Όξω πέφτει αδιάκοπα και πυκνὸ το χιόνι,
κρύα και κατασκότεινη κι αγριωπὴ η νυχτιά.
Είναι η στέγη ολόλευκη, γέρνουν άσπροι κλώνοι,
μες το τζάκι απόμερα ξεψυχά η φωτιά...
Τρέμει στα εικονίσματα το καντήλι πλάγι
και φωτάει στη σκυθρωπή, στη θαμπὴ εμορφιά.
Να η φάτνη, οι άγγελοι κι ο Χριστὸς κι οι Μάγοι
και το αστέρι ολόλαμπρο μες στη συννεφιά!
Κι οι ποιμένες, που έρχονται γύρω απὸ τη στάνη
κι η μητέρα του Χριστού στο Χριστὸ μπροστά.
Το μικρὸ το εικόνισμα όλ᾿ αυτὰ τα φτάνει,
μαζεμένα όλα μαζὶ και σφιχτὰ-σφιχτά.
Πέφτει ακόμη αδιάκοπο κι άφθονο το χιόνι,
όλα ξημερώνονται μ᾿ άσπρη φορεσιὰ
στον αγέρα αντιλαλούν τοι σημάντρου οι τόνοι,
κάτασπρη, γιορτάσιμη λάμπει η εκκλησιά...
(Τέλλος
Άγρας)