«Χαῖρε, ἡ πύλη τῆς σωτηρίας»
Ὁ
προφήτης Ἰεζεκιήλ ἀποτελεῖ τήν πηγή τοῦ συγκεκριμένου χαιρετισμοῦ. Ἐκεῖνος,
μέσα ἀπό ἕνα ὅραμά του, χαρακτηρίζει τήν Παναγία, καί μάλιστα τό ἀειπάρθενο αὐτῆς,
ὡς τήν κλεισμένη πύλη, ἀπό τήν ὁποία θά περάσει μόνο ὁ Μεσσίας προκειμένου νά ἔλθει
στόν κόσμο, καί θά παραμείνει ἔπειτα γιά πάντα κλειστή.
Κατά τά ἴδια τά λόγια
τοῦ προφήτη (πρβλ. 44, 1-3): «Κατόπιν μέ ἔστρεψε πάλι πρός τόν δρόμο πού ὁδηγοῦσε
στήν ἐξωτερική πύλη τῶν ἁγίων, ἡ ὁποία βρίσκεται ἀνατολικά, καί αὐτή ἦταν
κλειστή. Καί ὁ Κύριος μοῦ εἶπε· Αὐτή ἡ πύλη θά παραμείνει κλειστή, καί δέν θά ἀνοιχτεῖ,
καί κανείς δέν θά περάσει ἀπό αὐτήν, διότι ὁ Κύριος ὁ Θεός τοῦ Ἰσραήλ θά εἰσέλθει
δι’ αὐτῆς, καί θά παραμείνει καί πάλι κλεισμένη». Χαιρετίζουμε λοιπόν τήν
Παναγία ἡ ὁποία εἶναι ἡ πύλη τῆς σωτηρίας.
1.
Κι ὑπενθυμίζουμε βέβαια ὅτι ὅταν μιλᾶμε γιά σωτηρία μιλᾶμε γιά τή ζωντανή σχέση
τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, σχέση πού προϋποθέτει ἀκριβῶς τόν ἐρχομό Του στόν
κόσμο καί τήν πρόσληψη τοῦ ἀνθρώπου ἀπό Αὐτόν, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νά θεραπευθεῖ ἀπό
τά τραύματα τῆς ἁμαρτίας καί νά καταστεῖ καί πάλι σῶος καί ὁλόκληρος ὡς
ψυχοσωματική ὀντότητα – χωρίς Χριστό ὁ ἄνθρωπος δέν θεωρεῖται ἄνθρωπος μέ τήν ἀληθινή
ἔννοια τοῦ ὅρου, ὡς ἐκεῖνος δηλαδή πού εἰκονίζει τόν Χριστό καί κατατείνει στήν
ὁμοίωσή του μέ Ἐκεῖνον. Γιά νά θυμίσουμε τό ἁγιογραφικό: ὁ ἄνθρωπος λόγω τῆς ἁμαρτίας
του «παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καί ὡμοιώθη αὐτοῖς».
2.
Λοιπόν, ἡ Παναγία μας θεωρεῖται καί εἶναι ἡ πύλη τήν ὁποία διῆλθε ὁ Δημιουργός
καί ἔγινε ἄνθρωπος γιά νά σώσει τόν ἄνθρωπο. Ἡ διέλευσή Του ὅμως ἀπό τήν
πάναγνη κόρη δέν ἔχει χαρακτήρα ἐξωτερικό καί ἐπιφανειακό, σάν νά ἔφερνε Αὐτός ἕνα
δικό Του οὐράνιο σῶμα· ὁ Χριστός ἐρχόμενος γίνεται πραγματικός καθ’ ὅλα ἄνθρωπος
μέσω τῆς Παναγίας, πού σημαίνει ὅτι τό ἀνθρώπινό Του ἔχει τά στοιχεῖα
τῆς Μητέρας Του, τή σάρκα Της καί τό αἷμα Της. Γι’ αὐτό καί ὁ χαρακτηρισμός τῆς
Παναγίας ὡς πύλης ἀποτελεῖ στήν οὐσία μία διακήρυξη περί τοῦ ποιός εἶναι ὁ Ἰησοῦς
Χριστός· ναί, εἶναι μία ὁμολογία τοῦ χριστολογικοῦ δόγματος – τέλειος Θεός καί
τέλειος ἄνθρωπος χωρίς ἁμαρτίας. Γι’ αὐτό καί ποτέ ὁ Χριστός δέν μπορεῖ νά
θεωρηθεῖ ἀνεξάρτητα ἀπό τήν Παναγία Μητέρα Του· Ἐκείνη εἶναι ἡ Θεοτόκος, γιατί
Αὐτός εἶναι ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός. Ἡ Παναγία ὄντως εἶναι «ἡ κλῖμαξ δι’ ἧς κατέβη ὁ
Θεός», ὅπως εἶναι καί «ἡ γέφυρα ἡ μετάγουσα τούς ἐκ γῆς πρός οὐρανόν».
3.
Δέν ἐξαγγέλλεται ὅμως μόνο τό χριστολογικό δόγμα μέ τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας ὡς
πύλης· ἐξαγγέλλεται καί τό δόγμα περί Ἐκκλησίας, μέ τήν ἔννοια ὅτι ἡ Παναγία ἀποτελεῖ
τόν ὅρο, βεβαίως γιά νά γνωρίσουμε τόν Χριστό, ἀλλά πάντοτε μαζί μέ Αυτήν πού εἶναι
τό «ἐξαίρετον» μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή τῆς Ἐκκλησίας. Δέν
πρέπει νά λησμονοῦμε ὅτι δι’ Αὐτῆς ὁ Χριστός προσλαμβάνει τήν ἀνθρώπινη φύση
καί συνιστᾶ μ' ἕναν μοναδικό τρόπο τό ἄκτιστο σῶμα Του, μέλη τοῦ Ὁποίου
εἶναι καί ἡ Παναγία - ἄρα ὡς Αὐτή πού δέχεται πρώτη τίς συνέπειες τῆς σωτηρίας
πού ἔφερε ὁ Υἱός καί Θεός Της - ἀλλά καί ὅλοι ἐμεῖς πού Τόν ἔχουμε πιστέψει καί
Τόν ἔχουμε ἀποδεχτεῖ ὡς Σωτήρα τῆς ζωῆς μας. Ἡ Παναγία εἶναι ὅ,τι πιό ἰσχυρό ὑπάρχει
γιά τήν πίστη μας ὅτι σωζόμαστε «σύν πᾶσι τοῖς ἁγίοις». «Ταῖς πρεσβείαις τῆς
Θεοτόκου, Σῶτερ, σῶσον ἡμᾶς». Σωτηρία ἀπό τόν Κύριο χωρίς Ἐκείνην καί χωρίς
τούς ἁγίους μας, δηλαδή ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας, δέν ὑφίσταται. Γι’ αὐτό καί ἡ
δική μας ἡ ἀνταπόκριση, ὁ ἀγώνας γιά νά στεκόμαστε στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ, εἶναι
καί «κομμάτι» τῆς Παναγίας: «πονᾶμε» ὄχι μόνον τόν Κύριο μέ τήν ἀπιστία μας καί
τήν ἁμαρτία μας, ἀλλά καί τήν Παναγία μας, ὅπως καί ὅλους τούς ἁγίους.
4.
Ἀλλά ἡ Θεοτόκος, πέραν τῶν παραπάνω, εἶναι καί ἡ πύλη τῆς σωτηρίας, γιατί μᾶς ὑποδεικνύει
τόν μόνο τρόπο πού πρέπει νά στεκόμαστε ἔναντι τοῦ Θεοῦ μας, γιά νά καθίσταται ἐνεργής
ἡ παρουσία Του στή ζωή μας. Καί ὁ τρόπος αὐτός εἶναι ἡ ἀπόλυτη ὑπακοή στό ἅγιο
θέλημά Του. Ὅπως Ἐκείνη μέ τό «ἰδού ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά τό ρῆμά
Σου» σάρκωσε τόν Θεό στήν πανάγια μήτρα Της, κατά τόν ἴδιο τρόπο ὑποδεικνύει
καί σέ μᾶς ὅτι ἔξω ἀπό τήν ὑπακοή καί συνεπῶς τήν ταπείνωση, ὁ Χριστός
παραμένει ξένος πρός τή ζωή μας. Ἡ Παναγία εἶναι τό καθοδηγητικό πρότυπό μας:
στά χνάρια Ἐκείνης βαδίζοντας, ἀφήνοντας δηλαδή τό δικό μας θέλημα καί τό «ἔτσι
μ’ ἀρέσει» πού σάν χάλκινο τεῖχος μᾶς χωρίζει ἀπό τόν Θεό, πατᾶμε στά χνάρια Ἐκείνου,
μέ ἀποτέλεσμα νά σαρκώνεται Αὐτός, κατά τήν ἀψευδή ὑπόσχεσή Του, καί στή δική
μας ὕπαρξη. Ὁπότε, ὄχι μόνο βιώνουμε κι ἐμεῖς οἱ ταπεινοί ἀπό τόν κόσμο τοῦτο
τή σωτηρία μας, ἀλλά φτάνουμε στό σημεῖο νά γινόμαστε χάριτι Θεοῦ «πύλη»
σωτηρίας καί γιά ἄλλους συνανθρώπους μας.
π. Γεώργιος Δορμπαράκηςπηγή