Είναι αλήθεια αστασίαστη και
αναντίρρητη, πως κάθε ημέρα της επίγειας ζωής μας -εκτός των άλλων-
αποτελεί και ένα επιπλέον βήμα που μας φέρνει όλο και πιο κοντά προς το
βιολογικό μας θάνατο. Κι όμως, παρότι το γεγονός αυτό αποτελεί το πιο
βέβαιο δεδομένο που πρόκειται να συμβεί ανεξαιρέτως σε όλους τους
ανθρώπους, πλουσίους και φτωχούς, ισχυρούς και αδυνάτους, εν τούτοις
στην καθημερινή πρακτική, ρίχνεται στη λήθη ή υποτιμάται, και παύει να
λειτουργεί για τον κτιστό άνθρωπο ως πυξίδα που του υποδεικνύει τον
προορισμό του, ο οποίος ταυτόχρονα αποτελεί και την προέλευσή του.
Στην ορθόδοξη πίστη και θεολογία η
αλήθεια δεν αποτελεί υποκειμενικό παράγωγο διανοητικής ευφυίας, αλλά
αποκαλύφθηκε στον κόσμο ως ενυπόστατη Αυτοαλήθεια στο πρόσωπο του
Χριστού και αποτελεί ζήτημα ζωής, στροφής του ανθρώπου προς την
εσωτερική του μεταμόρφωση. Άλλωστε όλο το μυστήριο της Σάρκωσης του
Λόγου έγινε «διά την ημετέραν σωτηρίαν», προκειμένου ο άνθρωπος
γενόμενος δεκτικός της θείας Χάριτος, να μετέχει στην Αλήθεια, να
αλλοιώνεται κατά Θεόν και κινούμενος προς το πρωτότυπο της δημιουργίας
του, να ζει την εν Χριστώ ελευθερία του, ως αποδέσμευση από την
υλικότητα και υπέρβαση αυτού του κόσμου. Η αλήθεια είναι αντικειμενική
όσο είναι καθολική, ενώ αντίθετα ο μερισμός της δημιουργεί υποκειμενικές
«αλήθειες» μη δυνάμενες να χριστοποιήσουν τον άνθρωπο ως κατά χάριν υιό
του Πατρός. Ο Άγιος Μάξιμος Ομολογητής αναλύοντας τη σχέση της αλήθειας
με την αρετή θα μας πει: «Αλήθειαν μεν είναι λέγει, την θείαν γνώσιν·
αρετήν δε, τους υπέρ αληθείας των εφιεμένων αυτής αγώνας». Το ζητούμενο
δηλ. είναι η ένωσή μας με την Αλήθεια, και όχι η εξωτερική και στείρα
συμμόρφωση της ζωής μας σε κάποιους ηθικούς κανόνες. Τίποτα και καμιά
αρετή δεν υπάρχει αφ΄εαυτής, αλλά τα πάντα υποστασιάζονται και λαμβάνουν
νόημα και περιεχόμενο, μόνο όταν συνδεθούν με το πρόσωπο του Χριστού
που αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της Εκκλησίας. Γι΄αυτό το λόγο η
Εκκλησία δεν προβάλλει διανοούμενους και ηθικολόγους, αλλά αγίους και
«διδακτούς Θεού», βιωτές της Μίας αλήθειας.
Στην ανάλυση της σημερινής ευαγγελικής
περικοπής όπου παρουσιάζεται η μέλλουσα κρίση όλης της ανθρωπότητας,
είναι σύνηθες να λέγεται πως το τελικό κριτήριο του Θεού θα είναι η
αγάπη. Στο σημείο αυτό όμως απαιτείται μία απαραίτητη διευκρίνηση,
προκειμένου να αποφευχθεί ένας υπολανθάνων σχετικισμός της δογματικής
διδασκαλίας της Εκκλησίας. Μια «αγάπη» κοσμική, αόριστη και
απροσδιόριστη, αποσυνδεμένη από την καθολικότητα της Αλήθειας του
Ευαγγελίου, «του Σταυρού, του Τάφου, της τριημέρου Αναστάσεως, της εις
ουρανούς Αναβάσεως, της εκ δεξιών Καθέδρας», δεν μπορεί να ταυτίζεται με
την ενυπόστατη αγάπη του Χριστού. Μια τέτοιου είδους αγάπη σχετικοποιεί
την ιδιότητα της Εκκλησίας ως του μόνου «εργαστηρίου αγιότητος» και
«κοινωνίας θεώσεως». Την παρουσιάζει απλά ως μία οργάνωση ακτιβιστικής
μορφής, η οποία προτρέπει τα μέλη της σε «καλές πράξεις» κοινωνικού
τύπου αποκλειστικά οριζόντιας διάστασης. Όμως θα πρέπει να τονιστεί ότι
τέτοιες προσεγγίσεις καταργούν όλο το μυστήριο της θείας οικονομίας κατά
το οποίο μας αποκαλύπτεται από το Σαρκωμένο Λόγο η Αλήθεια του
Τριαδικού Θεού. Αν ο άνθρωπος μπορούσε να θεωθεί με τις
κατακερματισμένες «αλήθειες» του κόσμου, δεν θα χρειαζόταν να Σαρκωθεί ο
Υιός και Λόγος του Πατρός να την αποκαλύψει, και το Πνεύμα το Άγιο να
εξηγεί και να υπομιμνήσκει όσα η ανθρωπότητα άκουσε αλλά «ουκ ηδύνατο
βαστάζειν». Εννοείται φυσικά πως με τα ανωτέρω δεν επιδιώκεται άρδην η
υποτίμηση των έργων ευποιίας.
Πρέπει όμως σε κάθε περίπτωση να
τονιστεί πως η Εκκλησία πράττει αυτό το οποίο κανείς άλλος, είτε
άνθρωπος είτε οργανισμός, δεν έχει τη δυνατότητα να πράξει, και αυτό
είναι η εκκλησιοποίηση του κόσμου, αφού στην αντίθετη περίπτωση κάνουμε
λόγο για εκκοσμίκευση του εκκλησιαστικού φρονήματος, κατά το οποίο το
εκκλησιαστικό σώμα εκλαμβάνεται τοποθετημένο πλάι σε άλλες κοινωνικές
δράσεις η Μ.Κ.Ο. Αποτελεί χαρισματικό ακρωτηριασμό της Εκκλησίας η
εξάντληση της αποστολής της στην οριζόντια διάσταση. Διότι αυτό το οποίο
χαρακτηρίζει την Εκκλησία είναι κυρίως η κάθετη διάστασή της ως
φωτοδοτικής χορηγίας του Πνεύματος, η οποία φωτίζει και νοηματοδοτεί την
οριζόντια. Έχει ιδιαίτερη σημασία και περιεχόμενο η φράση του απ.
Παύλου από τη σημερινή αποστολική περικοπή σχετικά με τον κίνδυνο που
ελλοχεύει η πιθανή βρώση των ειδωλόθυτων από τους χριστιανούς:
«απόλλυται γαρ ο ασθενών εν τη ση γνώσει, ο αδελφός δι’ ον Χριστός
απέθανεν […] ούτως δε αμαρτάνοντες εις τους αδελφούς και τύπτοντες αυτών
την συνείδησιν ασθενούσαν εις Χριστόν αμαρτάνετε». Ο Χριστός κατά τον
Παύλο σαφέστατα παραμένει το αμετακίνητο κέντρο και κριτήριο, το οποίο
καθιστά εκ των πραγμάτων τον οποιοδήποτε χριστιανό προσεκτικά υπεύθυνο
έναντι του αδελφού του, αφού αυτός αποτελεί δημιούργημα του Θεού για το
οποίο ο Χριστός θυσιάστηκε. Η σχέση με τους αδελφούς αποκτά πραγματικό
και εσχατολογικό νόημα μόνο όταν μπολιαστεί στην προοπτική της εν Χριστώ
αγάπης. Αυτή η αγάπη η οποία «ου ζητεί τα εαυτής» αποτελεί αποκλειστικά
καρπό χαρισματικής δωρεάς του Τριαδικού Θεού και δεν μπορεί να
συγκριθεί με την ιδιοτελή και ενθαδική «αγάπη» του κόσμου. Υποκατάστατα
της Εκκλησίας δεν υπάρχουν. Η μεταμόρφωση του ανθρώπου επιτυγχάνεται με
σύνολη τη μυστηριακή ζωή και αποκορύφωμα την κοινωνία του Παναγίου
Σώματος και Αίματος του Χριστού. Σε αυτό το πλαίσιο όλα έχουν τη θέση
τους και το σκοπό τους, ενώ ο πιστός χριστοποιούμενος, βλέπει πλέον τον
καθένα εμπερίστατο πλησίον όχι με υπερήφανο φαρισαικό οίκτο, αλλά με
έμπονη αγάπη και φλεγόμενη καρδιά και οτιδήποτε πράττει, γίνεται στην
προοπτική του εν Χριστώ αδελφού. Σε αυτό το πλαίσιο η αγαθοεργία αποκτά
σταυροαναστάσιμο εκκλησιαστικό ήθος, λαμβάνοντας την ευλογία του Χριστού
στη φράση: «εμοί εποιήσατε».