Ἡσυχαστής Φανούριος Καψαλιώτης -
Απο την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση
Ο
γερω–Φανούριος γεννήθηκε στίς 12–7–1898 στό Τεκόστλ
Ρουμανίας. Οἱ γονεῖς του ὠνομάζονταν Στέφανος (Μαντράς) καί
Ἑλένη. Στήν βάπτιση πῆρε τό ὄνομα Βασίλειος. Ἦταν
πρωτότοκος πολυμελοῦς οἰκογενείας 14 παιδιῶν. Οἱ πολύ
εὐλαβεῖς γονεῖς του ἐπειδή πίστευαν ὅτι τό πρῶτο παιδί
ἀνήκει στόν Θεό –κατά τό γραφικό– «πᾶν ἄρσεν διανοῖγον μήτραν
ἅγιον Θεῷ» ὅταν ἔγινε 15 χρόνων τόν ἔστειλαν στό Ἅγιον Ὄρος,
καίτοι τόν ὑπεραγαποῦσαν, στήν Ρουμανική Σκήτη τοῦ Τιμίου
Προδρόμου, ὅπου εἶχε θεῖο μοναχό, ὁ ὁποῖος ἦταν καί
γραμματέας στήν Σκήτη. Τό ἔτος 1913 ἦλθε στό Ἅγιον Ὄρος καί τό
ἔτος 1915 ἔγινε μοναχός μέ τό ὄνομα Φανούριος.
Ἐκεῖ
ἔμεινε 30 χρόνια ἀγωνιζόμενος μέ ζῆλο καί πολλή εὐλάβεια.
Λαχταροῦσε ὅμως νά ζήση ἡσυχαστικά. Ἔτσι ἦρθε στήν καλύβη
τοῦ Ἁγίου Βασιλείου στήν Καψάλα. Ἐκεῖ ἔζησαν καί ὁ ἅγιος
Θεόφιλος ὁ Μυροβλύτης, πού τό Λείψανό του εἶναι θαμμένο κάτω
ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα, ὁ ἅγιος Γεράσιμος Κεφαλληνίας καί ὁ
ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης. Ἁγιασμένο Κελλί, ἕνα ἀπό τά
προσκυνήματα τῆς Καψάλας.
Ὅποιος
ἐπισκεπτόταν τό Καλύβι τοῦ γερω–Φανουρίου γιά πρώτη φορά,
διερωτᾶτο ἄν κατοικῆ κανείς. Διότι εἶχε τελεία
ἀπροσπάθεια καί ὅλη ἡ προσπάθειά του ἦταν στά πνευματικά.
Καθημερινῶς ἔκανε ἐνάτες. Στέγνωνε τό στόμα του ἀπό τή
νηστεία καί τήν δίψα. Ἀπό τίς νηστεῖες ὁ ὀργανισμός του
ξεσυνήθισε τά λαδερά καί δέν τά ἐδέχετο. Ἄναβε πολλά
καντήλια μπροστά στίς εἰκόνες πού εἶχε στό κελλί του, ἐπί πλέον
ἐκείνων πού ἦταν στήν Ἐκκλησία. Ἔκανε συνεχεῖς ἀγρυπνίες μέ
τό κομποσχοίνι καί διάβαζε πολύ τό Ψαλτήρι, Παλαιά καί
Καινή Διαθήκη. Ἐπίσης διάβαζε καί ἀγαποῦσε τόν ἀββᾶ
Ἰσαάκ. Ἦταν ἄριστος ψάλτης. Ἤξερε καλά τήν βυζαντινή
μουσική.
Στό
καλύβι του αἰσθανόταν σάν νά βρισκόταν στόν παράδεισο. Ὅταν
ἦταν νεώτερος, πήγαινε σέ ἄλλα Κελλιά, ἐργαζόταν καί
οἰκονομεῖτο. Κάποτε ὅμως εἶδε τούς Ἁγίους τοῦ Κελλιοῦ του καί
τοῦ εἶπαν: «Μήν πηγαίνης νά δουλεύης σέ ἄλλα Κελλιά καί ἐμεῖς θά
σέ φροντίζομε». Ἀπό τότε δέν τοῦ ἔλειψε τίποτα. Οὔτε
ἐργόχειρο ἔκανε οὔτε σύνταξη πού δικαιοῦτο ἔπαιρνε, οὔτε
στίς Καρυές νά ψωνίση πήγαινε. Ἡ Παναγία καί οἱ Ἅγιοι τοῦ
Κελλιοῦ τόν οἰκονομοῦσαν σέ ὅλα.
Ὁ
γερω–Φανούριος εἶχε μία ἀληθινή αἴσθηση τῆς καλογερικῆς.
Κάποιος τοῦ χάρισε ἕνα κοσμικό ἐπανωφόρι γιά τό κρύο, ἀλλά
δέν τό φόρεσε, μολονότι τό χρειαζόταν˙ τό ἔδωσε σέ ἄλλον.
Ἕνας ἄλλος μοναχός γείτονάς του ἔφερε νερό μέ λάστιχο καί τοῦ
πρότεινε νά τοῦ βάλη μία βρύση νά παίρνη νερό, ἀλλά δέν
δέχθηκε. Προτίμησε νά πηγαίνη μέ τό κανάτι νά παίρνη ἀπό
μακριά, ἀπό τό ἁγίασμα τοῦ ὁσίου Θεοφίλου, μέχρι πού γήρασε
καί δέν μποροῦσε πλέον νά φέρνη μόνος του νερό. Ἀγαποῦσε τήν
ἡσυχία καί τήν παράδοση. Ὅταν κάποιος τοῦ εἶπε ὅτι θά κάνουν
δρόμο στήν Καψάλα, στενοχωρήθηκε λέγοντας: «Ἀκοῦς δρόμο
στήν Καψάλα!».
Ὁ
γερω–Φανούριος ἦταν πολύ εὐλαβής, ἀσκητικός καί νηπτικός.
Τό τυπικό του ἦταν: Ἀφοῦ ἔκανε ἑσπερινό μέ κομποσχοίνι καί
ἔτρωγε τό λίγο ἀλάδωτο φαγάκι μέ παξιμάδι, ξεκουραζόταν
καμμία ὥρα. Ὕστερα ἄρχιζε τήν ἀκολουθία μέ τό κομποσχοίνι
μέχρι νά ᾿ρθοῦν τά δάκρυα. Ἔπειτα ἔκλαιγε προσευχόμενος γιά
ὅλο τόν κόσμο πού τόν ἀγκάλιαζε ἡ γεμάτη ἀγάπη καρδιά του.
Ὁ
γερω–Φανούριος εἶχε τό χάρισμα τῶν δακρύων, ἀδιάλειπτη
μνήμη θανάτου καί νοερά προσευχή. Ἔλεγε ὁ Γέρων: «Σκέφτομαι,
ὅταν πεθάνω, ποῦ θά μέ βάλει ὁ Θεός, διότι εἶμαι ἄνθρωπος
ἁμαρτωλός», καί ἔτρεχαν ἀσταμάτητα τά δάκρυά του. «Ἐγώ
πάντα κλαίγω», εἶπε. «Χωρίς δάκρυα δέν καθαρίζουν οἱ
ἁμαρτίες. Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ἔχη φόβο Θεοῦ καί ἀγάπη πρός
τόν Θεόν. Αὐτά τά δύο εἶναι ἀδελφωμένα. Νά τά ζητᾶ ἀπό τόν
Θεόν καί ὁ Θεός θά τά δώσει».
Ὁ γερω–Φανούριος ἦταν αἰχμαλωτισμένος ἀπό τήν ἀγάπη πρός τόν Χριστό.
Συνήθως
διάβαζε καθήμενος ἔξω στήν αὐλή του σέ μία ἄκρη ὥστε νά μή
φαίνεται, ἔχοντας ἀνοιχτή τήν πόρτα. Ὅσοι γνώριζαν ἔμπαιναν,
προσκυνοῦσαν καί αὐτός συνέχιζε, χωρίς νά διακόπτη τήν
μελέτη του καί τήν προσευχή. Ἄν δέν ἤξεραν, τούς ὡδηγοῦσε στό
ναό καί τούς μιλοῦσε γιά τόν ἅγιο Θεόφιλο συνήθως ἔνδακρυς.
Πολλές ὅμως φορές ἀπό τήν ἔντονη πνευματική του ἐργασία καί
τήν θεία του ἀπασχόληση, ὅταν χτυποῦσε κανείς, ἄνοιγε τήν
πόρτα καί δέν κοίταζε στό πρόσωπο τόν ἐπισκέπτη. Τόν ὡδηγοῦσε
σιωπηλά στό Ἐκκλησάκι καί μέσα του συνέχιζε τήν εὐχή.
Ὕστερα ὅταν ἔφευγε ὁ ἐπισκέπτης, ἄφηνε ἀνοιχτή τήν πόρτα καί
ἔτρεχε νά πάρη πάλι τό βιβλίο στά χέρια του.
Ἐπισκέφθηκε
κάποιος νέος μοναχός τόν γερω– Φανούριο καί τόν ρώτησε νά τοῦ
πῆ λόγον ὠφελείας γιά νά διορθώση τήν ἐμπαθῆ ψυχή του καί τοῦ
ἀπάντησε: «Παιδί μου, τώρα πού εἶσαι νέος νά ἀγωνισθῆς νά
βάλης καλή ἀρχή. Διότι, ὅπως θά ἀρχίσεις τήν καλογερική,
ἔτσι καί θά καταλήξεις».
Ὁ
ἴδιος ἦταν μεγάλος ἀγωνιστής. Ἔλεγε μέ ταπείνωση: «Ἐπειδή
εἶμαι τεμπέλης καί δύσκολα ξυπνάω, γι᾿ αὐτό ἀρχίζω ἀπό τό
βράδυ τήν ἀκολουθία καί δέν κοιμᾶμαι τή νύχτα». Ἀπό τίς
ὀρθοστασίες ἔπασχε ἀπό κήλη. Τήν ἀσκητικότητά του καί τήν
βία πού ἀσκοῦσε στόν ἑαυτό του, τήν ὡμολογοῦσαν μέ θαυμασμό
καί ὁ παπα–Ξενοφῶν καί ὁ γερω–Ἡρωδίων, οἱ Ρουμᾶνοι.
Ὁ παπα–Ξενοφῶν ἔλεγε: «Οἱ παλαιοί ἀσκητές δέν
τόν ἔφθαναν τόν γερω–Φανούριο στήν ἄσκηση. Προσευχόταν ἐπί
πολλά ἡμερονύκτια συνέχεια, ἀκατάπαυστα. Εἶχε μεγάλη
ἀντοχή, ὥστε ἐρχόταν ἀπό τήν Δάφνη φορτωμένος μέ τό ντορβά
του, χωρίς νά πάρη ἀνάσα, ἄν καί ἦταν μικρόσωμος».
Ὅταν
ἀρρώστησε ὁ γερω–Μακάριος ὁ Ρουμᾶνος πού ἦταν γείτονάς του,
πήγαινε κάθε μέρα ὁ γερω–Φανούριος καί τόν βοηθοῦσε στίς
ἀνάγκες του, παρά τήν ἡλικία του.
Ὁ
γερω–Φανούριος μέ τέτοιους ἀγῶνες ὑπερφυεῖς εἶχε καί
ἀνάλογες ἐμπειρίες καί θεῖες παρακλήσεις. Κάποτε εἶδε τόν
ἅγιο Θεόφιλο μέ τόν ἅγιο Βασίλειο, οἱ ὁποῖοι τόν
διωρθώσανε, διότι ἀμελοῦσε σέ κάτι. Ἔλεγε ὁ
γερω–Φανούριος ὅτι ὁ ἅγιος Θεόφιλος φανερώθηκε καί στόν
προκάτοχό του, ὁ ὁποῖος εἶχε κουνέλια καί ντουφέκια, καί τόν
ἔδιωξε, ἐπειδή δέν ἤθελε νά διορθωθῆ, λέγοντάς του ὅτι ἐδῶ
εἶναι ἀσκητήριο. Κάποιος ἄλλος πῆγε νά γκρεμίση τόν τοῖχο νά
πάρη τό Λείψανο τοῦ ὁσίου Θεοφίλου καί ξεπετάχθηκαν
φλόγες. Ἄλλοτε ἀπό τόν τοῖχο ἔρρεε μύρο ἀπό τό λείψανο τοῦ
ὁσίου Θεοφίλου. Σέ τέτοιο περιβάλλον ἁγιασμένο μέ ἁγία
ζωή ζοῦσε ὁ γερω–Φανούριος. Ἔλεγε: «Ὅταν ἔρχεται ἐδῶ
Ἄγγελος, ὅλη τή νύχτα εἶναι πολύ γαλήνια, ὅταν ἔλθη δαίμονας
βρωμάει ὁ τόπος».
Εἶδε
κάποτε τούς τρεῖς Ἱεράρχες καί ρώτησε τόν Μέγα Βασίλειο,
πού τόν εὐλαβεῖτο ἰδιαιτέρως, ἐπειδή στήν βάπτιση πῆρε τό
ὄνομά του καί αὐτό τόν παρακίνησε νά πάρη καί τό Κελλί πού
ἐτιμᾶτο στό ὄνομά του:
–Πές μου, σέ παρακαλῶ, χρωστάω πολλά ἀκόμα;
–Καλά εἶσαι, τοῦ ἀπάντησε ὁ Ἅγιος.
Ἄλλη φορά εἶδε τόν ἅγιο Βασίλειο καί τόν ἅγιο Θεόφιλο καί τοῦ εἶπαν νά προσπαθῆ περισσότερο στά πνευματικά.
Εἶχε
μνήμη ἄριστη ὥς τό τέλος του, ἡ ὁποία κατέγραφε γιά πάντα
ὅλους τούς ἐπισκέπτες, γιά τούς ὁποίους ἔκανε κομποσχοίνι
καί παρακαλοῦσε τόν Θεό.
Τρεῖς φορές ἀπό εὐλάβεια καί πόθο πῆγε στά Ἱεροσόλυμα ὡς προσκυνητής.
Δέν
ἦταν ζηλωτής, ἀλλά πονοῦσε πολύ γιά τήν κατάσταση πού
ὑπάρχει στήν Ἐκκλησία μέ τά σχίσματα καί τίς αἱρέσεις. Ἦταν
εὐκολόπιστος, διότι «ἄκακος ἀνήρ πιστεύει παντί λόγῳ»[1].
Κάποτε
ἐπισκέφθηκε ἕνα γείτονά του. Ἐκεῖνος ἄκουγε ραδιόφωνο.
Τοῦ εἶπε προφητικά ὁ γερω–Φανούριος νά τό πετάξη, διότι
διαφορετικά θά τόν φέρει στήν παντρειά. Ἐκεῖνος δέν τόν
ἄκουσε, καί δυστυχῶς ἔπαθε αὐτό πού τοῦ εἶπε ὁ
γερω–Φανούριος.
Ἀπό
τό 1984 ἄρχισε νά ἑτοιμάζεται γιά τήν ἔξοδό του. Ἔστειλε τά
λίγα πράγματά του στήν Ρουμάνικη Σκήτη τοῦ Τιμίου Προδρόμου
πού ἦταν ἡ μετάνοιά του, πῆγε στούς γείτονές του καί τούς
ζήτησε συγχώρεση.
Κλείστηκε
στήν φίλη του ἡσυχία καί ἐνέτεινε τήν προσευχή καί τά
δάκρυα. Τό ἔτος 1986 εἶδε τόν ἅγιο Θεόφιλο καί τόν ἅγιο
Βασίλειο καί τοῦ εἶπαν: «Ἐφέτος δέν θά κάνεις Πρωτοχρονιά ἐδῶ
στό Κελλί, ἀλλά θά ᾿ρθεῖς νά γιορτάσουμε μαζί». Τό εἶπε σέ
κάποιον, καί αὐτός τοῦ συνέστησε νά μήν πιστεύη σέ ὄνειρα. «Μά
αὐτό δέν ἦταν ὄνειρο», ἀπάντησε.
Δύο
πατέρες πού τόν ἐπισκέφθηκαν, φεύγοντας τοῦ εἶπαν: «Θά
ξαναρθοῦμε Γέροντα». «Δέν θά μέ βρῆτε. Θά πεθάνω», ἀπάντησε.
Καί σέ ἄλλον μοναχό εἶπε συγκεκριμένα ὅτι θά κοιμηθῆ πρίν ἀπό
τήν Πρωτοχρονιά.
Στίς
18 Δεκεμβρίου, τοῦ ἔτους 1986, παραμονή τῆς Πρωτοχρονιᾶς μέ
τό νέο ἡμερολόγιο τόν βρῆκαν κεκοιμημένο οἱ γείτονές του.
Στήν κηδεία του εἶχε πολλά χιόνια καί μόνο τρεῖς πατέρες
παρευρέθηκαν. Ὁ τάφος του ἦταν γεμᾶτος νερά. Τό λείψανο τοῦ
π. Φανουρίου ἦταν ἀνάλαφρο σάν πούπουλο καί ἐπέπλεε πάνω στό
νερό. Στήν ἀνακομιδή του τό κόκκαλο τοῦ ποδιοῦ φάνηκε ὅτι
εἶχε σπάσει καί εἶχε κολλήσει στραβά. Ποιός ξέρει τί
μαρτυρικούς πόνους ὑπέμεινε ὁ γερω–Φανούριος, χωρίς νά
τούς φανερώση οὔτε σέ γιατρό!
Τήν εὐχή του νά ἔχουμε. Ἀμήν.