Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2018

Γερω–Θεόφιλος Λαυριώτης


Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση
Εγεν­νή­θη τό ἔ­τος 1885 στό Κα­νι­ά­νι Λα­μί­ας καί στήν βά­πτι­ση ἔ­λα­βε τό ὄ­νο­μα Θω­μᾶς (Κα­ψῆς). Ἦρ­θε γιά νά μο­νά­ση στήν Λα­ύ­ρα στίς 14 Ἰ­ου­λί­ου 1910 καί με­τά ἀ­πό ἕ­να χρό­νο δο­κι­μή στίς 15–8–1911 ἔ­γι­νε μο­να­χός λαμ­βά­νον­τας στήν κου­ρά τό ὄ­νο­μα Θε­ό­φι­λος.
Ὁ π. Θε­ό­φι­λος, ἄν καί ἔ­ζη­σε σέ ἰ­δι­όρ­ρυθ­μο Μο­να­στή­ρι, ἦ­ταν πο­λύ ἀ­γω­νι­στής, πο­λύ ἀ­σκη­τι­κός, ἄν­θρω­πος τῆς προ­σευ­χῆς καί τῆς μο­να­χι­κῆς ἀ­κρι­βε­ί­ας. Δέν ἔ­χα­νε ἀ­κο­λου­θί­α. Ἔμ­παι­νε στό στα­σί­δι του,  στε­κό­ταν πάν­τα ὄρ­θιος καί δέν ἔ­βγαι­νε ἀ­πό κεῖ, ἄν δέν τε­λε­ί­ω­νε ἡ ἀ­κο­λου­θί­α.

Ἤ­θε­λε νά τη­ροῦν­ται τά τυ­πι­κά στήν ἀ­κο­λου­θί­α, καί ὅ­ταν ἔ­βλε­πε πα­ρα­βά­σεις ἐ­πε­νέ­βαι­νε καί δι­ώρ­θω­νε. Κάποτε ἕ­να νέ­ο κα­λο­γέ­ρι σέ μία ἀ­γρυ­πνί­α ἄρ­χι­σε νά ψάλ­λη τόν πο­λυ­έ­λε­ο μέ ὕ­φος καί στόμ­φο. Στόν πρῶ­το στί­χο πῆ­γε ὁ γε­ρω–Θε­ό­φι­λος καί τοῦ εἶ­πε: «Δέν σ᾿ ἀ­κο­ύ­ει οὔ­τε ὁ Θε­ός οὔ­τε οἱ ἄν­θρω­ποι. Τά δαι­μό­νια χο­ρε­ύ­ουν. Τα­πει­νά, τα­πει­νά νά ψάλ­λου­με, νά μᾶς ἀ­κο­ύ­η ὁ Θε­ός καί νά μᾶς χα­ί­ρε­ται σάν παι­διά Του».
Στό κελ­λί του γιά ἄ­σκη­ση πο­τέ δέν ἄ­να­βε φω­τιά τόν χει­μῶ­να καί πο­τέ του δέν φό­ρε­σε τσου­ρά­πια.
Νήστευε πά­ρα πο­λύ, καί οἱ Προ­ϊ­στά­με­νοι τοῦ ἔ­βα­λαν κα­νό­να νά με­τρι­ά­ση τή νη­στε­ί­α του γιά νά μήν πε­θά­νη. Δέν ἔ­τρω­γε πρίν ἀπό τήν ὥ­ρα τῆς κα­θο­ρι­σμέ­νης ἀπό αὐ­τόν τρα­πέ­ζης για­τί τό θε­ω­ροῦ­σε λα­θρο­φα­γί­α. Μάζευε τά φροῦ­τα, τά ἔ­βα­ζε στό μαν­τή­λι του καί δέν ἔ­τρω­γε οὔ­τε ἕ­να ἐ­κτός τρα­πέ­ζης. Τήν ὥ­ρα τῆς τρα­πέ­ζης ἔ­κα­νε προ­σευ­χή καί τά ἔ­τρω­γε. Δέν ἔ­φα­γε κρέ­ας πο­τέ, κα­ί­τοι ζοῦ­σε στό Ἰδι­όρ­ρυθ­μο.
Τά λί­γα χρή­μα­τα πού ἔ­δι­νε ἡ Λα­ύ­ρα σ᾿ ὅ­λους το­ύς πα­τέ­ρες, ὁ γε­ρω–Θε­ό­φι­λος δέν τά χρη­σι­μο­πο­ί­η­σε γιά τίς ἀ­νάγ­κες του, ἀλ­λά τά δι­έ­θε­σε γιά τήν ἐ­πι­σκευή τοῦ φο­ύρ­νου τῆς Μο­νῆς. Ὁ ἴ­διος ζοῦ­σε τό­σο φτω­χι­κά καί ἁ­πλά, πού δέν εἶ­χε ἀ­νάγ­κες καί ἔ­ξο­δα.
Εἶ­χε τό δι­α­κό­νη­μα τοῦ Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ καί τε­λευ­ταῖ­α τοῦ Δο­χει­ά­ρη. Στίς 15–1–35 ἐ­ξε­λέ­γη Προ­ϊ­στά­με­νος, ἀλ­λά σύν­το­μα πα­ραι­τή­θη­κε, για­τί δέν τα­ί­ρια­ζαν στόν χα­ρα­κτῆ­ρα του καί στόν ἀ­σκη­τι­κό του τρό­πο ζω­ῆς ἡ δι­ο­ί­κη­ση, ἡ ἐ­πι­κοι­νω­νί­α μέ ἐ­πι­σή­μους καί ὅ­λες οἱ μέ­ρι­μνες τοῦ Προ­ϊ­στα­μέ­νου.
Γερω–Θεόφιλος Λαυριώτης.
(Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἐπισκόπου Ροδοστόλου
 κ.κ. Χρυσοστόμου, Πόθος καί χάρις στόν Ἄθωνα).
Ὅ­ταν ἦ­ταν Δο­χει­ά­ρης, κά­ποι­α ἡ­μέ­ρα ἔ­χα­σε τά κλει­διά. Ἐ­πει­δή δέν ἔ­βλε­πε κα­λά, κά­λε­σε τόν πα­πα–Βα­σί­λη καί πῆ­γαν ὥς τόν κῆ­πο ψά­χνον­τας νά τά βροῦν, ἀλ­λά δέν τά βρῆ­καν. Εἶ­πε ὁ γε­ρω–Θε­ό­φιλος: «Ἐ­μεῖς κά­να­με τό ἀν­θρώ­πι­νο. Τώρα θά κά­νω κομποσχο­ί­νι νά τά βρῆ ὁ ἅ­γιος Μη­νᾶς». Πῆ­γε στό κελ­λί του, ἄ­να­ψε ἕ­να κε­ρί καί ἄρ­χι­σε νά προ­σε­ύ­χε­ται. Πρίν προ­λά­βη νά τε­λει­ώ­ση τό πρῶ­το κομ­πο­σχο­ί­νι, ἔ­πε­σαν τά κλει­διά μπρο­στά του.
Κάποια χρο­νιά τήν Δι­α­και­νή­σι­μο πῆ­γαν μέ τόν πα­πα–Βα­σί­λη στίς Κα­ρυ­ές νά ἐ­πι­σκε­φθοῦν δύο πα­τέ­ρες, τόν π. Ἀ­ρέ­θα καί τόν π. Κο­σμᾶ. Ἄ­νοι­ξαν οἱ πα­τέ­ρες καί δέν μί­λη­σαν κα­θό­λου. Πρῶ­τα ἔ­ψα­λαν τό Χρι­στός Ἀ­νέ­στη καί ἄλ­λα, ὕ­στε­ρα το­ύς κα­λω­σώ­ρι­σαν καί συ­νωμί­λη­σαν, ὅ­πως ἔ­κα­ναν οἱ πα­λαι­οί πα­τέ­ρες.
Τόν γε­ρω–Θε­ό­φι­λο ὅ­λοι τόν σέ­βον­ταν στήν Λαύ­ρα γιά τήν ἀ­ρε­τή του, ἐ­νῶ πολ­λοί νέ­οι πού ἦρ­θαν νά γί­νουν μο­να­χοί, τόν εἶ­χαν Γέροντά τους.
Ἦ­ταν ἀ­γα­πη­τός σέ ὅ­λους, για­τί ἦ­ταν εἰ­ρη­νι­κός καί ἐ­νά­ρε­τος. Μία φο­ρά ἄ­κου­σε δύ­ο Λαυ­ρι­ῶ­τες νά φι­λο­νι­κοῦν. Ἀ­μέ­σως πῆ­γε καί το­ύς εἶ­πε: «Καί οἱ δύο σας φταῖ­τε. Νά βά­λε­τε με­τά­νοι­α με­τα­ξύ σας καί νά συγ­χω­ρε­θῆτε». Τόν ἄ­κου­σαν, ἔ­κα­ναν ὅ­,τι το­ύς εἶ­πε καί εἰ­ρή­νευ­σαν.
Κάποτε προ­σευ­χό­με­νος ἦρ­θε σέ θε­ω­ρί­α καί εἶ­δε ἕ­να ὅ­ρα­μα. Ὕ­στε­ρα εἶ­πε στόν πα­πα–Βα­σί­λη: «Μέ αὐ­τά πού εἶ­δα τρό­μα­ξα ἀλ­λά δέν μπο­ρῶ νά τά πῶ».
Τό κα­λο­κα­ί­ρι τοῦ 1964 με­τά τίς ἑ­ορ­τές τῆς Χι­λι­ε­τη­ρί­δος δέ­χτη­κε ἡ Λα­ύ­ρα νά πλη­σι­ά­ση ἕ­να πλοῖ­ο μέ γυ­ναῖ­κες γιά νά με­τα­φέ­ρουν οἱ ἱ­ε­ρεῖς τό Τίμιο Ξύλο καί ἅ­για Λε­ί­ψα­να στό πλοῖ­ο γιά προ­σκύ­νη­ση. Ὅ­ταν τό ἔ­μα­θε ὁ γε­ρω–Θε­ό­φι­λος στε­νο­χω­ρή­θη­κε, για­τί τό θε­ω­ροῦ­σε ἀ­τα­ί­ρια­στο καί νε­ω­τε­ρι­στι­κό. Προ­σπά­θη­σε μέ ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα πρός τήν Σύναξη τῆς Μο­νῆς νά μα­ται­ω­θῆ ἡ προ­σέγ­γι­ση τοῦ πλο­ί­ου καί, ὅ­ταν δέν τό κα­τώρ­θω­σε, πα­ρα­κί­νη­σε το­ύς πα­τέ­ρες πού τόν συμ­βου­λε­ύ­ον­ταν, νά κά­νουν κομ­πο­σχο­ί­νι ὅ­λη τή νύ­χτα. Ἐ­νῶ τό πλοῖ­ο εἶ­χε ἔρ­θει, για­τί ἡ θά­λασ­σα ἦ­ταν λά­δι, καί τήν ἄλ­λη μέ­ρα θά γι­νό­ταν ἡ προ­σκύ­νη­ση τῶν ἱ­ε­ρῶν Λει­ψά­νων, τή νύ­χτα τά κομ­πο­σχο­ί­νια τοῦ γε­ρω–Θε­ό­φι­λου καί τῶν ἄλ­λων πα­τέ­ρων με­τέ­βα­λαν τόν και­ρό, ση­κώ­θη­κε τρι­κυ­μί­α καί τό πλοῖ­ο ἔ­φυ­γε γιά νά βρῆ λι­μά­νι.
Ὁ γε­ρω–Θε­ό­φι­λος ἀρ­ρώ­στη­σε καί ὁ πα­πα–Βα­σί­λης τόν πῆ­γε στό Νο­σο­κο­μεῖ­ο. Τόν πα­ρα­κα­λοῦ­σαν νά κα­τα­λύ­ση τώ­ρα πού ἦ­ταν ἄρ­ρω­στος, ἀλ­λά δέν δέ­χθη­κε λέ­γον­τας: «Τόσα χρό­νια στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος δέν φά­γα­με κρέ­ας, τώ­ρα θά φᾶ­με;». Οὔ­τε καί γι­α­ο­ύρ­τι κα­τέ­λυ­σε σέ ἡ­μέ­ρες νη­στε­ί­ας. Ὕ­στε­ρα τόν ἔ­φε­ρε πά­λι στήν Λα­ύ­ρα μέ κα­ρο­τσά­κι. Ἔ­μει­νε κα­τά­κοι­τος στό κελ­λί του καί κά­ποι­ο πρωΐ πῆ­γαν ἕ­ξι ἱ­ε­ρεῖς νά τοῦ κά­νουν Εὐ­χέ­λαι­ο. Κα­τά τό με­ση­μέ­ρι εἶ­χε ση­κω­θῆ. Πα­ρα­ξε­νε­ύ­τη­καν οἱ πα­τέ­ρες πού τό­σο γρή­γο­ρα ση­κώ­θη­κε. Ὁ γε­ρω–Θε­ό­φι­λος ἀ­πάν­τη­σε στόν πα­πα–Βα­σί­λη μέ φυ­σι­κό­τη­τα: «Για­τί τό κά­να­τε τό Εὐ­χέ­λαι­ο; Δέν τό κά­να­τε γιά νά γί­νω κα­λά; Νά ἔ­χης εὐ­λά­βεια καί πί­στη στά Μυ­στή­ρια».
Ἔ­κτο­τε ἔ­ζη­σε ἄλ­λα δέ­κα χρό­νια ὑ­γι­ής. Τό ἔ­τος 1978, τήν Με­γά­λη Δευ­τέ­ρα, γύ­ρι­σε ὅ­λα τά κελ­λιά καί ζή­τη­σε συγ­χώ­ρη­ση ἀ­πό το­ύς πα­τέ­ρες. Τήν Με­γά­λη Τρί­τη δέν κα­τέ­βη­κε στήν ἀ­κο­λου­θί­α. Τήν Με­γά­λη Τε­τάρ­τη κά­λε­σε τόν πα­πα–Βα­σί­λη, πρίν ξη­με­ρώ­ση, καί τοῦ ζή­τη­σε νά τόν κοι­νω­νή­ση, για­τί σέ δύο ὧ­ρες θά ἔφευγε. Πράγ­μα­τι τόν κοι­νώ­νη­σε καί σέ δύο ὧ­ρες εἰ­ρη­νι­κά πα­ρέ­δω­σε τήν ἁ­γι­α­σμέ­νη ψυ­χή του στόν Κύριο πού λά­τρευ­σε καί ὑ­πη­ρέ­τη­σε σέ ὅ­λη τήν ζωή του.
Ἐ­κοι­μή­θη καί ἐ­τά­φη τήν Με­γά­λη Τε­τάρ­τη, στίς 18 Ἀ­πρι­λί­ου 1978, σέ ἡ­λι­κί­α 93 ἐ­τῶν.
Τήν εὐ­χή του νά ἔ­χου­με.  Ἀ­μήν.