Φέτος (ενν. το 2009) συμπληρώνονται 30 χρόνια από την κοίμηση του γέρο Ενώχ και 20 από αυτήν του
γέρο Τιμόθεου, δυο αφανών και περιφρονημένων στη διάρκεια της ζωής τους
αγιορειτών, που όμως με τη ζωή, τη σιωπή και τα λίγα λόγια τους βοήθησαν
πολλούς και τώρα βοηθούν περισσότερους με τις προς Θεόν μεσιτείες και προσευχές
τους. Οι γραμμές που ακολουθούν ας είναι ένα μικρό μνημόσυνο ευγνωμοσύνης.Ο γέρο Ενώχ ήταν
ρουμάνος. Ζούσε στις Καρυές, σε δωμάτιο που του παραχωρούσαν άλλοι μοναχοί στα
κελλιά τους. Έφτιαχνε σκούπες από αγριόχορτα (μια απ' αυτές εκτέθηκε το 1997
στη Θεσσαλονίκη, στην έκθεση των αγιορειτικών κειμηλίων). Τις έδινε σε κάποια
μοναστήρια, με αντάλλαγμα λίγα τρόφιμα. Αυτά δεν τα ήθελε για τον εαυτό του
αλλά για κάποιους ασκητές που ζούσαν στο δάσος, απομονωμένοι κι άγνωστοι στους
πολλούς.
Ήταν ρακένδυτος,
γεμάτος ψύλλους. Δεχόταν με ευγνωμοσύνη ό,τι του έλεγαν ή του εδιναν. Όταν ένας
ηγούμενος τού είπε ότι οι μοναχοί της μονής τον αγαπούν, απάντησε: «Δε
βαριέσαι. Ο μοναχός είναι σαν τον σκύλο. Είτε του δώσεις ένα κομμάτι ψωμί, είτε
μια κλωτσιά, το ίδιο καλό του κάνεις».
Δεν έλεγε πολλά, αλλά
στα λίγα λόγια του διέκρινες τη σοφία του Θεού. Όπως κι άλλοι ρουμάνοι μοναχοί
που είχαν «κανόνα», αντί για την «ευχή», να απαγγέλλουν σιγοψιθυρίζοντας όλο το
Ψαλτήρι καθημερινά -κάποιοι το είχαν αποστηθίσει- συνήθιζε να το διαβάζει στη
σλαβονική μετάφραση, που επικρατούσε στη Ρουμανία μέχρι τον 19ο αιώνα. Όταν τον
ρώτησε ο ίδιος ηγούμενος: «Γιατί, στα σλαβονικά, κι όχι στα ρουμανικά; Κι αυτό
μετάφραση είναι. Στα σλαβονικά μεταφράστηκε από τα ελληνικά κι εκεί από το
εβραϊκό πρωτότυπο», απάντησε: «Μπρε, αυτός που το μετέφρασε στα σλαβονικά ήταν
άγιος. Ο ρουμάνος μεταφραστής ήταν άγιος;» Με το Άγιο Πνεύμα που είχε μέσα του,
ήταν σε θέση να διακρίνει την πνευματικότητα των μεταφραστών, αν αποδίδουν
σωστά τον ένθεο λόγο, αν καταστρέφουν ή όχι τα κεκρυμμένα για τους πολλούς
νοήματα. (Μια άλλη οπτική στο πρόβλημα της «λειτουργικής μεταρρύθμισης».)
Το 1979 άρχισε να
χάνει τις αισθήσεις του και να πέφτει κάτω στις Καρυές. Ο τότε -λόγιος και
διάσημος- πρωτεπιστάτης αποφάσισε να τον στείλει εκτός Αγίου Όρους, σε
γηροκομείο, για να μη σκανδαλίζει τους προσκυνητές, να διασφαλιστεί η
«ευπρέπεια». Τον περιμάζεψαν στη μονή Σταυρονικήτα, όπου και εκοιμήθη μετά από
λίγους μήνες. Με τους περισσότερους μοναχούς της μονής να τον περιστοιχίζουν,
ξεψύχησε ήρεμα, σαν να κοιμόταν, με το πρόσωπό του να λάμπει και να μεταγγίζει
στους γύρω την ακτινοβολία της Χάριτος.
Ο γέρο
Τιμόθεος ήταν από την Προύσα. Μιλούσε με έντονη μικρασιάτικη προφορά.
Κυκλοφορούσε ρακένδυτος, μ' ένα χοντρό παλτό και με τα λίγα μαλλιά του
κουρεμένα πολύ κοντά. Έζησε σε διάφορες καλύβες της Καψάλας. Όταν μια καλύβα
γκρεμιζόταν, αφού δεν τις συντηρούσε, πήγαινε σε άλλη. Όταν τον ρωτούσαν πώς
περνά, απαντούσε: «Εφόσον έχω φαγητό και τζάκι, είμαι πασάς. Φαΐ ζωή, νηστεία
θάνατος». Ήθελε να δίνει την εντύπωση του αμελούς και υλόφρονος.
Κατηγορούσε
τον εαυτό του συνέχεια, με μεγάλη ευρηματικότητα σε επίθετα. Συνήθως έλεγε
ανοησίες. Όμως, κάποιες φορές, όταν ένιωθε ότι το απαιτούσε η περίσταση,
απαντούσε καίρια, σε προβλήματα μοναχών και δοκίμων, χωρίς να του τα πουν και
που πολλές φορές δεν τα είχαν εκμυστηρετεί σε κανέναν. Ή κριτίκαρε
επιγραμματικά και πολύ εύστοχα, μπροστά στον ηγούμενο και παρουσία τους, τους
μοναχούς που γνώριζε ότι θα δέχονταν την κριτική του. Γι' αυτούς που ένιωθε ότι
θα πληγώσει, σιωπούσε, λέγοντας στον ηγούμενο «εσύ ξέρεις». Ή προέλεγε, με
τρόπο λίγο παιγνιώδη, τους πειρασμούς που θα συναντούσαν χρόνια μετά.
Οι
απαντήσεις του δεν ήταν ανάλογες μ' όσα του έλεγες αλλά μ' αυτό που διέκρινε
μέσα σου. Πολλές φορές αποκαλούσε τον εαυτό του χαζό. Ένας ευαίσθητος μοναχός
του είπε: «Είμαι χαζός.» Για να μην τον πληγώσει, του απάντησε: «Δεν είσαι
χαζός. Καλός είσαι». Τότε πήγαν κι άλλοι μοναχοί και του είπαν το ίδιο. Στον
έναν απάντησε: «Χαζός είσαι και φαίνεσαι». Στον άλλο: «Αυτά που δεν πιστεύεις,
να μην τα λες», κοκ.
Ένας
μοναχός εξομολογήθηκε:
«Όταν ήμουν
δόκιμος, πήγαινα με τα πόδια στις Καρυές, για να ταξιδέψω προς την πατρίδα μου,
με αφορμή ένα μικροπρόβλημα της υγείας μου. Ο γέρο Τιμόθεος με συνάντησε στον
δρόμο, με ρώτησε πού πάω και, μετά την απάντησή μου, μου λέει: «Πόσον καιρό
έχεις στο Όρος;» «Εννιά μήνες». «Ε, λοιπόν, θα χάσεις εννιά μήνες». Όταν, μετά
από μια βδομάδα, επέστρεψα στο Άγιο Όρος, η καρδιά μου ήταν στεγνή όπως πριν
από εννιά μήνες.
Άρχισε να
έρχεται πιο συχνά στο μοναστήρι όταν είχα έναν περίπου χρόνο μοναχός. Σχεδόν
αμέσως μου κριτίκαρε δυο από τους παλαιότερους πατέρες, αυτούς με τους οποίους
είχα τις στενότερες σχέσεις, χωρίς να του αναφέρω τίποτα, μνημονεύοντας μάλιστα
και την καταγωγή της μητέρας του ενός -ζήτημα αν είχε ανταλλάξει δυο κουβέντες
μαζί του. Για τον έναν, οι κρίσεις του ήταν τελείως αρνητικές. Για τον άλλο,
και θετικές και αρνητικές. Απόρησα, διότι μέχρι τότε τα έβλεπα όλα καλά σ'
αυτούς. Όταν, τα επόμενα χρόνια, αντιμετώπισα πολλές δυσκολίες και πειρασμούς
απ' αυτούς, θυμήθηκα τον γέρο Τιμόθεο.
Κάποτε
ήμουν επι της υποδοχής των προσκυνητών. Ήλθε ένας εύελπις, που είχε περάσει από
τον γέρο Παΐσιο και δεν «αναπαύθηκε» με τις συμβουλές του. Με ρώτησε αν υπάρχει
κάποιος έμπειρος γέροντας, να τον συμβουλευτεί. Τον έστειλα στον π. Τιμόθεο,
δαγκώθηκα όμως μέσα μου, γιατί ήξερα ότι δεν ήθελε να τον διαφημίζουμε. Ο
εύελπις ούτε απ' αυτόν ικανοποιήθηκε. Μετά από λίγο έρχεται ο γέρο Τιμόθεος και
με ρωτά: «Τι μέρα είναι;» «Πέμπτη.» «Πέμπτη! Κι εγώ νόμιζα πως είναι Δευτέρα.
Τίποτα δεν ξέρω. Ούτε τι μέρα είναι.» Το θεώρησα διακριτική και έμμεση μομφή
για μένα και δεν του έστειλα κανένα στο εξής».
Ο γέρο
Τιμόθεος κοιμήθηκε στη μονή Σταυρονικήτα το 1989, όπου έζησε τα τριάμιση
τελευταία χρόνια της ζωής του.
*Ευχαριστούμε
τον Τhiv για την συγγραφή και παραχώρηση του κειμένου στο blog μας.
http://plibyos.blogspot.com/2009/06/blog-post_08.htmhttps://athgerontes.blogspot.com/2018/11/1900-1989.html