Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2019

«Πα­πάς α­ρά­σω­τος, δεν εί­ναι πα­πάς»


Ασκητές μέσα στον κόσμο –
Πατήρ Βασίλειος Τρομπούκης
Μέρος Α’
Γεν­νή­θη­κε τό 1902 στό χω­ριό Σφη­κιά Ἠ­μα­θί­ας ἀ­πό λευ­ϊ­τι­κή οἰ­κο­γέ­νεια. Ὁ πα­τέ­ρας του ὠ­νο­μα­ζό­ταν Ἰ­ω­άν­νης, ἦ­ταν ἱ­ε­ρέ­ας καί Πνευ­μα­τι­κός. Ἐ­πί­σης ὁ παπ­ποῦς καί ὁ προ­πάπ­πος του ἦ­ταν ἱ­ε­ρεῖς κα­θώς καί ὁ ἀ­δελ­φός του Ἀ­θα­νά­σιος, ὅ­πως καί ἕ­νας ἀ­νε­ψιός του. Ἦ­ταν ἐ­πι­θυ­μία­ τοῦ Βα­σι­λεί­ου νά συ­νε­χι­σθῆ αὐ­τή ἡ πα­ρά­δο­ση.

Ἐ­νυμ­φεύ­θη μί­α σε­μνή κό­ρη ἀ­πό τό ἴ­διο χω­ριό, τήν Γι­αν­νού­λα, καί ἀ­πέ­κτη­σαν ἐν­νέ­α τέ­κνα. Τό ἕ­να πέ­θα­νε σέ ἡ­λι­κί­α δυ­ό ἐ­τῶν.
Ἀπό τίς δι­δα­χές τοῦ ἁγί­ου Κο­σμᾶ πού ἀ­γα­ποῦ­σε καί δι­ά­βα­ζε πο­λύ, ἔ­μα­θε ὅ­τι πρέ­πει με­τά τά σα­ράντα νά χει­ρο­το­νοῦνται οἱ ἱε­ρεῖς, γιά νά εἶ­ναι ὥ­ρι­μοι. Πῆ­γε σέ ἱε­ρα­τι­κή σχο­λή ἀλλά καί πολ­λά ἔ­μα­θε ἀπό τόν πα­τέ­ρα του, τόν π. Ἰ­ω­άν­νη. Με­τά χει­ρο­το­νή­θη­κε διά­κο­νος, ὕστερα ἱ­ε­ρέ­ας καί λει­τουρ­γοῦ­σε στό χω­ριό του ὅπου τόν το­πο­θέ­τη­σαν ἐ­φη­μέ­ριο.
Ἀ­πό τήν πρώ­τη μέ­ρα πού φό­ρε­σε τό ρά­σο ἔ­κο­ψε γι­ά πάντα τό τσι­γά­ρο. Ἔ­κα­νε συμ­φω­νί­α μέ τήν σύ­ζυ­γό του, τήν πρε­σβυ­τέ­ρα Γι­αν­νού­λα, ἀ­φοῦ ἔ­φε­ραν ἐν­νέ­α παι­διά στόν κό­σμο, στό ἑ­ξῆς νά ζοῦν μέ ἐγ­κρά­τεια σάν ἀ­δέλ­φια καί νά κοι­μοῦνται χω­ρι­στά. Κρά­τη­σαν τήν συμ­φω­νί­α μέ­χρι τήν κοί­μη­σή τους. Γιά­ νά πει­σθῆ καί ἡ πρε­σβυ­τέ­ρα νά κοι­μοῦνται σέ χω­ρι­στά κρεβ­βά­τια, τρεῖς φο­ρές ἔ­σπα­σε τό κρεβ­βά­τι ἀ­πό μό­νο του, χω­ρίς αἰ­τί­α, ὅ­ταν πή­γαι­νε νά κοι­μη­θῆ ὁ παπα–Βα­σί­λης. «Ἐ­σύ στήν γω­νιά σου καί ἐ­γώ στήν δι­κή μου», τῆς εἶ­πε ὁ παπα–Βα­σί­λης.
Ὅ­λα τά χρό­νια τῆς ἱ­ε­ρα­τι­κῆς του δι­α­κο­νί­ας δέν εἶ­δε κα­νέ­νας τόν π. Βα­σί­λει­ο χω­ρίς ζω­στι­κό, ἀ­κό­μη καί ἡ πρε­σβυ­τέ­ρα. Καί ὅ­ταν ὡς ἄν­θρω­πος πή­γαι­νε νά πλυ­θῆ, πή­γαι­νε μέ τό ζω­στι­κό. Τό ἔ­λε­γε καί τό ἐν­νο­οῦ­σε: «Πα­πᾶς ἀ­ρά­σω­τος, δέν εἶ­ναι πα­πᾶς». Ἀ­κό­μη καί τό κα­λυ­μμαύ­χι του δέν τό ἔ­βγα­ζε πο­τέ, πα­ρά μό­νο στό δω­μά­τιό του.
Ἦ­ταν πο­λύ προ­σε­κτι­κός στήν ζω­ή του καί ἰ­δι­αί­τε­ρα εὐ­λα­βής. Με­τά ἀ­πό τήν θεί­α Λει­τουρ­γί­α δέν πή­γαι­νε σέ ξέ­νο σπί­τι. Πάντα ἐ­πέ­στρε­φε στό σπί­τι το­υ ὅπου εἶ­χε χω­νευ­τή­ρι, ὅ­πως τό ὠνό­μα­ζε ὁ ἴδιος, καί ἐ­κεῖ ἔ­πλυ­νε μό­νος του τό πρῶ­το φλυτ­ζά­νι καί τό πρῶ­το πο­τή­ρι πού θά χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σε με­τά τήν κα­τά­λυ­ση τῶν Ἀ­χράντων Μυ­στη­ρί­ων. Ἀρ­γό­τε­ρα ὅ­ταν γή­ρα­σε, αὐ­τό τό ἔ­κα­ναν οἱ δι­κοί του. Δέν τούς ἄ­φη­νε νά πλύ­νουν τά πρῶ­τα σκεύ­η πού χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σε στό νε­ρο­χύ­τη, ἀλ­λά στό χω­νευ­τή­ρι τοῦ σπι­τιοῦ του. Ὁ ἴ­διος δέν πλε­νό­ταν τήν ἴ­δια μέ­ρα, οὔ­τε καί τά γέ­νεια του ἔ­πλυ­νε. Εἶ­χε μί­α πε­τσέ­τα πού τά σκού­πι­ζε καί ὅ­ταν λε­ρω­νό­ταν τήν ἔ­και­γε. Νή­στευ­ε Δευ­τέ­ρα, Τε­τάρ­τη καί Πα­ρα­σκευ­ή καί ὅ­λες τίς Σα­ρα­κο­στές καί ἀ­πό λά­δι. Τό συ­νη­θι­σμέ­νο του φα­γη­τό αὐ­τές τίς ἡ­μέ­ρες ἦ­ταν τσά­ϊ μέ πα­ξι­μά­δι, πα­τά­τες καί κρεμ­μύ­δια ψη­μέ­να στά κάρ­βου­να.
Ὁ πα­πα–Βα­σί­λης εἶ­χε φό­βο Θε­οῦ καί ἀ­γα­ποῦ­σε πο­λύ τήν προ­σευ­χή. Πάντα προ­σευ­χό­ταν. Τό κα­θη­με­ρι­νό του τυ­πι­κό ἦ­ταν ὡς ἑ­ξῆς: Ξυ­πνοῦ­σε στίς 4.00 τή νύ­χτα. Τόν χει­μῶ­να ἄ­να­βε τήν ξυ­λό­σομ­πα, ἔ­βα­ζε τό πε­τρα­χή­λι καί δι­ά­βα­ζε προ­σευ­χές μέ­χρι τίς 6.30΄ τό πρωΐ. Με­τά ἔ­παιρ­νε τό ρά­σο του, πή­γαι­νε στήν Ἐκ­κλη­σί­α καί δι­ά­βα­ζε τήν ἀ­κο­λου­θί­α. Τό ἀ­πό­γευ­μα ἔ­κα­νε τόν Ἑ­σπε­ρι­νό. Κα­θη­με­ρι­νῶς εἴ­τε χι­ό­νι­ζε εἴ­τε ἔ­βρε­χε, δέν ἄ­φη­νε τήν Ἐκ­κλη­σί­α καί τίς ἀ­κο­λου­θί­ες του.
Στήν ἀ­κο­λου­θί­α καί ἰδι­αί­τε­ρα στήν Λει­τουρ­γί­α ἦταν προ­σε­κτι­κός, δέν βια­ζό­ταν, ἀφω­σι­ω­νό­ταν ὁ­λό­κλη­ρος. Ὁ π. Βα­σί­λει­ος ἦ­ταν σο­βα­ρός καί ἱ­ε­ρο­πρε­πής, καί αὐ­τό τό με­τέ­δι­δε καί στά παι­δά­κια πού τόν δια­κο­νοῦ­σαν στό ἱε­ρό. Ὅ­ταν ὁ ψάλ­της πα­ρέ­λει­πε κά­ποια τρο­πά­ρια, ὁ π. Βα­σί­λει­ος στε­νο­χω­ρι­ό­ταν. Ἀ­πό λε­πτό­τη­τα ὅ­μως δέν τοῦ ἔ­κα­νε πα­ρα­τη­ρή­σεις, ἔ­βγαι­νε στό ἀ­να­λό­γιο καί τά ἔ­λε­γε ὁ ἴ­διος. Ὅ­ταν εἶ­χε κα­νέ­να ξέ­νο ψάλ­τη, τά ἔ­λε­γαν ὅ­λα καί ἀρ­γοῦ­σε νά τε­λει­ώ­ση.
Κά­πο­τε, ἐνῶ εἶ­χε ἀ­ναμ­μέ­νο τό “­μο­νό­κε­ρο­” (εἰ­σο­δι­κό) μπρο­στά στήν εἰ­κό­να τῆς Πα­να­γί­ας καί προ­σευ­χό­ταν, ἔ­γει­ρε τό κε­ρί καί πῆ­ραν φω­τιά τά ἄμ­φιά του. Ὁ π. Βα­σί­λει­ος ἀ­φο­σι­ω­μέ­νος ὅ­πως ἦ­ταν στήν προ­σευ­χή δέν πῆ­ρε εἴ­δη­ση. Κά­η­κε σχε­δόν τό με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος ἀ­πό τό φαι­λό­νι ἐ­κτός ἀ­πό τόν πόλο (τήν εἰ­κό­να τοῦ Χρι­στοῦ), τό στι­χά­ρι του, μέ­ρος ἀ­πό τό ζω­στι­κό του, λί­γο τό σακ­κά­κι του, λί­γο ἡ φα­νέλ­λα του καί ἔ­φθα­σε μέ­χρι τό δέρ­μα του, ἀλ­λά δέν κα­τά­λα­βε τί­πο­τε. Ἔ­βγα­λε με­τά τά ἄμ­φιά του, τά δί­πλω­σε καί πά­λι δέν κα­τά­λα­βε τί εἶ­χε συμ­βῆ. Ὅ­ταν γύ­ρι­σε στό σπί­τι, τοῦ τό εἶ­παν, τό δι­α­πί­στω­σε δέ καί ὁ ἴ­διος ὅ­τι ἡ φω­τιά ἔ­φθα­σε μέ­χρι τό σῶ­μα του, καί τό­τε εἶ­πε: «Σ᾿ εὐ­χα­ρι­στῶ, Πα­να­γί­α μου, πού μέ φύ­λα­ξες καί δέν ἔ­πα­θα τί­πο­τε χει­ρό­τε­ρο».
Λει­τουρ­γοῦ­σε συ­χνά, ἀ­κό­μη καί σέ μι­κρές γι­ορ­τές, καί ἂς ἦ­ταν σχεδόν μό­νος του στήν Ἐκ­κλη­σί­α. Εἶ­χε τή νε­ω­κό­ρο, μί­α για­γιά πού ἦ­ταν πάντα στήν Ἐκ­κλη­σί­α, καί τόν ψάλ­τη. Ὅ­ταν δέν εἶ­χε ψάλ­τη ἔ­βα­ζε τά μι­κρά παι­διά νά τά λέ­νε δι­α­βα­στά. Πό­σες λει­τουρ­γί­ες ἔ­κα­νε μέ τά ἀ­θῶ­α παι­δά­κια μό­νος του καί μέ τούς Ἀγ­γέ­λους!
Ὁ π. Βασίλειος Τρομπούκης
 Ἀ­πό κη­δεῖ­ες καί μνη­μό­συ­να πο­τέ δέν ἔ­παιρ­νε χρή­μα­τα. Μό­νο ἀ­πό γά­μους καί βα­φτί­σια, ἄν τοῦ ἔ­δι­ναν, ἔ­παιρ­νε πέντε δραχ­μές καί τίς τρεῖς τίς ἔ­δι­νε στήν Ἐκ­κλη­σί­α. Ἐ­ξη­γοῦ­σε ὅ­τι σ᾿ αὐ­τά τά εὐ­χά­ρι­στα γε­γο­νό­τα γιά τά ὁποῖα γί­νονται τό­σα ἔ­ξο­δα, μπο­ρεῖ νά παίρ­νη κά­τι καί ὁ πα­πᾶς.
Ὅ­ταν ἔ­βγαι­νε ὁ δί­σκος στήν Ἐκ­κλη­σί­α, πρῶ­τα ὁ ἐ­πί­τρο­πος περ­νοῦ­σε ἀ­πό τόν Ἱ­ε­ρέ­α καί με­τά ἔρ­ρι­χναν οἱ ἄλ­λοι.
Ὅ­ταν ἔ­παιρ­νε τόν μι­σθό του, τόν μι­σό τόν ἔ­δι­νε σέ φτω­χούς. Πα­ρα­πο­νι­ό­ταν ὁ γυι­ός του λέ­γοντας ὅ­τι ἔ­χουν ἀ­νάγ­κες καί ὁ π. Βα­σί­λει­ος, ὁ φτω­χός καί πο­λύ­τε­κνος, ἔ­λε­γε: «Ὑ­πάρ­χουν ἄλ­λοι πού ἔ­χουν με­γα­λύ­τε­ρες ἀ­νάγ­κες. Ἐ­μεῖς, δό­ξα τῷ Θε­ῷ, κα­λά εἴ­μα­στε».
Ἀ­γα­ποῦ­σε καί φρόντι­ζε γι­ά τήν εὐ­πρέ­πεια τοῦ οἴ­κου τοῦ Κυ­ρί­ου. Ὅ­ταν εἶ­χε ἐρ­γά­τες γι­ά νά συντη­ρήση καί νά ἀ­να­και­νί­ση τίς ἕ­ξι Ἐκ­κλη­σί­ες τοῦ χω­ριοῦ, πάντα δού­λευ­ε καί ὁ ἴ­διος καί τούς βο­η­θοῦ­σε.
Ὁ πα­πα–Βα­σί­λης εἶ­χε χά­ρι Θε­οῦ. Ἡ πί­στη του ἦ­ταν ἁ­πλῆ, ζωντα­νή καί με­γά­λη. Ἡ εὐ­χή του ἔ­κα­νε θαύ­μα­τα. Τόν κα­λοῦ­σαν νά δι­α­βά­ση εὐ­χές σέ ἀρ­ρώ­στους καί θε­ρα­πεύ­ονταν. Ἔ­βα­ζε τό χέ­ρι του μέ τό πε­τρα­χή­λι στό κε­φά­λι τοῦ ἀρ­ρώ­στου καί δέν τὄ­παιρ­νε, ἂν δέν ση­κω­νό­ταν ὁ ἄρ­ρω­στος.
Κά­θε δε­κα­πέντε ἡ­μέ­ρες ἔ­κα­νε εὐ­χέ­λαι­ο καί ἁ­για­σμό στήν Ἐκ­κλη­σί­α γι­ά νά μα­ζεύ­ω­νται οἱ χρι­στια­νοί. Ἐλ­λεί­ψει ψαλ­τῶν ἔ­βα­ζε τά μι­κρά παι­διά νά δια­βά­ζουν. Αὐ­τά τά ἔ­λε­γαν συλ­λα­βι­στά καί ὁ π. Βα­σί­λει­ος πε­ρί­με­νε μέ ὑ­πο­μο­νή. Πή­γαι­νε σέ ὅ­λα τά σπί­τια ὅ­ταν τόν κα­λοῦ­σαν, χω­ρίς νά γογ­γύ­ζη. Πο­τέ δέν ἔ­παιρ­νε χρή­μα­τα. Ἂν τοῦ ἔ­βα­ζαν κά­τι στήν τσέ­πη καί ἐ­πέ­με­ναν νά τό πά­ρη «γι­ά νά πια­στῆ», ὅ­πως ἔ­λε­γαν, τά ἔ­παιρ­νε καί με­τά τά ἔρ­ρι­χνε στό πα­γκά­ρι τῆς ἐκ­κλη­σί­ας.
Ὅ­ταν μά­θαι­νε ὅ­τι κά­ποι­α οἰ­κο­γέ­νεια εἶ­χε προ­βλή­μα­τα, ἀ­πό μό­νος του δι­ά­βα­ζε εὐ­χές κά­θε μέ­ρα μέ­χρι νά δῆ ὅ­τι ξε­πε­ρά­στη­καν τά προ­βλή­μα­τα. Ὡς κα­λός καί ὄ­χι μι­σθω­τός ποι­μέ­νας ἀ­γρυ­πνοῦ­σε καί προ­σευχό­ταν γι­ά τά λο­γι­κά του πρό­βα­τα. Ἀ­κό­μα καί ὅ­ταν ἀρ­ρώ­σται­ναν τά ἄ­λο­γα κτή­νη τόν κα­λοῦ­σαν νά δι­α­βά­ση εὐ­χή. Ἔ­παιρ­νε τό πε­τρα­χή­λι, τό Εὐ­χο­λό­γιο καί τήν εἰ­κό­να τοῦ ἁ­γίου Μο­δέ­στου. Ἔβα­ζε τήν εἰ­κό­να στό πα­χνί καί δι­ά­βα­ζε μέ­χρι πού καί τό τε­λευ­ταῖ­ο ζῶ­ο θά γι­νό­ταν κα­λά. Οἱ εὐ­ερ­γε­τη­θέντες ἀ­πό εὐ­γνω­μο­σύ­νη τοῦ πή­γαι­ναν δῶ­ρα, δυό­ αὐ­γά, ἕ­να κι­λό σι­τά­ρι κ.ἄ., ἀλ­λά χρή­μα­τα δέν ἔπαιρ­νε, για­τί ἔ­λε­γε ὅ­τι ἡ εὐ­χή εἶ­ναι δω­ρε­άν.
Ὅ­ταν εἶ­χε ἀ­νομ­βρί­α ἔ­φερ­ναν στό χω­ριό τά Λεί­ψα­να τοῦ ἁ­γί­ου Συ­με­ών τοῦ Στυ­λί­του καί τοῦ ἁ­γί­ου Κλή­μεντος Ἀ­χρί­δος. Χτυ­ποῦ­σε ἡ καμ­πά­να καί ἔ­βγαι­ναν ὅ­λοι οἱ κά­τοι­κοι τοῦ χω­ριοῦ γι­ά νά ὑ­πο­δε­χθοῦν τά ἅ­για Λεί­ψα­να. Με­τά γι­νό­ταν ἡ λι­τα­νεί­α σέ ὅ­λο τό χω­ριό. Πρίν φθά­σουν στήν πλα­τεῖα γι­ά νά μποῦν στήν ἐκ­κλη­σί­α τῶν ἁ­γί­ων Κων­σταντί­νου καί Ἑ­λέ­νης ἄρ­χι­ζε ἡ βρο­χή. Μα­ζί τους βέ­βαι­α εἶ­χαν τίς ὀ­μπρέλ­λες, για­τί πάντα ἔ­βρε­χε κα­ταρ­ρα­κτω­δῶς.
Κά­ποι­α οἰ­κο­γέ­νεια φύ­τε­ψε ἕ­να χω­ρά­φι ἕ­ξι στρεμ­μά­των κα­πνό μέ πο­λύ κό­πο. Κου­βα­λοῦ­σαν τό νε­ρό μέ τά ζῶ­α καί τα­λαι­πω­ρή­θη­καν γι­ά εἴ­κο­σι μέ­ρες. Ὅ­ταν πῆ­γαν νά σκα­λί­σουν τόν κα­πνό εἶ­δαν ὅτι τόν εἶ­χε κό­ψει τό σκου­λή­κι. Τό ἔ­μα­θε ὁ κα­λός καί πο­νό­ψυ­χος πα­πα–Βα­σί­λης καί λυ­πή­θη­κε τόν κό­πο τους. Πῆ­γε, δι­ά­βα­σε εὐ­χές, ἔ­κα­νε ἁ­για­σμό καί σταύ­ρω­σε τό χω­ρά­φι. Σέ μί­α βδο­μά­δα πρα­σί­νι­σε τό χω­ρά­φι καί ξα­να­φύ­τρω­σε ὁ κα­πνός. Δι­η­γοῦνται οἱ ἴδιοι ὅ­τι μέ­χρι σή­με­ρα τό φυ­τεύ­ουν κα­πνό καί δέν βγά­ζει σκου­λή­κια.
Ὁ ἐγ­γο­νός του Ἰ­ω­άν­νης τρεῖς φο­ρές ἀρ­ρώ­στη­σε βα­ριά μέ­χρι θα­νά­του καί εἶ­χαν πι­στέ­ψει ὅ­τι πέ­θα­νε, ἀλ­λά καί τίς τρεῖς φο­ρές ση­κώ­θη­κε μέ τήν εὐ­χή τοῦ παπα–Βα­σί­λη. Τήν πρώ­τη φο­ρά ἦ­ταν μι­κρός, ἑ­νά­μι­σι χρό­νου. Εἶ­χε σπα­σμούς, ἔ­βγα­ζε ἀ­φρούς ἀ­πό τό στό­μα του καί σει­ό­ταν ὁ­λό­κλη­ρος. Ἄρ­χι­σε ὁ πα­τήρ Βα­σί­λει­ος νά τόν δι­α­βά­ζη, ἐ­νῶ ἡ μάν­να τοῦ παι­διοῦ καί ἡ θεί­α του πί­στευ­αν ὅ­τι εἶ­χε πε­θά­νει, για­τί ἠ­ρέ­μη­σε καί φο­βό­νταν μήν πα­γώ­ση. Ἄ­να­ψαν κε­ρί καί ἑ­τοί­μα­ζαν τά ἀ­πα­ραί­τη­τα γι­ά τήν κη­δεί­α. Ἀλ­λά ὁ π. Βα­σί­λει­ος εἶ­χε τό κε­φα­λά­κι του σφι­χτά κρα­τη­μέ­νο μέ τό πε­τρα­χή­λι καί τίς ἔ­κα­νε νό­η­μα νά τοῦ ἀ­φή­σουν τό παι­δί (ὅ­ταν δι­ά­βα­ζε τίς εὐ­χές δέν μι­λοῦ­σε σέ κα­νέ­να). Τό δι­ά­βα­σε πά­νω ἀ­πό τρεῖς ὧ­ρες μέ­χρι πού ση­κώ­θη­κε.
Τήν δεύ­τε­ρη φο­ρά ἔ­πα­θε τά ἴ­δια καί χτύ­πη­σαν καί οἱ καμ­πά­νες πέν­θι­μα. Με­τά ἀ­πό τούς σπα­σμούς ἦ­ταν σέ ἀ­κι­νη­σί­α, ἔ­βγα­ζε ἀ­φρούς καί τά μά­τια του ἦ­ταν γυ­ρι­σμέ­να. Οἱ γι­α­γιά­δες ἔ­λε­γαν ὅ­τι κα­τά­πι­ε τήν γλῶσ­σα του καί πέ­θα­νε. Ἄ­να­ψαν κε­ρί καί βι­ά­ζονταν νά τό ντύ­σουν γι­ά νά μήν πα­γώ­ση. Ὁ π.Βα­σί­λει­ος συ­νέ­χι­σε ἀ­νε­πη­ρέ­α­στος νά δι­α­βά­ζη. Με­τά τό παι­δί ση­κώ­θη­κε καί πῆ­γε νά παί­ξη μέ τά ἄλ­λα παι­διά σάν νά μήν εἶ­χε συμ­βῆ τί­πο­τε. Τό ἴ­διο ἐ­πα­νε­λή­φθη καί γι­ά τρί­τη φο­ρά.
Δι­η­γεῖ­ται ἡ ἐγ­γο­νή του Ἰ­ου­λί­α: «Ἤ­μα­σταν τρία ἀ­δέλ­φια. Σέ για­τρό δέν μᾶς πῆ­γαν πο­τέ. Φάρ­μα­κα δέν ξέ­ρα­με, οὔ­τε για­τρούς. Ὁ παπποῦς μας (παπα–Βα­σί­λης) ἦ­ταν ὁ για­τρός. Ἡ εὐ­χή πού δι­ά­βα­ζε μέ τό πε­τρα­χή­λι σή­κω­νε ὅ­λους τούς ἀρ­ρώ­στους. Ἐ­πέ­με­νε στίς προ­σευ­χές. Ὅ­που καί νά τόν κα­λοῦ­σαν πή­γαι­νε ἀκόμη καί μέ δυ­ό μέ­τρα χι­ό­νι˙ ἐκεῖ δι­ά­βα­ζε μέ­χρι νά ση­κω­θῆ ὁ ἄρ­ρω­στος. Ἔρ­χονταν ἀ­σθε­νεῖς καί ἀ­πό τά γύ­ρω χω­ριά γι­ά νά τούς δι­α­βά­ση».
Τό ἔ­τος 1974, τήν ἡ­μέ­ρα τοῦ προ­φή­τη Ἠ­λί­α, ἔ­γι­νε ἡ εἰσβολή τῶν Τούρκων στήν Κύπρο καί οἱ νέ­οι τοῦ χω­ριοῦ ἐ­πι­στρα­τεύ­θη­καν. Οἱ τρεῖς γυι­οί τοῦ παπα–Βα­σί­λη πε­ρί­με­ναν νά τούς κα­λέ­σουν κι αὐ­τούς καί σκέ­φθη­καν νά φέ­ρουν με­ρι­κές μπά­λες τρι­φύλ­λι καί ἄ­χυ­ρο, γι­ά νά ἔ­χουν νά τα­ΐ­ζουν τά ζῶ­α οἱ γυ­ναῖ­κες στήν ἀ­που­σί­α τους. Ὁ παπα–Βα­σί­λης λει­τουρ­γοῦ­σε καί ἔ­φθα­σε ἡ εἴ­δη­ση ὅ­τι οἱ γυι­οί του ἔπε­σαν μέ τό τρα­κτέρ σέ μί­α κα­τη­φό­ρα καί τό τρα­κτέρ ἔ­κα­νε τοῦμ­πες. Ὅ­λο τό ἐκ­κλη­σί­α­σμα βγῆ­κε ἔξω πρίν τε­λει­ώ­ση ἡ θεί­α Λει­τουρ­γία καί κα­νείς δέν πῆ­ρε ἀντί­δω­ρο. Ὅ­λοι τους ψι­θύ­ρι­σαν: «Μά τί πα­τέ­ρας εἶ­ναι αὐ­τός πού δέν βγαί­νει νά δῆ τί ἔ­πα­θαν τά παι­διά του;».
Πε­ρί­με­ναν νά τούς βροῦν σκο­τω­μέ­νους ἀλ­λά κα­νείς τους δέν ἔ­πα­θε τί­πο­τε, μό­νο ὁ ἕ­νας γδάρ­θη­κε στήν μέ­ση καί ρά­γι­σε ἕ­να πλευ­ρό.
Ὁ παπα–Βα­σί­λης ἤ­ρε­μος καί προ­σευ­χό­με­νος, ἀφοῦ ἔ­κα­νε καί τήν κα­τά­λυ­ση, βγῆ­κε ἀ­πό τό να­ό. Τόν ρώ­τη­σε κά­ποι­α: «Πα­πᾶ, θά χα­νό­ταν ἡ Ἐκ­κλη­σί­α, ἂν ἔ­βγαι­νες νά δῆς τί ἔ­πα­θαν τά παι­διά σου;», καί ἀ­πάντη­σε ὁ παπα–Βα­σί­λης: «Κα­λά πού ἤ­μουν μέ­σα στήν Ἐκ­κλη­σί­α δι­ό­τι, ἂν ἤ­μουν ἔ­ξω, ἀ­λή­θεια θά σκο­τώ­νονταν καί τά τρί­α».
Ἡ ἐγ­γο­νή του Ἰ­ου­λί­α δι­η­γεῖ­ται: «Ὅ­ταν ἤ­μουν ἑ­νός ἔ­τους εἶ­χα βγά­λει σπυ­ριά πρῶ­τα στό κε­φά­λι καί με­τά σ᾿ ὅ­λο τό σῶ­μα. Ἐ­γώ βέ­βαι­α δέν τό θυ­μοῦ­μαι ἀλ­λά μοῦ τό ἔ­λε­γαν ὁ παπ­ποῦς μου (πα­πα–Βα­σί­λης) καί ὁ πα­τέ­ρας μου.
»Τά σπυ­ριά ἔ­τρε­χαν πύ­ον καί μέ­χρι ἑ­νά­μι­σι ἔτους δέν εἶ­χα βγά­λει τρί­χα στό κε­φά­λι, ἀ­κό­μη οὔ­τε μα­τό­κλα­δα εἶ­χα. Μέ δι­ά­βα­ζε ὁ παπποῦς, ἀλ­λά οἱ γο­νεῖς μου ἤ­θε­λαν νά μέ πᾶ­νε καί σέ για­τρό. Μέ πῆ­γαν καί στούς για­τρούς καί για­τρειά δέν εὕ­ρι­σκα.
»Οἱ για­τροί εἶ­παν: “Τό παι­δί θά πε­θά­νει”. Εἶ­χα φα­γού­ρα με­γά­λη καί ἔ­ξυ­να συ­νέ­χεια τό κε­φά­λι. Ἀκό­μα φαί­νε­ται τό ση­μά­δι στό πί­σω μέ­ρος τοῦ κε­φα­λιοῦ μου.
»Ἕ­να πρω­ϊ­νό ἐ­νῶ ἡ για­γιά μου ἄ­να­βε τήν σό­μπα καί ὁ παπ­ποῦς δι­ά­βα­ζε μπρο­στά στό εἰ­κο­νο­στά­σι, ὁ πα­τέ­ρας μου ξά­πλω­σε καί εἶ­δε στό ὄ­νει­ρό του τόν ἅ­γιο Γε­ώρ­γιο, ὡς κα­βαλ­λά­ρη, νά τοῦ λέ­η: “Ὅ­που καί νά πᾶς τό κο­ρί­τσι σου δέν θά βρεῖ για­τρειά, για­τί τό φάρ­μα­κο τό ἔ­χω ἐ­γώ. Νά ᾿ρθῆς νά μ᾿ ἀ­νά­ψης τό καντή­λι νά δῶ λί­γο φῶς. Θά τῆς ἀ­φή­σω ἕ­να σπυ­ρά­κι μό­νο γι­ά νά μέ θυ­μᾶ­ται πάντο­τε­”.
»Ὁ παπποῦς ἄ­κου­σε τό ὄ­νει­ρο τοῦ πα­τέ­ρα μου. Ἀ­μέ­σως πή­γα­με καί κά­να­με θεί­α Λει­τουρ­γί­α. Γι­ά τρεῖς μέ­ρες ἤ­μουν τυ­λιγ­μέ­νη στό σεντό­νι, οὔ­τε κου­νι­ό­μουν οὔ­τε ἔ­κλαι­γα, μό­νο κοι­μό­μουν. Με­ρι­κοί συγ­γε­νεῖς πού μέ ἔ­βλε­παν ἔ­τσι, ἔ­λε­γαν: “Πέ­θα­νε, θάψ­τε το”. Ὁ παπποῦς ἔ­λε­γε: “Ἀ­φῆ­στε το νά γί­νη ὅ­πως εἶ­πε ὁ ἅ­γιος Γε­ώρ­γιος”.
»Μό­λις μέ ξε­τύ­λι­ξαν, τό σῶ­μα μου ἦ­ταν τε­λεί­ως κα­θα­ρό, τά σπυ­ριά εἶ­χαν ἐ­ξα­φα­νι­σθῆ ὅ­λα, ἐ­κτός ἀ­πό ἕ­να πί­σω στό κε­φά­λι, καί ἄρ­χι­σαν νά βγαί­νουν καί τά μαλ­λιά μου».
Κά­πο­τε κά­λε­σαν τόν παπα–Βα­σί­λη νά δι­α­βά­ση ἐ­ξορ­κι­σμούς σέ γει­το­νι­κό χω­ριό, σέ ἕ­να πα­λλη­κά­ρι δαι­μο­νι­σμέ­νο. Γι­ά σα­ράντα μέ­ρες πή­γαι­νε κά­θε βρά­δυ μέ τό γα­ϊ­δου­ρά­κι. Ἔμ­παι­νε στό να­ό στίς 10 τό βρά­δυ καί μέ­χρι τίς 3 τό πρωΐ δι­ά­βα­ζε συ­νέ­χεια χω­ρίς δι­α­κο­πή. Ξε­κου­ρα­ζό­ταν δυ­ό–τρεῖς ὧ­ρες με­τά καί μέ τήν ἀ­να­το­λή τοῦ ἥ­λιου γύ­ρι­ζε στό χω­ριό. Με­τά ἀ­πό ἀρ­κε­τές μέ­ρες, ἐ­νῶ εἶ­χε ἀρ­χί­σει νά κα­λυ­τε­ρεύ­η ὁ δαι­μο­νι­σμέ­νος, μί­α μέ­ρα ξέ­φυ­γε ἀ­πό τά χέ­ρια τῶν  γο­νέ­ων του πού τόν κρα­τοῦ­σαν, ἅρ­πα­ξε τό βι­βλί­ο ἀ­πό τά χέ­ρια τοῦ παπα–Βα­σί­λη καί τό πέ­τα­ξε στήν εἴ­σο­δο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ὁ δαι­μο­νι­σμέ­νος ἔ­τρε­χε μέ­σα στήν Ἐκ­κλη­σί­α, φώ­να­ζε καί μούγ­κρι­ζε (γι᾿ αὐ­τό τόν δι­ά­βα­ζε τή νύ­χτα για­τί ὁ κό­σμος φο­βό­ταν ἀ­πό τά μουγ­κρη­τά του). Ὁ παπα–Βα­σί­λης ἀ­τά­ρα­χος συ­νέ­χι­σε νά δι­α­βά­ζη τούς ἐ­ξορ­κι­σμούς ὅ­πως στε­κό­ταν ὄρ­θιος χω­ρίς νά κου­νη­θῆ σάν νά εἶ­χε τό βι­βλί­ο στά χέ­ρια του γι­ά μί­α ὥ­ρα. Με­τά μό­νος του ὁ δαι­μο­νι­σμέ­νος πῆ­ρε τό βι­βλί­ο καί τό ἔ­βα­λε στά χέ­ρια τοῦ πα­πᾶ. Ἔτσι συ­νέ­χι­σε πλέ­ον τό δι­ά­βα­σμα ἀπό τό Εὐ­χο­λό­γιο.
Ὕστερα ἀπό σα­ράντα ἡ­μέ­ρες ὁ νέ­ος ἔ­γι­νε τε­λεί­ως κα­λά, εἰς δό­ξαν Θε­οῦ, καί τώ­ρα ζεῖ στό χω­ριό, ἔ­κα­νε μάλιστα καί οἰ­κο­γέ­νεια.
Μί­α φο­ρά πού γύ­ρι­σε στό χω­ριό με­τά τούς ἐ­ξορ­κι­σμούς, ἄ­φη­σε τό γα­ϊ­δου­ρά­κι στό σπί­τι καί ξε­κί­νη­σε γι­ά τήν Ἐκ­κλη­σί­α νά κά­νη τόν Ὄρ­θρο. Ὁ γυι­ός του τόν μά­λω­σε ἀ­πό ἐν­δι­α­φέ­ρον καί ἀ­γά­πη, λέ­γοντάς του: «Πα­τέ­ρα, τώ­ρα ἦρ­θες, κά­θη­σε λί­γο γι­ά νά ξε­κου­ρα­σθῆς». Ὁ παπα–Βα­σί­λης ἀ­πάντη­σε ἤ­ρε­μα: «Ἐ­σεῖς εἶ­στε γε­ωρ­γοί καί πρέ­πει νά πᾶ­τε στό χω­ρά­φι, στήν δου­λειά σας. Ἐ­γώ εἶ­μαι πα­πᾶς καί θά πά­ω στήν Ἐκ­κλη­σί­α. Ἀ­φῆ­στε με ἐ­μέ­να. Ἀ­φοῦ ἔ­γι­να πα­πᾶς πρέ­πει νά κά­νω τά ἱ­ε­ρα­τι­κά μου κα­θή­κοντα. Ἐ­μέ­να αὐ­τό μέ ξε­κου­ρά­ζει». Αὐ­τό τό τε­λευ­ταῖ­ο τό ἔ­λε­γε συ­χνά.
Ἀ­πό τήν γέν­νη­σή του εἶ­χε στό μέ­τω­πό του πά­νω ἀ­πό τό ἀ­ρι­στε­ρό φρύ­δι ἕ­να σπυ­ρί πού ἔ­μοια­ζε σάν ζω­γρα­φι­σμέ­νο λου­λού­δι. Τό σπυ­ρί αὐ­τό ἐ­πει­δή πι­ε­ζό­ταν ἀ­πό τό κα­λυμ­μαύ­χι πού φο­ροῦ­σε, με­γά­λω­σε. Τοῦ ἔ­λε­γαν νά κά­νη πλα­στι­κή ἐγ­χεί­ρη­ση ἀλ­λά δέν ἤ­θε­λε. Ἀρ­γό­τε­ρα εἶ­χε καί ἀ­φό­ρη­τους πό­νους, ὅ­μως πο­τέ δέν πα­ρα­πο­νέ­θη­κε οὔ­τε ἔ­δει­χνε ὅ­τι πο­νᾶ. Μό­νο τήν Πα­να­γί­α ἐ­πε­κα­λεῖ­το. Ἡ κα­τά­στα­ση ἐ­ξε­λισ­σό­ταν πρός τό χει­ρό­τε­ρο. Τό σπυ­ρί ἔ­φα­γε ὅ­λη τήν σάρ­κα στό μέ­τω­πο καί στό βλέ­φα­ρο, μέ ἀ­πο­τέ­λε­σμα νά μήν μπο­ρῆ νά κλεί­ση τό μά­τι του. Ὅταν ἄρ­χι­σαν νά τρέ­χουν αἵ­μα­τα –αὐ­τό δέν τό ἤ­θε­λε για­τί λει­τουρ­γοῦ­σε– τό­τε δέ­χθη­κε καί ἔ­κα­νε πλα­στι­κή ἐγ­χεί­ρη­ση σέ ἡ­λι­κί­α 75 χρο­νῶν καί γι­ά 3–4 χρό­νια ἦ­ταν κα­λά. Ὕ­στε­ρα προ­χώ­ρη­σε ἡ πλη­γή μέ­σα στό μά­τι καί ἔ­πε­σε στό κρεβ­βά­τι μέ πυ­ρε­τό πέντε μῆ­νες. Τόν δι­α­κο­νοῦ­σε ἡ ἐγ­γο­νή του Ἰ­ου­λί­α, τήν ὁποί­α ἀ­γα­ποῦ­σε ἰ­δι­αί­τε­ρα καί τῆς ἔ­λε­γε: «Ἡ κα­λή μου ἡ νο­σο­κό­μα. Ἡ Πα­να­γί­α νά σ᾽ ἔ­χη κα­λά». Αὐ­το­ε­ξυ­πη­ρε­τεῖ­το καί ὅ­σο ἄρ­ρω­στος καί νά ἦ­ταν δέν ἄ­φη­νε τίς προ­σευ­χές του.
Μέ 40ο πυ­ρε­τό πῆ­γε καί δι­ά­βα­σε εὐ­χή στή νύ­φη του πού κι αὐ­τή ἦ­ταν ἄρ­ρω­στη στό δι­πλα­νό δω­μά­τιο, καί εἶ­πε: «Ἴ­σως νά μήν μπο­ρέ­σω νά τήν ξα­να­δια­βά­σω. Ἂς τήν δι­α­βά­σω τώ­ρα, για­τί αὐ­τή εἶ­ναι πα­ρα­πά­νω ἀ­πό κο­ρί­τσι μου». Με­τά πῆ­γε καί ξά­πλω­σε στό κρεβ­βά­τι. Ἔ­πε­σε σέ ἀ­φα­σί­α καί ἐπί δυό μῆ­νες, μέχρι τήν κοί­μη­σή του, πα­ρέ­με­νε σ᾿ αὐ­τήν τήν κα­τά­στα­ση, χω­ρίς νά ἀνα­κτή­ση πλέ­ον τήν ἐπα­φή μέ τό πε­ρι­βάλ­λον του. Τόν φώ­να­ζε ἡ Ἰ­ου­λί­α: «Παπ­ποῦ, παπ­ποῦ» καί δέν ἄ­κου­γε.
Δι­η­γεῖ­ται ἡ ἴ­δια γιά τήν μα­κα­ρία κοί­μη­σή του: «Ἀρ­γά τό βρά­δυ ἀ­να­ση­κώ­θη­κε, ἔ­βα­λε “Εὐ­λο­γη­τός” καί ἔ­κα­νε ἀ­κο­λου­θί­α μέ­χρι τά χα­ρά­μα­τα. Τό πρωΐ ἐ­νῶ τόν μι­λοῦ­σα καί δέν μοῦ ἀ­παντοῦ­σε, ἔ­βα­λα τήν εἰ­κό­να τοῦ ἁ­γί­ου Ἀ­θα­να­σί­ου μπρο­στά του καί τοῦ λέ­ω: “Κα­λά ἐ­μέ­να δέν μέ μι­λᾶς καί κλεί­νεις τά μά­τια σου ἀλ­λά καί στόν Ἅ­γιο, σ᾿ αὐ­τόν τόν Ἅ­γιο πού λει­τουρ­γοῦ­σες δέν μι­λᾶς;”. Τό­τε ἄ­νοι­ξε τά μά­τια του, ἔ­κα­νε τόν σταυ­ρό του καί χαι­ρέ­τη­σε τήν εἰ­κό­να λέ­γοντας: “Ναί, τόν γνω­ρί­ζω, εἶ­ναι ὁ ἅ­γιος Ἀ­θα­νά­σι­ο­ς” καί ξά­πλω­σε πά­λι, χω­ρίς νά κα­τα­λα­βαί­νη τί­πο­τε ἄλ­λο. Με­τά ἀ­πό λί­γη ὥ­ρα τοῦ ἔ­βα­λα τήν εἰ­κό­να τῆς Πα­να­γί­ας. Ση­κώ­θη­κε ἄ­νοι­ξε τά μά­τια του τήν χαι­ρέ­τη­σε, τήν κοί­τα­ξε, ἔ­τρε­χαν δά­κρυ­α ἀ­πό τά μά­τια του καί ὕ­στε­ρα κοι­μή­θη­κε γι­ά πάντα. Ἐ­γώ ἤ­μουν εἴ­κο­σι χρό­νων κο­ρί­τσι καί εἶ­δα νά με­λα­νιά­ζουν τά νύ­χια τοῦ παπ­ποῦ. Ὅ­πως ἤ­μουν μό­νη βλέ­πω νά ἀ­νοί­γη ὁ οὐ­ρα­νός καί νά ἔρ­χε­ται ἕ­να φῶς, ἐ­νῶ ἦ­ταν πέντε ἡ ὥ­ρα τά χα­ρά­μα­τα, νά φω­τί­ζη τόν παπ­ποῦ. Μέ­σα ἀ­πό τό φῶς ἔ­βλε­πα Ἀγ­γέ­λους νά πε­τοῦν καί ἄ­κου­γα ψαλ­μω­δί­ες. Σάν κά­τι νά πῆ­ρε αὐ­τό τό φῶς ἀ­πό τόν παπ­ποῦ καί σι­γά–σι­γά χά­θη­κε. Μα­ζί ἔ­φυ­γαν οἱ Ἄγ­γε­λοι καί στα­μά­τη­σαν καί οἱ ψαλ­μω­δί­ες».
Ἦ­ταν ἡ ἑ­ορ­τή τοῦ ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου, 6 Δε­κεμ­βρί­ου τοῦ ἔ­τους 1982. Τόν ἅ­γιο Νι­κό­λα­ο ὁ παπα–Βα­σί­λης τόν εὐ­λα­βεῖ­το ἰ­δι­αί­τε­ρα καί πάντο­τε ἔ­ψαλ­λε τό Ἀ­πο­λυ­τί­κιό του. Αὐ­τή τήν ἡ­μέ­ρα ὁ Θε­ός τόν κά­λε­σε κοντά του γι­ά νά συ­νε­χί­ση νά ἱ­ε­ρουρ­γῆ στό ἐ­που­ρά­νιο θυ­σι­α­στή­ριο μα­ζί μέ τούς Ἁ­γί­ους καί τούς Ἀγ­γέ­λους, κοντά στόν Δε­σπό­τη Χρι­στό πού τό­σο ἀ­γά­πη­σε, πού μέ ἀ­φο­σί­ω­ση καί πί­στη ὑ­πη­ρέ­τη­σε καί δό­ξα­σε τό ὄ­νο­μά του. Τήν εὐ­χή του νά ἔ­χου­με γι­ά νά μᾶς βο­η­θᾶ. Ἀ­μήν.
Ἂς εἶ­ναι αἰ­ω­νί­α ἡ μνή­μη καί τῆς πι­ό πι­στῆς συ­νερ­γά­τι­δος τοῦ πα­πα–Βα­σί­λη, τῆς νε­ω­κό­ρου Ἑ­λέ­νης. Αὐ­τή ἔ­πλα­θε τά πρό­σφο­ρα, αὐ­τή ἄ­να­βε τά καντή­λια, ἔ­παιρ­νε τό εἰ­σο­δι­κό, ἔ­κο­βε τό ἀντί­δω­ρο, καί τόν βο­η­θοῦ­σε σέ ὅ­λα. Ὅ­που πή­γαι­νε νά λει­τουρ­γή­ση μα­κρυ­ά σέ κα­νέ­να ἐ­ξωκ­κλή­σι, αὐ­τή τόν ἀ­κο­λου­θοῦ­σε μέ τά πό­δια. Ὅ­ταν ἐ­κοι­μή­θη καί ἔ­κα­ναν τήν ἀ­να­κο­μι­δή, τά ὀ­στᾶ της ἦ­ταν συν­δε­μέ­να με­τα­ξύ τους, κα­τα­κί­τρι­να, καί εὐ­ω­δί­α­ζαν. Οἱ γυ­ναῖ­κες πού ἦ­ταν ἐ­κεῖ κα­τη­γο­ροῦ­σε ἡ μί­α τήν ἄλ­λη για­τί νό­μι­σαν στήν ἀρ­χή ὅ­τι κά­ποι­α ἔ­βα­λε ἀ­ρώ­μα­τα, ἀλ­λά με­τά κα­τά­λα­βαν ὅ­τι ἡ εὐ­ω­δί­α προ­ερ­χό­ταν ἀ­πό τά ὀ­στᾶ τῆς «Μπάμ­πω–Λέγ­κως ὅπως τήν ἀποκαλοῦσαν». Αὐ­τό τό δι­α­πί­στω­σαν πολ­λοί, για­τί σέ κά­θε ἀ­να­κο­μι­δή πού κά­νουν στό χω­ριό, ἔ­χουν συ­νή­θεια νά πη­γαί­νουν ὅ­λοι οἱ χω­ρια­νοί.