του π. Δημητρίου Στρατή, Δρ. Θεολογίας
Οι νεομάρτυρες αποτελούν, κυρίως, ένα φαινόμενο των χρόνων της οθωμανικής κυριαρχίας, αν και έχει προταθεί ότι σ’ αυτούς εντάσσονται και όσοι εκβιάσθηκαν να εξωμόσουν και υποστηρίξουν την πίστη τους με αποτέλεσμα το μαρτύριο, ήδη από τον έβδομο αιώνα, όταν αρχίζει η εξάπλωση του Ισλάμ. Σίγουρα το φαινόμενο δεν σταματά με την επανάσταση του 1821, αλλά συνεχίζεται, αφού τμήματα του Ελληνισμού έμειναν υπό οθωμανική κυριαρχία και μετά την ίδρυση του πρώτου ελληνικού κράτους, ως την μικρασιατική καταστροφή του 1922. Η εμφάνιση όμως του μεγαλύτερου αριθμού νεομαρτύρων εντοπίζεται μεταξύ των μέσων του 15ου και των μέσων του 19ου αιώνα.
Θα πρέπει να διακριθούν οι νεομάρτυρες από τους εθνομάρτυρες της ίδιας περιόδου, αφού, για να θεμελιωθεί το στοιχείο του μαρτυρίου, χρειάζεται η ρητή ομολογία της ορθοδόξου πίστεως και η θυσία της ζωής γι’ αυτόν και μόνο τον λόγο. Το στοιχείο αυτό διαχωρίζει τους νεομάρτυρες απ’ όσους κατά τόπους αγωνίστηκαν για την επιβίωση του Ελληνισμού, αποτρέποντας παράλληλα και τον καταδικασμένο από την Σύνοδο της Μεγάλης Εκκλησίας (1872) «Εθνοφυλετισμό», την ταύτιση δηλαδή Εκκλησίας και Έθνους. Άλλωστε, υπάρχουν νεομάρτυρες που ήταν υπήκοοι της οθωμανικής αυτοκρατορίας αλλά όχι Έλληνες, όπως ο Παύλος ο Ρώσος, ο Κωνστάντιος ο Ρώσος και ο Κωνσταντίνος ο εξ Αγαρηνών, μία από τις περιπτώσεις εκχριστιανισμένων πρώην μουσουλμάνων νεομαρτύρων.
Αγιότητα – Αγιοποιήσεις (ΙΧΘΥΣ: αγιοκατατάξεις)
Είναι γνωστό ότι η αγιότητά τους αναγνωριζόταν από το δούλον Γένος αμέσως μετά το μαρτύριο. Τιμούνταν με άκρα ευλάβεια τα λείψανά τους.
Λατρεύονταν (ΙΧΘΥΣ: τιμούνταν) ως Άγιοι με ειδική μάλιστα εξόδιο ακολουθία (ακολουθία επικήδειος είτε επιτάφιος, ανώνυμος και κοινή εις πάντα νέον μάρτυρα), ποίημα του αγίου Νικηφόρου του Χίου. Επίσημες πράξεις αγιοποιήσεως συνήθως δεν υφίστανται, με εξαίρεση ίσως τον άγιο Γεώργιο των Ιωαννίνων, και λόγω της δυσχερούς θέσης της Μεγάλης Εκκλησίας, αφού η εξωμοσία από το Ισλάμ τιμωρούνταν ως έγκλημα του κοινού ποινικού δικαίου, αλλά και εξαιτίας του ότι το αίμα που χυνόταν στο όνομα της πίστης του Χριστού τους θεωρούνταν, σύμφωνα με πάγια χριστιανική πρακτική, αγιοποιητικό λουτρό, που εξασφάλιζε αυτομάτως στον μάρτυρα τον στέφανο της αγιότητας. Για ορισμένους απ’ αυτούς, ωστόσο, εκδόθηκαν σε νεότερη εποχή, κυρίως στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, πράξεις αγιοποιήσεως, μάλλον ως ανταπόκριση της Μ. Εκκλησίας σε αντίστοιχα τοπικά αιτήματα, αφού η νεοελληνική λατρεία των νεομαρτύρων παρουσιάζει έντονο τοπικό χρώμα.
«Νέφος» Νεομαρτύρων
Ο αριθμός των νεομαρτύρων δεν έχει επακριβώς υπολογισθεί, αφού συνεχώς έρχονται στο φως νέα συναξαριακά κείμενα και ακολουθίες γι’ αυτούς, σε κώδικες μονών και κέντρων της Ορθοδοξίας. Ενδεικτικά πάντως μπορεί να αναφερθεί ότι ο Καισάριος Δαπόντες (1714-1784) τους υπολογίζει πάνω από χίλιους, ο Κ. Σάθας παρέχει κατάλογο εκατόν ενός. Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης βιογραφεί στο Νέο Μαρτυρολόγιό του ογδόντα τέσσερις, ενώ ο Χρυσόστομος Παπαδόπουλος αναφέρει εκατόν είκοσι έξι και ο Ι. Περαντώνης εκατόν εξήντα δυό. Κάθε τόσο η επιστημονική έρευνα εντοπίζει κι άλλους, ενώ πολλοί παραμένουν αφανείς και άγνωστοι, γνωστοί όμως από τόν Θεό, συναποτελούντες το «νέφος» των μαρτύρων «εν ήμερα Κυρίου».
Αίτια και διάγραμμα των μαρτυρίων
Το φαινόμενο των νεομαρτύρων σχετίζεται με τους εκτεταμένους εξισλαμισμούς, που κατά καιρούς επιχειρούσε η σουλτανική εξουσία στους χριστιανικούς πληθυσμούς της οθωμανικής αυτοκρατορίας, και εξ αιτίας των οποίων πολλοί πληθυσμοί είχαν μεταπέσει στο γνωστό φαινόμενο του κρυπτοχριστιανισμού, μαρτυρίες για το οποίο έχουμε μέχρι σήμερα απ’ τον τουρκικό χώρο. Σε πολλά κείμενα έχουμε άμεση μαρτυρία των μεθόδων που χρησιμοποιούνταν για να επιτευχθεί ο εξισλαμισμός, όπως για παράδειγμα στο μαρτύριο του άγιου Μιχαήλ του κηπουρού (+1770).
Οι περισσότεροι νεομάρτυρες εξαναγκάζονταν με επινοήσεις και μεθόδους των Οθωμανών να εξισλαμιστούν. Άλλοτε τους εξαπατούσαν με ψευδείς κατηγορίες ότι ύβρισαν τον προφήτη Μωάμεθ, ότι φόρεσαν τουρκικό σαρίκι στο κεφάλι τους ή έβαλαν τουρκικά ενδύματα και υποδήματα, ότι ανάγνωσαν ή εκφώνησαν την μουσουλμανική ομολογία πίστεως, ότι παραδέχτηκαν δημοσίως πως θα εξισλαμιστούν, συνήθως για να αποφύγουν φόρους, ότι είχαν ερωτικές σχέσεις με μουσουλμάνους ή μουσουλμάνες, ότι προσπάθησαν να εκχριστιανίσουν μουσουλμάνο ή ότι κάποτε ήταν οι ίδιοι μουσουλμάνοι και εκχριστιανίσθηκαν, ότι έβλαψαν ή πρόσβαλαν κάποιον πιστό μουσουλμάνο και ότι προστάτευαν άλλους, κατατρεγμένους απ’ τους Τούρκους, χριστιανούς.
Η συνέχεια είναι μάλλον τυπική: Ο νεομάρτυρας ομολογεί την πίστη του, βασανίζεται και θανατώνεται ή υποχωρεί προσωρινά, εξισλαμίζεται, κατόπιν όμως συναισθάνεται την πράξη του, ακόμη και μετά την παρέλευση αρκετών ετών, προετοιμάζεται και βαδίζει οικειοθελώς στο μαρτύριο, αποκλείοντας την λύση του κρυπτοχριστιανισμού και ομολογώντας περίτρανα την χριστιανική του ταυτότητα.
Υπάρχουν όμως εξαιρέσεις νεομαρτύρων που δεν υπόκεινται στα τυπικά δεδομένα του προαναφερόμενου συναξαριακού μοτίβου. Όπως για παράδειγμα η περίπτωση του νεομάρτυρα Ιωάννη από την Θάσο (1652), που χωρίς να αλλαξοπιστήσει οδηγείται στον «καδή» από συκοφαντία Εβραίου έμπορα. Του ζητείται να αλλαξοπιστήσει και εκείνος μένει άκαμπτος στην ομολογία της πίστης του και καρτερικός στο μαρτύριο, αν και ήταν παιδί μόλις δώδεκα ετών. Τέτοιες περιπτώσεις, σαν του παιδομάρτυρα Ιωάννη αναιρούν τις θέσεις όσων υποστηρίζουν ότι οι νεομάρτυρες υπήρξαν διχασμένες προσωπικότητες που πορεύθηκαν στο μαρτύριο, προκαλώντας τους Οθωμανούς, κάτω από την ψυχολογική πίεση και παρότρυνση των πνευματικών τους, «μάλιστα αγιορειτών», που διακατέχονταν από «μοναχικόν φανατισμόν». (Βλ. Μ. Γεδεών, Αγιοποιήσεις, Θεσσαλονίκη 1984, σ. 33-38,65-70)
Η συμβολή του Αγίου Όρους
Ο αγιώνυμος Άθως ως κατεξοχήν τόπος μετανοίας αναδείχθηκε λίκνο πνευματικής αναγέννησης για πολλούς νεομάρτυρες που συνειδητοποίησαν το ατόπημα του εξισλαμισμού τους. Μεταμελημένοι κατέφυγαν σε έμπειρους αγιορείτες πνευματικούς, οι οποίοι τους ποδηγέτησαν στις τρίβους της μετάνοιας με άσκηση και προσευχή και τους ενίσχυσαν στο μαρτύριο, ακολουθώντας τους κατ’ αυτό και περισυλλέγοντας με ευλάβεια τα λείψανά τους. Χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις του ιερομόναχου Γερμανού, που υπήρξε αλείπτης του νεομάρτυρα Αγαθάγγελου του Εσφιγμενίτη και του γέροντος Χατζηστεφάνου Αγιαννανίτη, αλείπτη του Νεκταρίου εκ Βρυούλλων.
Πολλά αγιορείτικα σκηνώματα αναδείχτηκαν πνευματικές παλαίστρες καθοσίωσης για νεομάρτυρες, όπου προετοιμάστηκαν και εξοπλίσθηκαν με παρρησία πριν την ομολογία και το μαρτύριο, όπως οι σκήτες Ιβήρων, Καυσοκαλυβίων, Αγίας Άννης, οι μονές Εσφιγμένου, Ιβήρων, Καρακάλου κ.ά. Κλασική περίπτωση αυτή του αγίου Κοσμά του Αιτωλού, που πριν το διδακτικό και φωτιστικό του έργο και το μαρτυρικό τέλος του είχε ήδη καταβάλει οβολούς ασκητικών καμάτων στην Μονή της μετανοίας του, την Φιλόθεου.
Πνευματικούς δεσμούς με τους νεομάρτυρες ανέπτυξαν και οι Κολλυβάδες, εκπρόσωποι του κινήματος της φιλοκαλικής αναγέννησης, όπως ο Μακάριος Κορίνθου ο Νοταράς, ο Αθανάσιος Πάριος και ο Νικόδημος ο Αγιορείτης. Και οι τρεις αυτοί νεώτεροι άγιοι κατά την παρουσία τους στο Άγιον Όρος συνδέθηκαν άμεσα με νεομάρτυρες, γαλουχώντας κατά την μετάνοιά τους και στηρίζοντας τους στο μαρτύριο, αλλά και βιογράφοντας και υμνογράφοντας τα μαρτύρια και τα «άθλα» τους.
Έκτος από το Νέον Μαρτυρολόγιον του άγιου Νικόδημου, που ήδη αποτελεί από το 1799 την πρώτη έντυπη νεομαρτυρολογική συλλογή, που βασίζεται σε παλαιότερες ανέκδοτες του Μελετίου Συρίγου και του Ιωάννη Καρυοφύλλη, έχουν εκδοθεί και των άλλων δύο άγιων, καθώς και του άγιου Νικηφόρου του Χίου, νεομαρτυρολογικά κείμενα (Συναξαριστής Νεομαρτύρων, Θεσσαλονίκη 1984).
Η σύγχρονη έρευνα έχει εντοπίσει νεομαρτυρολογικά κείμενα και άλλων τερπνών αγιορειτών συναξαριογράφων και υμνογράφων, όπως των Νήφωνος, Αγαθάγγελου και Ιωάσαφ των Ιβηροσκητιωτών, Ιωνά Καυσοκαλυβίτη (1765), Δοσιθέου Κωνσταμονίτη.
Στις πλούσιες αγιορείτικες βιβλιοθήκες, όπως και σε άλλα αρχεία, υπάρχει πλούτος πληροφοριών σχετικά με τους νεομάρτυρες σε ανέκδοτες πηγές, οι οποίες καθώς εντοπίζονται με την έρευνα προσθέτουν πολλά νέα στοιχεία στο μεγάλο αυτό κεφάλαιο του νεώτερου πνευματικού μας βίου και καθιστούν άκρως ενδιαφέρουσες τις νεομαρτυρολογικές σπουδές.
Ιδεολογικά Ερείσματα
Από ιδεολογική άποψη οι νεομάρτυρες προβάλλονται ως αντίδοτο στους εξισλαμισμένους και τους κρυπτοχριστιανούς, ως οι εν Χριστώ αγωνιζόμενοι χριστιανοί, που κερδίζουν την εσωτερική αγαλλίαση και την ικανοποίηση της αιώνιας ζωής. Γι’ αυτό και περιγράφονται συνήθως εξαιρετικά χαρούμενοι πριν το μαρτύριο. Η Εκκλησία περιβάλλοντας αμέσως τους νεομάρτυρες με το κύρος της αγιοποίησης και της λειψανολατρείας, τους προβάλλει ως υποδείγματα αγώνα και σταθερού φρονήματος στο δοκιμαζόμενο ποίμνιο. Γι’ αυτούς τους λόγους οι Τούρκοι προσπαθούν να αποτρέψουν το μαρτύριο με υποσχέσεις και κολακείες, με βασανιστήρια που διακόπτονται από νέες υποσχέσεις, γνωρίζοντας ότι το μαρτύριο δημιουργεί ήρωες, που θα χρησιμοποιηθούν από τους υπόδουλους ως εστίες νέας ιδεολογίας και πνευματικής συσπείρωσης, ως γέφυρες αντίστασης.
Οι νεομάρτυρες επιχειρούν ήδη από την αρχή του μαρτυρίου τους ολοκληρωτικές ρήξεις με την μουσουλμανική κοινωνία, αποκηρύσσουν το Ισλάμ, προσβάλλουν τα ιερά του σύμβολα, λοιδορούν τον προφήτη Μωάμεθ και ολόκληρο το σύστημα της πίστης, ρίχνουν στην γη και ποδοπατούν σαρίκια και ενδύματα, τα οποία συχνά φορούν μόλις πριν το μαρτύριο, ακριβώς για να έχουν την ευκαιρία να τα απορρίψουν δημόσια και τελετουργικά, διακηρύσσοντας και συμβολικά την αποστασιοποίηση τους από το Ισλάμ. Είναι συχνό φαινόμενο ο νεομάρτυρας, ενώ έχει επανέλθει στον χριστιανισμό και ζει σε άλλον τόπο ως χριστιανός, να επανέρχεται εκεί όπου εξισλαμίσθηκε κάποτε και να αποζητά με κάθε τρόπο το μαρτύριο.
Οι πηγές μάλιστα αναφέρουν ότι κάποτε αυτό γινόταν με την προτροπή της Εκκλησίας, υπό την μορφή συμβουλών που έδιναν στον υποψήφιο νεομάρτυρα ο πνευματικός του και ο επιχώριος επίσκοπος. Αν μάλιστα ο νεομάρτυρας είναι κληρικός ή μοναχός ή έχει θεολογική κατάρτιση και παιδεία προκαλεί και αναλαμβάνει θεολογικές συζητήσεις με αντίστοιχους, σε βαθμό και γνώσεις μουσουλμάνους, από τις οποίες προκύπτει πάντοτε, κατά τις πηγές, η υπεροχή του χριστιανισμού. Συνεχίζεται έτσι, σε λαϊκότερη εκδοχή, η παράδοση του χριστιανό-ισλαμικού διαλόγου, που είναι ζωντανή σε πολλά αντιρρητικά και απολογητικά κείμενα της λόγιας θεολογικής γραμματείας των Βυζαντινών.
Νεομαρτυρολογικά κείμενα – πηγές
Τα κείμενα αυτά έχουν μια πρακτική λειτουργικότητα, καθώς επαναλαμβάνουν, με αποδέκτες τους πιστούς που τα διάβαζαν ή τα άκουγαν στην διάρκεια εκκλησιαστικών τελετών και ακολουθιών, τις αρχές της πίστης, σε μια εποχή που το ποίμνιο της Εκκλησίας, κάποτε μάλιστα και οι ανώτεροι ποιμένες της, δεν είχε την ευκαιρία να κατηχείται και να γνωρίζει εκτενώς τις αρχές και τα θεμέλια της πίστης του, πέρα από την πατροπαράδοτη λαϊκή του ευσέβεια, που βέβαια συχνά υπερβαίνει την θεωρία και οδηγεί σε πράξεις πίστης, μακριά από την παραπλανητική εγκαρτέρηση των λόγων.
Τα αγιολογικά κείμενα των νεομαρτύρων, τόσο ως προς την δομή όσο και ως προς το περιεχόμενο, ακολουθούν παλαιότερα πρότυπα. Το ίδιο συμβαίνει και με την εικονογραφία τους, που δανείζεται γνωστούς ήδη εικονογραφικούς τύπους, προσθέτοντας όμως προσωπογραφικά φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά με ξεχωριστές ενδυματολογικές συνήθειες, όπως η φουστανέλα των εικόνων του αγίου Γεωργίου του εν Ιωαννίνοις. Αλλά και η υμνολογία τους ακολουθεί τον ίδιο δρόμο, καθώς μάλιστα οι περισσότερες από τις ακολουθίες που έχουν συντεθεί γι’ αυτούς παραμένουν ανέκδοτες σε χειρόγραφους κώδικες. Σε κάθε περίπτωση, ο παλαιός οίνος έχει μπει σε νέους ασκούς, σύμφωνα με μια πρακτική γνωστή από παλιά στον ελληνικό πολιτισμό.