Τό θέμα μας, ὅπως γνωρίζετε, εἶναι μία πρόταση ἐρωτηματική «Ὑποταγμένοι στό κοσμικό πνεῦμα;». Εἶναι ἔτσι μία προσπάθεια νά ἀναρωτηθοῦμε καί νά δοῦμε ἄν εἴμαστε ἤ ὄχι.
Θά ἀρχίσω μ’ ἕνα περιστατικό, ἐπειδή τά περιστατικά λένε πολλά καί εἶναι καί εὐχάριστα. Εἶναι ἀπόσπασμα ἀπό τήν ἐπιστολή μιᾶς γυναῖκας, ἡ ὁποία τώρα ζεῖ ἐν μετανοία. «Πρίν χρόνια ὁ Θεός θέλησε νά χάσω καί τούς δυό μου γονεῖς ἀπό καρκίνο. Ἔζησα λοιπόν πολύ τό ἀντικαρκινικό νοσοκομεῖο Ἅγιος Σάββας στήν Ἀθήνα. Ἐκεῖ ὁ θάνατος μπαινοβγαίνει στούς θαλάμους καί θερίζει τόν κόσμο. Εἶδα πολλά τότε. Θυμᾶμαι πρίν ἑπτά χρόνια, ὅταν νοσηλευόταν ἐκεῖ ἡ μητέρα μου, κατά τό πρῶτο διάστημα βρισκόταν σ’ ἕνα δωμάτιο μέ τέσσερα κρεβάτια στήν παλαιά πτέρυγα. Δίπλα τῆς ἔφεραν μία γυναίκα 45 ἐτῶν περίπου, ἡ ὁποία ἦταν κίτρινη σάν τό κερί καί σκελετωμένη, πραγματικό πτῶμα. Ἔπασχε ἀπό καρκίνο στό ἥπαρ καί ἴσως καί ἀλλοῦ καί φαινόταν ὅτι ἦταν στά τελευταῖα της. Κοιμόταν σχεδόν συνέχεια καί λίγο εἶχε τίς αἰσθήσεις της. Μιά ἡμέρα, πού ἦρθε ἡ κόρη της νά τή δεῖ, μοῦ ἔκανε τεράστια ἐντύπωση, ὅτι ἔβγαλε ἀπό τήν τσάντα της βερνίκι νυχιῶν καί ἄρχισε νά τῆς βάφει τά νύχια…». Ἐνῶ ἦταν ἑτοιμοθάνατη! «Δέν θά τήν ξεχάσω αὐτή τήν σκηνή. Παρόλο πού τότε ἤμουν χαμένη μέσα στήν ἁμαρτία καί τά προβλήματα. Λυπήθηκα πολύ γιά αὐτή τή δύστυχη γυναῖκα πού κανείς δέ νοιαζόταν γιά τήν ψυχή της καί τῆς φέρονταν σάν νά ἦταν νά ζήσει χίλια χρόνια. Ἔφεραν θυμᾶμαι –σημειῶστε – καί τούρτα γενεθλίων… καί λίγες μέρες μετά πέθανε! Ἄν ὅλοι καί ὅλες ἐμεῖς βλέπαμε πῶς καταντάει ὁ ἄνθρωπος», γράφει αὐτή ἡ γυναίκα, «ἀπό τήν ἀσθένεια, νέοι ἄνθρωποι νά γερνοῦν σέ λίγες μέρες καί νά παραμορφώνονται ἀπό τόν καρκίνο, θά εὐχαριστούσαμε θερμά τόν Θεό πού μᾶς ἔχει πλάσει ἔτσι ὑγιεῖς καί ὄμορφους μέ τήν ὀμορφιά τοῦ κατ’ εἰκόνα κάλλους, ὅπως κι ἄν εἶναι αὐτό δοσμένο στόν κάθε ἄνθρωπο. Κάποια ἡμέρα ἦρθε στόν νοῦ μου ἡ ἑξῆς εἰκόνα: νά ἔχω βαμμένα νύχια καί νά ἔρθει τό ἐπίγειο τέλος μου καί αὐτοί πού θά μέ ἑτοιμάζουν γιά τήν ταφή μου, νά λένε «τήν κακομοίρα, κοίτα, μέ τά νύχια της ἀσχολιόταν»! Ἀπό τότε δέν διανοήθηκα νά τά ξαναβάψω».
Τό κοσμικό φρόνημα, θά λέγαμε, σέ ὅλο του τό μεγαλεῖο, μέχρι τήν τελευταῖα ὥρα τῆς ἐπίγειας ζωῆς. Ἀλλά καί μετά… Δέν ξέρω ἄν τό γνωρίζετε, ὑπάρχει περιποιήση τοῦ προσώπου λειψάνου καί μακιγιάζ! γιά νά ἔχεις ὡραῖο λείψανο… Ὑπάρχει καί προσπάθεια γιά ὑστεροφημία μέ χίλιους δυό τρόπους.. νά ἀφήσεις καλή φήμη δηλαδή, καλό ὄνομα στούς ἀνθρώπους. Ὅλα αὐτά γιατί; Μήπως εἴμαστε ὑποταγμένοι στό κοσμικό πνεῦμα; Τί ἄραγε εἶναι ὁ κόσμος; Ποιά εἶναι τά στοιχεῖα πού στοιχειοθετοῦν, ἤ πού συνθέτουν, τόν κόσμο; Λέει ἡ Ἁγία Γραφή «μή ἀγαπᾶτε τόν κόσμον». Ξεκάθαρα. Ἐντολή. «Μηδέ τά ἐν τῷ κόσμῳ». Οὔτε τόν κόσμο, οὔτε αὐτά πού ἀνήκουν στόν κόσμο. «Ἐάν τις ἀγαπᾷ τόν κόσμον, οὐκ ἔστιν ἡ ἀγάπη τοῦ πατρός ἐν αὐτῷ» (Α΄ Ίω. 2,15). Αὐτό θέλει μία ἑρμηνεία τώρα, γιατί παρερμηνεύεται. Ἐάν, λέει, κάποιος ἀγαπάει τόν κόσμο, ἡ ἀγάπη τοῦ Πατρός δέν εἶναι σ’ αὐτόν. Καί μερικοί νομίζουν ὅτι λέει, ὅτι ὁ Θεός ὡς Πατέρας δηλαδή, δέν ἀγαπάει τόν ἄνθρωπο, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀγαπάει τόν κόσμο. Ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη. Δέν μπορεῖ νά ἀρνηθεῖ τόν ἑαυτό Του. Μερικοί ἄλλοι νομίζουν ὅτι ἐννοεῖ ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει μέσα του τήν ἀγάπη στόν Θεό-Πατέρα. Ἀλλά ἡ πιό σωστή ἑρμηνεία εἶναι νά ποῦμε ὅτι αὐτή ἡ γενική «ἡ ἀγάπη τοῦ Πατρός» δέν εἶναι οὔτε ὑποκειμενική, οὔτε ἀντικειμενική, εἶναι γενική τῆς ἰδιότητας.
Δηλαδή τί θέλει νά πεῖ ἡ φράση «ἡ ἀγάπη τοῦ Πατρός δέν εἶναι σ’ αὐτόν πού ἀγαπάει τόν κόσμο»; Ἐννοεῖ (ὅτι ἡ ἀγάπη πού ἔχει αὐτός ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι ἡ ἀγάπη ἡ ὁποία ἐπιδοκιμάζει ὁ Θεός-Πατέρας καί θέλει νά ὑπάρχει στόν ἄνθρωπο, στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, δέν εἶναι ‘ἡ ἀγάπη τοῦ Πατρός’) ἡ ἀγάπη, ἡ ὁποία ἐπιδοκιμάζει ὁ Θεός-Πατέρας καί θέλει νά ὑπάρχει στόν ἄνθρωπο, ἐν αὐτῷ, στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτή ἡ ἀγάπη πού ἔχει αὐτός ὁ ἄνθρωπος λοιπόν δέν εἶναι αὐτή ἡ ἀγάπη πού θέλει ὁ Θεός-Πατέρας. Δέν εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Πατρός. Γι’ αὐτό λέει, ἄν κάποιος ἀγαπάει τόν κόσμο, ἔχει μιά ἀγάπη ἀλλά δέν εἶναι ἡ ἀγάπη πού ἀρέσει στόν Θεό. Ἔχει μιά ἐνέργεια ἀγάπης.
Λέει κάτι πολύ ὡραῖο ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ ὁ Σύρος: «πρίν δεχτεῖς ἐνέργεια ἀγάπης στήν καρδιά σου, θά πρέπει νά περάσεις ἀπό τόν ἁγνιστικό φόβο», ἀπό τόν φόβο πού ἐξαγνίζει τήν καρδιά. Μιά ἀγάπη πού δέν ἔχει περάσει πρῶτα ἀπό τήν κάθαρση τῆς ψυχῆς, ἕνας ἄνθρωπος πού ἀγαπάει χωρίς νά ἔχει περάσει ἀπό τήν κάθαρση, δέν ἔχει καθαριστεῖ ἀπό τά πάθη του, ἡ ἀγάπη του δέν θά εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Πατρός, ἡ ἀγάπη πού ἀρέσει στόν Θεό. Θά εἶναι μιά ἀγάπη ἄρρωστη, ἐμπαθής, ἀνθρώπινη, ἀγάπη πού ἐπιδιώκει τήν ἀνταπόδοση, ἀγάπη ἰδιοτελής.
Ὁ Ἀπόστολος πάλι πού μᾶς τά (γράφει) λέει αὐτά, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, θέλει νά μᾶς πεῖ τό ἑξῆς: «ἐάν κάποιος ἀγαπάει ἤ ἐπιθυμεῖ τόν κόσμο, ἀπό αὐτό ἀποδεικνύεται ὅτι δέν ὑπάρχει μέσα του, στήν καρδιά του, ἐκείνη ἡ ἀγάπη τήν ὁποία ἐγκρίνει ὁ Θεός. Γιατί «κάθε ἀγάπη ἤ ἐπιθυμία ἐν τῷ κόσμῳ, ἡ ἀγάπη ἤ ἡ ἐπιθυμία τῆς σαρκός», ὅπως θά πεῖ στή συνέχεια, «ἡ ἀγάπη καί ἡ ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν καί ἡ ἀλαζονεία τοῦ βίου, οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ πατρός, ἀλλ᾿ ἐκ τοῦ κόσμου ἐστί» (Α΄ Ίω. 2,16). Ὅποιος ἀγαπάει ἤ ἐπιθυμεῖ τά τοῦ κόσμου, δέν ἔχει ἐντός του τό εἶδος τῆς ἀγάπης πού θέλει ὁ Θεός. Αὐτός πού ἀγαπάει τόν κόσμο, ἔχει κι αὐτός ἀγάπη ἀλλά κατά τό θέλημα τοῦ κόσμου, κοσμική ἀγάπη.
Τά τρία μέρη αὐτά τῆς φράσης, πού ἔχει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης καί λέει τί εἶναι τά στοιχεῖα τοῦ κόσμου, λέει «πᾶν τό ἐν τῷ κόσμῳ, ἡ ἐπιθυμία τῆς σαρκός καί ἡ ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν καί ἡ ἀλαζονεία τοῦ βίου». Αὐτά εἶναι τά τρία στοιχεῖα πού συνθέτουν τήν ἔννοια «κόσμος». Κόσμος ἐμεῖς ξέρουμε εἶναι τό στολίδι, εἶναι κάτι ὡραῖο. Ἀλλά κόσμος γιά τήν Ἁγία Γραφή εἶναι ἀκριβῶς αὐτά τά τρία πράγματα: ἡ ἐπιθυμία τῆς σαρκός καί ἡ ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν καί ἡ ἀλαζονεία τοῦ βίου. Ὅταν λέει ἀλαζονεία τοῦ βίου πάλι κι αὐτό ἔχει μέσα τήν ἔννοια τῆς ἐπιθυμίας. Εἶναι ἡ ἀλαζονική ἐπιθυμία.
Ἑπομένως, γιά νά συνοψίσουμε, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης θέλει νά πεῖ ὅτι τά στοιχεῖα τοῦ κόσμου εἶναι τά ἑξῆς: ἡ ἐπιθυμία τῆς σαρκός, πού δέν εἶναι ἄλλο παρά ἡ φιληδονία, ἡ γαστριμαργία, ἡ λαγνεία. Τό δεύτερο στοιχεῖο εἶναι ἡ ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν, ὁ ἄπληστος ὀφθαλμός, εἶναι ἡ πλεονεξία δηλαδή, τό ἀχόρταγο μάτι, εἶναι ἡ φιλαργυρία καί τό τρίτο στοιχεῖο (εἶναι) ἡ ἀλαζονική ἐπιθυμία (δηλαδή) πού εἶναι ἡ φιλοδοξία, ἡ ἐπιθυμία γιά τήν ἐπίδειξη, γιά τή μάταιη δόξα τοῦ κόσμου, γιά τήν ὑπερηφάνεια, ἡ ἐπιδίωξη τῆς μάταιης δόξας. Οἱ τρεῖς αὐτές ἐπιθυμίες: φιληδονία, φιλαργυρία ἤ πλεονεξία καί φιλοδοξία ἤ ματαιοδοξία ἤ ἀνθρωπαρέσκεια, καλύπτουν ὅλο τό φάσμα τῶν ἐπιθυμιῶν τοῦ κόσμου καί συνιστοῦν τήν λατρεία τῆς κοσμικῆς τριάδας: σάρκα, ὕλη, δόξα. Αὐτά εἶναι τά τρία στοιχεῖα τοῦ κόσμου, λατρεία τῆς σάρκας, τῆς ὕλης καί τῆς μάταιης δόξας τοῦ κόσμου. Ὁπότε τό χωρίο αὐτό θέλει νά μᾶς πεῖ μέ ἁπλά λόγια: μήν ἀγαπᾶτε τόν κόσμο, μήτε τά πράγματα τοῦ κόσμου. Ἐάν κανείς ἀγαπάει τόν κόσμο ἐντός του δέν ὑπάρχει ἡ ἀγάπη πού θέλει ὁ Πατήρ, ὁ Θεός-Πατέρας. Γιατί, καθετί τό ὁποῖο ὑπάρχει στόν κόσμο ἡ ἐπιθυμία τῆς σαρκός καί ἡ ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν, ἡ ἀπληστία δηλαδή καί ἡ φιληδονία καί ἡ ἀλαζονική ἐπιθυμία δέν εἶναι ἐκ τοῦ Πατρός ἀλλά εἶναι ἐκ τοῦ κόσμου.
Εἴπαμε λοιπόν ποιά εἶναι τά στοιχεῖα τοῦ κόσμου, πρέπει νά ποῦμε ἀκόμα καί τό ἄλλο χωρίο πού μᾶς λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὅτι «ὁ κόσμος ὅλος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται» (Α΄ Ίω. 5,19). Ὄλος ὁ κόσμος δηλαδή ἀνήκει στόν πονηρό. Μέ ποιά ἔννοια; Ὄχι ὅτι ὁ πονηρός εἶναι κοσμοκράτορας, ὅπως μᾶς τό ἑρμηνεύει καί ὁ Ἅγιος Παΐσιος, ἀλλά ἐμεῖς δυστυχῶς δίνουμε δικαιώματα στόν διάβολο, τοῦ παραχωροῦμε τήν ἐλευθερία μας καί ἔτσι ὁ διάβολος φαίνεται νά κυβερνάει τόν κόσμο καί κατά κάποιο τρόπο νά ἐξουσιάζει, γιατί ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι τοῦ παραχωροῦμε δικαιώματα ἁμαρτάνοντας. Χρησιμοποιοῦμε τόν κόσμο, ὄχι ὡς ἄνθρωποι πού μετανοοῦμε, καθαριζόμαστε, φωτιζόμαστε καί θεωνόμαστε, ἀλλά σάν ὄντα πού ὑποτασσόμαστε σ’ αὐτόν. Καί ἀντί νά εὐχαριστοῦμε τόν Θεό γιά τά δῶρα Του καί νά Τοῦ τά ἀντιπροσφέρουμε στή Θεία Λειτουργία, τά καρπωνόμαστε ἐγωιστικά, φίλαυτα καί τά χρησιμοποιοῦμε κατά τίς ὑποδείξεις τοῦ πονηροῦ, γιά νά ἱκανοποιήσουμε αὐτές τίς τρεῖς μεγάλες ἄρρωστες ἀγάπες: φιληδονία, φιλαργυρία, φιλοδοξία, τά 3φ τοῦ κόσμου.
Μᾶς λέει ἡ Ἁγία Γραφή «δέν γνωρίζετε ὅτι ἡ φιλία τοῦ κόσμου εἶναι ἔχθρα τοῦ Θεοῦ καί ὅποιος βουληθεῖ -θελήσει δηλαδή- νά εἶναι φίλος τοῦ κόσμου καθίσταται ἐχθρός τοῦ Θεοῦ; Ἤ νομίζετε ὅτι χωρίς λόγο ἡ Γραφή λέει μέ πάρα πολύ μεγάλο πόθο, μᾶς ἐπιθυμεῖ ζηλότυπα τό Ἅγιο Πνεῦμα τό Ὁποῖο κατοίκησε μέσα μας;» (Ἰακ. 4,4-5). Ὁ Θεός μας εἶναι Θεός ζηλωτής. Καί αὐτή ἡ λέξη ζηλωτής, δηλαδή ζηλότυπος, εἶναι μία λέξη πού χρησιμοποιοῦν καί στά ζευγάρια. Μιλᾶμε γιά ζηλοτυπία ἀνάμεσα στά δύο μέλη τοῦ ζευγαριοῦ (στούς συζύγους). Καί ὁ Θεός λέει εἶναι ζηλωτής, δηλαδή μᾶς ἀγαπάει καί μᾶς θέλει ἐξ ὁλοκλήρου δικούς Του. Καί ὅταν κανείς φεύγει ἀπό τόν Θεό, οὐσιαστικά κάνει μία ἀπιστία, μία μοιχεία. Εἶναι μία μοιχεία ἀπέναντι στόν Νυμφίο τῶν ψυχῶν μας, τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος (ἐπίσης) πάλι τί μᾶς λέει; Νά μή συσχηματιζόμαστε. «Μή συσχηματίζεσθε τῷ αἰῶνι τούτῳ», λέει, «ἀλλά μεταμορφοῦσθε τῇ ἀνακαινώσει τοῦ νοός ὑμῶν», ἀλλά νά μεταμορφώνεστε καί νά ἀνακαινίζεστε μέ τήν ἀνακαίνιση τοῦ νοῦ σας «εἰς τό δοκιμάζειν τί τό θέλημα τοῦ Θεοῦ τό ἀγαθόν καί εὐάρεστον καί τέλειον» (Ρωμ. 12,2). Δέν πρέπει νά συσχηματιζόμαστε, δηλαδή νά παίρνουμε τό σχῆμα τοῦ κόσμου. Βλέπετε τί λέει; Σχῆμα. Δήλαδή εἶναι κάτι τό ὁποῖο ἀλλάζει ὁ κόσμος. Συνεχῶς ἀλλάζει, συνεχῶς μεταβάλλεται. Ἐπειδή ἐμεῖς ζοῦμε τήν κάθε στιγμή, δέν τό βλέπουμε, γιατί οἱ ἀλλαγές δέν γίνονται στιγμή-στιγμή, ἀλλά (ἄν καί) στήν ἐποχή μας γίνονται ἀρκετά γρήγορα. Καί βλέπει κανείς μεγάλες ἀλλαγές σέ βάθος χρόνου. Ὁ χριστιανός δέν πρέπει δηλαδή νά παίρνει τό σχῆμα τοῦ κόσμου, δηλαδή νά μήν ταυτίζεται μέ τόν κόσμο. Ὀφείλουμε νά ξεχωρίζουμε, νά μήν ὑποτασσόμαστε στόν κόσμο. Γι’ αὐτό λέει (κάπου ἀλλοῦ) πάλι ὁ Ἀπόστολος «ἐξέλθατε ἐκ μέσου αὐτῶν καί ἀφορίσθητε» (Β΄Κορ. 6,17), βγεῖτε ἔξω ἀπό αὐτούς, οἱ ὁποῖοι ζοῦνε κοσμικά, ὑποταγμένοι στίς τρεῖς αὐτές ἄρρωστες ἀγάπες καί ἀφορίσθητε, ξεχωριστεῖτε τελείως.
Καί σχολιάζει ὁ ἱερός Χρυσόστομος «Ἄς δεχθοῦμε τήν συμβουλή τοῦ δασκάλου τῆς οἰκουμένης καί ἄς σκεφθοῦμε ποιοί θέλει νά εἶναι οἱ χριστιανοί» ὁ ἀπόστολος, πού εἶναι τό στόμα τοῦ Χριστοῦ. Δηλαδή ὁ Χριστός ποιοί θέλει νά εἶναι οἱ χριστιανοί; Πῶς θέλει νά εἶναι; «Θέλει νά εἶναι ξένοι πρός τήν παροῦσα ζωή. Ὄχι γιά νά κατοικήσουν κάπου ἔξω καί μακριά ἀπ’ αὐτό τόν κόσμο, ἀλλά ἐνῶ θά ζοῦν μέσα σ’ αὐτόν τόν κόσμο καί θά τόν συναναστρέφονται, δέν θά ζοῦν ὅπως ζεῖ ὁ κόσμος. Γι’ αὐτό καί θά λάμπουν σάν τά ἀστέρια καί θά δείχνουν στούς ἀπίστους μέ τά ἔργα τους ὅτι μετατόπισαν τόν ἑαυτό τους σέ ἄλλη πολιτεία», σέ ἄλλον τρόπο ζωῆς «καί ὅτι δέν ἔχουν τίποτε τό κοινό πρός τή γῆ καί τά ἐγκόσμια πράγματα». Δυστυχῶς, πολλοί «χριστιανοί» προσπαθοῦν νά συμβιβάσουν τόν κόσμο μέ τόν Χριστό, πράγμα πού δέν γίνεται. Ἔλεγε καί ὀ Ἅγιος Πορφύριος: αὐτό εἶναι τό πιό δύσκολο πράγμα. Ἤθελε νά πεῖ ἀκατόρθωτο, δέν γίνεται. Γιατί, ἄν θέλεις νά εἶσαι φίλος τοῦ κόσμου, τό λέει ξεκάθαρα ἡ Ἁγία Γραφή, γίνεσαι ἐχθρός τοῦ Θεοῦ.
Δέν θά θυσιάσουμε, λοιπόν, οἱ χριστιανοί, γιά μιά ταπεινή εὐαρέσκεια ἐκείνων πού παρανομοῦν, καμιά ἀπ’ τίς ἀρχές καί πεποιθήσεις μας. Γράφει πάλι ὁ ἱερός Χρυσόστομος «ὁ ὄχλος εἶναι δυστυχῶς κύριός μας καί φοβερός τύραννος». Τό τί κάνουν οἱ πολλοί. Ὁ ὄχλος… καταδυναστεύει τήν ἐλευθερία μας, ἄν τό προσέξετε! Ντρεπόμαστε τούς πολλούς καί λέμε τί θά πεῖ ὀ κόσμος. Μᾶς τρώει αὐτό τό πράγμα. «Ὁ πολύς ὄχλος, ὁ ἄτακτος καί τιποτένιος δέν ἔχει ἀνάγκη νά δώσει διαταγές, ἀλλά ἀρκεῖ μόνο νά μᾶς δείξει τίς προτιμήσεις του κι ἀμέσως ὑπακοῦμε σέ ὅλα». Βλέπε μόδα! Εἶναι ἡ μόδα νά ντυνόμαστε ἔτσι, ντύνονται ὅλοι (τό ἴδιο) ἔτσι, σάν καρμπόν. Γιατί; Μιλᾶμε ὅλοι σχεδόν μέ τόν ἴδιο τρόπο. Σήμερα ὅλοι σχεδόν βρίζουν. Ἄν ἕνα παιδί δέν βρίζει, θά τοῦ ποῦν στό σχολεῖο: γιατί διαφέρεις ἀπό μᾶς; Ὅλοι καταπατοῦν τόν νόμο τοῦ Θεοῦ πού λέει ὅτι δέν πρέπει οἱ γυναῖκες νά φοροῦν ἀνδρικά ροῦχα καί οἱ ἄνδρες γυναικεῖα. Ἄν κάποια κοπέλα φοράει τά ροῦχα τά κανονικά, τήν κοροϊδεύουν στό σχολεῖο. Εἶναι ὁ ὄχλος. Ἡ δύναμη τοῦ ὄχλου. Κι ἐδῶ ἔγκειται ἡ δική μας συνέπεια. Ὅπως ἔλεγε ὁ Ἅγιος Παΐσιος: σήμερα δέν καλούμαστε νά δώσουμε τή ζωή μας, νά μαρτυρήσουμε, ἀλλά καλούμαστε νά δώσουμε μαρτυρία μέ τή ζωή μας. Νά μαρτυρήσουμε γιά τόν Χριστό ζῶντας σύμφωνα μέ τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ.
«Καί πῶς, λένε, μπορεῖ νά ἀποφύγει κανείς αὐτούς τούς δυνάστες;», λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος. Τόν κόσμο δηλαδή, τόν ὄχλο. Πῶς θά ἀποφύγουμε τό τί κάνουν οἱ πολλοί; Αὐτήν τήν καταδυνάστευση; «Ἄν ἀποκτήσει ὁ ἄνθρωπος φρόνημα ἀνώτερο ἀπ’ αὐτούς». Αὐτοί πιστεύουν αὐτό. Ἐσύ νά ἔχεις φρόνημα ἀνώτερο. Ποιό εἶναι τό ἀνώτερο φρόνημα; «Τά ἄνω φρονοῦμε» (πρβλ. Κολ. 3,2), αὐτά πού φρονεῖ ὁ Θεός, αὐτά πού διδάσκει ὁ Θεός. Ὄχι αὐτά πού διδάσκει ὁ κόσμος. «Ἄν ἐξετάσει προσεκτικά τή φύση τῶν πραγμάτων». Τί ἀξία ἔχει νά σοῦ πεῖ μπράβο ὁ κόσμος; Καμιά ἀξία. Καί ἐκεῖ πού θά σοῦ ποῦν «μπράβο καί τί καλός/καλή πού εἶσαι», αὐτοί οἱ ἴδιοι μόλις στρίψεις στή γωνία θά σέ χλευάσουν. Αὐτή εἶναι ἡ ματαιότητα τῆς δόξας τοῦ κόσμου. «Ἄν, πρίν ἀπ’ ὅλα, ἀσκήσει τόν ἑαυτό του ὅτι προκειμένου γιά θέματα πού εἶναι πραγματικά αἰσχρά, νά μή φοβᾶται τούς ἀνθρώπους, ἀλλά τό ἀκοίμητο μάτι τοῦ Θεοῦ. Καί προκειμένου γιά ἀγαθά θέματα νά ἐπιδιώκει καί πάλι τά στεφάνια πού δίνει Ἐκεῖνος». Γιατί, ὁ κόσμος δέν στεφανώνει τό ἀγαθό, μόνο τό κακό στεφανώνει.
Οἱ πρῶτοι χριστιανοί ἦσαν ἀνυπάκουοι στόν κόσμο. Ἀνυπότακτοι. «Μπροστά στό βῆμα τῶν αἱμοχαρῶν δικαστῶν καί μπροστά στά ὀργισμένα ἐχθρικά πλήθη δέ δίσταζαν νά ὁμολογοῦν θαρραλέα τήν πίστη τους στόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Ρωτοῦσαν τόν χριστιανό: – Πῶς ὀνομάζεσαι; – Χριστιανός, ἀπαντοῦσε. – Ποιό εἶναι τό ἐπάγγελμά σου; – Χριστιανός. – Ἡ πατρίδα σου; – Χριστιανός. Πάντα ἡ ἴδια μεγαλειώδης καί ἀνδρεία ἀπάντηση, πού συχνά ἔφερνε σέ δύσκολη θέση τούς διῶκτες, κάποτε τούς προβλημάτιζε καί ὄχι σπάνια τούς ὁδηγοῦσε στόν Χριστό». Βλέπετε; Ὁ Χριστός καί ἡ ἰδιότητα τοῦ χριστιανοῦ καταλάμβανε τά πάντα καί τό ἐπάγγελμα καί τήν πατρίδα καί τήν ἰδιότητα καί τήν ταυτότητα! Ὁ Χριστός καλύπτει τά πάντα. Ὁ Χριστός εἶναι ἀπόλυτος καί μᾶς θέλει ὁλόκληρους καί ἐμεῖς πρέπει νά Τόν πάρουμε σέ ὁλόκληρη τήν ζωή μας. Δέν ὑπάρχουν στιγμές χωρίς Χριστό, οὔτε πράγματα πού κάνουμε χωρίς Χριστό. Πάντα εἶναι ὁ Χριστός μαζί μας καί πάντα εἴμαστε μαζί μέ τόν Χριστό. Αὐτό πού προσπαθοῦν σήμερα οἱ ἄνθρωποι νά ζήσουν κάποιες στιγμές μέ τόν Χριστό καί κάποιες ἄλλες κάπως πιό χαλαρά εἶναι μιά σχιζοφρένεια. Παντοῦ εἶσαι μέ τόν Χριστό καί παντοῦ ὁ Χριστός εἶναι μαζί σου. Ὅταν θά πάω στήν Ἐκκλησία, θά ντυθῶ κάπως… ὅταν θά πάω κάπου ἀλλοῦ, κάπου ἔξω μπορῶ νά ντυθῶ πιό ἀπρόσεκτα θά λέγαμε, πιό προκλητικά. Ὄχι. Γιατί; Παντοῦ δέν εἶναι ὁ Χριστός; Ἡ Θεία Λειτουργία δέν σταματάει μέ τό Δι’ εὐχῶν. Ἡ Θεία Λειτουργία συνεχίζει ὅλη τήν ἡμέρα καί σ’ ὅλη μας τή ζωή.
Ὅποιος ὑποτάσσεται στόν κόσμο, οὐσιαστικά ἀρνεῖται τήν πίστη του καί γίνεται ἀνάξιος ἐμπιστοσύνης καί ἀπέναντι στούς ἄλλους ἀνθρώπους.
Θά σᾶς πῶ ἕνα περιστατικό. Κάποτε ὁ εἰδωλολάτρης αὐτοκράτορας Κωνστάντιος ὁ Χλωρός, ὁ πατέρας τοῦ Ἁγίου καί Μεγάλου Κωνσταντίνου, θέλοντας νά δοκιμάσει τούς χριστιανούς ἀξιωματικούς τῆς ἀκολουθίας του -προσέξτε εἰδωλολάτρης ἦταν- τούς ἀνακοίνωσε ὅτι θά κρατήσει κοντά του μόνο αὐτούς πού θά ἀρνηθοῦν ἀμέσως τήν χριστιανική τους πίστη. Ὅλους τούς ἄλλους θά τούς διώξει. Θά ἔχαναν τήν θέση τους, τό ἐπάγγελμά τους, τόν μισθό τους, τό ἀξίωμά τους. Μερικοί τότε κάνοντας ἕνα βῆμα μπροστά δήλωσαν ὅτι εἶναι ἕτοιμοι νά ἀρνηθοῦν. Καί τότε ὁ Κωνστάντιος –τό ὑπογραμμίζω εἰδωλολάτρης- ρίχνοντάς τους μιά περιφρονητική ματιά τούς ἔδιωξε ὡς ἀνάξιους τῆς ἐμπιστοσύνης του. Γιατί; Πολύ ἁπλά. Ἄν ἀρνεῖστε τόσο εὔκολα τήν πίστη σας, δέν θά ἀρνηθεῖτε ἐμένα; Εἶστε ἀναξιόπιστοι. Τό ἴδιο ὑποτιμητικό βλέμμα, εἴτε ἔκδηλο, εἴτε ὑποκριτικά καλυμμένο, εἶναι ἡ ἀμοιβή τῶν δειλῶν καί μικρόψυχων πού εἶναι ἕτοιμοι σέ ἕνα εἰρωνικό μειδίαμα νά προδώσουν τίς ἀρχές τους. Οἱ ἄνθρωποι τούς περιφρονοῦν, ἐνῶ ἀντίθετα σέβονται ἐκείνους πού τίποτα δέν εἶναι ἱκανό νά τούς ἀπομακρύνει ἀπό τόν χριστιανικό τρόπο ζωῆς, πού οἱ ἴδιοι ἔχουν ἐπιλέξει. Καί ὄχι μόνο τούς σέβονται, ἀλλά κάποτε εἶναι ἕτοιμοι καί νά τούς μιμηθοῦν. Ἔτσι γίνεται ἡ ἱεραποστολή.
Ἕνα γεγονός πάνω σ’ αὐτό. Σέ κάποιο πολυτελές ξενοδοχεῖο παρατέθηκε ἐπίσημο γεῦμα. Ἦταν περίοδος νηστείας. Ὅλοι ἔτρωγαν ἀρτύσιμα φαγητά. Κάποιος ὅμως παράγγειλε νηστίσιμο, μέ συνέπεια νά εἰσπράξει πολλά εἰρωνικά χαμόγελα καί σχόλια προσβλητικά «τοῦ κατηχητικοῦ» κ.λ.π. Τό ἤρεμο, ὡστόσο, καί γεμάτο αὐτοπεποίθηση φέρσιμο τοῦ νηστευτή καί οἱ σοβαρές καί ἔξυπνες ἀπαντήσεις του πολύ γρήγορα ἀνάγκασαν τούς ἐπιπόλαιους συνδαιτυμόνες νά σωπάσουν. Ἕνας μάλιστα σηκώθηκε ἀπό τήν θέση του καί ἐκφράζοντας τόν θαυμασμό του γιά τήν σταθερότητα πού εἶχε στίς ἀρχές του ὁ πρῶτος, πρόσθεσε «δέν ἐπιθυμῶ ἐσεῖς μόνο νά ἔχετε νηστίσιμο φαγητό, εἶμαι κι ἐγώ ὀρθόδοξος χριστιανός καί ἀπό σήμερα θά ἀκολουθήσω τό παράδειγμά σας» καί ἔδωσε ἀμέσως ἐντολή νά τοῦ σερβίρουν νηστίσιμο φαγητό.
Δέν πρέπει νά ὑποτασσόμαστε στόν κόσμο, στούς πολλούς, ἀλλά στόν Ἕναν, στήν Ἀλήθεια, στόν Χριστό. Αὐτό τό πράγμα τό ἔλεγαν καί οἱ πρό Χριστοῦ Ἕλληνες. Ὁ Πλάτων ὁ φιλόσοφος, τόν 5ο αἰῶνα π.Χ. ἐπισημαίνει αὐτόν τόν κίνδυνο στήν ἠθική ζωή τοῦ νά μή θέλουμε νά ξεχωρίσουμε καί νά συμβιβαζόμαστε μέ τό τί κάνουν οἱ πολλοί. Ὑπάρχει ἕνας διάλογος πού λέγεται «Κρίτων» καί σ’ αὐτόν τόν διάλογο ὁ Πλάτωνας προσωποποιεῖ αὐτή τήν μικρόψυχη ἔννοια – : μή τυχόν ἔρθουμε σέ ἀντίθεση μέ τήν γνώμη τῶν πολλῶν, μήν φανοῦμε (διαφορετικοί). Προσωποποιεῖ αὐτή (τήν ἔννοια) τήν ἔγνοια, τήν ἀγωνία πού ἔχουν πολλοί ἄνθρωποι, πολλοί χριστιανοί, στή μορφή τοῦ μαθητή τοῦ Σωκράτη, Κρίτωνα. Καί τί τοῦ ἀπαντάει ὁ Σωκράτης τοῦ Κρίτωνα; «Οὐ πάνυ ἡμῖν οὕτω φροντιστέον τί ἐροῦσιν οἱ πολλοί ἡμᾶς». Δέν πρέπει νά μᾶς νοιάζει καί νά φροντίζουμε γιά τό τί θά ποῦνε οἱ πολλοί γιά μᾶς. Προσέξτε, 400 χρόνια πρό Χριστοῦ… «Ἀλλ᾽ ὅτι ὁ ἐπαΐων περί τῶν δικαίων καί ἀδίκων, ὁ εἷς καί αὐτή ἡ ἀλήθεια». Ἀλλά νά μᾶς νοιάζει τί θά πεῖ ὁ ἐπαΐων, ὁ εἰδικός, ὁ γνώστης, γιά τά δίκαια, γιά τό σωστό. Καί γιά τά ἄδικα ὁ ἕνας καί αὐτή ἡ ἀλήθεια. Ἐμεῖς ξέρουμε ὅτι ἡ Ἀλήθεια εἶναι πρόσωπο, εἶναι ὁ Χριστός. Αὐτό οὐσιαστικά εἶναι προφητεία. Προφητεύει ὅτι ἡ Ἀλήθεια θά ἔρθει καί αὐτή πρέπει νά ὑπακοῦμε.
Ἀκόμα ἕνας ἀρχαῖος φιλόσοφος, ὁ Ἡράκλειτος, ἔλεγε «εἶς ἐμοί μύριοι», γιά μένα ὁ ἕνας εἶναι μύριοι, εἶναι 10.000. Πότε; «Ὅταν ἄριστος ἦι», ὅταν εἶναι ἄριστος, ὅταν εἶναι σωστός. Ἡ πλειοψηφία εἶναι μέ τόν σωστό, δέν εἶναι μέ τούς πολλούς. Οἱ πολλοί πολλές φορές σφάλλουν, γιά νά μήν ποῦμε σχεδόν πάντα. Ὅταν κανείς θέλει νά βρεῖ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, κατά κανόνα, κατά 99.99%, γιά νά μήν ποῦμε 100%, θά πρέπει νά ἀντιστρέψει τό θέλημα τοῦ κόσμου. Αὐτά πού θέλει ὁ πολύς ὁ κόσμος εἶναι κατά κανόνα τά ἀντίθετα ἀπό αὐτά πού διδάσκει ὁ Θεός.
Σήμερα, στήν ἐποχή μας, ἐκπληρώνεται ἡ προφητεία πού εἶχε πεῖ ἕνας μεγάλος Ἅγιος, ἀγράμματος, ἀσκητής, ὁ Μέγας Ἀντώνιος καί τή διαβάζουμε στό Γεροντικό. «Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος: Ἔρχεται καιρός ἵνα οἱ ἄνθρωποι μανῶσι», ποὺ οἱ ἄνθρωποι θά τρελλαθοῦν, «καί ἐπάν ἴδωσι τινά μή μαινόμενον», καί ἄν δοῦν κανέναν γνωστικό, πού δέν εἶναι τρελός, «ἐπαναστατήσονται αὐτῷ», θά ξεσηκωθοῦν, θά ἐπαναστατήσουν ἐναντίον του, «λέγοντες, ὅτι σύ μαίνη», λέγοντες του ὅτι ἐσύ τρελάθηκες! Τί πᾶς στήν Ἐκκλησία; Τρελάθηκες! Ἐξομολογεῖσαι, πᾶς σέ Γέροντα; Τρελός-τρελή εἶσαι; Πόσες φορές δέν τό ἀκοῦμε. «Διά τό μή εἶναι ὅμοιον αὐτοῖς», ἐπειδή δέν θά εἶναι αὐτός ὁ ἄνθρωπος ὅμοιος μ᾽ αὐτούς!
Προσέξτε ὁ Χριστός εἴπαμε εἶναι ἀπόλυτος. Καί ὁ κόσμος εἶναι ἀπόλυτος, σέ θέλει δικό του 100%. Βλέπετε νέοι ἄνθρωποι, πού μετανοοῦν, ἐνῶ πρῶτα ἔκαναν κοσμικότατη ζωή, δέν τούς μιλοῦσε κανένας, γονεῖς, συγγενεῖς.. Μόλις μετανοήσουν κι ἀρχίσουν νά πηγαίνουν στήν Ἐκκλησία, στίς ἀγρυπνίες… «Παιδάκι μου θά ἀρρωστήσεις… θά κρυώσεις… γιατί νά πηγαίνεις συνέχεια στό Μοναστήρι;… στήν Ἐκκλησία;… τρελάθηκες; Γιατί τώρα τούς ἔπιασε ὁ πόνος; Ὄχι, εἶναι τό κοσμικό πνεῦμα, πού σέ θέλει δικό του καί σέ θέλει ἀπόλυτα δικό του. Ἄς εἴμαστε ἕτοιμοι νά ἀκούσουμε πολλές φορές μέ φιλόσοφη ἀπάθεια, τό «ἐσύ τρελάθηκες».
Ἔλεγε ὁ Ἅγιος Παΐσιος «πιό ἐπικίνδυνος κι ἀπό τόν διάβολο εἶναι τό κοσμικό πνεῦμα». Προσέξτε εἶναι φοβερή φράση.. Δέν εἶναι ὁ μεγαλύτερος ἐχθρός μας ὁ διάβολος. «Ὅταν εἶπε ὁ Χριστός γιά τόν διάβολο ‘ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου’, δέν ἐννοοῦσε ὅτι εἶναι κοσμοκράτορας ἀλλά ὅτι κυριαρχεῖ στή ματαιότητα, στήν ψευτιά. Ἀλλοίμονο, θά ἄφηνε ὁ Θεός τόν διάβολο κοσμοκράτορα! Ὅσοι ὅμως ἔχουν δοσμένη τήν καρδιά τους στά μάταια, στά κοσμικά, αὐτοί ζοῦν ὑπό τήν ἐξουσία τοῦ κοσμοκράτορος τοῦ αἰῶνος τούτου». Τοῦ τή δίνουμε τήν ἐξουσία ἑκούσια, αὐτοπροαίρετα, ἐλεύθερα πᾶνε καί βάζουν μετάνοια στόν διάβολο.
«Ὁ διάβολος, δηλαδή, κυβερνάει τήν ματαιότητα καί τούς ἀνθρώπους πού εἶναι κυριευμένοι ἀπό τήν ματαιότητα, ἀπό τόν “κόσμο”. “Κόσμος” τί θά πεῖ; Δέν θά πεῖ κόσμημα, μάταιο στολίδι; Ὅποιος λοιπόν εἶναι κυριευμένος ἀπό τήν ματαιότητα εἶναι ὑπό τήν κατοχή τοῦ διαβόλου. Ἡ αἰχμαλωτισμένη καρδιά ἀπό τόν μάταιο κόσμο διατηρεῖ καί τήν ψυχή ἀτροφική καί τόν νοῦ σκοτισμένο. Τότε, ἐνῶ φαίνεται κανείς ὅτι εἶναι ἄνθρωπος, στήν οὐσία εἶναι πνευματικό ἔκτρωμα».
«Μοῦ λέει ὁ λογισμός ὅτι ὁ μεγαλύτερος ἐχθρός τῆς ψυχῆς μας ἀκόμη καί ἀπό τόν διάβολο εἶναι τό κοσμικό πνεῦμα, γιατί μᾶς παρασύρει γλυκά καί μᾶς πικραίνει τελικά αἰώνια. Ἐνῶ, ἄν βλέπαμε τόν ἴδιο τόν διάβολο, θά μᾶς ἔπιανε τρόμος, θά ἀναγκαζόμασταν νά καταφύγουμε στόν Θεό καί θά ἐξασφαλίζαμε τότε τόν Παράδεισο. Στήν ἐποχή μας, πολύς “κόσμος” -κοσμικό πνεύμα- μπῆκε στόν κόσμο καί αὐτός ὁ “κόσμος” θά τόν καταστρέψει».
Βλέπουμε μελετώντας τήν ἱστορία πόσοι μεγάλοι πολιτισμοί καταστράφηκαν καί ποιό ἦταν ἡ αἰτία τῆς καταστροφῆς; Ἡ πολύ μεγάλη φιληδονία καί ἡ ἀνηθικότητα πού ἐπικράτησε, ὅπως στόν Βαβυλωνιακό πολιτισμό κ.λ.π. Καί ὁ κόσμος πού ζοῦμε τώρα, ἐκεῖ πορεύεται στήν καταστροφή, γιατί ἀκριβῶς ἔχει ὑποταχθεῖ στήν φιληδονία, στήν ἄκρατη φιληδονία καί ὅλο καί χειρότερα νομοσχέδια ψηφίζουνε… τόν νόμο τῶν ἐκτρώσεων.. Σήμερα μάλιστα διάβαζα ὅτι 40.000 ἐκτρώσεις κάθε χρόνο ἔχουμε στήν Ἑλλάδα ἀπό κοπέλες 14-17 ἐτῶν. Αὐτά εἶναι τά ἐπίσημα στοιχεῖα. Φανταστεῖτε πόσες εἶναι ἀνεπίσημες… Αὐτό εἶναι τό τίμημα τῶν προγαμιαίων σχέσεων, πού δυστυχῶς τίς υἱοθετοῦν καί οἱ γονεῖς πολλές φορές καί σπρώχνουν τά παιδιά τους νά κάνουν προγαμιαῖες σχέσεις, γιατί λένε «πῶς θά παντρευτεῖ τό παιδί μου;»… Δέν εἶναι αὐτό ὑποταγή στό κοσμικό πνεῦμα; Ἀκόμα καί ἱερεῖς πολλές φορές συνευδοκοῦν σ’ αὐτό. Δυστυχῶς. Καί ὑπάρχει καί μιά θεωρία πού λέει ὅτι αὐτό δέν εἶναι πορνεία. Πορνεία εἶναι μόνο ἐπί χρήμασι. Ποιός τό λέει αὐτό; Πῶς δέν τά πιάνουμε αὐτά τά πράγματα… Αὐτή εἶναι μία πτυχή ὑποταγῆς στό κοσμικό πνεῦμα, πού ὁδηγεῖ στήν καταστροφή καί πολλά ἀπό αὐτά τά κοριτσάκια δέν θά μπορέσουν νά κάνουν παιδί μετά. Εἶναι κι αὐτό μία ἀπό τίς συνέπειες τῆς ἔκτρωσης.
«Γιατί τό κοσμικό πνεῦμα μπαίνει σιγά-σιγά», λέει ὁ Ἅγιος Παΐσιος, «ὅπως ὁ σκαντζόχοιρος μπῆκε στήν φωλιά τοῦ λαγοῦ. Στήν ἀρχή ὁ σκαντζόχοιρος παρακάλεσε τόν λαγό νά βάλει λίγο τό κεφάλι του μέσα στή φωλιά του, γιά νά μή βρέχεται. Μετά ἔβαλε τό ἕνα πόδι, μετά τό ἄλλο καί τελικά μπῆκε ὁλόκληρος καί μέ τά ἀγκάθια του ἔβγαλε τελείως ἔξω τόν λαγό». Αὐτό γίνεται τώρα. Τώρα κλείνουμε τούς δρόμους, ἐπειδή ἀπειλοῦνται οἱ τσέπες μας, ἀλλά ὅταν πρίν ἀπό ἕναν μήνα ψήφισαν τό σύμφωνο συμβίωσης κανένας δέν διαμαρτυρήθηκε οὔτε κἄν τό πῆραν εἴδηση. Θά δεῖτε ὅμως σέ λίγα χρόνια πού οἱ ὁμοφυλόφιλοι θά μᾶς κλέβουν τά παιδιά τί θά γίνει. Ὅπως γίνεται τώρα στίς «προηγμένες» χῶρες, πού χιλιάδες παιδιά μέ νομιμοφανή τρόπο τά ἁρπάζουν ἀπό τίς οἰκογένειές τους, τά δίνουν στούς ὁμοφυλόφιλους καί τούς δίνουν καί ἐπιδόματα. Ἀλλά δέν μᾶς νοιάζει ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ. Μᾶς νοιάζει τό χρῆμα, τό δεύτερο στοιχεῖο πού εἴπαμε, ἡ πλεονεξία, ἡ φιλαργυρία καί τά ἄλλα, ἡ φιληδονία καί ἡ φιλοδοξία, τά ὁποῖα στηρίζονται μέ τό χρῆμα.
Τό κοσμικό πνεῦμα μπαίνει σιγά-σιγά… Ψηφίσαμε τίς ἐκτρώσεις, τό ἀνεχτήκαμε. Ψηφίσαμε τό αὐτόματο διαζύγιο, τό φάγαμε κι αὐτό. Τώρα ψηφίσαμε τόν νόμο γιά τούς ὁμοφυλόφιλους, τό φάγαμε κι αὐτό. Θά ἔρθουν κι ἄλλα. Ὅπως ἔχουν ἔρθει ἤδη στήν Εὐρώπη καί ἔφτασαν νά νομιμοποιήσουν καί τούς κτηνοβάτες ἀκόμα… Συγγνώμη καί τήν λέξη πού λέω. Ἀλλά εἶναι αὐτό πού λέει ὁ Ἅγιος μπαίνει σιγά-σιγά τό κοσμικό πνεῦμα καί ἀλλοτριώνει, ὄχι μόνο ἀνθρώπους καί συνειδήσεις, ἀλλά καί κοινωνίες ὁλόκληρες. Καί μετά βέβαια ἔρχεται ἡ καταστροφή.
«Ἔτσι καί τό κοσμικό φρόνημα μᾶς ξεγελάει μέ μικρές παραχωρήσεις καί σιγά-σιγά μᾶς κυριεύει. Τό κακό λίγο-λίγο προχωράει. Ἄν ἐρχόταν ἀπότομα, δέν θά ξεγελιόμασταν. Βλέπεις, ἄν θέλεις νά ζεματίσεις ἕναν βάτραχο, πρέπει νά τοῦ ρίξεις λίγο-λίγο τό ζεματιστό νερό. Ἄν τό ρίξεις ἀπότομα ὅλο μαζί, πετιέται καί φεύγει, γλυτώνει. Ἐνῶ, ἄν τοῦ ρίξεις λίγο καυτό νερό, στήν ἀρχή θά τό τινάξει λίγο ἀπό τήν πλάτη του καί μετά θά τό δεχθεῖ. Ἄν τοῦ ρίξεις ἀκόμη λίγο, πάλι θά τό τινάξει λίγο, καί σιγά-σιγά θά ζεματιστεῖ, χωρίς νά τό καταλάβει». Αὐτό παθαίνουμε κι ἐμεῖς… Ζεματιζόμαστε χωρίς νά τό καταλαβαίνουμε. Πρίν 50 χρόνια μιά γυναίκα πού ντυνόταν προκλητικά καί βαφόταν κατηγοριοποιούταν στίς πόρνες, τήν θεωροῦσαν πόρνη. Σήμερα πού σχεδόν ὅλες τό κάνουν, ἄν κάποια δέν τό κάνει εἶναι δακτυλοδεικτούμενη. Τῆς λένε «κάτι σοῦ συμβαίνει.. μήπως θέλεις γιατρό;».
«“Βρε, βάτραχε, ἀφοῦ σοῦ ἔριξε λίγο καυτό νερό, σήκω καί φύγε!” Δέν φεύγει. Φουσκώνει-φουσκώνει καί μετά ζεματιέται. Ἔτσι κάνει καί ὁ διάβολος, μᾶς ζεματίζει λίγο-λίγο, καί τελικά, χωρίς νά τό καταλάβουμε, βρισκόμαστε ζεματισμένοι!». Μήπως συμβαίνει αὐτό καί μέ μᾶς; Ἀφήνουμε λίγο-λίγο καί κάνουμε παραχωρήσεις στό κοσμικό πνεῦμα; Μήπως ἔχουμε τεμπελιά, φιλαυτία, ἀγάπη γιά τή σωματική καλοπέραση, φιληδονία, τουτέστιν τό πρῶτο στοιχεῖο τοῦ ‘κόσμου’, τήν ἀγάπη τῆς σαρκός, τήν ἐπιθυμία τῆς σαρκός;
«Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι σήμερα δέν γεύτηκαν τήν χαρά τῆς θυσίας καί δέν ἀγαποῦν τόν κόπο. Μπῆκε ἡ τεμπελιά, τό βόλεμα, ἡ πολλή ἄνεση. Ἔλειψε τό φιλότιμο, ἡ θυσία». Προσέξτε αὐτό εἶναι κοσμικό πνεῦμα. «Θεωροῦν κατόρθωμα ὅ,τι καταφέρουν χωρίς κόπο νά πετύχουν κάτι, ὅταν βολεύονται». Αὐτός θεωρεῖται ἔξυπνος σήμερα. «Δέν χαίρονται ὅταν δέν βολεύονται. Ἐνῶ, ἄν ἀντιμετώπιζαν τά πράγματα πνευματικά, θά ἔπρεπε τότε νά χαίρονται, γιατί τούς δίνεται εὐκαιρία γιά ἀγῶνα».
«Ὅλοι τώρα, μικροί-μεγάλοι, κοιτάζουν τήν εὐκολία. Οἱ πνευματικοί ἄνθρωποι κοιτάζουν πῶς νά ἁγιάσουν μέ λιγότερο κόπο. Οἱ κοσμικοί πῶς νά βγάλουν περισσότερα χρήματα, χωρίς νά δουλεύουν. Οἱ νέοι πῶς νά περνοῦν τίς ἐξετάσεις, χωρίς νά διαβάζουν. Πῶς νά πάρουν πτυχίο, χωρίς να φεύγουν ἀπό τήν καφετέρια. Καί ἄν εἶναι δυνατόν, νά τηλεφωνοῦν ἀπό τήν καφετέρια, γιά νά τούς δώσουν τά ἀποτελέσματα! Ναί, ἐκεῖ φθάνουν! Ἔρχονται πολλά παιδιά στό καλύβι καί μοῦ λένε: «Ὁ Θεός μπορεῖ νά μέ βοηθήσει». Διάβασε, τοῦ λέω, καί κάνε καί προσευχή. «Γιατί», μοῦ λέει, δέν μπορεῖ ὁ Θεός νά μέ βοηθήσει;». Δηλαδή, τήν τεμπελιά του νά εὐλογήσει ὁ Θεός; Δέν γίνεται αὐτό. Ἄν τό παιδί διαβάζει, ἀλλά δέν τά πιάνει, τότε θά τόν βοηθήσει ὁ Θεός. Εἶναι μερικά παιδιά πού δέν θυμοῦνται ἤ δέν καταλαβαίνουν, ἀλλά καταβάλλουν προσπάθεια. Αὐτά θά τά βοηθήσει ὁ Θεός νά γίνουν τετραπέρατα». Ἔχουμε περιπτώσεις ἁγίων πού δέν ἔπαιρναν τά γράμματα, προσευχήθηκαν στόν Θεό, στήν Παναγία καί ἄνοιξε ἡ διάνοιά τους καί ἔγιναν ἄριστοι.
«Οἱ περισσότεροι νέοι ἔχουν ἐπηρεασθεῖ ἀπό τό κοσμικό πνεῦμα καί ἔχουν πάθει ζημιά. Ἔμαθαν νά τούς ἐνδιαφέρει μόνο ὁ ἑαυτός τους. Δέν σκέφτονται καθόλου τόν πλησίον ἀλλά μόνον τόν ἑαυτό τους. Καί ὅσο τούς βοηθᾶς, τόσο πιό πολύ χουζούρι κάνουν. Βλέπω κάτι νερόβραστα παιδιά σήμερα. Νά κρίνουν τό ἕνα, νά βαριοῦνται τό ἄλλο, ἐνῶ ἡ καρδιά οὔτε κουράζεται οὔτε γερνάει ποτέ. Νά γίνουν καλόγεροι, βαριοῦνται. Νά παντρευτούν, φοβοῦνται…».
«Οἱ νέοι σήμερα μοιάζουν μέ καινούργιες μηχανές πού τά λάδια τους εἶναι παγωμένα. Πρέπει νά ζεσταθοῦν τά λάδια, γιά νά πάρουν μπρός οἱ μηχανές. Ἀλλιῶς δέν γίνεται. Ἔρχονται στό καλύβι ταλαίπωρα παιδιά – δέν εἶναι ἕνα καί δύο – καί μέ ρωτοῦν: «Τί νά κάνω, Πάτερ; Πῶς νά περάσω τήν ὥρα μου; Μέ πιάνει πλήξη». «Νά βρεῖς μιά δουλειά, βρέ παιδί». «Ἔχω, λεφτά», μοῦ λέει. «Τί νά τήν κάνω τήν δουλειά»; Μά ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέει: «εἴ τις οὐ θέλει ἐργάζεσθαι, μηδέ ἐσθιέτω». Πρέπει νά δουλέψεις γιά νά φᾶς κι ἄς ἔχεις χρήματα. Ἡ δουλειά βοηθάει τόν ἄνθρωπο νά ξεπαγώσουν τά λάδια τῆς μηχανῆς του. Εἶναι δημιουργία. Δίνει χαρά καί παίρνει τό ἄγχος, τήν πλήξη». Σήμερα ἔχουμε γεμίσει ἀπό κατάθλιψη. Ἔλεγε καί ὁ Ἅγιος Πορφύριος μία ἀπό τίς θεραπεῖες τῆς κατάθλιψης εἶναι ἡ ἐργασία. Καί βέβαια ἡ τέλεια θεραπεία εἶναι ἡ πνευματική ἐργασία, νά ἀγαπήσει ὁ ἄνθρωπος τόν Θεό.
«Ἔτσι, βρέ παλληκάρι», λέει ὁ Ἅγιος Παΐσιος. «Νά βρεῖς μιά δουλειά πού νά σοῦ ἀρέσει ἔστω καί λίγο, καί νά ξεκινήσεις. Γιά δοκίμασε νά δεις!».
Δεύτερο ἐρώτημα: Μήπως ἔχουμε ἀνθρωπαρέσκεια; Μᾶς νοιάζει ἡ γνώμη τῶν ἄλλων; Θυμηθεῖτε τό περιστατικό στό ἐστιατόριο. Ἄν κι αὐτός συμβιβαζόταν μέ τούς πολλούς, θά ἔτρωγε ἀρτύσιμο φαγητό. Ἀλλά τί θά γινόταν; Ἁπλῶς ἕνα μέ τήν μάζα καί προδότης τῆς πίστεως καί τοῦ Χριστοῦ. Σήμερα βέβαια ὑπάρχει καί μία καμουφλαρισμένη τακτοποίηση αὐτῶν πού δέν τακτοποιοῦνται μ’ αὐτό τόν τρόπο, δηλαδή λένε «ἔφαγα, γιά νά μήν σκανδαλίσω..». Μά ἀκριβῶς τότε σκανδάλισες πού ἔφαγες. Ἡμέρα νηστείας καί ἐσύ κατέλυσες. Δέν ἔχουμε καταλάβει -ἤ δέν θέλουμε νά καταλάβουμε- ποιά εἶναι ἡ ἔννοια τοῦ σκανδάλου. Σκανδαλίζει αὐτός πού δίνει κακό παράδειγμα, πού σπρώχνει τόν ἄλλον στήν ἁμαρτία. Δέν σκανδαλίζει αὐτός πού τηρεῖ τόν νόμο τοῦ Θεοῦ.
– Γέροντα, μερικές φορές λέτε ὅτι ὁ τάδε ἄνθρωπος βλέπει μέ εὐρωπαϊκό φακό καί ὄχι μέ ἀνατολίτικο πνεῦμα. Τί ἐννοεῖτε;
«Ὅταν λέω ὅτι ἕνας ἔπιασε τό ἀνατολίτικο πνεῦμα καί ἄφησε τό εὐρωπαϊκό πνεῦμα, θέλω νά πῶ ὅτι ἄφησε τήν λογική, τόν ὀρθολογισμό, καί ἔπιασε τήν ἁπλότητα καί τήν εὐλάβεια, γιατί αὐτό εἶναι τό ὀρθόδοξο πνεῦμα στό ὁποῖο ἀναπαύεται ὁ Χριστός, ἁπλότης καί εὐλάβεια…». Ὁ ἀντίποδας τοῦ κοσμικοῦ πνεύματος.
«Σήμερα, συχνά λείπει ἡ ἁπλότητα ἀπό τούς πνευματικούς ἀνθρώπους, ἡ ἁγία ἁπλότητα πού ξεκουράζει τήν ψυχή». Προσέξτε ἐδῶ. «Ἂν δέν ἀρνηθεῖ κανείς τό κοσμικό πνεῦμα καί δέν κινηθεῖ ἁπλά, νά μήν σκέφτεται δηλαδή πῶς θά τόν δοῦν ἤ τί θά ποῦν γι’ αὐτόν», πῶς θά φανῶ τώρα στούς ἄλλους; Ἄν δέν τό πετάξει αὐτό, «τότε δέν συγγενεύει μέ τόν Θεό, μέ τούς Ἁγίους. Γιά νά συγγενέψει, πρέπει νά κινηθεῖ στόν πνευματικό χῶρο. Ὅσο κανείς κινεῖται μέ ἁπλότητα, τόσο στρογγυλεύει, γιατί φεύγουν τά ἐξογκώματα τῶν παθῶν. Ἀλλιῶς κοιτάζει νά φτιάξει ἕναν ψεύτικο ἄνθρωπο», ἕναν ψεύτικο ἑαυτό. Γι’ αὐτό νά προσπαθήσουμε νά πετάξουμε τόν κοσμικό καρνάβαλο, γιά νά ἀγγελοποιηθοῦμε». Κάποιος πνευματικός ἄνθρωπος ρωτήθηκε «κύριε τάδε θά ντυθεῖς καρναβάλι;». «Τί νά ντυθῶ, ἐγώ ὅλο τόν χρόνο εἶμαι καρναβάλι», λέει. Ἐννοοῦσε, δηλαδή, ὅτι ὅλο τόν χρόνο φορᾶμε μιά μάσκα. Δυστυχῶς ἐλάχιστοι εἶναι οἱ ἄνθρωποι πού δέν φορᾶνε μάσκα, εἶναι ἁπλοί καί εἶναι ὅπως φαίνονται. Οἱ πιό πολλοί ἄλλο εἶναι καί ἄλλο φαίνονται.
«Ξέρετε τί κάνουν οἱ κοσμικοί καί τί κάνουν οἱ πνευματικοί ἄνθρωποι; Οἱ κοσμικοί κοιτάζουν ἡ αὐλή τους νά εἶναι καθαρή». Γιατί λένε ‘τήν αὐλή θά δεῖ ὁ κόσμος’. Τό σπίτι μέσα δέν τούς ἐνδιαφέρει ἄν ἔχει σκουπίδια. Σκουπίζουν τήν αὐλή καί πετοῦν τά σκουπίδια μέσα στό σπίτι! Σοῦ λέει: «Οἱ ἄλλοι τήν αὐλή βλέπουν, δέν βλέπουν μέσα τό σπίτι». Μέσα μου δηλαδή ἄς ἔχω σκουπίδια, ὄχι ὅμως ἔξω!». Μακιγιάζ. Προσωπεῖα. Ὑποκρισία. «Τούς ἐνδιαφέρει νά τούς καμαρώνουν οἱ ἄλλοι».
« Ἐνῶ οἱ πνευματικοί ἄνθρωποι κοιτάζουν τό σπίτι μέσα νά εἶναι καθαρό. Δέν τούς ἐνδιαφέρει τί θά πεῖ ὁ κόσμος, γιατί ὁ Χριστός κατοικεῖ στό σπίτι, στήν καρδιά, δέν κατοικεῖ στήν αὐλή. Μερικές φορές ὅμως καί πνευματικοί ἄνθρωποι κινοῦνται ἐπιφανειακά, κοσμικά, καί γιά νά εἴμαστε πιό συγκεκριμένοι, φαρισαϊκά». ῾Τό ἔξωθεν τοῦ ποτηρίου καθαρίζετεʾ εἶπε ὁ Κύριος στούς Φαρισαίους ῾τό ἔσωθεν γέμει ἀκαθαρσίαςʾ (Ματθ. 23,25). «Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι δέν σκέφτονται πῶς θά πᾶνε στόν Παράδεισο, κοντά στόν Θεό, ἀλλά πῶς θά φανοῦν ἐδῶ καλοί. Στεροῦνται ὅλες τίς πνευματικές χαρές, ἐνῶ μποροῦσαν νά ζήσουν ἀπό ‘δῶ τόν Παράδεισο. Ἔτσι μένουν γήινοι ἄνθρωποι. Προσπαθοῦν νά ζήσουν μία πνευματική ζωή μέ κοσμικό τρόπο. Μέσα τους ὅμως εἶναι ἄδειοι, δέν ὑπάρχει Θεός. Δυστυχῶς, τό κοσμικό πνεῦμα ἔχει ἐπιδράσει πολύ καί στούς πνευματικούς ἀνθρώπους. Ἂν πνευματικοί ἄνθρωποι ἐνεργοῦν καί σκέφτονται κοσμικά, τί νά κάνουν οἱ κοσμικοί;».
«Εἶπα σέ μερικούς νά βοηθήσουν ναρκομανή παιδιά καί μοῦ εἶπαν: “Ἄν κάνουμε ἕνα ἵδρυμα γιά ναρκομανεῖς, δέν θά μᾶς δίνουν καμμιά περιουσία. Γι’ αὐτό θά κάνουμε Γηροκομεῖο”». Βλέπετε; Ἀμέσως τό κοσμικό πνεῦμα, πῶς θά μαζέψουμε χρήματα. «Δέν λέω ὅτι τό Γηροκομεῖο δέν χρειάζεται. Ἀλλοίμονο! Ἀλλά, ἄν ξεκινοῦμε ἔτσι, αὐτά δέν θά εἶναι εὐαγή ἀλλά… “ναυαγή” ἱδρύματα! Δέν καταλαβαίνουν ὅτι ἡ κοσμική ἐπιτυχία εἶναι ἀποτυχία πνευματική».
Μήπως μᾶς νοιάζει ἡ ὀμορφιά ἡ ἐξωτερική; «Τά πρωτεῖα πρέπει νά δοθοῦν στήν ὀμορφιά τῆς ψυχῆς. Ἡ ψυχή πού συγκινεῖται ἀπό τίς ὀμορφιές τοῦ ὑλικοῦ κόσμου φανερώνει ὅτι ζεῖ μέσα της ὁ μάταιος κόσμος, γι’ αὐτό ἕλκεται ἀπό τήν πλάση καί ὄχι ἀπό τόν Πλάστη, ἀπό τόν πηλό καί ὄχι ἀπό τόν Θεό. Δέν ἔχει σημασία ἄν ὁ πηλός αὐτός εἶναι καθαρός καί δέν ἔχει λάσπη ἁμαρτίας. Ἡ καρδιά, ὅταν ἕλκεται ἀπό κοσμικές ὀμορφιές, οἱ ὁποῖες δέν εἶναι ἁμαρτωλές, ἀλλά δέν παύουν νά εἶναι μάταιες, νιώθει κοσμική χαρά τῆς ὥρας, ἡ ὁποία δέν ἔχει θεϊκή παρηγοριά, φτερούγισμα ἐσωτερικό μέ ἀγαλλίαση πνευματική. Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος ἀγαπάει τήν πνευματική ὠραιότητα, τότε γεμίζει καί ὀμορφαίνει ἡ ψυχή του».
Λέει κάποιος «εἶμαι φυσιολάτρης». Θά πεῖς «κακό εἶναι;». Μόνο πού λέει τή λέξη φυσιολάτρης κακό εἶναι. Ἔχει κολλήσει στήν ὀμορφιά τοῦ κόσμου καί τήν λατρεύει. Οὐσιαστικά ἔχει βάλει στή θέση τοῦ Θεοῦ τήν φύση. Θά πεῖς δέν τήν ἔχω βάλει στή θέση τοῦ Θεοῦ ἀλλά μ’ ἀρέσει. Μήν κολλᾶς. Ξεκόλλα ἀπό ὅλα αὐτά. Ἄς εἶναι καί ἀναμάρτητα. Στρέψε ὅλη σου τήν προσπάθεια στόν Θεό. Δέν ἔχουμε καί πολλές δυνάμεις νά τίς σπαταλᾶμε ἐδῶ κι ἐκεῖ. Ἔλεγε πάλι ὁ Ἅγιος Παΐσιος «πιό πολύ αὐτό τό παθαίνουν οἱ γυναῖκες». Κολλᾶμε σέ μάταια πράγματα καί μοιράζουμε τήν καρδιά μας σέ πολλά ἀνούσια πράγματα. Θέλουν, λέει, ἕνα ποτήρι, ἀλλά νά μήν εἶναι σκέτο τό ποτήρι, νά ἔχει κι ἕνα λουλουδάκι ζωγραφισμένο, νά ἔχει ἀπό κάτω κι ἕνα σεμεδάκι κι ἐκεῖ νά βάλουμε τό ποτήρι. Καί μετά κολλάει ἡ καρδιά σου σ’ αὐτά.
«Ἄν γνώριζε ὁ ἄνθρωπος τήν ἐσωτερική ἀσχήμια του, δέν θά ἐπεδίωκε ἐξωτερικές ὀμορφιές. Μέσα ἡ ψυχή ἔχει τόσους λεκέδες, τόσες μουτζοῦρες καί θά κοιτάξουμε λ.χ. τά ροῦχα μας; Πλένουμε τά ροῦχα μας, τά σιδερώνουμε κιόλας καί εἴμαστε καθαροί καί μέσα εἴμαστε… μήν τά ρωτᾶς! Γι’ αὐτό, ἄν λάβει ὑπ’ ὄψιν του κανείς τί πνευματική ἀκαθαρσία ἔχει μέσα του, δέν θά καθήσει τόσο σχολαστικά νά βγάλει καί τόν παραμικρό λεκέ ἀπό τά ροῦχα του», δέν λέμε νά εἶσαι ἀτημέλητος, βρωμιάρης καί νά προκαλεῖς καί τούς ἄλλους, ἀλλά δέν θά καθίσει κανείς «νά βγάλει σχολαστικά καί τόν παραμικρό λεκέ. Αὐτό πού χρειάζεται, εἶναι νά στρέψει ὅλη τήν φροντίδα του στήν πνευματική καθαρότητα, στήν ἐσωτερική ὀμορφιά καί ὄχι στήν ἐξωτερική. Τά πρωτεῖα νά δοθοῦν στήν ὀμορφιά τῆς ψυχῆς, στήν πνευματική ὀμορφιά καί ὄχι στίς μάταιες ὀμορφιές, γιατί καί ὁ Κύριος μᾶς εἶπε: «Ὅσο ἀξίζει μιά ψυχή, δέν ἀξίζει ὁ κόσμος ὅλος»».
Μήπως ἔχεις κοσμικές ἐπιθυμίες, ἀγάπη γιά τά χρήματα, γιά τόν πλοῦτο, γιά τήν πολυτέλεια, γιά τήν ἄνεση;
«Ὅσοι δέν φρενάρουν τήν καρδιά τους», λέει πάλι ὁ Ἅγιος Παΐσιος, «ἀπό τίς ὑλικές ἐπιθυμίες, τίς μή ἀπαραίτητες, -οὔτε κἄν λόγος γίνεται γιά σαρκικές ἐπιθυμίες- καί δέν συμμαζέψουν τόν νοῦ τους μέσα στήν καρδιά, γιά νά τά δώσουν ὅλα μαζί μέ τήν ψυχή στόν Θεό, διπλή δυστυχία τούς περιμένει. Ἡ ἐπιθυμία τῆς καρδιᾶς δέν εἶναι καθ’ ἑαυτή κακή. Ἀλλά, ὅταν μοῦ παίρνουν ἕνα κομμάτι τῆς καρδιᾶς μου πράγματα, ἔστω καί μή ἁμαρτωλά, μοῦ ἐλαττώνουν τήν ἀγάπη μου πρός τόν Χριστό. Αὐτή ἡ ἐπιθυμία πάλι εἶναι κακή, γιατί ὁ ἐχθρός μοῦ κόβει τήν ἀγάπη μου ἀπό τόν Χριστό. Ὅταν ἐπιθυμῶ ἕνα πράγμα χρήσιμο, ἕνα βιβλίο λ.χ., καί μοῦ παίρνει ἕνα κομμάτι τῆς καρδιᾶς, τότε αὐτό εἶναι κακό. Γιατί νά μοῦ πάρει ἕνα κομμάτι τῆς καρδιᾶς ἕνα βιβλίο; Τό βιβλίο θά ἐπιθυμῶ ἤ τόν Χριστό θά λαχταρῶ; Κάθε ἐπιθυμία, ὅσο καλή καί νά φαίνεται, δέν εἶναι καλύτερη ἀπό τό νά ἐπιθυμεῖ κανείς τόν Χριστό ἤ τήν Παναγία. Ὅταν δώσω τήν καρδιά μου στόν Θεό, εἶναι δυνατόν ὁ Θεός νά μή μοῦ δώσει ὅλο τόν Ἑαυτό Του;». Καί μετά ὅλες οἱ ἄλλες ἐπιθυμίες καί ἀπολαύσεις ὠχριοῦν μπροστά σ’ αὐτό πού δίνει ὁ Θεός.
«Ὁ Θεός ζητάει τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. «Δός μοι, υἱέ, σήν καρδίαν». Ἅμα Τοῦ δώσει ὁ ἄνθρωπος τήν καρδιά του, μετά ὁ Θεός τοῦ δίνει καί ὅ,τι ἀγαπᾶ ἡ καρδιά του, ἀρκεῖ νά μήν τόν βλάψει. Μόνο στόν Χριστό ὅταν δίνεται ἡ καρδιά δέν χαραμίζεται καί μόνο στόν Χριστό βρίσκεις πλούσια ἀνταπόκριση θεϊκῆς ἀγάπης σ’ αὐτήν τήν ζωή καί στήν ἄλλη, τήν αἰώνια, τήν θεία ἀγαλλίαση». Πόσοι ἄνθρωποι ἐπενδύουν σέ ἀνθρώπους; Στήν σύζυγο, στόν σύζυγο ἀντιστοίχως, στά παιδιά, στούς συγγενεῖς.. καί ὅταν βλέπουν ὅτι δέν ὑπάρχει αὐτό πού ζητᾶνε ἐκεῖ, λένε καταθλιμμένοι «εἶμαι μόνος, δέν ἔχω κανέναν». Γιατί; Γιατί ἔκανες λάθος ἐπένδυση. Στόν Θεό ἔπρεπε νά στρέψεις τήν καρδιά σου καί Αὐτόν νά ἀγαπήσεις, ὅπως λέει ἡ πρώτη ἐντολή.
«Πρέπει νά ἀποφεύγουμε τά κοσμικά πράγματα, γιά νά μή μᾶς παίρνουν τήν καρδιά, καί νά χρησιμοποιοῦμε τά ἁπλά, μόνο γιά νά ἐξυπηρετούμαστε. Νά φροντίζουμε ὅμως νά εἶναι στέρεα. Ἄν θέλω νά χρησιμοποιῶ ἕνα ὄμορφο πράγμα, δίνω ὅλη τήν καρδιά μου στήν ὀμορφιά καί γιά τόν Θεό δέν μένει οὔτε ἕνα κομματάκι. Περνᾶς ἀπό κάπου καί βλέπεις ἕνα σπίτι μέ ὡραῖα μάρμαρα, σχέδια, σκαλίσματα… Θαυμάζεις τίς πέτρες, τά τοῦβλα καί ἀφήνεις τήν καρδιά σου ἐκεῖ. Ἤ βλέπεις σέ ἕνα κατάστημα ἕναν ὡραῖο σκελετό γιά τά γυαλιά σου καί τόν ἐπιθυμεῖς. Ἄν δέν τόν ἀγοράσεις, ἀφήνεις τήν καρδιά σου στο κατάστημα. Ἄν τόν ἀγοράσεις, κρεμᾶς τήν καρδιά σου ἀπό τόν σκελετό πού φορᾶς! Ἰδίως οἱ γυναῖκες εὔκολα κλέβονται. Λίγες εἶναι ἐκεῖνες πού δέν χαραμίζουν στά μάταια τήν καρδιά τους. Μερικές πνευματικές γυναῖκες θά συγκινηθοῦν μέ σοβαρά σχέδια, με δικέφαλο ἀετό κ.λπ.», ἐνῶ οἱ ἄλλες μέ λουλουδάκια καί σχεδιάκια… «Μετά ρωτᾶνε: «Γιατί δέν συγκινοῦμαι ἀπό τά πνευματικά;». Πῶς νά συγκινηθῆς, ἀφοῦ ἡ καρδιά σου εἶναι σκορπισμένη στά ντουλάπια, στά πιάτα; Δέν ἔχεις καρδιά, ἔχεις μόνον κρέας, πού μέσα κάτι χτυπάει τικ-τακ, μηχανικά, σάν τό ρολόι, ἴσα γιά νά περπατᾶς! Γιατί πάει λίγη καρδιά στό ἕνα, λίγη καρδιά στό ἄλλο καί γιά τόν Χριστό δέν μένει τίποτε».
Νά ποῦμε καί τόν ἐπίλογο «Τό σπουδαιότερο σήμερα εἶναι νά μήν προσαρμοσθῆ κανείς μέ αὐτό τό κοσμικό πνεῦμα. Εἶναι μία μαρτυρία. Ὅσο μποροῦμε, νά μήν παρασυρθοῦμε ἀπό αὐτό τό ρεῦμα καί μᾶς πάρη σβάρνα αὐτό τό κανάλι. Τά ἔξυπνα ψάρια δέν πιάνονται στό ἀγκίστρι. Βλέπουν τό δόλωμα, καταλαβαίνουν ὅτι εἶναι δόλωμα καί φεύγουν ἀπό ’κεῖ καί γλυτώνουν. Ἐνῶ τά ἄλλα βλέπουν τό δόλωμα, τρέχουν ἐκεῖ νά φᾶνε καί, τάκ, πιάνονται! Ἔτσι, δηλαδή, καί ὁ κόσμος, ἔχει τό δόλωμα καί πιάνει τούς ἀνθρώπους. Ἕλκονται οἱ ἄνθρωποι ἀπό τό κοσμικό πνεῦμα καί πιάνονται μετά ἀπό αὐτό. Τό κοσμικό φρόνημα εἶναι ἀρρώστια. Ὅπως μιά ἀρρώστια τήν ἀποφεύγει κανείς, ἔτσι καί τό κοσμικό φρόνημα πρέπει νά τό ἀποφεύγη, ὅπου καί ἄν εἶναι. Νά ἀποξενωθῆ ἀπό τό πνεῦμα τῆς κοσμικῆς ἐξελίξεως, γιά νά ἐξελίσσεται πνευματικά, νά ὑγιαίνη πνευματικά καί νά χαίρεται ἀγγελικά».
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης