Μιά μέρα στά μισά τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ὁ ὅσιος Ἀνδρέας, ὁ διά Χριστόν σαλός, ἔπαιζε, ὅπως τό συνήθιζε, στήν ἀγορά, τρέχοντας καί χοροπηδώντας. Κάποια στιγμή πλησίασε στήν κεντρική εἴσοδο τοῦ Σενάτου. Στάθηκε ἀκίνητος καί κοίταζε τήν πόρτα μέ τούς ἀνάγλυφους γίγαντες, πού εἶχαν πόδια σάν φίδια. Κάποιος περαστικός τοῦ ἔδωσε ἕνα δυνατό χτύπημα στό κεφάλι καί τοῦ εἶπε:
-Τί στέκεσαι καί βλέπεις τρελέ;
-Βλέπω, ἀνόητε, τά ἀγάλματα πού τούς μοιάζεις, γιατί εἶσαι φίδι καί γέννημα ὀχιᾶς. Τά πόδια τῆς ψυχῆς σου εἶναι στραβά καί οἱ ἐπιθυμίες σου αἰσχρές. Μέ τίς πορνεῖες καί τίς μοιχεῖες πού διαπράττεις κάθε μέρα, προσφέροντάς τες σάν θυσίες στόν διάβολο, ὁ ἅδης περιμένει μέ ἀνοιχτό στόμα νά σέ καταπιεῖ.
Μέ φρίκη καί τρόμο τόν ἄκουσε ὁ ἄνθρωπος. "Πῶς τά γνωρίζει αὐτά", ἀναρωτήθηκε, "ἀπό τόν Θεό ἤ ἀπό τούς δαίμονες; Εἶναι δυνατόν, ὅμως, ἕνας τρελός, ἕνας δαιμονισμένος, νά ἔχει σχέση μέ τόν Θεό;".
"Ὅσιος Ἀνδρέας, ὁ διά Χριστόν σαλός", Ἱερά Μονή Παρακλήτου