«Αύτη ην πλήρης αγαθών έργων και ελεημοσυνών ων εποίει» (Πρ. θ 36).
Δηλαδή: Αυτή ήταν γεμάτη από αγαθοεργίες και ελεημοσύνες. Ο λόγος για
την Ταβιθά. Ιδιαιτέρως, όπως βλέπουμε, τονίζεται η ελεημοσύνη.
- Ζήτησε ένας αδελφός από τον Όσιο Ποιμένα να του πη κάτι. Και του
λέγει:
«Οι Πατέρες έβαλαν σαν αφετηρία το πένθος». Λέγει πάλι ο αδελφός: «Πες μου κάτι άλλο». Απάντησε ο γέρων: «Όσο μπορείς, ας δουλεύης στο εργόχειρό σου, για να κάνης από το κέρδος έλεος. Γιατί είναι γραμμένο, ότι η ελεημοσύνη και η πίστη καθαρίζουν αμαρτίες». Λέγει ο αδελφός: «Τι είναι πίστη;». Απαντά ο γέρων. «Πίστη είναι το να ζη κάποιος με ταπεινοφροσύνη και να κάνη έλεος».
- Κάποιος γεωργός, γνωστός του Αγίου Σπυρίδωνος (12 Δεκ.), είχε μείνει από σιτάρι και κινδύνευε από την πείνα. Πήγε σε κάποιο πλούσιο να δανεισθή λίγο καρπό και το θέρος να του το επιστρέψη με το διάφορον (τόκο). Αλλά ο πλούσιος, χωρίς χρήματα ούτε κόκκο σίτου δεν του έδιδε. Τότε σκέφθηκε και πήγε στον Άγιο Σπυρίδωνα, ο οποίος τον παρηγόρησε και τον έστειλε στο σπίτι του. Το πρωΐ πήγε ο Άγιος μόνος του στο σπίτι κρατώντας ένα τεμάχιο χρυσού σε σχήμα φιδιού και του λέγει. «Πήγαινε, τέκνο, και βάλε το χρυσό ως ενέχυρο, για να πάρης αυτό που χρειάζεσαι».
Πήρε ο πτωχός γεωργός στα χέρια του το χρυσό φίδι, και με μεγάλη χαρά
πήγε στον πλούσιο, ο οποίος αμέσως άλλαξε και από σκληρός και άκαμπτος,
έγινε γλυκύς και φιλάνθρωπος και έδωσε στον φτωχό τόσο σιτάρι, ώστε
έφθασε και έσπειρε και εξοικονόμησε τις ανάγκες του σπιτιού του.
Όταν ήλθε η νέα εσοδεία με το θέλημα του Θεού και με τις πρεσβείες
του Αγίου, έγινε τόσο πολύ σιτάρι, ώστε έφθασε στον φτωχό να πληρώση και
το χρέος του. Τότε πήρε το χρυσό και σαν ευλαβής το επέστρεψε στον
Άγιο, ο οποίος του είπε. «Ας πάμε τέκνο μου, να το δώσουμε στον
φιλάνθρωπο Θεό, ο οποίος σε σπλαγχνίσθηκε και το εδάνεισε». Πήγαν λοιπόν
στον κήπο, έβαλαν κάτω το χρυσό και βλέποντας προς τον ουρανό είπε.
«Δέσποτα Κύριε Ιησού Χριστέ, ο πάντα ποιών και μετασκευάζων μόνω τω
βούλεσθαι, όπως τότε κατά την εποχή του Μωϋσέως μετεσχημάτισες σε όφι
την ράβδο του, αυτός και το χρυσό τούτο, όπως πιο μπροστά από όφι σε
τούτο το είδος μετέβαλες, έτσι και τώρα μετέστρεψε αυτό στην προηγούμενη
μορφή, για να δοξασθή το σον Πανάγιον Όνομα και να γνωρίση αυτός ο
άνθρωπος την κηδεμονία και φροντίδα, την οποία έχεις προς εμάς και να
βεβαιωθή δια της πράξεως, ότι είναι αληθέστατο το ρητό της Γραφής που
λέγει. «πάντα όσα ηθέλησεν ο Κύριος εποίησεν (ψαλμ. ρ, γ 11). Έτσι είπε
ο Άγιος και ω του θαύματος! αμέσως έγινε όφις ζωντανός ο άψυχος χρυσός
και μπήκε στην φωλιά του, από την οποία τον είχε πάρει ο Άγιος πιο
μπροστά και τον είχε μεταβάλει σε χρυσό. Όταν είδε αυτό το παράδοξο ο
πτωχός γεωργός τρέμοντας από θαυμασμό έπεσε στην γη και έχυνε θερμότατα
δάκρυα, νομίζοντας τον εαυτό του ανάξιο τέτοιας Χάριτος. Ο δε Άγιος τον
σήκωσε και τον ενδυνάμωσε και του είπε να μη δίδη στους ανθρώπους την
δόξα και την αίνεση, αλλά στον Παντοδύναμο Θεό.
Στον βίο του Αγίου Ιωάννου του Ελεήμονος διαβάζουμε. Ένας πολύ
πλούσιος δώρησε στον Άγιο μία πολύτιμη γούνα μεγάλης αξίας, για να την
χρησιμοποιή. Ο Άγιος την δέχθηκε με μεγάλη χαρά. Όμως όλη την νύκτα
βασάνιζε τον εαυτόν λέγοντας, πως είναι δυνατόν ο Πατριάρχης να
σκεπάζεται με τόσο πολύτιμα ρούχα και οι εν Χριστώ αδελφοί μου να
παγώνουν από το ψύχος και να μη μπορούν να έχουν ένα κουρέλι να
σκεπάζωνται και να κοιμούνται νηστικοί, όπως ο πτωχός Λάζαρος. Τι
περιμένω λοιπόν να ακούσω την ημέρα της Δευτέρας Παρουσίας; Μόλις λοιπόν
ξημέρωσε, στέλνει την γούνα στην αγορά, για να πουληθή. Όταν την είδε ο
δωρητής, την αγοράζει πάλι και την φέρνει πάλι στον Πατριάρχη.
Ο Πατριάρχης την δέχεται, αλλά αμέσως την στέλνει στην αγορά, για να
πουληθή. Επειδή αυτό έγινε πολλές φορές, ο μέγας Ιωάννης δηλώνει στον
δωρητή. Για να δούμε ποιός από τους δύο θα κουρασθή πρώτος, εγώ που την
πουλάω η συ που την αγοράζεις και την προσφέρεις; Φυσικά τα χρήματα ο
Όσιος τα έδινε στους φτωχούς.
//orthodoxostypos.gr/