τήν φιλοξενοῦν. Ἡ σημερινή γερόντισσα Πορφυρία
ἐνθυμεῖται καί σημειώνει γιά τήν γερόντισσα Ἄννα: «Τοῦ ἁγίου
Χαραλάμπους τό 1992 μετά ἀπό μιά ἀγρυπνία ἡ γερόντισσά μας
Ἀκυλίνα μᾶς ἔστειλε τρεῖς ἀδελφές στό Δοξᾶτο νά δοῦμε τήν
γερόντισσα Ἄννα καί νά τῆς πᾶμε ξύλα καί ἄλλες εὐλογίες.
»Ἦταν
μιά σκηνή ἀπό ἀρχαῖο Γεροντικό. Τό σπίτι παμπάλαιο,
ἐγκαταλελειμμένο, πάμπτωχο. Ἡ γερόντισσα Ἄννα κυρτωμένη,
ἀδύνατη, μέ δύο γαλανά ματάκια πού λάμπανε ἀπό τό φῶς τοῦ
Χριστοῦ, μᾶς εἶπε πολλά: “Γιά σᾶς πού νέα κορίτσια φύγατε ἀπό
τά σπίτια σας καί ζῆτε μέσα στά βουνά πού εἶναι τό Μοναστήρι
σας, πού δώσατε τήν ζωή σας, πού εἶστε παιδιά τοῦ Θεοῦ καί τό
Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι κρυμμένο μέσα σας, ἀργότερα μέ τά χρόνια θά
σᾶς φανερώση ὁ Θεός τά μυστικά Του”. Ἦταν τότε αὐτός ὁ
λογισμός πού πολύ μέ ἀπασχολοῦσε ἄν ἡ μοναχική μου ζωή θά
εἶχε ποτέ καρπούς. “Ἐγώ”, μᾶς ἔλεγε μέ μία φοβερή ἁπλότητα,
“τώρα τά βλέπω αὐτά πού βλέπω καί εἶμαι τόσο μεγάλη στήν
ἡλικία”.
»Εὐωδίαζε
ὁλόκληρη. Μᾶς σταύρωσε μία μία καί στήν κάθε μία ἔλεγε
χείμαρρο ἀπό εὐχές πού ἦταν ὅ,τι ἡ κάθε μιά εἶχε ἀνάγκη.
»Εἶπε
ὅτι εἶχε δεῖ ἕνα ὅραμα μέ τρία κορίτσια. Τό ἕνα λεγόταν
νερό, τό ἄλλο φωτιά, τό ἄλλο τιμή. “Ἡ τιμή”, εἶπε, “ἄν τήν
χάσης δέν τήν ξαναβρίσκεις, τήν φωτιά τήν βρίσκεις, τό νερό
ἐπίσης”.
»Κάποια
στιγμή πού βρεθήκαμε μόνες, μᾶς λέει ξαφνικά: “Ἐγώ πολλά
πέρασα ἀλλά τά κράτησα μέσα μου καί ζυμώθηκαν μέσα μου καί
γίναν ἕνα μέ μένα καί τό Ἅγιον Πνεῦμα”.
–Δηλαδή νά μήν μιλᾶμε Γερόντισσα;
–Ἔ! μοναχούτσικες εἴσαστε (μοναχοῦλες δηλαδή). Νά μιλᾶτε καί λίγο ἀλλά νά λέτε πάντα τά καλά ὄχι τά στραβά.
»Ὅταν
εἴχαμε κάποια μεγάλη δυσκολία, ξαφνικά ἡ γερόντισσα Ἄννα
ἐμφανιζόταν στό Μοναστήρι μας ἀπροειδοποίητα. Σκυφτή,
γαλήνια, μέ τά γαλανά ματάκια της γεμάτα ἀγάπη. Στήριζε τίς
ἀδελφές, φερόταν μέ ἀπέραντο σεβασμό στήν Γερόντισσά μας,
καθόταν δυό–τρεῖς μέρες καί ἔφευγε πάλι. Τίς νύχτες τήν
ἄκουγαν οἱ ἀδελφές ἀπό τά γειτονικά κελλιά νά σηκώνεται καί
νά προσεύχεται μέ δοξολογία, εὐχαριστία, δάκρυα, γεμάτη
θεῖο ἔρωτα. Ἔμπαιναν στό κελλί της καί οὔτε τίς καταλάβαινε.
Ἔλεγε ὅτι τά δάκρυα τῆς προσευχῆς νά μήν τά σκουπίζουμε μέ
μαντήλια ἀλλά μέ τήν φούντα ἀπό τό κομποσχοίνι, διότι τά
δάκρυα αὐτά εἶναι ἱερά.
»Ἕνα
πρωϊνό, (τότε τίς καθημερινές ἀκολουθίες τίς κάναμε στήν
Ἀνάληψη), ὅταν ἔφθασε ἡ ὥρα πού προσκυνᾶμε τίς εἰκόνες, ἡ
γερόντισσα Ἄννα ἔτυχε νά στέκεται δίπλα μου. Τήν βάζαμε νά
χαιρετάη μετά τήν Γερόντισσα καί οὐδέποτε καί γιά τίποτε δέν
εἶχε φέρει ἀντίρρηση. Ἐκεῖνο τό πρωΐ τήν ἔβλεπα νά μήν
κουνιέται. Τῆς λέω σιγά: “Πᾶτε νά προσκυνήσετε”. Μοῦ ἔκανε
ἐντύπωση πού δέν μοῦ ἔδωσε σημασία. Τῆς τό ξαναεῖπα. Ὅλες οἱ
ἀδελφές τήν περίμεναν. Μ᾿ ἔπιασε ἀγωνία καί τήν σκούντησα
ἐλαφρά. Ντρεπόμουν κι ὅλας, ἤμουν ἡ τελευταία στήν σειρά
ρασοφόρα καί τήν σεβόμουνα πολύ. Ἡ Γερόντισσα ἄγαλμα. Δέν
κουνιόταν. Οἱ ἀδελφές πῆγαν στήν σειρά τους καί χαιρέτησαν.
Τελείωσε ἡ πρώτη Ὥρα, πήραμε εὐχή καί φύγαμε. Ἡ γερόντισσα
Ἄννα μετά τήν πρωϊνή Τράπεζα ζήτησε νά μιλήση στήν
Γερόντισσά μας. Τῆς εἶπε λοιπόν ὅτι ἐκεῖ δίπλα της στό παγκάρι
τῆς Ἀναλήψεως ἀνάμεσά μας στεκόταν ὁ γέροντας Γεώργιος
Καρσλίδης καί αὐτή ἀπό τό δέος δέν κουνιόταν. “Μέ
σκουντοῦσαν”, εἶπε, “μέ ἔλεγαν νά πάω νά προσκυνήσω. Καλά,
δέν βλέπανε τόν Γέροντα;”».
Καί
ἄλλη ἀδελφή σημειώνει: «Τό ἔτος 1994 ἦταν ἡ χρονιά πού γιά πρώτη
φορά ἐπισκέφθηκε καί φιλοξενήθηκε στό μοναστήρι μας ἡ
γερόντισσα Ἄννα. Ἡ χάρις ἦταν διάχυτη στό πρόσωπό της,
χαρίζοντας στήν ὅλη μορφή της μιά μυστηριώδη γλυκύτητα πού
εἵλκυε τόν κάθε πνευματικό ἄνθρωπο πρός αὐτήν. Αὐτή ἡ
γλυκύτητά της προξένησε καί σ᾿ ἐμένα τήν ἐπιθυμία νά τήν
πλησιάσω καί νά συνομιλήσω μαζί της μέ πνεῦμα μαθητείας στά
ὅσα θά εἶχε τυχόν νά μέ διδάξη. Ἡ γερόντισσα Ἄννα ἦταν πολύ
γνωστή καί εἶχε φήμη ἁγίας γυναικός, ἀλλά παρολ᾿ αὐτά δέν
ἔτυχε ποτέ νά φθάση κάτι στ᾿ αὐτιά μου γι᾿ αὐτήν, γι᾿ αὐτό καί
τήν πλησίασα ἔχοντας τό μυαλό μου καθαρό καί ἀνεπηρέαστο
ἀπό ἐντυπώσεις τρίτων. Ἔσκυψα, πῆρα ταπεινά τήν εὐχή της καί
σηκώνοντας τό κεφάλι μου συγκλονίστηκα ὁλόκληρη καθώς τό
βλέμμα ἔπεσε στά βαθυγάλανά της μάτια πού μέ διαπερνοῦσαν
ὁλόκληρη καί βυθίζονταν στό εἶναι μου. Πνευματική
ἀκτινογραφία, σκέφτηκα.
»Τό
ὅλο της παρουσιαστικό θύμιζε παλαιά ἀσκήτρια. Ἕνα μικρό
ἄνθος τῆς ἐρήμου. Τά φτωχικά της μοναχικά ἐνδύματα, τό
ἐξαϋλωμένο της παρουσιαστικό ἀπό τίς ἀέναες νυχθήμερες
προσευχές της, τά βαθουλωμένα της μάτια, σοῦ δημιουργοῦσαν
τήν ἐντύπωση ὅτι βρισκόσουν μπροστά σέ μιά ἀσκήτρια τοῦ ὄρους
τῆς Νιτρίας. Προπαντός δέ ἡ ἀσκητική εὐωδία πού ἀνέπεμπε
στήν ὅλη ἀτμόσφαιρα γύρω της. Ἀκόμη θυμᾶμαι τό
ξεθωριασμένο ἀπό τήν πολυκαιρία κομποσχοίνι της πού ἔφερνε
ἀτέλειωτους γύρους στά ροζιασμένα της δάκτυλα λέγοντας τήν
ἀγαπημένη της μονολόγιστη εὐχή.
»Στήν
Ἐκκλησία ἦταν πάντοτε ὄρθια, σπανίως θά καθόταν, καί αὐτό
μόνο ἄν ἡ δική μας Γερόντισσα ἦταν καθιστή. Ὅταν δέ ἡ
ἀκολουθία ἐτελεῖτο στό μικρό ἐκκλησάκι τοῦ γέροντος
Γεωργίου Καρσλίδη, τήν Ἀνάληψη, τήν βλέπαμε ἄν ἦταν
καθιστή, νά πετάγεται πάνω ἤ ὅταν ἦταν ὄρθια, νά μένη
ἀποσβολωμένη καί νά κοιτάη μέ ἐπιμονή πρός μιά κατεύθυνση.
Κατόπιν, γύριζε ἔκπληκτη πρός ἐμᾶς καί μᾶς ρωτοῦσε μέ
ἀπορία: «Καλά, ἐσεῖς δέν εἴδατε τόν Γέροντα; Τόση ὥρα
βρισκόταν ἀνάμεσά σας καί σᾶς κοίταζε!». Τέτοια καθαρότητα
εἶχαν τά μάτια τῆς ψυχῆς της ὥστε ἔβλεπαν τούς οὐράνιους
ἐπισκέπτες. Αὐτή ὅμως δέν μποροῦσε νά τό συνειδητοποιήση
αὐτό λόγῳ τῆς μεγάλης της ἁπλότητας.
»Ἡ
γερόντισσα Ἄννα φιλοξενούμενη στό μοναστήρι μας διέμενε
πλησίον στό ναΰδριο τοῦ Γέροντα. Πολλές φορές τά πρωϊνά μᾶς
ἔλεγε μέ θαυμασμό: “Πώ, πώ! Τί ἀγρυπνία ἦταν αὐτή πού εἴχατε
ἀπόψε! Μά τί ψαλμωδίες ἦταν αὐτές!”. Καί πάλι στίς δικές μας
ἀντιρρήσεις ὅτι δέν εἴχαμε ἀγρυπνία ἐκεῖνο τό βράδυ,
ἀδυνατοῦσε νά συνειδητοποιήση ὅτι δέν ἦταν ἀνθρώπινες
ψαλμωδίες ἐκεῖνες πού ἄκουσε. Παρόμοιο περιστατικό μᾶς
διηγήθηκε μιά κυρία πού γνώριζε τήν Γερόντισσα. Δίπλα ἀπό
τό σπίτι τῆς γερόντισσας Ἄννας ὑπῆρχε τό κτίριο τοῦ ΟΤΕ. Κάθε
νύχτα ἄκουγε ἀπ᾿ ἐκεῖ ψαλμωδίες. “Μά τί καλά παλληκάρια
εἶναι αὐτά;” διηγόταν στήν κυρία. “Ὅλη μέρα δουλεύουν καί
κάθε βράδυ ἀγρυπνία. Μπράβο τους! Ὁ Θεός νά τά εὐλογῆ”.
Φυσικά, ἐννοεῖται ὅτι τό βράδυ τό κτίριο ἦταν κυριολεκτικά
βυθισμένο στήν σιωπή γιά ὅλους τούς ἄλλους γείτονες.
»Ἡ
γερόντισσα Ἄννα προσευχόταν ἀδιαλείπτως. Κάθε φορά πού
πήγαινα στό κελλί, ὅποια ὥρα καί νά ἦταν πρωΐ ἤ βράδυ, τήν
εὕρισκα νά προσεύχεται εἴτε καθιστή εἴτε ὄρθια μέ τό
κομποσχοίνι της καί τά μάτια της πάντα γεμᾶτα δάκρυα. Ἔτσι τήν
βρῆκα καί μιά μέρα πού πῆγα νά τῆς πάω τό δίσκο γιά
μεσημεριανό φαγητό. Σηκώθηκε ὄρθια, μ᾿ ἀγκάλιασε, μέ
φίλησε καί μοῦ εὐχήθηκε στοργικά. Τήν ρώτησα:
–Γερόντισσα, τί νά κάνω ὅταν μ᾿ ἐνοχλοῦν κακοί λογισμοί;
–Νά κάνης κομποσχοίνι. Πιό ἀργά θά φύγουν αὐτά. Πιό ἀργά ὅμως.
»Μετά κοίταξε τό μέτωπό μου, ἄστραψε ὅλη ἡ μορφή της καί εἶπε μέ χαρά:
–Ἄ!
Αὐτός ὁ σταυρός πού ἔχεις στό κάλυμμά σου, καί μοῦ σταύρωσε τό
κεφάλι λέγοντάς μου: “Ὁ Θεός νά σοῦ δώση αὐτά πού ποθεῖ ἡ ψυχή
σου”.
»Εἶχε καταλάβει ὅλες μου τίς πνευματικές ἐπιθυμίες.
–Ὁ
Θεός σ᾿ ἀγαπάει, μοῦ εἶπε ξανά. Νά τόν προσκυνᾶς τόν Χριστό.
Ν᾿ ἀπολαύσης αὐτήν τήν ζωή (τήν μοναχική). Σέ καλό μέρος
εἶσαι ἐδῶ. Ὁ Θεός σ᾿ ἔπλασε γιά νά τόν ἀγαπᾶς καί γεννήθηκες
μόνο γιά Ἐκεῖνον, γιά νά Τόν ἀγαπᾶς. Θά ζήσεις πολλά χρόνια καί
πολύ μεγάλη θά πεθάνεις.
»Ἄλλοτε σέ μιά συζήτηση τήν ρώτησα:
–Πῶς ν᾿ ἀγαπήσουμε τόν Χριστό;
–Νά
τόν κλαῖτε τόν Χριστό. Νά σκέφτεστε συνέχεια τό πάθος Του. Νά
κλαῖτε. Καί ἄν δέν μπορῆτε νά κλαῖτε, ἄς πονάη ἡ καρδιά σας˙ τά
δάκρυα θἄρθουν μετά καί θά εἶναι καί καλύτερα. Εἶσαι ἀκόμα
μικρή. Νά ξεχάσης αὐτά πού ἔχεις στόν νοῦ σου. Νά κοιτᾶς τόν
Χριστό στόν Σταυρό, Ἐκεῖνον πού πέθανε γιά μᾶς, γιά ὅλους μας.
Καί τότε θά ἔρθει ἡ ἀγάπη γιά Ἐκεῖνον.
»Μοῦ
διηγήθηκε ὅτι ὅταν ἦταν στά Ἱεροσόλυμα, εἶδε σέ ὅραμα τήν
Παναγία νά ψάχνη τόν Υἱόν της (τόν Ὁποῖο εἶχαν τότε
φυλακισμένο) καί νά ρωτάη μέσα στόν πόνο καί τήν ἀγωνία της
τούς στρατιῶτες καί κανείς νά μήν τῆς ἀπαντάη. Αὐτά ὅλα τά
ἔλεγε μέσα σέ λυγμούς καί βρισκόταν ἀκόμη καί ἐκείνη τήν
στιγμή μπροστά ἴσως στό ἴδιο θέαμα. Τόσο μέ μαγνήτισε ἡ μορφή
της ἐκείνη τήν στιγμή πού δέν ἤθελα νά φύγω ἀπό κοντά της.
»Ἄλλη
φορά τῆς εἶπα: “Γερόντισσα, πονῶ ὅταν σκέφτωμαι τόν Χριστό”,
καί μοῦ ἀπάντησε: “Αὐτό θά σέ σώσει”. Σέ ἐρώτησή μου πῶς νά
γίνω καθαρή μοῦ ἀπάντησε: “Αὐτό θἄρθει μετά ἀπό χρόνια”.
Ὅταν τῆς εἶπα ὅτι ἔχω κακούς λογισμούς, μοῦ εἶπε: “Νά φέρνης
πάντοτε τόν Χριστό μπροστά σου καί νά Τόν ἔχης μέσα στήν καρδιά
σου. Ζήτα Του νά μήν χάσης αὐτά πού ἔχεις καί ὅλα τά κακά θά
φύγουν. Νά φωνάζης τήν Ἁγία Τριάδα. Ποτέ νά μήν ἀπομακρύνης
τόν Χριστό ἀπό τήν σκέψη σου. Ἐγώ πάντα Τόν ἔχω μέσα μου, Ἰησοῦ
Χριστό Ἐσταυρωμένο. Καί ἐσύ νά ἔχης πάντοτε τόν Χριστό
μπροστά σου καί νά μήν στενοχωριέσαι, γιατί ὁ διάβολος μᾶς
πολεμᾶ ὅλους”.
»Πολύ
τήν ἀγάπησα τήν γερόντισσα Ἄννα γιατί ἀγαποῦσε μέ ὅλο της
τό εἶναι τόν Χριστό. Ἦταν ἡ ζωή της, δέν σκεφτότανε τίποτα
ἄλλο. Ζοῦσε σέ ἄλλο κόσμο, τόν δικό Του κόσμο. Τά μάτια της,
αὐτά τά ὡραῖα μάτια, πίστευες ὅτι βλέπανε τά πάντα, ὁρατά
καί ἀόρατα. Εἶχε μιά ἀγάπη, μιά στοργή γιά ὅλους,
προσευχόταν γιά ὅλον τόν κόσμο καί μνημόνευε τά ὀνόματα πού
τῆς ἔδιναν. Λάτρευε κυριολεκτικά τόν Θεό μέ ὅλη τήν ὕπαρξή
της. Δέν ἔτρωγε, δέν κοιμότανε, γιά νά τά δώση ὅλα στήν
προσευχή. Ζοῦσε πάμπτωχη. Δέν εἶχε καμμία ἄνεση. Τό σπίτι
της ἐρείπιο. Δέν τήν πείραζε καί οὔτε ποτέ ἔκανε παράπονο γιά
τίποτα. Δέν ἤθελε τίποτα. Ἡ μόνη μέριμνά της ἦταν νά κρατάη
τόν Χριστό».
Τό
φτωχικό κελλάκι τῆς γερόντισσας Ἄννας συγκέντρωνε πολλούς
πονεμένους καί διψασμένους πνευματικά ἀνθρώπους καί αὐτή ἡ
εὐλογημένη μετέδιδε παρηγοριά καί εἰρήνη. Ἀνάλογα μέ τίς
πνευματικές ἀνάγκες τοῦ καθενός συμβούλευε ἁπλά καί πρακτικά
ἀπό τήν πεῖρα καί τήν Χάρι πού εἶχε:
«Νά πᾶς (γιά προσκύνημα) στά Ἱεροσόλυμα, ἐκεῖ εἶναι ὅλοι οἱ Ἅγιοί μας».
«Πρέπει νά τυραννήσης τήν ψυχή σου γιά νά σέ ἀκούση ὁ Θεός».
«Σ᾿ αὐτή τήν ζωή εἴμαστε προσωρινοί. Ἤρθαμε καί φεύγομε. Μόνο τά βουνά μένουν στήν θέση τους».
«Ἔκανε
ὁ ἄλλος λάθος, ἄρρωστος εἶναι. Ἡ ἁμαρτία εἶναι ἀρρώστια. Νά
τούς λυπώμαστε τούς ἀνθρώπους πού κάνουν ἁμαρτίες».
«Ὅλοι θά πεθάνουμε, ἀλλά εἶναι δύσκολος ὁ θάνατος».
«Ἐδῶ
(σ᾿ αὐτήν τήν ζωή) εἶναι τό βαρύ (δύσκολο). Πῶς νά
ἐλαφρώσουμε τήν ψυχή μας. Ἐκεῖ πάνω εἶναι ὅλα τελειωμένα».
«Ὁ
καθένας νά νηστέψη κατά τήν κράση του, ὅσο βαστάει (ἀντέχει)
τό πνεῦμα του. Ἐκεῖνα τά πολλά πού θά νηστέψουμε δέν μᾶς τά
γνωρίζει (λαμβάνει ὑπ᾿ ὄψη του) ὁ Θεός. Ὁ Θεός γνωρίζει τήν
ψυχή μας. Μέ τήν ἐλιά ξημερωνόμουνα καί, ὅταν ἦταν νά
κοινωνήσω, καί τήν ἐλιά βαστοῦσα (νήστευα). Δέν μέ ἔβλαπτε. Ἡ
πολλή νηστεία ὅμως δυσκολεύει τήν ψυχή καί δέν μπορεῖ νά
προσευχηθῆ. Δέν μπορεῖ νά κατεβάση τό μυαλό ὅταν εἶναι
νηστικό, ὅταν εἶναι ταλαιπωρημένο, δέν μπορεῖ ν᾿ ἀκούση τήν
ψυχή».
«Νά
ὑπηρετῆς τόν ἑαυτό σου καί αὐτούς πού ἔχεις στό σπίτι σου. Ἐγώ
καί μ᾿ ἕνα μπουκάλι νερό περνοῦσα τήν μέρα, δέν πάθαινα
τίποτα, ἀλλά τό βράδυ ἔτρωγα κάνα κρεμμύδι. Καθάριζα τό
χωράφι, ἀλλά νά σέ πῶ δέν πάθαινα τίποτε. Μέ τή νηστεία δέν
παθαίνεις τίποτα, ἀλλά ἅμα περάση ἡ ἡλικία, ὅλα σέ βρίσκουν.
Ἀδυνατοῦν μέσα τά ὄργανα καί δέν μπορεῖς. Τώρα ἔχω σταυρό,
ἀλλά πολεμῶ νά κάνω τή νηστεία μου. Κρέας δέν τρώω».
«Ὅταν
παρακαλῆτε τήν Παναγία γιά κάτι, θέλει νά σᾶς ἀκούση ἀλλά
θέλει καί τήν δική σας ὑπομονή καί θέληση. Νά βαστάζετε
Τετάρτη καί Παρασκευή νηστεία. Γενικά τήν θέλει ἡ Παναγία
τή νηστεία. Χαίρεται καί μπορεῖ νά μεσιτεύση στόν Κύριον ἡμῶν
Ἰησοῦν Χριστόν».
«Ὁποιαδήποτε
στενοχώρια νά τήν σηκώνουμε μέ ὑπομονή. Δέν θά μαραίνουμε
τήν ψυχή μας, κακό λόγο δέν θᾶ ποῦμε, οὔτε στόν Θεό οὔτε σέ
κεῖνον πού προξενεῖ τήν στενοχώρια. Θά τήν κρατοῦμε σάν δικό
μας βίο (βίωμα). Γιά μᾶς ἦρθε, ὁ Θεός θά τήν πάρει καί θά φέρει
καλύτερα. Καί νά παραπονεθοῦμε καί νά στενοχωρηθοῦμε, θά τό
βάλουμε στόν τόπο του (θά τό διορθώσουμε); Ἐμεῖς καί νά
στενοχωριώμαστε καί νά σφιγγώμαστε χαλνᾶμε (ζημιώνουμε)
τόν ἑαυτό μας. Ἐμεῖς θά κάνουμε τό ἀνθρώπινο καί τἄλλα στόν
Θεό. Ἡ ὑπομονή ἄκρα (ὅρια) δέν ἔχει».
«Ὅλα τά δοκίμασα, μόνο ἡ ὑπομονή μέ βοήθησε. Δόξα τῷ Θεῷ».
«Ὅ,τι
θέλετε δέν μπορεῖτε νά τό ζητήσετε ἀπό τόν Θεό ἅμα δέν
κρατᾶτε τίς νηστεῖες καί τήν δικαιοσύνη˙ ἐλεημοσύνες ὅσο
μπορεῖτε νά δίνετε. Πού τἄχουμε ὅλα νά δοξάζουμε τόν Θεό.
“Δόξα τῷ Θεῷ”, νά τό λέμε. Γιατί θυμᾶσαι καί τό χαίρεσαι.
Ἐκείνη τήν χαρά τήν ἀναλαβαίνει ὁ Θεός».
«Νά
παρακαλᾶμε πρῶτα τόν Χριστό, ὕστερα Ἀγγέλους, Ἁγίους. Ὅσους
βάλεις στό μυαλό σου, ὅποιους θέλεις. Ὄχι μόνο κάποιον
συγκεκριμένον. Γιατί ὅλοι προσπαθοῦν γιά μᾶς. Καί τή νύχτα κι
ὅλας. Τή νύχτα ὅπως καί μεῖς προσευχόμαστε καί κεῖνοι τά
παίρνουν ἐκεῖνα καί τά πααίνουν στήν Παναγία καί ἡ Παναγία τά
πααίνει στόν Χριστό».
«Ὅσο
προσπαθοῦμε καί μᾶς ἔρχεται ἡ εὐλάβεια, θέλουμε πιό πολύ νά
δυσκολευτοῦμε. Καί (γιά) κεῖνο μᾶς δοκιμάζει ὁ Θεός λίγο νά δῆ
θά μποροῦμε νά τό βαστάξουμε; Θά κάνουμε ὑπομονή. Καί καλό
νά εἶναι θά τό βαστάξουμε καί κακό νά εἶναι θά τό βαστάξουμε.
Γιατί ὅλα ὁ Θεός ἐδῶ τά ἔδωσε».
«Τήν
τιμή (σήμερα) ποῦ νά τήν βροῦμε; Ἔφυγε, πέταξε, δέν ὑπάρχει. Ἡ
τιμή πού εἶναι στόν ἄνθρωπο στολίδι καί στήν ζωή του καί στόν
θάνατο. Καί πού θά πεθάνουμε θά μᾶς ζητήσουν τήν τιμή μας».
«Καμμιά
φορά μέ ἔρχεται μιά στενοχώρια χωρίς νά θέλω. Ὅμως δέν
ἀπελπίζομαι. Ἄς ἔρθη καί αὐτή. Ὁ καιρός τά φέρνει, ὁ καιρός τά
παίρνει. Νά τά περάσουμε ὅλα, διότι εἴμαστε ὑποχρεωμένοι στόν
Θεό. Ὁ Θεός ὅπως τά δίνει θά τά πάρει. Καί ἄλλο καλύτερο δέν
ἔχουμε ἀπό τήν ὑπομονή. Μήν ἀπελπιζώμαστε. Ὅσο περισσότερο
βαστήξει, τόσο περισσότερη χαρά θά ἔχουμε».
«Νά
κρατᾶς τόσο πολύ τόν ἑαυτό σου (τό νοῦ σου) στήν ψυχή σου
(συγκεντρωμένο), μήν τήν βάζεις τήν λογική μέσα, νά φέρης
(σκέφτεσαι) ἅγια πράγματα, καί νά σκέφτεσαι ποιός Ἅγιος θά σέ
βοηθήσει. Ὅ,τι καί νά κάνης Ἅγιοι θά σέ ἐξυπηρετήσουν».
Σέ
πολλούς νέους ἔδινε τήν εὐχή της νά παντρευτοῦν καί εἶχαν
εὐτυχισμένο γάμο. Σέ ἄλλους προέλεγε τήν γέννηση τῶν
παιδιῶν τους καί μάλιστα ἔλεγε πόσα θά εἶναι.
Σέ
κάποιον νέο προεῖπε ὅτι θά περάσει στήν σχολή πού ἐπιθυμεῖ,
στήν ἀρχή θά δυσκολευτῆ καί μετά θά εἶναι καλά, ὅπως καί ἔγινε.
Σέ
κάποια κυρία πού εἶχε πολλά παιδιά καί δέν μποροῦσε νά τ᾿ ἀφήση
γιά νά πάη στούς Ἁγίους Τόπους, ἐνῶ τό ἤθελε πολύ, ἡ Γερόντισσα
τῆς προεῖπε ὅτι θά ἐκπληρωθῆ ὁ πόθος της καί μάλιστα στό σημεῖο
πού βρέθηκε ὁ Τίμιος Σταυρός, θά κλάψει, ὅπως συνέβη.
Στόν
Ἀντίγονο Γανιτίδη πού τήν ρώτησε ἄν θά πρέπει νά παντρευτῆ
μία κοπέλλα πού τήν πρότειναν οἱ δικοί του καί πού ἦταν πολύ τῆς
Ἐκκλησίας, ἡ Γερόντισσα ἀπάντησε: «Ὄχι, ὄχι, δέν θά τήν
πάρεις γιά γυναῖκα σου. Ἐσύ θά πάρεις μιά γυναῖκα πού θά εἶναι
πολύ δεμένη μέ τήν μάννα της». Πράγματι ἔτσι ἔγινε.
Σέ
κάποια παντρεμένη πού τήν ἐπισκέφθηκε, τῆς εἶπε ὅταν ἔφευγε
ὅτι θά κάνει ἀγοράκι. Αὐτή δέν κατάλαβε, γιατί δέν ἤξερε ὅτι
εἶναι ἔγκυος, πρᾶγμα πού ἡ Γερόντισσα τό εἶχε δεῖ πνευματικά.
Μερικές
φορές, ἐνῶ προσευχόταν στό κελλί της καί χτυποῦσε κάποιος τήν
πόρτα, αὐτή τόν καλωσόριζε μέ τό ὄνομά του πρίν νά τόν δῆ.
Βάδιζε στούς δρόμους τῆς Δράμας, καί ἐνῶ περνοῦσαν πολλά
αὐτοκίνητα, αὐτή, χωρίς νά παρατηρῆ τ᾿ αὐτοκίνητα, φώναζε
κάποιον γνωστό της καί τόν χαιρετοῦσε ἀπό μακρυά ἐνῶ ἦταν μέσα
σέ αὐτοκίνητο. Ἀνθρωπίνως δέν ἦταν δυνατόν οὔτε τό
αὐτοκίνητο νά ξεχωρίση, ἀλλά αὐτή τά ἔβλεπε διαφορετικά
καί διέκρινε ἀκόμη καί τά γνωστά της πρόσωπα ἀπό μακρυά.
Κάποτε
τήν ρώτησε ἡ κυρία Ἕλλη Ραδῆ–Ταμπουλίδου: «Γερόντισσα, ἔχω
χοληστερίνη καί οἱ γιατροί μοῦ εἶπαν νά ἐλαττώσω τήν τροφή.
Δέν εἶμαι καλά. Ἀπό τήν δίαιτα ἐξαντλήθηκα, δέν μπορῶ νά
σηκώσω τό χέρι μου». Ἀπάντησε ἡ Γερόντισσα: «Δέν τρῶς, παιδί
μου. Ἡ ζωή ἀπ᾿ τό φαΐ ἔρχεται. Μήν ἀκοῦς τούς γιατρούς. Ν᾿ ἀρχίσης
νά τρῶς». Μοῦ εἶπε νά γονατίσω στά εἰκονίσματα καί αὐτή
προσευχόταν: «…καί τήν Ἕλλη… νά μήν ἀρρωστήση, τί θά κάνει τά
ἕξι παιδάκια της, πάρε ἀπό μένα καί δῶσε δύναμη σ᾿ αὐτήν».
Σηκώθηκε ἡ κυρία Ἕλλη καί ἦταν καλά.
Ἡ
γερόντισσα Ἄννα πολλές φορές ἔλαβε πεῖρα δαιμόνων ἀλλά ἡ
μακαρία ἁπλότητά της καί ἡ ταπείνωσή της σάν θώρακες τήν
προστάτευαν ἀπό τήν κακία τοῦ διαβόλου. Τήν ρώτησε κάποιος:
«Σοῦ παρουσιάζονται δαίμονες;». Ἀπάντησε: «Τούς στέλνει ὁ
ἄλλος, ἀλλά δέν ἔχουν δικαίωμα νἄρθουν κοντά μου. Ἔχουν τόν
φόβο».
Διηγήθηκε:
«Πῆγα νά προσευχηθῶ καί ἔρχεται ἕνας καί μοῦ δίνει ἕνα
χαστούκι ἐδῶ καί βρωμίθησεν (αἰσθάνθηκα δυσωδία).
Σηκώνομαι καί σκεύομαι… Μόλις μέ χτύπησε ἦρθε Ἄγγελος
Κυρίου, τόν εἶδα τόν Ἄγγελο Κυρίου, καί εἶπε: “Τί δικαίωμα
ἔχεις καί πᾶς σ᾿ αὐτήν; Αὐτή στεφάνι φοράει στό κεφάλι της”.
Ἐξαφανίστηκε. Τό χαστούκι πού μέ πόνεσε τό θυμᾶμαι».
Τήν
ρώτησε ὁ Ἀντίγονος Γανιτίδης ἀπό τό Δοξᾶτο Δράμας γιά τά
τελώνια καί ἡ Γερόντισσα τόν μάλωσε λέγοντάς του ὅτι εἶναι
μικρός καί νά μήν ἀσχολῆται μ᾿ αὐτά. Καί ὕστερα τοῦ
διηγήθηκε: «Κάποιο καλοκαίρι, ἦταν βράδυ καί καθόμουν σ᾿
αὐτό τό καμαράκι. Ἦρθαν δύο ἄσχημοι ἄντρες (δαίμονες) μέ
κόκκινα μάτια καί μέ χτυπήσανε καί μέ ρίξανε κάτω ἀπό τό
κρεββάτι, ἀλλά μετά ἦρθαν οἱ δικοί μας (Ἄγγελοι) καί τούς
ἔκαναν “μέ τά κρεμμυδάκια”. Τό πρωΐ μέ βρῆκε ὁ ἐγγονός μου κάτω
πεσμένη, χτυπημένη καί μέ πήγανε στό Νοσοκομεῖο Δράμας. Γι᾿
αὐτό σοῦ λέω μήν ἀσχολῆσαι μέ τά τελώνια».
Κάποια
πού τήν γνώρισε μαρτυρεῖ: «Ὅταν γνώρισα τήν γερόντισσα Ἄννα,
ἦταν πάνω ἀπό ἐνενήντα χρόνων. Τήν ἔνιωσα ὄχι σάν
ἡλικιωμένη ἀλλά σάν μικρό ἀπίστευτα χαρούμενο παιδάκι.
Ἦταν ἀνάλαφρη καί ἀθώα, καί ὁ χρόνος θαρρεῖς πώς δέν τήν εἶχε
ἀγγίξει. Ἦταν τό ὀμορφότερο καί γλυκύτερο πρόσωπο πού εἶχα
δεῖ στήν ζωή μου. Ἀναπαύομαι καί αἰσθάνομαι παρηγοριά ἀκόμη
καί τώρα, ὅταν μόνο σκέφτωμαι τήν γλυκύτητα καί τήν χάρη τοῦ
προσώπου τῆς γερόντισσας Ἄννας».
Ἐκοιμήθη
τό ἔτος 1998 σέ ἡλικία 95 ἐτῶν. Ὅταν ξεψυχοῦσε, ἐπεκαλεῖτο
ὅλους τούς γνωστούς της Ἁγίους καί ἰδιαίτερα τόν ἅγιο Ἀλέξιο
πού τόν εἶχε σέ ξεχωριστή εὐλάβεια.
Αἰωνία ἡ μνήμη τῆς γερόντισσας Ἄννας.
Νά ἔχουμε τήν εὐχή της. Ἀμήν.