Ένα πρωί, γύρω στις 8:30 πμ, ήρθε ένας 80άχρονος ηλικιωμένος κύριος.
Ήθελε να κόψει τα ράμματα στο δάχτυλό του και βιαζόταν γιατί είχε ένα
άλλο ραντεβού στις 9 πμ.
Τον έβαλα να καθίσει γιατί θα περνούσε τουλάχιστον μια ώρα πριν τον
δει κάποιος. Τον έβλεπα που κοιτούσε το ρολόι του συνεχώς και αποφάσισα
να ρίξω εγώ μια ματιά στην πληγή του αφού είχα χρόνο.
Αφού είδα ότι είχε θεραπευτεί η πληγή καλά, μίλησα με τους γιατρούς,
πήρα τα απαραίτητα για να του κάνω την αλλαγή και να του δέσω πάλι το
τραύμα.
Τον ρώτησα αν είχε άλλο ραντεβού σε γιατρό το πρωί γιατί φαινόταν
πολύ βιαστικός. Ο ηλικιωμένος απάντησε ότι δεν είχε, αλλά έπρεπε να πάει
στο γηροκομείο για να φάει πρωινό με την γυναίκα του.
Τότε ρώτησα για την υγεία της. Μου είπε ότι είχε λίγο καιρό εκεί και ότι έπασχε από Alzheimer.
Καθώς τελείωνα με το τραύμα του, τον ρώτησα αν η γυναίκα του θα
ανησυχούσε για αυτόν αν αργούσε. Ο κύριος απάντησε ότι δεν θα ανησυχούσε
και ότι αυτή δεν τον γνωρίζει ποιος είναι εδώ και 5 χρόνια.
‘ Και συνεχίζετε να πηγαίνετε κάθε πρωί ενώ ξέρετε πως δεν σας
γνωρίζει;’ ρώτησα με έκπληξη. ‘Αυτή δεν ξέρει ποιος είμαι αλλά εγώ ξέρω
ποια είναι αυτή.’ είπε χαμογελώντας.
Δεν μπορούσα να κρατήσω τα δάκρυα μου καθώς έφευγε. Είχα ανατριχιάσει. Σκέφτηκα, ‘Να τι είδους αγάπη θέλω στην ζωή μου.’