Πέμπτη 17 Ιανουαρίου 2019

Ό­ταν βρήκαν το λεί­ψα­νό του τά­χα­σαν

 
ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ Α’ – θ΄. Νικόλαος Σαββούδης
Γεν­νή­θη­κε τό 1899 στό Γυα­λί Τσι­φλί­κι τῆς Μ. Ἀ­σί­ας. Με­τά τόν ξερ­ρι­ζω­μό τῶν Ἑλ­λή­νων ἀ­πό τήν Μι­κρα­σί­α, ἦρ­θε ὡς πρό­σφυ­γας στό χω­ριό Βα­το­πέ­δι Χαλ­κι­δι­κῆς. Ὅ­ταν ἦρ­θε σέ ἡ­λι­κί­α γά­μου νυμ­φεύ­θη­κε καί ἀ­πό τόν γά­μο του ἀ­πέ­κτη­σε μί­α κό­ρη καί ἐγ­γό­νια. Ἡ σύ­ζυ­γός του εἶ­χε δύ­σκο­λο χα­ρα­κτῆ­ρα κα­θώς καί ὁ γ­α­μπρός του. Τούς ἀντι­με­τώ­πι­ζε ὅ­μως μέ ἠ­ρε­μί­α.

Ἦ­ταν γε­νι­κά ἤ­ρε­μος ἄν­θρω­πος. Ζοῦ­σε σάν ἀ­σκη­τής, νή­στευ­ε πο­λύ, με­λε­τοῦ­σε βι­βλί­α ἐκ­κλη­σι­α­στι­κά καί ἀ­σκη­τι­κά, πού ἔ­φε­ρε ἀ­πό τήν «πα­τρί­δα», καί συμ­βού­λευ­ε τά ἐγ­γό­νια του δί­νοντάς τους ἐ­φό­δια γιά­ τήν ζω­ή.
Ὅ­λη τήν ἑ­βδο­μά­δα βο­σκοῦ­σε τά πρό­βα­τα. Τό Σάβ­βα­το τό ἀ­πό­γευ­μα ἐ­πέ­στρε­φε στό σπί­τι καί ἑ­τοι­μα­ζό­ταν γι­ά τήν θεία Λει­τουρ­γί­α τῆς Κυ­ρια­κῆς.
Στήν Ἐκ­κλη­σί­α δι­α­κο­νοῦ­σε ἀ­νά­βοντας τά καντή­­λια καί βο­η­θώντας τόν ἱ­ε­ρέ­α.
Ἔ­κα­νε ἀ­γα­θο­ερ­γί­ες. Στήν πε­ρί­ο­δο τῆς Κα­το­χῆς ἔ­κρυ­ψε ἕ­ναν Ἄγ­γλο γι­ά νά τοῦ σώ­ση τήν ζω­ή, τόν πε­ρι­ποι­ή­θη­κε ὅ­ταν ἀρ­ρώ­στη­σε, καί τόν φι­λο­ξέ­νη­σε ὅ­σο δι­ά­στη­μα χρει­ά­στη­κε.
Ὅ­ταν πέ­θα­νε ἕ­νας συγ­χω­ρια­νός του, πού ἡ οἰ­κο­γέ­νειά του ἦταν φτωχή καί δέν εἶ­χε χρή­μα­τα γι­ά τήν κη­δεί­α, ὁ Νι­κό­λαος πῆ­γε κρυ­φά στό σπί­τι τους καί ἄ­φη­σε χρή­μα­τα. Οἱ ἄν­θρω­ποι τοῦ σπι­τιοῦ πο­τέ δέν ἔ­μα­θαν ποι­ός «κα­λός ἄγ­γε­λος» τούς ἔ­στει­λε τήν βο­ή­θεια.
Φι­λο­ξε­νοῦ­σε συ­χνά στό σπί­τι του ἀν­θρώ­πους πε­ρα­στι­κούς πού νυ­χτώ­νο­νταν στό χω­ριό.
Τόν Νι­κό­λαο Σαβ­βού­δη εἶ­χε γνω­ρί­σει καί ὁ γέ­ρο­ντας Γρη­γό­ριος, πνευ­μα­τι­κός τῆς Ἱ. Μ.Τι­μί­ου Προ­δρό­μου Με­τα­μορ­φώ­σε­ως, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀνα­φέ­ρει:
«Βρι­σκό­μουν στό χω­ριό Βα­το­πέ­δι Χαλ­κι­δι­κῆς. Μό­λις εἶ­χα φθά­σει καί στήν σκι­ά κά­ποι­ου πεύ­κου συ­ζη­τοῦ­σα μέ 5–6 χω­ρι­κούς. Σέ λί­γο ἔ­φθα­σε ἐ­κεῖ καί κά­ποι­ος με­σό­κο­πος, πε­νηντά­ρης πε­ρί­που, χαι­ρέ­τη­σε καί στά­θη­κε σι­ω­πη­λός πα­ρα­πέ­ρα. Ἕ­νας ἐκ τῶν χω­ρι­κῶν μοῦ εἶ­πε: “Αὐ­τός πά­ει τά με­σά­νυ­χτα στήν Ἐκ­κλη­σί­α καί ἀ­νά­βει τά καν­τή­λια γι­ά νά βλέ­πουν οἱ Ἅγι­οι­”.
»Ἔ­τσι γνώ­ρι­σα τόν μπαρ­μπα–Νι­κό­λα Σαβ­βού­δη. Ἐ­πει­δή πή­γαι­να συ­χνά στό χω­ριό Βα­το­πέ­δι Χαλ­κι­δι­κῆς, πάν­το­τε τόν ἔ­βλε­πα σι­ω­πη­λό, ἤ­ρε­μο καί γα­λή­νιο. Πάν­τα πρῶ­τος στήν Ἐκ­κλη­σί­α. Στε­κό­ταν δί­πλα στό ψαλ­τή­ρι καί ψι­θύ­ρι­ζε πα­ρα­κο­λου­θώντας τόν ἱ­ε­ρο­ψάλ­τη. Μό­νον ἐ­κεῖ ἄ­κου­γες τήν φω­νή του σέ πο­λύ χα­μη­λό τό­νο. Μό­λις κα­τα­λά­βαι­νες ὅ­τι ἔ­ψελ­νε. Ἔ­λε­γε καί τό “Πά­τερ ἡ­μῶ­ν”, πάντο­τε ἦ­ταν δι­κό του.

»Μυ­στή­ριο ὁ μπαρ­μπα–Νι­κό­λας. Κά­ποι­α μέ­ρα πῆ­γα στό σπί­τι του, –ἕ­να ἡ­μι­υ­πό­γει­ο, ἁ­πλό, ἀ­πέ­ριτ­το, γι­ά πά­τω­μα εἶ­χε τσι­μέντο, ἀ­σκη­τι­κώ­τα­το–, γι­ά νά τόν γνω­ρί­σω κα­λύ­τε­ρα. Στόν πά­νω ὄ­ρο­φο ἔ­με­νε ὁ γα­μπρός του πού, ὅ­πως ἀρ­γό­τε­ρα ἔ­μα­θα, τόν κα­κο­με­τα­χει­ρι­ζό­ταν. Ἦ­ταν πο­λύ νευ­ρι­κός ἀλ­λά ὁ μπαρ­μπα–Νι­κό­λας κου­βέντα δέν ἔ­λε­γε γι᾿ αὐ­τόν. Νό­μι­ζες πώς δέν εἶ­χε μι­λιά. Ὅ­μως ὁ μπαρμ­πα–Νι­κό­λας ὄ­χι μό­νον ἤ­ξε­ρε νά μι­λᾶ μά καί δι­ά­βα­ζε Πα­τέ­ρες.
»Ἐ­κεῖ εἶ­δα ἐ­κτός ἀ­πό τόν ἅ­γιο Δα­μα­σκη­νό καί ἄλ­λους Πα­τέ­ρες, φι­λο­καλι­κούς καί μή. Ὅ­λα αὐ­τά τά βι­βλί­α τά με­λε­τοῦ­σε ὁ μπαρ­μπα–Νι­κό­λας καί φαί­νε­ται πώς προ­σπα­θοῦ­σε νά βά­λη σέ ἐ­φαρ­μο­γή τήν πα­τε­ρι­κή δι­δα­σκα­λί­α γι᾿ αὐ­τό ἐ­κτός ἀ­πό τήν σι­ω­πή ἦ­ταν στο­λι­σμέ­νος καί μέ ἄλ­λες ἀ­ρε­τές. Πο­τέ δέν ἀ­σχο­λεῖ­το μέ τούς ἄλ­λους. Ἄν καί τόν πε­ρι­έ­παι­ζαν οἱ συγ­χω­ρια­νοί του, αὐ­τός τούς ἀντι­με­τώ­πι­ζε μέ τήν σι­ω­πή του καί μ᾿ ἕ­να ἐ­λα­φρό μει­δί­α­μα.
»Ἀπ᾿ ὅ­σα εἶ­δα πρέ­πει νά ἔ­κα­νε ἄ­σκη­ση με­γά­λη καί νά ἀ­γα­ποῦ­σε τήν προ­σευ­χή. Κα­νείς ὅ­μως δέν γνώ­ρι­ζε τί προ­σευ­χές ἔ­κα­νε μό­νος μό­νῳ Θε­ῷ. Πολ­λά μυ­στι­κά πῆ­ρε μα­ζί του, για­τί ἦ­ταν πο­λύ σι­ω­πη­λός. Ἀ­πό τούς χω­ρι­κούς ἔ­μα­θα ὅ­τι ζοῦ­σε μέ τά χρή­μα­τα πού τοῦ ἔ­στελ­νε κά­ποι­ος Ἄγ­γλος πρώ­ην ἀ­ξι­ω­μα­τι­κός, ἀ­πό εὐ­γνω­μο­σύ­νη για­τί στήν Γερ­μα­νι­κή Κα­το­χή ὁ μπαρμπα–Νι­κό­λας μέ κίν­δυ­νο ζω­ῆς τόν ἔκρυ­ψε στό σπί­τι του καί τόν γλύ­τω­σε ἀ­πό τούς Γερ­μα­νούς.
»Στίς 24 Νοεμβρίου 1969 μέ εἰ­δο­ποί­η­σαν ὅ­τι ὁ ἀ­γα­θός καί ἥ­συ­χος Νι­κό­λα­ος ἔ­κλει­σε τά μά­τια του. Τά ἄ­φη­σα ὅ­λα καί πῆ­γα στό Βα­το­πέ­δι. Τόν δι­α­βά­σα­με καί «τόν φυ­τέ­ψα­με» (θά­ψα­με), ὅ­πως λέ­νε οἱ χω­ρι­κοί, γι­ά νά ἀν­θί­ση στήν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα. Τό πρό­σω­πό του ἦ­ταν γαλήνιο μέ­σα στό φέ­ρε­τρο, νό­μι­ζες πώς κοι­μό­ταν.
»Πέ­ρα­σαν τρί­α χρό­νια ἀ­πό τήν κοί­μη­σή του καί τρεῖς εὐ­λα­βεῖς γυ­ναῖ­κες, πο­λύ γνω­στές μου, πῆ­γαν νά τόν ξε­θά­ψουν, νά κά­νουν ἀ­να­κο­μι­δή. Ὅ­ταν βρῆ­καν τό λεί­ψα­νό του τἄ­χα­σαν. Ἦ­ταν ἀ­κέ­ραι­ο, ὁ­λο­κί­τρι­νο καί ἀ­νέ­δι­δε ἁ­πα­λή εὐ­ω­δί­α! Ἡ κ. Βαρ­βά­ρα, μία ἀπό τίς τρεῖς, τό σή­κω­σε λί­γο μέ τά χέ­ρια της καί εἶ­δε ὅ­τι ἦ­ταν πο­λύ ἐ­λα­φρό. “Σάν νά ἦ­ταν μό­νο κόκ­κα­λα μέ τό δέρ­μα­”, ὅ­πως ἔ­λε­γε.
»Ἔκ­πλη­κτες μπρο­στά στό πρω­το­φα­νές καί ἀ­προσ­δό­κη­το γε­γο­νός, μή γνω­ρί­ζοντας τί νά κά­νουν, θε­ώ­ρη­σαν κα­λό νά θά­ψουν πά­λι τό τί­μιο λεί­ψα­νο τοῦ μα­κα­ρί­ου Νι­κο­λά­ου Σαβ­βού­δη».
Αἰωνία του ἡ μνήμη. Ἀμήν.
https://enromiosini.gr/