Μία Μεγάλη Παρασκευή τήν ὥρα τῆς Ἀποκαθηλώσεως μόλις κατέβασε τό Σῶμα ἔκλαιγε καί δάκρυσε πολύ μέ μεγάλη συγκίνηση καί δέος. Καί μετά μᾶς εἶπε:
– «Πατέρες μου, σήμερα δέν κατέβασα σῶμα ἁγιογραφημένο, ἀλλά σῶμα ἀνθρώπινο, οἱ φλέβες του χτυποῦσαν στή δικιές μου φλέβες. Ἡ σάρκα του ἀκούμπαγε στήν δικιά μου σάρκα. Καταλάβαινα τό αἷμα νά τρέχη στίς φλέβες του».
«συζῶ καί συλλειτουργῶ μέ τήν ἁγία Τριάδα.
Ζεῖ Κύριος ὁ Θεός».