Ἕνας πλούσιος κτηματίας σταμάτησε κάποια μέρα μὲ τὸ ἄλογό του μπροστὰ σ΄ ἕναν φτωχὸ παπουτσὴ τοῦ χωριοῦ καὶ τοῦ λέει:
-Βλέπεις ἐκεῖνο τὸ ἀρχοντόσπιτο ἐκεῖ κάτω; Κι΄ ἐκεῖνο τὸ περιβόλι πιὸ πέρα καὶ τὸ ἀπέραντο λιβάδι στὸ βάθος; Ὅλα εἶναι δικά μου!
-Πολύ καλά, εἶπε ὁ παπουτσής. Ὁ οὐρανὸς ποὺ εἶναι πάνω ἀπ΄ ὅλα αὐτὰ εἶναι δικός σου;
Ὁ οὐρανός... ὁ οὐρανός... ψέλλισε ὁ πλούσιος, ὄχι βέβαια, δὲν εἶναι δικός σου;
-Α! αὐτὸς εἶναι δικός μου, ἀποκρίθηκε ὁ φτωχός, καὶ δὲν βλέπω τὴν στιγμὴ ποὺ ὁ Κύριος θὰ μὲ καλέση νὰ ζῶ ἐκεῖ πάνω κοντά του, γιὰ πάντα εὐτυχισμένος.
Ὁ κτηματίας ἔφυγε καὶ ὁ παπουτσής συνέχισε τὴν δουλειά του. Τὸ βράδυ ὁ κτηματίας ὀνειρεύτηκε ὅτι πέθανε ὁ πιὸ πλούσιος τῆς περιοχῆς. Ὅταν ξύπνησε τὸ πρωΐ καὶ περνοῦσε μὲ τὸ ἄλογό του ἀπὸ τὸ συνηθισμένο του δρόμο ποὺ καθόταν ὁ φτωχὸς παπουστής, ἔμαθε ὅτι ὁ παπουτσὴς τὸ βράδυ ἐκεῖνο εἶχε πεθάνει. Ἦταν πραγματικὰ ὁ πλουσιότερος τοῦ χωριοῦ, γιατὶ ἡ πίστι του στὸν Χριστὸ τοῦ εἶχε χαρίσει τὴν εἴσοδό του στὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Εἶχε στὴν κτῆσι του τὸν οὐρανό!