Μας λέγει ο Απόστολος Παύλος: «Έσονται γαρ άνθρωποι φίλαυτοι, φιλάργυροι, αλαζόνες, υπερήφανοι» (Β Τιμ. γ , 2).
Τονίζει λοιπόν ο Απόστολος Παύλος ότι στους εσχάτους καιρούς οι άνθρωποι θα είναι φίλαυτοι, φιλάργυροι, αλαζόνες, υπερήφανοι…
Τονίζει λοιπόν ο Απόστολος Παύλος ότι στους εσχάτους καιρούς οι άνθρωποι θα είναι φίλαυτοι, φιλάργυροι, αλαζόνες, υπερήφανοι…
• Ο Αγ. Ιωάννης της Κλίμακος μας συμβουλεύει ότι η υπερηφάνεια είναι
άρνηση του Θεού, εφεύρεση των δαιμόνων, εξουθένωση των ανθρώπων και
μητέρα της κατακρίσεως…
• Ο ι. Χρυσόστομος στην ΚΑ Ὁμιλία του «ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ», αναφερόμενος στον αλαζόνα άνθρωπο λέγει:
«Γιατί λοιπόν, πες μου, τεντώνεις το λαιμό σου; Γιατί βαδίζεις πατώντας
στις άκρες των νυχιών σου; Γιατί σηκώνεις τα φρύδια σου; Γιατί
φουσκώνεις το στήθος σου; Μία τρίχα δεν μπορείς να την κάνης άσπρη η
μαύρη, και αεροβατείς έτσι, σαν να εξουσιάζης τα πάντα; Ίσως ήθελες να
φυτρώσουν και φτερά σε σένα, για να μη βαδίζης επάνω στη γη. Ίσως
επιθυμείς να είσαι τέρας! Μα μήπως τώρα δεν έκανες τον εαυτό σου τέρας,
αφού, ενώ είσαι άνθρωπος, προσπαθείς να πετάς; Η καλύτερα, αφού πετάς
από μέσα σου και φλογίζεσαι από παντού; Τι να σε ονομάσω και να σου
αφαιρέσω την αλαζονεία; Να σε ονομάσω στάχτη και σκόνη και καπνό και
κονιορτό; Ονόμασα την ευτέλειά σου, δεν συνέλαβα όμως ακριβώς την εικόνα
που ήθελα. Καθ’ όσον θέλω να παρουσιάσω και τη φλόγωσή τους κι όλη τους
τη ματαιοδοξία.
• Στο Γεροντικό διδασκόμεθα πως να οδηγηθούμε στην ταπείνωση.
«Ένας αδελφός συμβουλεύθηκε τον Αββά Σισώη, λέγοντας: «Βλέπω στον εαυτό
μου, ότι η μνήμη του Θεού παραμένει μέσα μου». Του λέγει ο γέρων: «Δεν
είναι μεγάλο πράγμα το να βρίσκεται ο λογισμός σου με τον Θεό. Μεγάλο
πράγμα είναι το να βλέπης τον εαυτό σου κάτω από όλη τη δημιουργία.
Γιατί αυτό και ο σωματικός κόπος οδηγούν στην άσκηση της
ταπεινοφροσύνης».
• Στον Άγιο Μακάριο, τον Αιγύπτιο αναφέρεται ότι κάποτε, ένας γέροντας
μοναχός κατέβαινε από το βουνό με τον υποτακτικό του στην πόλη. Όπως
κατέβαιναν λοιπόν, αριστερά του δρόμου βρισκόταν ένα ψόφιο ζώο, και
καλοκαίρι, όπως ήταν, βρωμούσε. Μπροστά τους όμως πήγαινε ένας ψηλός, ο
οποίος πέρασε χωρίς να πιάση τη μύτη του από τη βρώμα, ενώ αυτοί, αν δεν
έπιαναν τη μύτη τους, δεν μπορούσαν να περάσουν.
Τους έκανε εντύπωση, επειδή αυτός δεν έπιασε τη μύτη του, δεν είπαν
τίποτα όμως μεταξύ των. Προχωρούν πιο κάτω και βρίσκουν ένα σκύλο ψόψιο,
το ίδιο αυτός ο ψηλός, δεν έπιασε την μύτη του, αυτοί οι δύο
ξαναπιάσανε τη μύτη τους.
Προχωρούν φτάνουν προς την πόλη, πάντοτε δε ο ψηλός προπορεύετο. Από την
πόλη όμως ερχόταν μια κοπέλλα, ωραία ντυμένη, ωραία όπως εμείς
νομίζουμε.
Όταν πλησίαζε αυτή, αυτός πιάνει την μύτη του. Του μικρού υποτακτικού του φάνηκε περίεργο, και ρωτάει τον γέροντα.
– Γέροντα είδες τίποτα;
– Κάτι είδα, λέει.
– Τι είναι αυτό; περάσαμε από το ζώο το ψόφιο και από τον σκύλο τον
ψόφιο, δεν έπιασε τη μύτη του, τώρα που έρχεται η κοπέλλα αυτή από εκεί,
τόσο ωραία κ.λπ. πιάνει τη μύτη του, τι συμβαίνει;
– Του λέει, τρέξε να τον φτάσουμε. Πλησιάζουν λοιπόν και του λένε•
– Ευλόγησον, όπως ομιλούν αυτοί στη γλώσσα τους.
– Ο Κύριος να ευλογή.
– Θέλουμε να σε παρακαλέσουμε να μας πης τι είσαι; άνθρωπος η τίποτα άλλο;
– Γιατί ρωτάτε.
– Όταν περάσαμε από τις βρωμιές αυτές δεν έπιασες τη μύτη σου, και την πιάνεις τώρα που έρχεται η γυναίκα αυτή;
– Εγώ είμαι άγγελος, λέει, δεν είμαι άνθρωπος και με έστειλε ο Θεός να
σας δείξω τι του βρωμάει. Δεν του βρωμάει η βρωμιά αυτή, αλλά του
βρωμάει η βρώμα του εγωϊσμού, που έρχεται από κει, όλα αυτά που έχει
φτιάξει αυτή στο κεφάλι της και όπως αυτή έχει ντυθή βρωμάνε του Θεού
και γι’ αυτό με έστειλε• και είναι μια αλήθεια αυτό το πράγμα.
Εμείς πλανώμεθα, βλέπουμε το εξωτερικό, βλέπουμε τον εαυτόν μας όμορφο,
σαν το παγώνι που κοιτάζεται, βλέπουμε τα ρούχα μας τα ωραία, με την
τελευταία μόδα, το παράστημά μας, ακούμε τη φωνή μας, δεν βλέπουμε όμως
τη βρώμικη ψυχή μας, αυτό είναι που κάνει ζημιά.
Ο Θεός δεν βλέπει τα εξωτερικά, αλλά τα εσωτερικά».