Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση
Εγεννήθη
τό ἔτος 1885 στό Κανιάνι Λαμίας καί στήν βάπτιση ἔλαβε τό
ὄνομα Θωμᾶς (Καψῆς). Ἦρθε γιά νά μονάση στήν Λαύρα στίς 14
Ἰουλίου 1910 καί μετά ἀπό ἕνα χρόνο δοκιμή στίς 15–8–1911
ἔγινε μοναχός λαμβάνοντας στήν κουρά τό ὄνομα Θεόφιλος.
Ὁ
π. Θεόφιλος, ἄν καί ἔζησε σέ ἰδιόρρυθμο Μοναστήρι, ἦταν
πολύ ἀγωνιστής, πολύ ἀσκητικός, ἄνθρωπος τῆς προσευχῆς καί
τῆς μοναχικῆς ἀκριβείας. Δέν ἔχανε ἀκολουθία. Ἔμπαινε στό
στασίδι του, στεκόταν πάντα ὄρθιος καί δέν ἔβγαινε ἀπό κεῖ,
ἄν δέν τελείωνε ἡ ἀκολουθία.
Ἤθελε
νά τηροῦνται τά τυπικά στήν ἀκολουθία, καί ὅταν ἔβλεπε
παραβάσεις ἐπενέβαινε καί διώρθωνε. Κάποτε ἕνα νέο
καλογέρι σέ μία ἀγρυπνία ἄρχισε νά ψάλλη τόν πολυέλεο μέ
ὕφος καί στόμφο. Στόν πρῶτο στίχο πῆγε ὁ γερω–Θεόφιλος καί τοῦ
εἶπε: «Δέν σ᾿ ἀκούει οὔτε ὁ Θεός οὔτε οἱ ἄνθρωποι. Τά
δαιμόνια χορεύουν. Ταπεινά, ταπεινά νά ψάλλουμε, νά μᾶς
ἀκούη ὁ Θεός καί νά μᾶς χαίρεται σάν παιδιά Του».
Στό κελλί του γιά ἄσκηση ποτέ δέν ἄναβε φωτιά τόν χειμῶνα καί ποτέ του δέν φόρεσε τσουράπια.
Νήστευε
πάρα πολύ, καί οἱ Προϊστάμενοι τοῦ ἔβαλαν κανόνα νά
μετριάση τή νηστεία του γιά νά μήν πεθάνη. Δέν ἔτρωγε πρίν ἀπό
τήν ὥρα τῆς καθορισμένης ἀπό αὐτόν τραπέζης γιατί τό
θεωροῦσε λαθροφαγία. Μάζευε τά φροῦτα, τά ἔβαζε στό μαντήλι
του καί δέν ἔτρωγε οὔτε ἕνα ἐκτός τραπέζης. Τήν ὥρα τῆς
τραπέζης ἔκανε προσευχή καί τά ἔτρωγε. Δέν ἔφαγε κρέας ποτέ,
καίτοι ζοῦσε στό Ἰδιόρρυθμο.
Τά
λίγα χρήματα πού ἔδινε ἡ Λαύρα σ᾿ ὅλους τούς πατέρες, ὁ
γερω–Θεόφιλος δέν τά χρησιμοποίησε γιά τίς ἀνάγκες του,
ἀλλά τά διέθεσε γιά τήν ἐπισκευή τοῦ φούρνου τῆς Μονῆς. Ὁ
ἴδιος ζοῦσε τόσο φτωχικά καί ἁπλά, πού δέν εἶχε ἀνάγκες καί
ἔξοδα.
Εἶχε
τό διακόνημα τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ καί τελευταῖα τοῦ
Δοχειάρη. Στίς 15–1–35 ἐξελέγη Προϊστάμενος, ἀλλά σύντομα
παραιτήθηκε, γιατί δέν ταίριαζαν στόν χαρακτῆρα του καί στόν
ἀσκητικό του τρόπο ζωῆς ἡ διοίκηση, ἡ ἐπικοινωνία μέ
ἐπισήμους καί ὅλες οἱ μέριμνες τοῦ Προϊσταμένου.
Γερω–Θεόφιλος Λαυριώτης.
(Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἐπισκόπου Ροδοστόλου
κ.κ. Χρυσοστόμου, Πόθος καί χάρις στόν Ἄθωνα).
Ὅταν
ἦταν Δοχειάρης, κάποια ἡμέρα ἔχασε τά κλειδιά. Ἐπειδή δέν
ἔβλεπε καλά, κάλεσε τόν παπα–Βασίλη καί πῆγαν ὥς τόν κῆπο
ψάχνοντας νά τά βροῦν, ἀλλά δέν τά βρῆκαν. Εἶπε ὁ γερω–Θεόφιλος:
«Ἐμεῖς κάναμε τό ἀνθρώπινο. Τώρα θά κάνω κομποσχοίνι
νά τά βρῆ ὁ ἅγιος Μηνᾶς». Πῆγε στό κελλί του, ἄναψε ἕνα κερί
καί ἄρχισε νά προσεύχεται. Πρίν προλάβη νά τελειώση τό πρῶτο
κομποσχοίνι, ἔπεσαν τά κλειδιά μπροστά του.
Κάποια
χρονιά τήν Διακαινήσιμο πῆγαν μέ τόν παπα–Βασίλη στίς
Καρυές νά ἐπισκεφθοῦν δύο πατέρες, τόν π. Ἀρέθα καί τόν π.
Κοσμᾶ. Ἄνοιξαν οἱ πατέρες καί δέν μίλησαν καθόλου. Πρῶτα
ἔψαλαν τό Χριστός Ἀνέστη καί ἄλλα, ὕστερα τούς καλωσώρισαν
καί συνωμίλησαν, ὅπως ἔκαναν οἱ παλαιοί πατέρες.
Τόν
γερω–Θεόφιλο ὅλοι τόν σέβονταν στήν Λαύρα γιά τήν ἀρετή του,
ἐνῶ πολλοί νέοι πού ἦρθαν νά γίνουν μοναχοί, τόν εἶχαν Γέροντά
τους.
Ἦταν
ἀγαπητός σέ ὅλους, γιατί ἦταν εἰρηνικός καί ἐνάρετος. Μία
φορά ἄκουσε δύο Λαυριῶτες νά φιλονικοῦν. Ἀμέσως πῆγε καί
τούς εἶπε: «Καί οἱ δύο σας φταῖτε. Νά βάλετε μετάνοια μεταξύ
σας καί νά συγχωρεθῆτε». Τόν ἄκουσαν, ἔκαναν ὅ,τι τούς εἶπε
καί εἰρήνευσαν.
Κάποτε
προσευχόμενος ἦρθε σέ θεωρία καί εἶδε ἕνα ὅραμα. Ὕστερα
εἶπε στόν παπα–Βασίλη: «Μέ αὐτά πού εἶδα τρόμαξα ἀλλά δέν
μπορῶ νά τά πῶ».
Τό
καλοκαίρι τοῦ 1964 μετά τίς ἑορτές τῆς Χιλιετηρίδος
δέχτηκε ἡ Λαύρα νά πλησιάση ἕνα πλοῖο μέ γυναῖκες γιά νά
μεταφέρουν οἱ ἱερεῖς τό Τίμιο Ξύλο καί ἅγια Λείψανα στό πλοῖο
γιά προσκύνηση. Ὅταν τό ἔμαθε ὁ γερω–Θεόφιλος
στενοχωρήθηκε, γιατί τό θεωροῦσε ἀταίριαστο καί
νεωτεριστικό. Προσπάθησε μέ ἐπιχειρήματα πρός τήν Σύναξη
τῆς Μονῆς νά ματαιωθῆ ἡ προσέγγιση τοῦ πλοίου καί, ὅταν δέν τό
κατώρθωσε, παρακίνησε τούς πατέρες πού τόν
συμβουλεύονταν, νά κάνουν κομποσχοίνι ὅλη τή νύχτα. Ἐνῶ τό
πλοῖο εἶχε ἔρθει, γιατί ἡ θάλασσα ἦταν λάδι, καί τήν ἄλλη μέρα
θά γινόταν ἡ προσκύνηση τῶν ἱερῶν Λειψάνων, τή νύχτα τά
κομποσχοίνια τοῦ γερω–Θεόφιλου καί τῶν ἄλλων πατέρων
μετέβαλαν τόν καιρό, σηκώθηκε τρικυμία καί τό πλοῖο ἔφυγε
γιά νά βρῆ λιμάνι.
Ὁ
γερω–Θεόφιλος ἀρρώστησε καί ὁ παπα–Βασίλης τόν πῆγε στό
Νοσοκομεῖο. Τόν παρακαλοῦσαν νά καταλύση τώρα πού ἦταν
ἄρρωστος, ἀλλά δέν δέχθηκε λέγοντας: «Τόσα χρόνια στό Ἅγιον
Ὄρος δέν φάγαμε κρέας, τώρα θά φᾶμε;». Οὔτε καί γιαούρτι
κατέλυσε σέ ἡμέρες νηστείας. Ὕστερα τόν ἔφερε πάλι στήν
Λαύρα μέ καροτσάκι. Ἔμεινε κατάκοιτος στό κελλί του καί
κάποιο πρωΐ πῆγαν ἕξι ἱερεῖς νά τοῦ κάνουν Εὐχέλαιο. Κατά τό
μεσημέρι εἶχε σηκωθῆ. Παραξενεύτηκαν οἱ πατέρες πού τόσο
γρήγορα σηκώθηκε. Ὁ γερω–Θεόφιλος ἀπάντησε στόν
παπα–Βασίλη μέ φυσικότητα: «Γιατί τό κάνατε τό Εὐχέλαιο;
Δέν τό κάνατε γιά νά γίνω καλά; Νά ἔχης εὐλάβεια καί πίστη στά
Μυστήρια».
Ἔκτοτε
ἔζησε ἄλλα δέκα χρόνια ὑγιής. Τό ἔτος 1978, τήν Μεγάλη
Δευτέρα, γύρισε ὅλα τά κελλιά καί ζήτησε συγχώρηση ἀπό τούς
πατέρες. Τήν Μεγάλη Τρίτη δέν κατέβηκε στήν ἀκολουθία. Τήν
Μεγάλη Τετάρτη κάλεσε τόν παπα–Βασίλη, πρίν ξημερώση, καί
τοῦ ζήτησε νά τόν κοινωνήση, γιατί σέ δύο ὧρες θά ἔφευγε.
Πράγματι τόν κοινώνησε καί σέ δύο ὧρες εἰρηνικά παρέδωσε τήν
ἁγιασμένη ψυχή του στόν Κύριο πού λάτρευσε καί ὑπηρέτησε σέ
ὅλη τήν ζωή του.
Ἐκοιμήθη καί ἐτάφη τήν Μεγάλη Τετάρτη, στίς 18 Ἀπριλίου 1978, σέ ἡλικία 93 ἐτῶν.
Τήν εὐχή του νά ἔχουμε. Ἀμήν.