Ασκητές μέσα στον κόσμο – Μέρος Α’ -
ζ΄. Κωνσταντῖνος Σωτηρίου
Ηταν
μοναχογυιός τοῦ Βορειοηπειρώτη ἀπό τήν Κορυτσά
Δημητρίου καί τῆς Ἑλένης, κάτοικος Ἱερισσοῦ. Γεννήθηκε τό
1880. Ὁ πατέρας του ἐργαζόταν στό Ἅγιον Ὄρος. Σέ ἡλικία ἑπτά
ἐτῶν ἔμεινε ὀρφανός ἀπό μητέρα. Τόν ἐφρόντιζε μία θεία του.
Εἶχε καί ἕναν ἀδελφό ὁ ὁποῖος ἐκοιμήθη σέ ἡλικία πέντε
ἐτῶν.
Μία
ἡμέρα ἀρρώστησε μέ ὑψηλό πυρετό. Ἦταν μικρό παιδί, μόνο
του στό σπίτι· πῆγε νά πιῆ νερό καί ἡ στάμνα ἦταν ἄδεια.
Ξάπλωσε, ἔκλαιγε μέ λυγμούς καί ἔλεγε: «Γιατί νά μήν ἔχω καί
ἐγώ τήν μαννούλα μου;». Ξαφνικά ἄνοιξε ἡ πόρτα τοῦ δωματίου,
βλέπει ἕναν ἱερέα μέ πετραχήλι νά τοῦ χαμογελᾶ καί νά τόν
χαϊδεύη στό μέτωπο.
Τοῦ λέει ὁ μικρός:
‒Ποιός εἶσαι ἐσύ, δέν εἶσαι δικός μας ἱερέας· τούς ξέρω ὅλους.
‒Σωστά
λές, Κωνσταντῆ. Ἐγώ εἶμαι αὐτός, καί τοῦ ἔδειξε τήν εἰκόνα τοῦ
ἁγίου Νικολάου πού εἶχαν στό σπίτι. Ἡ μητέρα του εὐλαβεῖτο
πολύ τόν Ἅγιο. Ὁ μικρός λέει:
‒Αὐτός εἶναι ὁ ἅγιος Νικόλαος, μοῦ ἔλεγε ἡ μητέρα μου.
‒Ναί, ἐγώ εἶμαι ὁ ἅγιος Νικόλαος καί ἦρθα γιά νά σέ βοηθήσω, μή κλαῖς.
‒Ἔχω πυρετό καί διψῶ ἀλλά ἡ στάμνα δέν ἔχει νερό.
‒Σήκω
νά δῆς, ἡ στάμνα εἶναι γεμάτη νερό. Ἀπόρησε ὁ μικρός πού τήν
εἶδε γεμάτη. Ἤπιε νερό, ἀμέσως ἔπεσε καί ὁ πυρετός.
‒Ἂχ, εἶμαι καλά.
‒Ναί,
Κωνσταντῆ, καί τώρα θά ἔλθει ἡ θεία σου, θά σοῦ φέρει νά φᾶς καί
θά πᾶς νά παίξης μέ τά ἄλλα παιδάκια πού παίζουν ἔξω. Θά ἀνάβεις
τό καντήλι καί ὅποτε μέ χρειάζεσαι θά μέ φωνάζεις˙ ἐγώ θά
ἔρχομαι νά σέ βοηθῶ. Καί τόν ἔχασε ἀπό ἐμπρός του. Ὅπως ἦρθε
ξαφνικά ἔτσι καί ἔφυγε.
Τόν
χειμῶνα ἔμενε μόνος στό χωριό γιά νά πηγαίνη στό σχολεῖο,
καί τό καλοκαίρι τόν ἔπαιρνε ὁ πατέρας του στό Ἅγιον Ὄρος.
Ὅμως ἦταν πολύ δύσκολο νά μένη μόνος του στήν ἡλικία πού
ἦταν, γι᾿ αὐτό ἀναγκαστικά διέκοψε τό σχολεῖο. Πῆγε μόνο
δύο τάξεις καί μετά ἐγκαταστάθηκε μόνιμα στήν Ἱερά Μονή
Καρακάλλου κοντά στόν πατέρα του, πού ἐργαζόταν ὡς πελεκητής
(πελεκᾶνος, ὅπως ἀποκαλοῦνται αὐτοί πού τετραγωνίζουν
πελεκώντας τίς κομμένες καστανιές). Τόν εἶχε μαζί του στήν
δουλειά του.
Καί
ἀπό τήν μητέρα του πού ἦταν εὐλαβής, ἀλλά κυρίως κατά τήν
διαμονή του στό Ἅγιον Ὄρος, ἔμαθε νά ἐκκλησιάζεται, νά
ἐξομολογῆται, νά νηστεύη καί νά κοινωνᾶ. Πρωΐ–βράδυ
προσευχόταν ἀνελλιπῶς καί ἔκανε πολλές μετάνοιες.
Ἀργότερα
ἦρθε στήν Ἱερισσό καί ἔμαθε τήν τέχνη τοῦ βαρελοποιοῦ. Ἦταν
καλός καί ἔντιμος στήν δουλειά του καί ἐξυπηρετοῦσε τά γύρω
χωριά. Ἦταν γνωστός ὡς “ὁ Σωτήρης ὁ Βαρελᾶς”. Ἀπό τό
ἐπώνυμό του (Σωτηρίου) πῆρε τό ὄνομα “Σωτήρης” καί τό
“Βαρελᾶς” δήλωνε τό ἐπάγγελμά του. Τούς ἕξι χειμερινούς
μῆνες ἐργαζόταν στήν Ἱερισσό καί τούς ὑπόλοιπους στό Ἅγιον
Ὄρος, στήν Ἱερά Μονή Καρακάλλου καί σέ διάφορα κελλιά, ὅπως
στούς Μουτάφηδες καί στούς Τραμουνταναίους.
Νυμφεύθηκε
τήν Δάφνη, κόρη τοῦ Γεωργίου Παππᾶ. Ὁ πατέρας της εἶχε
ξενοδοχεῖο στήν Ἱερισσό καί ἦταν πρόεδρος τοῦ χωριοῦ. Ἦταν
πιστός καί καλός οἰκογενειάρχης. Ἀπό τούς γονεῖς της ἔμαθε καί
ἡ Δάφνη τήν εὐλάβεια καί τήν πνευματική ζωή. Ἦταν καλή
σύζυγος, στοργική μητέρα, καλή χριστιανή καί χαιρόταν νά
ἐξυπηρετῆ τόν καθένα. Ἀπέκτησαν ἕξι παιδιά. Τά δυό πρῶτα
κοιμήθηκαν σέ νηπιακή ἡλικία. Ὡς οἰκογένεια ἦταν πολύ
δεμένοι καί ἀγαπημένοι μεταξύ τους. Λόγῳ τῆς ἐλλιποῦς
συγκοινωνίας φιλοξενοῦσαν στό σπίτι ἀρκετούς πατέρες ἀπό τό
Ἅγιον Ὄρος, ὅπως τόν τότε Ἡγούμενο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς
Καρακάλλου Γέροντα Παῦλο καί τόν ἀντιπρόσωπο τῆς ἰδίας Μονῆς
στήν Κοινότητα π. Βασίλειο «γιά νά ξαποστάσουν λίγο», ὅπως
ἔλεγε.
Στόν
σεισμό τοῦ 1932 καταστράφηκε τό χωριό. Ὁ Κωνσταντῆς γιά νά
ἀπεγκλωβίση τούς δικούς του, σήκωσε βάρος καί ἔπαθε κήλη, τήν
ὁποία ἄφησε ἀνεγχείρητη μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του, καί γι᾿
αὐτό ταλαιπωρήθηκε πολύ. Παρά ταῦτα δούλεψε σκληρά γιά νά
κάνη δυό καινούργια σπίτια.
Στό
Ἅγιον Ὄρος εἶχε καί ἕνα ἀτύχημα· στήν προσπάθειά του νά
συναρμολογήση (νά δέση) ἕνα καινούργιο βαρέλι, αὐτό ἔπεσε
πάνω του καί τοῦ ἔσπασε τό πόδι ἄσχημα. Μεταφέρθηκε στό χωριό
γιά νά θεραπευθῆ. Ὅμως δέν κόλλησε καλά τό σπασμένο πόδι καί
ἔτσι παρέμεινε ἕνα ἐξόγκωμα στήν κνήμη πού τόν δυσκόλευε καί
στίς μετάνοιες.
Ὁ
ἅγιος Νικόλαος συνέχιζε νά τόν ἐπισκέπτεται σέ ὧρες
κινδύνου. Ἕνα βράδυ κινδύνευε ὁ γυιός του στήν θάλασσα καί
ἐκείνη τήν ὥρα τόν ξύπνησε ὁ Ἅγιος λέγοντάς του: «Κωνσταντῆ,
ξύπνα, τό παιδί σου κινδυνεύει καί ἐσύ κοιμᾶσαι, σήκω νά
προσευχηθῆς». Ὅταν ἄνοιξε τά μάτια του, εἶδε τόν Ἅγιο καί τό
κρεμαστό καντήλι στό δωμάτιο νά κινῆται συνεχῶς ἀπό μόνο του.
Ξύπνησε καί τήν γυναῖκα του, ἔκαναν προσευχή καί τό παιδί τους
σώθηκε· ὄντως, ὅπως ἔμαθαν ἀργότερα, ἐκείνη τήν ὥρα
βρισκόταν σέ μεγάλο κίνδυνο.
Ἡ
γυναῖκα του, ἡ Δάφνη, μετά ἀπό μακροχρόνια ἀσθένεια,
ἐκοιμήθη σε ἡλικία πενήντα πέντε ἐτῶν, τό ἔτος 1944.
Ξεψύχησε δίνοντας εὐχές σέ ὅλη τήν οἰκογένειά της. Ὁ
μπαρμπα–Κωνσταντῆς τίμησε τήν χηρεία του. Ἦταν τότε 64 ἐτῶν.
Πάντρεψε τά παιδιά του (τρεῖς κόρες καί ἕνα γυιό), καί ἔμεινε μέ
τόν γυιό καί τή νύφη του.
Συνέχιζε
νά ἐργάζεται ὡς βαρελοποιός. Κατασκεύαζε πατητήρια
τόννων καί βαρέλια μεγάλων διαστάσεων. Ὁ γυιός του
ἀσχολήθηκε μέ τό ἐμπόριο. Πατέρας καί γυιός παρεσκεύαζαν μέ
μεράκι μεγάλες ποσότητες καί διάφορες ποικιλίες κρασιοῦ
καί τσίπουρου. Ἔπαιρνε ἐργάτες στόν τρύγο. Αὐτοί ἀγαποῦσαν
πολύ τόν παπποῦ γιατί τούς φερόταν μέ ἀγάπη σάν παιδιά του.
Φωτίζονταν τά πρόσωπά τους ὅταν ἔφθαναν στήν αὐλή τοῦ σπιτιοῦ
καί ἔβλεπαν μέ χαρά τόν παπποῦ νά τούς ὑποδέχεται καί νά τούς
χαιρετᾶ γεμᾶτος καλωσύνη.
Στό
ἀμπέλι, στίς ἐλιές καί στά δένδρα πού εἶχαν πολύ ἔξω ἀπό τό
χωριό, δούλευε σκληρά μέ ζῆλο. Μετέφερε νερό στήν πλάτη γιά
νά τά ποτίζη. Κουραζόταν πολύ. Οἱ δικοί του ζητοῦσαν νά
σταματήση νά πηγαίνη. Ἦταν ἀνένδοτος. Ἡ ἐπιμονή του νά
πηγαίνη στά χωράφια, ἐνῶ δέν εἶχαν πρόβλημα οἰκονομικό, τούς
προβλημάτιζε. Ἐπειδή ἐπέμεναν πολύ νά σταματήση λέγοντάς
του˙ «Τώρα πιά οὔτε νά δουλεύης μπορεῖς. Τί πηγαίνεις καί
κάνεις ἐκεῖ;», ἀναγκάστηκε νά τούς ἐμπιστευθῆ: «Τί κάνω… νά τί
κάνω… πηγαίνω ἐκεῖ καί προσεύχομαι».
‒Καλά καί πρέπει νά πᾶς ἐκεῖ γιά νά προσευχηθῆς;
‒Ναί,
γιατί ἐκεῖ εἶμαι ὁλομόναχος. Αὐτό τό σεβάσθηκαν καί δέν τόν
ἐμπόδισαν πλέον. Πλήρωναν καί κάποιο ἄτομο νά ἐργάζεται
ἐκεῖ κάποιες ὧρες, ὥστε ὁ παπποῦς μόνο νά ἐπιβλέπη.
Σ᾿
αὐτά τά κτήματα πήγαινε καί περνοῦσε ὧρες ἀτελείωτες. Ἐκεῖ
σ᾿ ἕνα βράχο σχηματιζόταν μία μικρή κρύπτη ἡ ὁποία μετά
βίας χωροῦσε ἕναν ἄνθρωπο. Ἐκεῖ ἔμπαινε ὅταν εἶχε
κακοκαιρία.
Ἐκτός
ἀπό τίς λίγες ὧρες πού κοιμόταν, τίς ὑπόλοιπες καί νά ἦταν στό
δωμάτιό του, στό κρεββάτι του ποτέ δέν ξάπλωνε. Συνήθως τόν
ἔβλεπαν νά κάθεται μέ τά πόδια κάτω καί τό κεφάλι σκυφτό. Σ᾿
αὐτήν τήν στάση ἦταν συνήθως ἢ σέ στάση προσευχῆς.
Κι᾿
ὅταν καθόταν, φαινόταν σάν νά βρίσκεται ἀπέναντι σέ κάποιον
πού σεβόταν, σάν νά ἀπολογεῖτο, μέ τό κεφάλι σεμνά, πάντα
κάτω. Ἔκανε συνεχῶς, ὡς ἀπεδείχθη, νοερά προσευχή, ἀλλά
ποτέ του δέν εἶχε πεῖ γι᾿ αὐτό. Κάποια ἡμέρα καθισμένος στό
πεζούλι μουρμούριζε. Τόν ρώτησαν τί λέει καί ἀπάντησε
ἀόριστα: «Τί λέω…νά λέω καί ἐγώ». Ὅμως κατά τακτά χρονικά
διαστήματα σήκωνε τό κεφάλι του λίγο, ἔπαιρνε βαθειά
ἀναπνοή καί ἔλεγε μεγαλόφωνα τό «Κύριε ἐλέησον». Ἦταν
ὀλιγόλογος. Ἐκεῖ πού φαινόταν ὅτι δέν συμμετεῖχε καί ἦταν
στόν κόσμο του, ἔδινε ξαφνικά συμβουλή καί γινόταν ἀμέσως
αὐτό πού ἔλεγε, γιατί τόν σέβονταν καί ἀσπάζονταν τήν γνώμη του.
Ὅλα ὅμως ἀπό τήν πλευρά του γίνονταν μέ προσευχή. Ἀπέφευγαν
μερικές φορές ἀπό σεβασμό καί ἀγάπη νά τοῦ μιλοῦν· μόνον τόν
ἔβλεπαν, ἐντυπωσιάζονταν ἀπό τήν στάση του καί ἔφευγαν πιό
πέρα. Ὅποιος ἦταν κοντά του ἔνιωθε μία ἀπέραντη γαλήνη.
Σπανίως
ἦταν αὐστηρός. Ὅσες φορές μίλησε λίγο αὐστηρά ἦταν μόνον
γιά θέματα πνευματικά. Μία ἡμέρα εἶδε ἕνα συγχωριανό μέ
πρόβλημα ὑγείας νά κάνη κακό σέ ζῶα καί τόν μάλωσε. Ὅταν ἦρθε
στό σπίτι εἶπε: «Γι᾿ αὐτό τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός αὐτή τήν
ἀναπηρία, γιατί, ἐάν ἦταν γερός, θά ἔκανε μεγάλο κακό». «Τί
εἶναι αὐτά πού λές», τοῦ εἶπε ἡ νύφη του. «Ἔτσι εἶναι»,
ἀπάντησε ἐκεῖνος. Ἦταν μερικές φορές ἀπόλυτος. Τόν
ἐνδιέφερε μόνον τό θεάρεστο καί ἀπαντοῦσε εὐθέως καί κοφτά.
Ἄκουγε π.χ. κάποιες πού ἔλεγαν τά προβλήματά τους, ὅταν
ἔρχονταν στό σπίτι, σκεπτόταν χωρίς νά μιλᾶ καί κάποια στιγμή,
ὅταν ἦταν μόνον μέ τούς δικούς του, ἔλεγε χωρίς νά τό περιμένη
κανείς: «Αὐτή νά μήν τήν ξαναβάλετε στό σπίτι· δέν εἶναι καλή
γυναῖκα». Αὐτό πού ἔλεγε γινόταν ἀμέσως πράξη. Τόν σέβονταν
πολύ.
Κωνσταντῖνος Σωτηρίου
Τό
τριήμερο τῆς Καθαρᾶς Ἑβδομάδος ἐκεῖνος ἔκανε ἐνάτη. Τοῦ
εἶπαν γιά ὁρισμένες γυναῖκες, γνωστές του, ὅτι ἔμειναν
κλεισμένες στό σπίτι ἐπί τρεῖς ἡμέρες καί δέν ἔτρωγαν τίποτε.
«Τί νιώθουν αὐτές;» ρώτησε. «Καλύτερα θά ἔκαναν νά συμμάζευαν
τό στόμα τους παρά νά κάνουν τριήμερο».
Ὅταν
ἐρχόταν Πνευματικός στό χωριό ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος, πήγαινε
ἀπό τούς πρώτους γιά ἐξομολόγηση καί μετά ἔστελνε καί τούς
δικούς του. Στό ναό στεκόταν σ᾿ ἕνα στασίδι κοντά στήν πλαϊνή
πόρτα τοῦ Ἱεροῦ, ὄρθιος τίς περισσότερες ὧρες. Ὄρθιος σέ
στάση προσοχῆς ἦταν καί στό «Ἄξιόν ἐστιν», στό τέλος μόνον
ἔκανε τρεῖς μετάνοιες. Τό πρόσεξε ἡ νύφη του καί ρώτησε:
«Ἔτσι πρέπει νά κάνουμε;». «Ναί», εἶπε. «Πῶς στεκόμαστε στόν
Ἐθνικό Ὕμνο, γιά τήν Σημαία; Ἔτσι πρέπει νά εἴμαστε καί στήν
Παναγιά μας».
Εἶχε
μεγάλο σεβασμό στό ράσο καί εὐαισθησία στά προβλήματα τῆς
Ἐκκλησίας. Ὁ γυιός του ἦταν ἐπίτροπος στόν Ἱερό Ναό καί τόν
ἀνέπαυε αὐτό.
Χαμογελοῦσε
στήν συζήτηση μέ καλωσύνη ἀλλά σπάνια γελοῦσε. Ἦταν πρᾶος
καί πολύ ἁπλός. Δέν ἦταν θορυβώδης. Οὔτε πού τόν καταλάβαινε
κανείς, ὅταν περνοῦσε δίπλα του. Ἦταν ἁπλός καί στό ντύσιμο.
Κάποτε ἔδωσαν στόν φωτογράφο μία φωτογραφία του γιά
μεγέθυνση κι ἐκεῖνος, χωρίς νά ρωτήση, τοῦ πρόσθεσε μία
γραβάτα. Ὅταν εἶδε τήν φωτογραφία ἀνασταστώθηκε καί εἶπε:
«Πετάξτε την γρήγορα νά μήν τήν βλέπω. Τί μοῦ ἔβαλε αὐτό τό
καπίστρι;». Συχνά ζητώντας μία πετσέτα ἔλεγε: «Δῶσε ἐκεῖνο
τό τσόλι». Ἀκόμη καί τά καινούργια καί τά κεντημένα ἔτσι τά
ἔλεγε. Δέν ἀναπαυόταν ἡ νύφη του καί τοῦ ἔλεγε: «Γιατί δέν λές
πετσέτα;». Ἐκεῖνος χαμογελοῦσε ὅλο νόημα καί
ἐπαναλάμβανε: «῎Ε….τσόλι, τσόλι εἶναι». Μόνον ὅταν δέν ἦταν
στήν ζωή κατάλαβαν ὅτι γιά πνευματικούς λόγους καί τά ὄμορφα
ροῦχα τά θεωροῦσε σάν σκύβαλα.
Στό
δωμάτιό του ἦταν τό εἰκονοστάσι, ἡ εἰκόνα τοῦ ἁγίου
Νικολάου καί ἕνα κρεμαστό καντήλι. Εἶχε ἕνα σιδερένιο
κρεββάτι μέ λεπτό στρῶμα καί μαξιλάρι πολύ συμπαγές, σκληρό
σάν ξύλο. Τόν χειμῶνα σκεπαζόταν μέ μαύρη φλοκάτη (τζέργα).
Στάθηκε ἀδύνατον νά τοῦ τά ἀλλάξουν. «Γιατί εἶναι τόσο σκληρό
τό μαξιλάρι;», ρωτοῦσαν τά παιδιά. «Ἔ!, ἔτσι πρέπει»,
ἀπαντοῦσε. Ἕνα μεγάλο ρολόϊ στό τζάκι τοῦ ἔδειχνε τήν
«παλαιά» βυζαντινή ὥρα. Μέ βάση αὐτήν ἔκανε τήν προσευχή του,
ὅπως εἶχε συνηθίσει ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος. Δέν τήν ἄλλαζε. «Τό
δικό σας ρολόϊ πάει μέ τό φράγκικο», ἔλεγε.
Ὅταν
τόν ρωτοῦσαν γιά μετάνοιες ἔλεγε: «Τί, νά μήν κάνουμε
σαράντα μετάνοιες τοὐλάχιστον;». Ἦταν ὁ ἀριθμός πού
θεωροῦσε σάν ἐλαχιστότατο καί ἀπαραίτητο γιά ὅλους. Ὁ
ἴδιος ἔκανε ὅλες τίς μετάνοιές του στρωτές· σηκωνόταν ἐπάνω
καί στεκόταν λίγο προσευχόμενος μέχρι τήν ἑπόμενη. Δηλαδή
τίς ἔκανε μέ ἀργό ρυθμό· ἦταν μία ἱεροτελεστία. Τό ὅτι ὅμως
ἔσκυβε νά κάνη μετάνοια ἐρχόταν δεύτερο. Τό κυρίαρχο ἦταν
ἡ θέρμη στήν προσευχή του, ἡ ἠρεμία του. Ἦταν πλήρως
ἀπορροφημένος σ᾿ αὐτό πού ἔκανε. Δέν ἦταν τυπική καί στεγνή ἡ
προσευχή του, εἶχε γλύκα καί πολύ φόβο Θεοῦ.
Μερικά
χρόνια πρίν ἀπό τό τέλος τῆς ζωῆς τοῦ μπαρμπα–Κωνσταντῆ
διαπιστώθηκε ὅτι ἔβλεπε συχνά τόν ἅγιο Νικόλαο.
Ὁ
κ. Ἀριστείδης Γιαπουντζῆς, εἰρηνοδίκης, παρέμεινε κάποιο
χρονικό διάστημα στό σπίτι καί ἔγινε ἀφορμή νά ἀποκαλυφθῆ ἡ
ἔκταση πού εἶχε ἡ ἐπικοινωνία του μέ τόν Ἅγιο. Τό δωμάτιό
του ἦταν δίπλα στό δωμάτιο τοῦ παπποῦ˙ τούς χώριζε ἕνας τοῖχος.
Ὁ κ. Ἀριστείδης ἔκανε ὑπομονή γι᾿ αὐτό πού συνέβαινε τή
νύχτα, ἀλλά ἐπειδή ταλαιπωρήθηκε πολύ καί θορυβήθηκε,
παραπονέθηκε στόν γυιό τοῦ μπαρμπα–Κωνσταντῆ ὅτι δέν μποροῦσε
νά κοιμηθῆ τά βράδια ἀπό συζητήσεις. «Τό βράδυ» εἶπε,
«σηκώνεται ἀπό τόν ὕπνο του ὁ παπποῦς καί ἀκούγεται καθαρά
ὅτι μιλᾶ μέ κάποιον· κάποιος τόν ἐπισκέπτεται. Ἐσεῖς
γνωρίζετε τί γίνεται; Μήπως στέκεται κάποιος ἔξω ἀπό τό
παράθυρο; Μέ ξυπνᾶ καί ἐμένα ἡ συζήτηση», εἶπε, «δέν μπορῶ νά
κοιμηθῶ καί τό πρωΐ εἶμαι χάλια στήν δουλειά μου».
Τότε
ὁ γυιός του ζήτησε ἰδιαίτερα ἀπό τόν παπποῦ νά μάθη τί
γίνεται, γιατί εἶχε στενοχωρηθῆ, ἐπειδή ἐταλαιπωρεῖτο ὁ
φιλοξενούμενος. Στήν ἀρχή ὁ παπποῦς ξαφνιάστηκε, φοβήθηκε
ὅτι θά ἀποκαλυφθῆ καί δέν μιλοῦσε· θύμωσε μάλιστα ἐπειδή
ἀσχολοῦνταν μαζί του. Στήν μεγάλη ὅμως πίεση πού τοῦ ἀσκήθηκε
νά δώση μία ἀπάντηση, ἐκεῖνος μέ παράπονο καί δυσκολία
εἶπε: «Τί νά πῶ… Νά, τό βράδυ παρουσιάζεται ὁ ἅγιος Νικόλαος
καί μοῦ μιλάει. Τί νά κάνω; Βουβός νά κάθωμαι;». Αὐτό δέν τό
γνώριζαν οἱ δικοί του, γιατί τό δωμάτιό τους ἦταν πιό μακρυά,
καί ἐάν κάποτε κάτι ἄκουγαν, νόμιζαν ὅτι μουρμούριζε,
ἐπειδή προσευχόταν, πρᾶγμα πού συνέβαινε. Ἀλλά ὁ κ.
Ἀριστείδης ἐπέμενε· δέν ἦταν μουρμουρητό προσευχῆς.
Κάποια
στιγμή ἡ νύφη του τόν ρώτησε: «Πῶς εἶναι ὁ Ἅγιος;». Ὁ παπποῦς
φειδωλός μόνον χαμογέλασε καθώς τόν ἔφερε στήν μνήμη του καί
εἶπε: «Νά, εἶναι…κοντός, δέν εἶναι ψηλός ἄνδρας». Χαμογέλασε
καί σταμάτησε ἐκεῖ τήν συζήτηση.
Στό
ἑξῆς, ὅταν συνέβαινε κάτι παράξενο στήν συμπεριφορά του
καί ρωτοῦσαν νά μάθουν τόν λόγο, λίγο εὐκολώτερα ἔκανε
ἀναφορά σέ ἐμφανίσεις τοῦ Ἁγίου ὁ παπποῦς. Μετά ἀπό τέτοιες
συζητήσεις μέ τόν Ἅγιο τίς ἑπόμενες ἡμέρες, καθώς καθόταν
μέ τό κεφάλι σκυφτό, ἔκλαιγε. Κάποια ἡμέρα τά δάκρυά του
ἔπεφταν στό πάτωμα. Θορυβήθηκαν οἱ δικοί του καί τόν ρώτησε
ἐπίμονα ἡ νύφη του ἂν πονᾶ, ἐάν τοῦ ἔχουν κάνει κάτι πού τόν
στενοχώρησε, κι ἐκεῖνος ἀπήντησε: «Δέν πονῶ, δέν μοῦ φταίει
κάτι, ἐγώ τά ἔχω ὅλα, δέν κλαίω γιά μένα, γιά σᾶς κλαίω, γι᾿
αὐτά…(καί ἔδειξε τά παιδιά), γιά τήν ἀνθρωπότητα κλαίω, πού
δέν θά δεῖ ἀπό ἐδῶ καί πέρα ἄσπρη μέρα».
Ὁ
μπαρμπα–Κωνσταντῆς εἶχε κάνει τήν στρατιωτική του θητεία στόν
Βόλο. Ἦταν πολύ καλός πατριώτης. Συχνά ζητοῦσε ἀπό τά
ἐγγόνια του νά τοῦ ἀπαγγείλουν ποιήματα ἀπό Ἐθνικές Ἑορτές,
κ᾿ ἐκεῖνος ἔκλαιγε. Γιά τήν κατάσταση στήν Κύπρο πολύ
στενοχωρήθηκε, προσευχήθηκε καί ἔκλαψε. Λυπόταν τούς
Κυπρίους.
Ὁ
γυιός του εἶχε σχεδιάσει νά μετακομίσουν στήν Θεσσαλονίκη
λίγα χρόνια πρίν κοιμηθῆ ὁ παπποῦς. Ὅταν ὅμως τοῦ τό
ἀνακοίνωσαν, ἐκεῖνος ἦταν ἀνένδοτος. Τούς εἶδε νά
ἐπιμένουν καί τότε ἀπάντησε: «Νά ὁ δρόμος καί τραβᾶτε».
Τρόμαξαν. Ποτέ ἄλλοτε δέν τούς μίλησε ἔτσι. Νά χωρίσουν;
Ἀδύνατον. Δέν μποροῦσαν νά φαντασθοῦν νά ζοῦν χωρίς τόν παπποῦ.
Γι᾿ αὐτό ἀμέσως ἀπεφάσισαν νά παραμείνουν. Ἐκεῖνος δέν
ἤθελε νά ἀφήση τόν τόπο του γιατί ζοῦσε ἀσκητικά πηγαίνοντας
καθημερινά στά χωράφια, ἀλλά οἱ ἄλλοι δέν τό εἶχαν
συνειδητοποιήσει.
Ὅταν
κάποιος στό σπίτι ἦταν πολύ ἄρρωστος, δέν καθόταν δίπλα του
μαζί μέ τούς ἄλλους ἀλλά πήγαινε βιαστικά στό δωμάτιό του γιά
προσευχή. Ἔβγαινε πέντε λεπτά, ρωτοῦσε, ἔβλεπε τήν
κατάσταση καί δέν χρονοτριβοῦσε, ἔφευγε πάλι βιαστικά γιά
προσευχή. Ἦταν ἡ ἰσχυρότερη γέφυρα τοῦ σπιτιοῦ πρός τόν Θεό.
Προσευχή ἀμέσως ἔκανε καί γιά τά προβλήματα πού εἶχαν τά
παιδιά του ἀλλά καί γιά ὅλη τήν ἀνθρωπότητα.
Ὁ
παπποῦς μυστικά εἶχε τήν μέριμνα μιᾶς συγχωριανῆς χήρας ἡ
ὁποία δέν εἶχε οἰκονομικούς πόρους. Ἦταν πολύ δίκαιος
ἄνθρωπος. Στήν διαθήκη πού ἔκανε, ἔγραψε ὅτι ὅλα τά κτήματά
του εἶχαν λιγώτερα μέτρα ἀπ᾿ ὅ,τι ἦταν στήν πραγματικότητα·
φοβόταν τό παραπάνω καί δέν ἔγραφε οὔτε τό νόμιμο.
Ἀπό
τό Ἅγιον Ὄρος τοῦ εἶχαν δώσει εὐλογία δυό βιβλία: Τό
«Ἁμαρτωλῶν σωτηρία» καί τό «Θησαυρός Δαμασκηνοῦ». Αὐτά τά
φύλαγε ὡς κόρη ὀφθαλμοῦ. Πάμπολλες φορές τά βράδια ἢ στίς
γιορτές διάβαζε ἡ νύφη του (ὁ ἴδιος δέν μποροῦσε ἄνετα) κ᾿
ἄκουγαν ὅλοι. Μερικές φορές ἦταν καί κάποιος φίλος στό σπίτι ἤ
κάποια γειτόνισσα καί ἄκουγαν κι αὐτοί.
Ἔκαναν
κάθε πρώτη τοῦ μηνός στό σπίτι Ἁγιασμό· μία φορά τόν χρόνο τό
Εὐχέλαιο καί δυό φορές τόν χρόνο, τό λιγότερο, ἰδιωτική
θεία Λειτουργία στά ἐξωκκλήσια τοῦ χωριοῦ μέ τήν σειρά·
κυρίως ὅμως στοῦ ἁγίου Νικολάου καί στοῦ ἁγίου Δημητρίου.
Πολύ τίς χαιρόταν ὁ παπποῦς αὐτές τίς θεῖες Λειτουργίες καί
ἔτρεχε πρῶτος, ἐνῶ ἔκαναν πάντα ἀρτοκλασίες στίς
ὀνομαστικές τους ἑορτές καί τοῦ ἁγίου Νικολάου.
Ἦταν
ὀγδόντα ἑνός ἐτῶν, ὅταν πῆγε στά κτήματά του γιά τελευταία
φορά. Μέ τήν ἄσκηση πού ἔκανε ἐκεῖ ἐπάνω καί μέ τήν μεγάλη
ἀπόσταση ἀπό τό χωριό, δέν ἄντεξε ἄλλο καί ὅταν ἔφθασε στήν
γειτονιά του ἐπιστρέφοντας τρίκλιζε. Παρεξηγήθηκε ἀπό τούς
γείτονές του πού τόν νόμισαν μεθυσμένο. Δέν εἶχε μεθύσει οὔτε
τότε οὔτε ἄλλοτε στήν ζωή του. Στό καφενεῖο δέν πῆγε ποτέ.
Ἔπινε ἕνα κύπελο κρασί μόνον στό φαγητό πού τό ἔλεγε
«διακονιά»[1].
Ὅταν τοῦ πρότειναν νά τοῦ βάλουν ἐπιπλέον δέν τό δεχόταν˙
«ὄχι, φτάνει αὐτό», ἔλεγε. Μικρή ποσότητα ἔπινε καί τήν
ἡμέρα πού κοινωνοῦσε μόλις ἐρχόταν στό σπίτι «γιά νά πάη
κάτω ἡ θεία Κοινωνία», ὅπως ἔλεγε.
Μετά
τό περιστατικό πού προαναφέρθηκε τοῦ ἀπαγόρευσαν νά βγῆ
ξανά στά χωράφια. Λυπήθηκε πολύ. Κτυπώντας ἐλαφρά τό στῆθος
του, εἶπε: «Ἡ καρδιά πετάει, λαχταράει, θέλει νά πάη παντοῦ, νά
τρέξη, ὅμως τά πόδια δέν ἀκοῦνε», καί ἔπιανε τά πόδια του.
Ποτέ
δέν εἶπε πονάω. Μόνον κάποια ἡμέρα πού τόν εἶδαν νά τρίβη τά
χέρια του ρώτησαν: «Τί ἔχεις; Πονᾶς στά χέρια;» ἀναγκάστηκε νά
ἀπαντήση: «Ἔ, ναί, πονᾶνε. Γιατί νά μήν πονᾶνε; Γέρασαν κι
αὐτά».
Ὁ
Νικόλαος, γαμπρός του στήν μικρότερη κόρη του, εἶχε
ἀρρωστήσει βαρειά ἀπό νεφρική ἀνεπάρκεια. Ἦταν πατέρας
τεσσάρων μικρῶν παιδιῶν. Οἱ γιατροί δέν τοῦ ἔδωσαν ἐλπίδες
ζωῆς. Ἀναγκάσθηκαν νά τό ποῦν στόν παπποῦ. Πικράθηκε γιατί
σκεφτόταν τά ὀρφανά. Ἐκεῖνο τό βράδυ προσευχόταν κλαίγοντας
καί παρακαλώντας τόν Θεό γιά τόν ἄρρωστο. Τά ξημερώματα
ἄκουσε τόν ἅγιο Νικόλαο νά τοῦ λέη: «Φτάνει Κωνσταντῆ, μήν
παιδεύεσαι ἄλλο· τετρακόσιες μετάνοιες ἔκανες ἕως τώρα.
Σταμάτησε ὅμως γιατί ὁ Νικόλαος δέν θά ζήσει. Ἔτσι πρέπει νά
γίνη. Αὐτό εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ». Γέμισε πόνο καί δάκρυα.
Τό πρωΐ δέν βγῆκε ἀπό τό δωμάτιό του. Τόν ἀναζήτησαν. Δέν εἶχε
διάθεση γιά τίποτε. Ἦταν πολύ στενοχωρημένος καί ἔκλαιγε
συνεχῶς. Ρώτησαν τί συνέβη καί ἀπάντησε: «Ὁ Νῖκος θά πεθάνει.
Μοῦ τό εἶπε ὁ ἅγιος Νικόλαος». Ὁ καλός Θεός ὅμως δέν
ἐπέτρεψε νά τό ζήση, διότι ἐκοιμήθη ἕξι μῆνες πρίν ἀπό τόν
γαμπρό του.
Ἐκεῖνο
τό διάστημα εἶχαν ἀρχίσει ὅλοι νά κάνουν μαρμάρινους τάφους
γιά τούς νεκρούς. Ὁ παπποῦς εἶπε στούς δικούς του: «Ἐμένα δέν μοῦ
ἀρέσουν αὐτά. Ὅταν πεθάνω, θά μοῦ κάνετε ἁπλό τάφο μέ
κάγκελα καί ὄχι μάρμαρα».
Μακρυά
ἀπό τά χωράφια κάθησε περίπου ἕνα χρόνο. Ἔκλεισε τά 82. Λίγο
πρίν ἀπό τά Χριστούγεννα τοῦ εἶπε ὁ ἅγιος Νικόλαος: «Τώρα
πιά, Κωνσταντῆ, ν᾿ ἀρχίσης νά ἑτοιμάζεσαι καί νά μήν ξαναφᾶς
ποτέ ἄλλη φορά κρέας». Ὁ παπποῦς ἐνημέρωσε τούς δικούς του γι᾿
αὐτό.
Τήν
Μεγάλη Δευτέρα τοῦ 1963 ἔνιωσε μεγάλη καταβολή καί δέν
βγῆκε ἀπό τό δωμάτιό του. Τό ἴδιο τήν Μεγάλη Τρίτη. Τήν Μεγάλη
Τετάρτη ἀνησύχησαν. «Κάτι ξεκόβεται μέσα μου», εἶπε.
Ζήτησε λίγο φαγητό. Ἡ κατάσταση ἴδια. Κάλεσαν τόν γιατρό.
Δέν βρῆκε ὀργανικά τίποτε τό παθολογικό. «Γεροντικός
μαρασμός», εἶπε. Οἱ κτύποι τῆς καρδιᾶς του ἦταν λίγο
μειωμένοι. Ὁ γιατρός προετοίμασε τούς δικούς του λέγοντας ὅτι
σέ δυό–τρεῖς μέρες θά τελειώσει. Ἦταν πολύ ἤρεμος καί
προσευχόταν. Τήν Μεγάλη Πέμπτη ρώτησαν ἐάν ἤθελε νά βάλουν
λίγο λάδι στό φαγητό. Ἀρνήθηκε.
Τήν
Μεγάλη Παρασκευή τό πρωΐ ζήτησε νά τοῦ διαβάσουν τήν
Παράκληση τῆς Παναγίας. Μετά τό μεσημέρι δέν εἶχε ἐπαφή μέ
τό περιβάλλον. Γυρισμένος πρός τόν τοῖχο κάτι ἔβλεπε καί
ψιθύριζε. Τήν ὥρα πού ἔψαλλαν τά ἐγκώμια στήν Ἐκκλησία, γύρω
στίς 9 μ.μ., ξεψύχησε, τό ἔτος 1963 σέ ἡλικία 83 ἐτῶν. Μόλις
τελείωσε ἡ περιποίηση τῆς σωροῦ του, κτύπησε ἡ καμπάνα γιά
τήν ἔξοδο τοῦ Ἐπιταφίου. Σέ λίγο περνοῦσαν τόν Ἐπιτάφιο
μπροστά ἀπό τό σπίτι του. Τό Μεγάλο Σάββατο ἔγινε ἡ κηδεία
του.
Οἱ
δικοί του ἐνημέρωσαν τούς πατέρες τῆς Ἱερᾶς Μονῆς
Καρακάλλου καί τούς παρεκάλεσαν νά τοῦ κάνουν
σαρανταλείτουργο, τό ὁποῖο καί ἔγινε.
Αἰωνία ἡ μνήμη του. Ἀμήν.
[1]. Ἁγιορείτικη ἔκφραση πού σημαίνει μερίδα.