Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2019

«Τι αερολογείς και ανεβαίνουν λογισμοί αυταρέσκειας στην καρδιά σου;»

«Καυχάσθαι δη ου συμφέρει μοι» (Β´ Κορινθ. ιβ´, 1)
Είναι αλήθεια ότι πολλοί πιστοί εργαζόμαστε μέρα-νύχτα σε έργα χριστιανικά, ωφέλιμα για την ψυχή μας, αλλά και για τον πλησίον μας. Βοηθούμε να κτίζεται μία εκκλησία, ένα νοσοκομείο, ένα σχολείο, κάνουμε ελεημοσύνες, έργα καλά και θεάρεστα. Όμως αυτό το κάνουμε για την προσωπική μας προβολή η προς δόξαν Κυρίου; Ο σκοπός μας ποιός είναι; Σκοπός δεν είναι η σωτηρία της ψυχής μας; Δυστυχώς πολλές φορές παγιδευόμαστε από τα πάθη μας. Γιατί όπως λέγουν οι Πατέρες μας κάθε πάθος και ένας διάβολος και ενεργούμε μόνο για τη δική μας δόξα. Με αυτόν τον τρόπο θλίβουμε τον Κύριό μας αλλά και τους αδελφούς μας και κινδυνεύουμε να κολασθούμε. Ένα τέτοιο παράδειγμα παίρνουμε από τον βίο του Αγ. Θεοδώρου Εδέσσης (19 Ιουλίου). Εκεί αναφέρεται κάποιος Θεοδόσιος στυλίτης, ο οποίος διηγείται το πάθημά του:

«Όταν ήμουν νέος έφυγα από τον κόσμο μαζί με τον αδελφό μου τον μεγαλύτερο. Πήγαμε σε Μοναστήρι και μείναμε τρία χρόνια. Κατόπιν με το θέλημα του πνευματικού μας Πατέρα, φύγαμε για την έρημο της Βαβυλώνας. Εκεί βρήκαμε σπήλαια και μέναμε. Για τροφή είχαμε χόρτα, τις κορυφές και τους καρπούς των δένδρων και νεράκι. Είμεθα ευχαριστημένοι και ευχαριστούσαμε τον Κύριο κάθε μέρα. Αφού πέρασε αρκετός καιρός, μία μέρα είδα τον αδελφό μου από μακρυά, που μάζευε χόρτα, να κάνη το σταυρό του σαν να έβλεπε κάτι φοβερό. Κατόπιν τον είδα που έφυγε και πήγε στο σπήλαιο και κρύφτηκε. Εγώ εθαύμασα και πήγα ύστερα από αυτόν στο μέρος εκείνο, να ιδώ τι φοβήθηκε. Βλέπω τότε ένα σωρό φλωριά χρυσά! Κάμνοντας το Σταυρό μου έβγαλα το ράσο μου και αφού το άπλωσα στη γη, το γέμισα με όσα φλωριά μπορούσα να σηκώσω.
Χωρίς να ειπώ τίποτε στον αδελφό μου, την άλλη μέρα φεύγω και πηγαίνω στην πόλη. Εκεί αγόρασα ένα τόπο ωραίο με νερά και δένδρα μανδρογυρισμένο. Σ’ αυτό το μέρος έκτισα Εκκλησία πλούσια, έκτισα κελλιά, νοσοκομείο, γηροκομείο και ότι άλλο χρειαζόταν για Κοινόβιο. Κατόπιν έβαλα αδελφούς και ηγούμενο ικανό, και του έδωσα και χίλια χρυσά φλωριά για τις ανάγκες του Μοναστηριού. Τα υπόλοιπα τα εμοίρασα στους πτωχούς. Δεν κράτησα για τον εαυτό μου ούτε μία δραχμή να ξοδέψω για ευχαρίστηση η για τροφή. Όλα τα έδωσα για τους ιερούς αυτούς σκοπούς.
Όλα αυτά τα έλεγε ο γέροντας, κλαίγοντας και θρηνώντας. Τέλος σκούπισε, στενάζοντας τα μάτια του και συνέχισε: Επέστρεψα, ύστερα από αυτά, στην έρημο να βρω τον αδελφό μου. Τότε σκέφτηκα ότι ο αδελφός μου δεν ήξερε να οικονομήση καλά το χρυσάφι που βρήκε και ζημιώθηκε τον μισθό. Εγώ όμως έκανα καλά που έπραξα πράμα θεάρεστο. Ενώ συλλογιζόμουν αυτά ο ανόητος, ιδού είδα μπροστά μου τον Άγγελο που μας συνώδευε την πρώτη φορά που πηγαίναμε στην έρημο και μου λέει: «Τι αερολογείς και ανεβαίνουν λογισμοί αυταρέσκειας στην καρδιά σου; Μάθε ότι όλος ο κόπος και η κούραση τόσου καιρού, οι Εκκλησίες και τα Μοναστήρια και τα νοσοκομεία και οι ελεημοσύνες, που μοίρασες στους πτωχούς, δεν συγκρίνονται με το πήδημα του αδελφού σου, όταν βρήκε το χρυσάφι και το περιφρόνησε. Εκείνος προτίμησε να αρέση στον Θεό, ο οποίος θέλει την ακτημοσύνη τέλεια. Αλλά εσύ φρόντισες να αρέσης στους ανθρώπους. Γι’ αυτό η πράξη εκείνου δε συγκρίνεται με τη δική σου. Είναι πολύ θεάρεστη και εσύ δεν φθάνεις στα μέτρα του. Λοιπόν επειδή καυχάσαι μάταια, να μη αξιωθής να δης το πρόσωπό του σε όλη σου τη ζωή. Ούτε να συνομιλήσης μαζί του, ούτε να ψάλης, ως ότου κλάψης χρόνους πολλούς με πολλή ταπείνωση».
Σε λίγο λέγει πάλι ο Όσιος: αφού είπε αυτά ο Άγγελος, ανελήφθηκε. Εγώ πήγα στη σπηλιά του αδελφού μου και δεν τον βρήκα. Κλαίοντας και φωνάζοντας, τον ζητούσα μία εβδομάδα στην έρημο. Την έβδομη ημέρα μου ήρθε μία είδηση από τον Άγγελο που έλεγε: «Πήγαινε στην Έδεσσα και ανέβα στον στύλο του Αγίου Γεωργίου και εκεί μετανόησε θερμά, έως ότου σε ελεήση ο Κύριος».
Λοιπόν λυπημένος και έρημος κλαίγοντας, άφησα την κατοικία μου στην έρημο. Περπάτησα σαράντα ημέρες και ήρθα εδώ. Ανέβηκα σ’ αυτόν τον στύλο και έμεινα ησυχάζοντας σαράντα εννέα χρόνια, δοκιμάζοντας πολλούς πολέμους και λογισμούς με τους δαίμονες. Στα πενήντα χρόνια, την νύκτα της Αναστάσεως, έλαμψε στην καρδιά μου φως γλυκύτατο και σκόρπισε τα πάθη μου. Πέρασα όλη τη νύκτα άγρυπνος με δάκρυα από κατάνυξη. Κατά την Τρίτη ώρα της ημέρας, καθώς προσευχόμουν, ήλθε ο Άγγελος και μου λέει: «Ειρήνη σε σένα και σωτηρία από τον Κύριο». Εγώ τότε του είπα: «Γιατί με εγκατέλειψες και με απέρριψες από το πρόσωπό σου; Γιατί με χώρισες από τον αδελφό μου και έπαθα τόσα βάσανα;». Και ο Άγγελος είπε: «Γιατί καυχήθηκες και κατέκρινες τον αδελφό σου, δεν φαινόμουν σε σένα. Αλλά δεν σε άφησα μονάχο ποτέ. Στεκόμουν χωρίς να με βλέπης και σε φύλαγα, όπως με πρόσταξε ο Κύριος. Τώρα δε επειδή εταπεινώθηκες, σε εθυμήθηκε ο Κύριος και με έστειλε να είμαι μαζί σου πάντοτε και να με βλέπης. Σου δίδει δε την χάρη να γνωρίζης τους δικαίους και τους αμαρτωλούς και να προβλέπης όσα μέλλουν να συμβούν. Ο αδελφός σου ζει και φρόντισε να ενωθήτε στη βασιλεία την αιώνια».
Όταν κάνουμε ένα έργο σίγουρα το πράττομε με τη δύναμη του Κυρίου «άνευ εμού ουδέν». Μη ξεχνάμε ότι οι εργάτες που κατασκεύασαν την Κιβωτό του Νώε έμειναν απ’ έξω. Δηλαδή μπορεί να εργαζώμαστε στην Εκκλησία, αλλά στο τέλος να μείνουμε εκτός Εκκλησίας. Επομένως εμείς χωρίς την Χάρη του Κυρίου δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε. Γι’ αυτό δεν μπορούμε να καυχηθούμε για κάποιο έργο ως έργο δικό μας «εμοί δε μη γένοιτο καυχάσθαι ει μη εν τω σταυρώ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, δι’ ου εμοί κόσμος εσταύρωται καγώ τω κόσμω» (Γαλ. Στ´ 14).