Ορθοδοξία και Πουριτανισμός στο έργο Παπαδιαμάντη και Καζαντζάκη
ΙΧΘΥΣ: αυτό είναι το ακριβό φαγητό με τα ακριβά υλικά και την πολλή τέχνη, όπως παρομοίωσε ο οσιακής μνήμης π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος, το έργο του Καζαντζάκη, αλλά με καμμιά δεκαπενταριά σταγόνες υδροκυανίου μέσα. Ποιος τρώει τέτοιο φαγητό;
π. Ιερόθεος, Επίσκοπος Ναυπάκτου
Οι Προτεστάντες Πουριτανοί στηρίζονται στον Σταυρό του Χριστού, ενώ η Ορθοδοξία είναι Εκκλησία της Αναστάσεως δια του Σταυρού. Και το δεύτερο στοιχείο είναι ότι οι Πουριτανοί χωρίζουν τους ανθρώπους διαλεκτικώς σε καλούς και κακούς, απορρίπτοντας τους μεν και εκθειάζοντας τους δε, ενώ οι Ορθόδοξοι, επειδή δεν δέχονται τον απόλυτο προορισμό, θεωρούν την αμαρτία ως ασθένεια που ενυπάρχει σε όλους τους ανθρώπους, και ότι η Εκκλησία είναι πνευματικό νοσοκομείο μέσα στο οποίο κατά διαφόρους βαθμούς δεχόμαστε, με την ελεύθερη θέλησή μας, την θεραπεία, δια της ακτίστου Χάριτος του Θεού.
«Ο Χριστός ξανασταυρώνεται και η «Εξοχική Λαμπρή»
Ύστερα από όσα ανέφερα προηγουμένως θα προχωρήσω να εντοπίσω τα δύο κεντρικά σημεία της διαφοράς μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και του Πουριτανισμού στους δύο αυτούς συγγραφείς, δηλαδή στον Καζαντζάκη και τον Παπαδιαμάντη, και μάλιστα στα δύο συγκεκριμένα έργα τους «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» και «Εξοχική λαμπρή», Θα μπορούσα να επεκτείνω το θέμα σε άλλα σημαντικά κείμενά τους αλλά χάριν οικονομίας χρόνου θα περιορισθώ σε αυτά.
Κατ’ αρχάς ο τίτλος των δύο διηγημάτων προσδιορίζει την διαφορά.
Ο Καζαντζάκης αρχίζει το έργο του με αναφορά στην αναπαράσταση της σταυρώσεως του Χριστού και συνεχίζει να περιγράφη τον σταυρό που σήκωνε ο λαός της συγκεκριμένης εκείνης εποχής που πεινούσε, σε σχέση με την άρχουσα τάξη της εποχής τους. Ο σταυρός είναι το κεντρικό σημείο της διδασκαλίας του και τον βλέπει χωρίς την ανάσταση. Αυτό το βλέπουμε και στο βιβλίο του «Ο φτωχούλης του Θεού», όπου παρουσιάζεται ο άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης, εκφραστής του δυτικού Χριστιανισμού, να ανέρχεται στον υψηλότερο βαθμό της πνευματικής ζωής όταν «ο φτερωτός Σταυρωμένος» τον άγγιξε σαν μια αστραπή. Ο Φραγκίσκος φώναζε: «Ακόμα! Ακόμα! Θέλω ακόμα! Κι η θεία φωνή από πάνω του: Μη ζητάς παραπέρα. εδώ σταματάει ο ανήφορος του ανθρώπου, στην Σταύρωση». Και όταν ο Φραγκίσκος κραύγαζε απελπισμένα: «Θέλω παραπέρα, την Ανάσταση», η φωνή του Χριστού του αποκρινόταν: «Αγαπημένε Φραγκίσκο, άνοιξε τα μάτια, κοίταξε: Σταύρωση κι Ανάσταση είναι ένα». Και όταν έφυγε ο φτερωτός σταυρωμένος Χριστός, τότε έτρεχε το αίμα από τα πόδια και τα χέρια του Φραγκίσκου, «και στο πλευρό του έτρεχε μια ανοικτή φαρδιά πληγή, θαρρείς καμωμένη από λόγχη».
Αντίθετα ο Παπαδιαμάντης στο διήγημά του «Εξοχική λαμπρή» περιγράφει την ορθόδοξη ατμόσφαιρα της εορτής της Αναστάσεως, που έγινε κατά τρόπον παραδοσιακό, στα Καλύβια. Έψαλαν τον Κανόνα στην Εκκλησία και ύστερα «ήναψαν τας λαμπάδας κ εξήλθον όλοι εις το ύπαιθρον ν’ ακούσωσι την Ανάστασιν. Γλυκείαν και κατανυκτιχήν Ανάστασιν εν μέσω των ανθούντων δένδρων, <των> υπό ελαφράς αύρας σειομένων ευωδών θάμνων, και των λευκών άνθεων της αγραμπελιάς». Οι χωρικοί κοινώνησαν και στην συνέχεια «περί την μεσημβρίαν, μετά την Β Ανάστασιν, οι χωρικοί το έστρωσαν υπό τας πλατάνους παρά την δροσεράν πηγήν».Έφαγαν και ήπιαν. «Είτα ήρχισαν τα άσματα. Εν πρώτοις το Χριστός ανέστη, ύστερον τα θύραθεν. Ο μπαρμπα-Μηλιός θελήσας να ψάλη και αυτός το Χριστός ανέστη, το εγύριζε πότε εις τον αμανέ και πότε εις το κλέφτικο».Ο μπαρμπα-Κίτσος έψαλε το Χριστός ανέστη, αλλά παρά την ιδιορρυθμία της ψαλμωδίας «ουδείς ποτέ έψαλεν ιερόν άσμα μετά πλείονος χριστιανικού αισθήματος και ενθουσιασμού».Και «περί την δείλην είχεν άρχίσει ο χορός, χορός κλέφτικος».
Δηλαδή, ενώ ο Καζαντζάκης περιγράφει μια πνευματική ζωή γεμάτη αγωνία και σταύρωση, πληγές και αίματα, όπως φαίνεται και σε άλλα κείμενά του, ήτοι στην «Ασκητική» του, εν τούτοις ο Παπαδιαμάντης επιμένει στην Ανάσταση του Χριστού, που την πανηγυρίζει ολόκληρη η φύση, αλλά και την χαίρονται οι άνθρωποι με ιλαρότητα, φυσικότητα και πολύ ομορφιά.
Στα κείμενα αυτών των δύο μεγάλων λογοτεχνών μας παρουσιάζεται και το δεύτερο σημείο που ανέφερα πιο πάνω. Συγκεκριμένα ο Καζαντζάκης χωρίζει τους ανθρώπους σε καλούς και κακούς, με βάση την πουριτανική ηθική, που στηρίζεται στον απόλυτο προορισμό και τον ευσεβιστικό ανθρωπισμό, ενώ ο Παπαδιαμάντης αγκαλιάζει όλους τους ανθρώπους με στοργή και αγάπη. Δεν αμνηστεύει τα ελαττώματά τους, αλλά τα βλέπει μέσα σε όλη την προοπτική της προσωπικότητός τους καθώς επίσης τα αφήνει στην Πρόνοια, το έλεος και την κρίση του Χριστού. Δεν αποσπά ανθρωποκεντρικά και αυτάρεσκα την κρίση από τον Χριστό.
Επίσης, και στα δύο αυτά κείμενα παρουσιάζονται και ερμηνεύονται διάφορες ενέργειες δύο ζευγών Ιερέων. Στον Καζαντζάκη περιγράφεται ο παπα-Φώτης και ο παπα-Γρηγόρης, στον δε Παπαδιαμάντη ο παπα-Κυριακός και ο παπα-Θοδωρής. Ο Καζαντζάκης είναι απόλυτος και τους ερμηνεύει μέσα στο σχήμα ο καλός και ο κακός. Ο Παπαδιαμάντης δεν θέτει τέτοιες διαχωριστικές γραμμές, βλέπει τα ελαττώματα αλλά τελικά τονίζει την μετάνοια και το ορθόδοξο ήθος. Στον Καζαντζάκη ... είναι σαφής η διαλεκτική αντίθεση μεταξύ καθαρών και μη καθαρών ιερέων. Πρόκειται για ένα καθαρό πουριτανισμό και ευσεβισμό.
Στον Παπαδιαμάντη, όμως, δεν παρατηρούνται τέτοιες διαλεκτικές αντιθέσεις. Όλοι οι άνθρωποι είναι αμαρτωλοί και όλοι έχουν στοιχεία και σημεία βδελυκτά ενώπιον του Θεού και αναζητούν το έλεος του Θεού. Αυτό φαίνεται στην «Εξοχική λαμπρή», στις αντιδράσεις μεταξύ του παπα-Κυριακού και του παπα-Θοδωρή, ιδιαιτέρως στον τρόπο με τον οποίο αντέδρασε ο παπα-Κυριακός στην εσφαλμένη είδηση του υιού του Ζάχου. Κάνοντας ο παπα-Κυριακός την Ανάσταση στα Καλύβια, έμαθε από τον γυιό του ότι ο παπα-Θοδωρής του έκλεβε τις λειτουργίες, που λειτουργούσε στον κεντρικό Ναό, ενώ, όπως αποδείχθηκε αργότερα, δεν έκανε κάτι τέτοιο. Αναστατώνεται ο παπα-Κυριακός, ο οποίος, γνήσιος εκπρόσωπος του ελληνικού Κλήρου, «πλην μικρού ελευθεριασμού, ήτο κατά πάντα άμεπτος». Ο παπα-Κυριακός φαινόταν ως πλεονέκτης, γιατί ήθελε να μεγαλώση τα παιδιά του, λίγο δύσπιστος αλλά «ανοικτόκαρδος». Με την πληροφορία που του μετέφερε ο υιός του αγανάκτησε, δεν συγκρατήθηκε, αμάρτησε, έφυγε από την Εκκλησία, για να πάη εκείνη την ώρα να συλλάβη επ αυτοφόρω τον συνεφημέριό του, αλλά στον δρόμο, στον νερόμυλο, αισθάνθηκε την πτώση του και «ποιήσας το σημείον του σταυρού «ήμαρτον, Κύριε, είπεν, ήμαρτον, μη με συνερισθής».Και στην συνέχεια: «ησθάνθη δάκρυ βρέχον την παρειάν του. «Ω, Κύριε, είπεν ολοφύχως, ήμαρτον, ήμαρτον! Συ παρεδόθης δια τας αμαρτίας μας, και ημείς σε σταυρώνομεν κάθε μέρα». Επέστρεψε και έτσι τελείωσε την θεία Λειτουργία, όμως «αυτός δεν εκοινώνησε, επιφυλαττόμενος να το είπη εις τον πνευματικόν, και πρόθυμος να δεχθή τον κανόνα».
Στον Παπαδιαμάντη δεν παρατηρεί κανείς ούτε ίχνος πουριτανισμού και ευσεβισμού, δεν χωρίζει τους Κληρικούς σε καλούς και κακούς, δεν κρίνει τον παπα-Κυριακό, αλλά και αυτήν την πτώση του την αντιμετωπίζει με συμπάθεια και την εντάσσει στο κλίμα της μετανοίας. Ο Παπαδιαμάντης εκφράζει την άποψη ότι όλοι είμαστε αμαρτωλοί και όλοι έχουμε ανάγκη του ελέους και της ευσπλαχνίας του Θεού. Μόνον ο Θεός είναι καθαρός και, με την απόλυτη σημασία της λέξεως, άγιος. «Εις μόνος άγιος, εις μόνος Κύριος. Ιησούς Χριστός».
Αυτό το βλέπουμε σε πολλά κείμενά του, ιδίως στο «Έρωτας στα χιόνια» και «Χωρίς στεφάνι».