Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2018

Ελληνική φιλοσοφία και Πατέρες της Εκκλησίας, κατά τον π. Ιωάννη Ρωμανίδη


Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
Ὁμιλία τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου σέ Διεπιστημονικό Συνέδριο στήν Φιλοσοφική Σχολή Ἀθηνῶν πού διοργάνωσε ἡ Διεθνής Ἐπιστημονική Ἑταιρεία Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Φιλοσοφίας καί ἡ Ἕνωση Ἑλλήνων Φυσικῶν.
Εὐχαριστῶ γιά τήν πρόσκληση νά παραστῶ καί νά ὁμιλήσω στό παρόν Συνέδριο ἀνακοινώνοντας τό θέμα: «Ἑλληνική φιλοσοφία καί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας».

Ἐπειδή τό θέμα αὐτό εἶναι πολυσύνθετο καί πολυεπίπεδο καί ὁ χρόνος τῆς ἀνακοινώσεως εἶναι στενώτατος, γι’ αὐτό θά τό περιορίσω. Μέσα σέ αὐτήν τήν προοπτική θά κάνω μερικές ἀπαραίτητες διευκρινήσεις.
Εἰσαγωγικές διεκρινήσεις
Ἡ πρώτη διευκρίνηση εἶναι ὅτι θά γίνη ἀναφορά στούς Πατέρες πού ἔζησαν κατά τήν πρώτη περίοδο τῆς Χριστιανικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, αὐτῆς πού ὀνομάσθηκε Βυζάντιο μετά τήν πτώση τῆς Κωνσταντινουπόλεως, δηλαδή τήν περίοδο ἐκείνη πού συναντῶνταν δύο μεγάλα θεολογικά καί πολιτιστικά ρεύματα, ἤτοι ἡ ἰουδαϊκή-χριστιανική παράδοση καί ἡ ἑλληνική σκέψη καί ὁπωσδήποτε ἔκανε μεγάλη ἐντύπωση. Ἔτσι, ἔγινε μιά θαυμαστή σύνθεση μέ τήν ἔννοια ὅτι ἄλλο εἶναι τά ἄκτιστα ρήματα τῆς ἀποκαλυπτικῆς ἐμπειρίας καί ἄλλο εἶναι τά κτιστά ρήματα, νοήματα καί εἰκονίσματα πού εἶναι τῆς διατυπώσεως τῆς ἐμπειρίας, ὅπως ἔλεγε ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης.
Ἡ δεύτερη διευκρίνηση εἶναι ὅτι ἡ συνάντηση τοῦ Χριστιανισμοῦ μέ τήν ἑλληνική φιλοσοφία ἔγινε πρῶτα ἀπό μερικούς ἀνατολικούς φιλοσοφικούς θεολόγους, ὅπως τόν Παῦλο Σαμοσατέα, τόν Λουκιανό, τόν Ἄρειο καί ἄλλους μεταγενέστερους, οἱ ὁποῖοι συζητοῦσαν μέ τούς Ἀριστοτελικούς φιλοσόφους πάνω σέ ὀντολογικά καί κοσμολογικά θέματα, ἐκφράζοντας ἔτσι τόν λεγόμενον ἀπό τόν Χάρνακ «ἐξελληνισμένο Χριστιανισμό», μέ ἀποτέλεσμα νά περιπέσουν σέ θεολογικές πλάνες. Ἀντίθετα, οἱ Πατέρες τοῦ 4ου αἰῶνος, γνωρίζοντας τήν φιλοσοφία τῆς ἐποχῆς τους, κυρίως τήν Πλατωνική, τήν Ἀριστοτελική καί τήν Νεοπλατωνική, γιά νά ἀπαντήσουν στούς φιλοσοφοῦντας Χριστιανούς θεολόγους, προσέλαβαν τήν φιλοσοφική ὁρολογία ὡς ἔνδυμα, τήν ὁποία ἀποφόρτισαν ἀπό τό νόημα πού εἶχε καί ἔδωσαν σέ αὐτήν ἄλλο νόημα, μέ ἀποτέλεσμα νά ἀπαρτισθῆ αὐτό πού χαρακτηρίζεται ἀπό τόν π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ «ἐκχριστιανισμένος ἑλληνισμός». Μέσα ἀπό αὐτήν τήν προοπτική πρέπει νά δοῦμε τήν λεγομένη συνάντηση Χριστιανισμοῦ καί Ἑλληνισμοῦ, θεολογίας καί φιλοσοφίας.
Καί ἡ τρίτη διευκρίνηση εἶναι ὅτι ἐπειδή τό θέμα πού θά σᾶς ἀνακοινώσω εἶναι μεγάλο, προκειμένου νά τό τιθασεύσω ὥστε νά γίνη μιά σύντομη ἀνακοίνωση, θά περιορίσω τόν λόγο στήν παρουσίαση τῶν βασικῶν θέσεων τῆς διδασκαλίας τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη, πού προέρχονται κυρίως ἀπό προφορικές ὁμιλίες του στόν Πανεπιστημιακό χῶρο, ἰδιαιτέρως σέ μάθημα πρός τούς φοιτητές καί μεταπτυχιακούς. Αὐτό σημαίνει ὅτι τό ὑλικό πού θά παρουσιασθῆ ἐδῶ εἶναι κατά βάση ἀνέκδοτο καί πρωτότυπο. Ἔτσι, θά καλυφθῆ ἡ ἔννοια τῆς ἀνακοίνωσης.
Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἦταν πρωτίστως πρωτότυπος ἐρευνητής. Μεγάλωσε στήν Ἀμερική καί σπούδασε στήν Θεολογική Σχολή τοῦ Τιμίου Σταυροῦ Βοστώνης, ἔπειτα στό Πανεπιστήμιο τοῦ Γέϊλ, στό Ρωσικό Ἰνστιτοῦτο τοῦ Ἁγίου Βλαδιμήρου στήν Νέα Ὑόρκη, ἕνα διάστημα παρακολούθησε μαθήματα καί στό Πανεπιστήμιο Κολούμπια τῆς Νέας Ὑόρκης, στήν συνέχεια ἐργάσθηκε ἐρευνητικά στό Ρωσικό Ἰνστιτοῦτο τοῦ Ἁγίου Σεργίου στό Παρίσι, ὅπου ἐκπόνησε τίς πρῶτες σημαντικές προδιδακτορικές μελέτες του, στό Μόναχο, στήν Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, ὅπου κατέθεσε πρωτότυπη διδακτορική διατριβή, ἡ ὁποία προκάλεσε θεολογικές ἀναταράξεις στό ὅλο κλῖμα τῆς θεολογίας στήν Ἑλλάδα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, στό Πανεπιστήμιο τοῦ Χάρβαρντ, ὅπου ἐκπόνησε σημαντικές μεταδιδακτορικές ἐργασίες, κάτω ἀπό τήν ἐπίβλεψη τοῦ διάσημου Καθηγητοῦ τοῦ Χάρβαρντ π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ. Μετέπειτα ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἐξελέγη Καθηγητής στήν Θεολογική Σχολή τοῦ Τιμίου Σταυροῦ Βοστώνης καί Καθηγητής στήν Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης, δίδαξε δέ καί στήν Μπελεμέντειο Θεολογική Σχολή στό Βόρειο Λίβανο.
Ἐπειδή ἀσχολήθηκα πολύ μέ τό πρόσωπό του καί τό ἔργο του, γι’ αὐτό ἐπισημαίνω ἰδιαίτερα τό ἐρευνητικό του χάρισμα.
Στίς προδιδακτορικές του μελέτες ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἀσχολήθηκε ἰδιαίτερα μέ τήν διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καί μέ τήν διδασκαλία τῶν Ἀποστολικῶν Πατέρων, οἱ ὁποῖοι ὡς διάδοχοι τῶν Ἀποστόλων μετέφεραν τήν Χριστιανική διδασκαλία στόν ἐθνικό κόσμο, ὅπου ἐπικρατοῦσε ἡ ἑλληνική σκέψη. Στήν διδακτορική του διατριβή μελετώντας τό προπα-τορικό ἁμάρτημα ἀντιμετώπισε ἰδιαιτέρως τήν διαφορά μεταξύ τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας καί τῶν Ἀποστολικῶν Πατέρων, κατά τούς τρεῖς πρώτους αἰῶνες τοῦ Χριστιανισμοῦ. Στίς μετέπειτα μεταδιδακτορικές μελέτες του ἀφιερώθηκε κυρίως στήν μελέτη τῆς σκέψεως τῶν Ἀπολογητῶν Πατέρων καί τήν ἐπίδραση τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας σέ αὐτούς, ὅπως καί τίς διαφορετικές προϋποθέσεις μεταξύ τους. Ἔτσι, οἱ μελέτες του πάνω στόν ἅγιο Ἰουστῖνο τόν Μάρτυρα καί φιλόσοφο, ἡ κριτική πού ἀσκεῖ στίς ἀπόψεις τοῦ Wolfson σέ σχέση μέ τήν διδασκαλία τοῦ Φίλωνος τοῦ Ἰουδαίου καί τῶν Πατέρων, ἡ ἀνάλυση τῶν ἀπόψεων τοῦ Θεοδώρου Μομψουεστίας, παρουσιάζουν τόν τρόπο σκέψεως τῶν πρώτων φιλοσοφούντων θεολόγων πάνω σέ Χριστολογικά θέματα. Ἀλλά καί ἡ μελέτη του γιά τήν σύγκρουση πού ἔγινε τόν 14ο αἰώνα μεταξύ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τοῦ Βαρλαάμ, ὁ ὁποῖος ἐκφραζόταν μέ τίς ἀπόψεις τοῦ νεοπλατωνικοῦ Αὐγουστίνου Ἐπισκόπου Ἱππῶνος, τόν κατέστησαν σοβαρό μελετητή καί γνώστη τῆς σχέσεως καί τῆς διαφορᾶς μεταξύ τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας καί τῆς διδασκαλίας τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τόν 14ο αἰώνα καί μετέπειτα.
Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἔκανε σημαντική καί πρωτότυπη ἔρευνα στίς πηγές κατά τόν 3ο καί 4ο αἰώνα καί ἀπέκτησε καθαρή καί βασική σκέψη πάνω στήν συνάντηση μεταξύ τῆς ἑλληνικῆς σκέψεως, τῆς ἰουδαϊκῆς παραδόσεως καί χριστιανικῆς ἀποκαλυπτικῆς ἐμπειρίας. Δέν ἀντέγραφε ἄλλους μελετητές, οὔτε ἔκανε ἐπιπόλαιες σκέψεις πάνω στά θέματα αὐτά οὔτε μετέφερε ἐρευνητικές ἐργασίες ἄλλων, ἀλλά ὅ,τι δίδασκε ἦταν προϊόν δικῆς του σοβαρῆς καί ἐξαντλητικῆς ἔρευνας. Ἔτσι, μπορεῖ νά προστεθῆ ὅτι τά ὅσα δίδασκε ἦταν πρωτότυπες κριτικές ἀπόψεις προερχόμενες ἀπό ἐξαντλητικές ἔρευνες στίς πηγές. Μέ αὐτές τίς σκέψεις στήν συνέχεια θά ἐκτεθοῦν τά συμπεράσματα τῶν προσωπικῶν του ἐρευνῶν στό θέμα πού μᾶς ἀπασχολεῖ.
Στήν συνέχεια θά τονισθοῦν τρία σημεῖα τῆς διδασκαλίας τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη γιά τήν διαφορά μεταξύ τῆς διδασκαλίας τῶν ἁγίων Πατέρων καί τῆς κλασσικῆς φιλοσοφίας.
1. Φιλοσοφία καί θεολογία
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τοῦ 4ου αἰῶνος εἶχαν σπουδάσει τήν φιλοσοφία καί τήν γνώριζαν, ἀλλά δέν ἦταν φιλόσοφοι, οὔτε ἀνέπτυξαν ἕνα ἰδιαίτερο φιλοσοφικό σύστημα. Ἄλλωστε, σέ ὅλη τήν περίοδο τῆς Χριστιανικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας (Βυζάντιο) διδασκόταν ἡ φιλοσοφία, ἀλλά ἔκαναν διάκριση ὅτι ἄλλο εἶναι ἡ φιλοσοφία καί ἄλλο εἶναι ἡ θεολογία, ἀφοῦ διακρίνονταν ἀπό τήν διαφορετική μεθοδολογία τους. Οἱ Ρωμηοί δέν εἶχαν πέσει στόν μεγάλο πειρασμό τῆς δυτικῆς σχολαστικῆς θεολογίας, πού ταύτιζαν τήν φιλοσοφία μέ τήν θεολογία. Μάλιστα, ὅταν οἱ αἱρετικοί τοῦ 3ου καί 4ου αἰῶνος συνέδεαν τήν φιλοσοφία μέ τήν θεολογία, τότε οἱ Πατέρες ἦταν ἐπικριτικοί καί πρός τούς φιλοσοφοῦντας θεολόγους καί πρός τήν ἴδια τήν φιλοσοφία.
Ἀκόμη καί τόν 14ο αἰώνα ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς γνώριζε τήν ἀριστοτελική φιλοσοφία, χρησιμοποιοῦσε μερικές φορές τούς ὅρους της, ἀλλά διαφωνοῦσε στίς βασικές φιλοσοφικές ἀρχές. Γράφει κάπου: «Κἄν ἐξετάσῃς ἴδοις ἄν πάσας ἤ τάς πλείστας τῶν δεινῶν αἱρέσεων ἐντεῦθεν λαβούσας τάς ἀρχάς».
2. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἀντιμεταφυσικοί
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἄν καί ἐγνώριζαν τήν ἑλληνική φιλοσοφία, ἐν τούτοις δέν ἀποδέχονται τήν μεταφυσική τῆς φιλοσοφίας.
Θά ἀναφερθοῦν μερικά παραδείγματα, πού στηρίζουν αὐτήν τήν θέση.
Πρῶτον. Βασική ἀρχή τῆς μεταφυσικῆς εἶναι ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀντικείμενο τοῦ στοχασμοῦ. Ὁ φιλόσοφος Πλάτων ἰσχυριζόταν τό «Θεόν νοῆσαι μέν χαλεπόν, φράσαι δέ ἀδύνατον», δηλαδή εἶναι δύσκολο νά στοχαστοῦμε τόν Θεό, ἀλλά ἀδύνατον νά τόν ἐκφράσουμε. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ Πλάτων δέν ἀπέκλειε τόν στοχασμό γιά τόν Θεό, ἀφοῦ αὐτός ὁ ἴδιος δημιούργησε τήν θεωρία τῶν ἰδεῶν, ἀλλά ἔλεγε ὅτι εἶναι δύσκολο αὐτό τό ἔργο γιά τόν καθένα.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος στόν δεύτερο θεολογικό του λόγο, ἀφοῦ μνημονεύει αὐτήν τήν ἀρχή τοῦ Πλάτωνος, στήν συνέχεια ἀντιστρέφει τόν λόγο του. Γράφει ὅτι ὁ Πλάτων μέ τήν φράση «Θεόν νοῆσαι μέν χαλεπόν, φράσαι δέ ἀδύνατον» ἤθελε νά πῆ ὅτι μπορεῖ κανείς νά στοχαστῆ ἄν καί εἶναι δύσκολο, ἀλλά εἶναι ἀδύνατο νά τό ἐκφράση. Ὅμως, στήν χριστιανική θεολογία ἰσχύει ἀκριβῶς τό ἀντίθετο, ὅτι εἶναι ἀδύνατον νά ὁμιλήση κανείς γιά τόν Θεό, ἀλλά εἶναι ἀδυνατότερο νά στοχασθῆ γι' Αὐτόν.
Ὁπότε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἀντιστρέφει τό ρητό τοῦ Πλάτωνος «Θεόν νοῆσαι μέν χαλεπόν, φράσαι δέ ἀδύνατον» καί λέγει ὅτι τόν Θεόν «φράσαι μέν ἀδύνατον, νοῆσαι δέ ἀδυνατώτερον».
Στήν συνέχεια ἐξηγεῖ ὅτι αὐτό πού νοεῖται (ὁ Θεός) ἴσως ὁ λόγος θά μποροῦσε νά τό δηλώση, ἔστω καί μή μετρίως, ἀλλά ἀμυδρῶς, σέ ἐκεῖνο στόν ὁποῖο δέν ἔχουν καταστραφῆ τά αὐτιά του καί δέν εἶναι νωθρός στήν διάνοια. Ἀλλά τό νά περιλάβη κανείς ἕνα τέτοιο πράγμα στήν διάνοια εἶναι παντελῶς ἀδύνατο καί ἀκατόρθωτο ὄχι μόνον στούς ἀποβλακωμένους καί ὑλόφρονες, ἀλλά καί στούς πιό ὑψηλούς στήν σκέψη καί στούς φιλοθέους. Καθώς ἐπίσης εἶναι παντελῶς ἀδύνατο καί ἀκατόρθωτο καί σέ κάθε κτιστή φύση καί σέ ἐκείνους στούς ὁποίους ὁ ζόφος - τό σκοτάδι παρεμποδίζει στό παχύ αὐτό σαρκίο στήν κατανόηση τῆς ἀλήθειας.
Ἑπομένως, ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου ὅτι τόν Θεόν «φράσαι μέν ἀδύνατον, νοῆσαι δέ ἀδυνατώτερον» ἀνατρέπει τήν φιλοσοφία τοῦ Πλάτωνος πού ἐκφράζεται στήν φράση «Θεόν νοῆσαι μέν χαλεπόν, φράσαι δέ ἀδύνατον», καί ἔτσι καταρρίπτεται ἡ μεταφυσική πού προσπαθεῖ μέ τόν στοχασμό καί τήν φαντασία νά ἐννοήση τόν Θεό.
Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης θεωρεῖ ὅτι αὐτό τό χωρίο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου εἶναι βασικότατο καί δείχνει ὅτι ἡ ὀρθόδοξη θεολογία δέν εἶναι μεταφυσική, γι’ αὐτό ἔλεγε ὅτι ὁ θεόπτης ὅταν φθάση στήν θέωση βλέπει καί ἀκούει ἄκτιστα ρήματα, καί στήν συνέχεια καταγράφει ὅσον εἶναι δυνατόν αὐτήν τήν ἄκτιστη ἐμπειρία μέ κτιστά ρήματα ("φράσαι") καί κτιστά νοήματα ("νοῆσαι") τί εἶναι ὁ Θεός.
Ἔτσι, τό χωρίο αὐτό τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, μέ τό ὁποῖο διορθώνεται ὁ Πλάτων, δείχνει ὅτι ἡ Θεολογία δέν εἶναι μεταφυσική.
Δεύτερον. Ἄλλη βασική ἀρχή τῆς μεταφυσικῆς εἶναι ὅτι ὅλα τά περί Θεοῦ ἐρευνῶνται μέ τήν λογική, πού εἶναι τό εὐγενέστερο στοιχεῖο τῆς ψυχῆς ἡ ὁποία εἶναι ἐκ φύσεως ἀθάνατη, ἀνῆκε στόν ἀγέννητο κόσμο τῶν ἰδεῶν, κατά τόν Πλάτωνα.
Κατά τόν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη «οἱ Πατέρες δέν δέχονται τούς κανόνες τῆς λογικῆς, ὅταν ἀσχολοῦνται μέ τά θεολογικά θέματα. Γιατί; Διότι οἱ κανόνες τῆς λογικῆς ἰσχύουν μόνον, ὅσο ἰσχύουν, γιά τά κτίσματα. Γιά τόν Θεό δέν ἰσχύουν οἱ κανόνες τῆς λογικῆς ἤ τῆς φιλοσοφίας.
Κανένα φιλοσοφικό σύστημα δέν μπορεῖ νά ἐφαρμοστῆ στόν Θεό. Καί ὅσοι νομίζουν ὅτι διά τῆς καθαρᾶς μαθηματικῆς μποροῦν νά βαδίζουν πρός τόν Θεό, γιά τούς Πατέρες εἶναι ἀφελέστατοι. Γιατί; Διότι ἁπλούστατα μεταξύ ἀκτίστου καί κτιστοῦ δέν ὑπάρχει καμμία ὁμοιότητα. Αὐτά πού φαινομενικά ἰσχύουν γιά τά κτιστά, δέν ἰσχύουν γιά τά ἄκτιστα. Διότι δέν ὑπάρχουν κανόνες τῶν κτισμάτων πού ἐφαρμόζονται στό ἄκτιστο. Καί αὐτή εἶναι ἡ κατάσταση».
Ἔτσι ἡ ψυχή δέν εἶναι ἐκ φύσεως ἀθάνατη, δέν ἀνῆκε στόν ἀγέννητο κόσμο τῶν ἰδεῶν, ἀλλά εἶναι κτιστή καί κατά χάρη ἀθάνατη. Γι' αὐτό δέν κάνουμε διάκριση μεταξύ φύσει ἀθανάτου ψυχῆς καί φύσει θνητοῦ σώματος. Ἐπίσης δέν κάνουμε διάκριση μεταξύ ποιητικῆς καί παθητικῆς ψυχῆς, ὅπως ἔκανε ὁ Ἀριστοτέλης.
Τρίτον. Βασική ἀρχή τῆς γνώσεως στόν Ἀριστοτέλη εἶναι ὁ νόμος τῶν ἀντιθέσεων, πού σημαίνει ὅτι «δέν μποροῦμε νά ἀποδώσουμε σέ αὐτό τό ἴδιο πράγμα ἀντιθέσεις. Δέν μπορεῖ νά εἶναι συγχρόνως ἄσπρο καί μαῦρο, δέν μπορεῖ νά εἶναι συγχρόνως μεγάλο καί μικρό, δέν μπορεῖ νά εἶναι συγχρόνως λογικό καί παράλογο, δέν μπορεῖ νά εἶναι συγχρόνως ὑπαρκτό καί ἀνύπαρκτο». Αὐτός ὁ νόμος τῶν ἀντιθέσεων «εἶναι τό θεμέλιο τοῦ λογικοῦ συστήματος τοῦ Ἀριστοτέλη».
Κατά τούς Πατέρας, ὅμως, ὁ Θεός εἶναι ὄν καί μή ὄν, εἶναι γνωστός καί ἄγνωστος, καταληπτός καί ἀκατάληπτος, μεθεκτός καί ἀμέθεκτος, ὁρατός καί ἀόρατος, ἔχει οὐσία, ἡ ὁποία εἶναι ὑπερούσια. Καί αὐτό συμβαίνει γιατί οἱ θεούμενοι βλέπουν τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καί ὄχι τήν οὐσία Του, ὁπότε βλέπουν ἀοράτως, μετέχουν ἀμεθέκτως, ἀκοῦνε τήν φωνή τοῦ Θεοῦ ἀνηκούστως κλπ.
Τέταρτον. Ἄλλη βασική ἀρχή τῆς γνώσεως τοῦ Ἀριστοτέλη εἶναι ὁ νόμος μεταξύ διαφορᾶς καί ὁμοιότητας. Παρατηρώντας τήν διαφορά καί τήν ὁμοιότητα μεταξύ δύο πραγμάτων, γίνεται ἡ περιγραφή καί παράγεται ἡ γνώση. Ὅμως, ὅταν φθάση κανείς στήν θέωση καί δῆ τόν Θεό «κάνει τήν διαφοροποίηση, ἀλλά δέν μπορεῖ νά κάνη τήν ὁμοιότητα». Δηλαδή, στήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως «ὑπάρχει διαφοροποίηση», ἀλλά «δέν ὑπάρχει ὁμοιότητα».
Πέμπτον. Βασική ἀρχή τῆς μεταφυσικῆς τοῦ Πλάτωνος εἶναι ὅτι ὅλα τά ὄντα εἶναι ἀντίγραφα τῶν ἀρχετύπων πού εἶναι ἀμετάβλητα. Αὐτό ὅμως δέν ἰσχύει γιά τούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, γιατί ὁ κόσμος δέν εἶναι ἀντίγραφο τοῦ κόσμου τῶν ἰδεῶν, εἶναι θετικό δημιούργημα τοῦ Θεοῦ καί ὄχι ἀντιγραφή κάποιων ἀρχετύπων.
Πάντως, ἡ Ἐκκλησία ἔχει δική της γνωσιολογία, δηλαδή δικό της τρόπο καί δική της μέθοδο γνώσεως τοῦ Θεοῦ, πού δέν ἔχει σχέση μέ τήν μεταφυσική.
Στήν συνέχεια θά καταγραφοῦν οἱ ἀπόψεις μερικῶν καί σημαντικῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας γιά τό θέμα τῆς φιλοσοφίας.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος στόν πρῶτο θεολογικό του λόγο, ἀφοῦ προσδιορίζει ὅτι τό θεολογεῖν δέν εἶναι τοῦ καθενός, ἀλλά «τῶν ἐξητασμένων καί διαβεβηκότων ἐν θεωρίᾳ καί πρό τούτων καί ψυχήν καί σῶμα κεκαθαρμένων ἤ καθαιρομένων τό μετριώτατον», στήν συνέχεια ζητᾶ ἀπό τούς ἀκροατές του νά ἀποβάλουν τίς ἀπόψεις τῶν φιλοσόφων γιά τόν Θεό. Γράφει: «Βάλλε μοι Πυθαγόρου τήν σιωπήν καί τούς κυάμους τούς ὀρφικούς καί τήν περί τό Αὐτός ἔφα καινοτέραν ἀλαζονείαν. βάλλε μοι Πλάτωνος τάς ἰδέας, καί τάς μετενσωματώσεις καί περιόδους τῶν ἡμετέρων ψυχῶν, καί τάς ἀναμνήσεις, καί τούς οὐ καλούς διά τῶν καλῶν σωμάτων ἐπί ψυχήν ἔρωτας· Ἐπικούρου τήν ἀθεΐαν καί τάς ἀτόμους καί τήν ἀφιλόσοφον ἡδονήν· Ἀριστοτέλους τήν μικρολόγον πρόνοιαν καί τό ἔντεχνον καί τούς θνητούς περί ψυχῆς λόγους καί τό ἀνθρωπικόν τῶν δογμάτων· τῆς Στοᾶς τήν ὀφρῦν, τῶν Κυνῶν τό λίχνον τε καί ἀγοραῖον. βάλλε μοι τό κενόν, τό πλῆρες τῶν ληρημάτων, ὅσα περί θεῶν ἤ θυσιῶν, περί εἰδώλων, περί δαιμόνων ἀγαθῶν τε καί κακοποιῶν, ὅσα περί μαντείας, θεαγωγίας, ψυχαγωγίας, ἄστρων δυνάμεως, τερατεύονται».
Ἡ ἀναφορά αὐτή εἶναι σημαντική, γιατί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἀρνεῖται ὁλόκληρη τήν ἀρχαία εἰδωλολατρεία, τόν μυστικισμό, τήν ἡδονοκρατία, τόν εὐδαιμονισμό καί γενικά τήν κλασσική μεταφυσική τοῦ Πλάτωνος, τοῦ Ἀριστοτέλους καί τῶν Νεοπλατωνικῶν φιλοσόφων.
Ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ ὁποῖος σπούδασε τήν ἀρχαία ἑλληνική σοφία καί φιλοσοφία στήν Ἀθήνα, σέ κείμενό του ἀναφέρεται σέ αὐτήν. Γράφει: «Πονηρά δέ σχολή ἡ τῶν Ἀθηναίων, οἷς "εἰς οὐδέν ἄλλο εὐκαίρουν, ἤ λέγειν τι καί ἀκούειν καινότερον"· ἥν καί νῦν τινες μιμοῦνται τῇ τοῦ βίου σχολῇ πρός τήν ἀεί τινος καινοτέρου δόγματος εὕρεσιν ἀποχρώμενοι. Ἡ τοιαύτη σχολή φίλη ἐστίν ἀκαθάρτοις καί πονηροῖς πνεύμασιν». Ὁ ἴδιος σέ ἐπιστολή πού ἀπέστειλε στόν Εὐστάθιο τόν Σεβαστηνό ἀναφέρεται στά χρόνια πού ἐδαπάνησε στήν ματαιότητα καί ὅπως γράφει: «πᾶσαν σχεδόν τήν ἐμαυτοῦ νεότητα ἐναφανίσας τῇ ματαιοπονίᾳ, ἥν εἶχον προσδιατρίβων τῇ ἀναλήψει τῶν μαθημάτων τῆς παρά τοῦ Θεοῦ μωρανθείσης σοφίας». Ἔπειτα, «ὥσπερ ἐξ ὕπνου βαθέος διαναστάς», «ἀπέβλεψα μέν πρός τό θαυμαστόν φῶς τῆς ἀληθείας τοῦ Εὐαγγελίου, κατεῖδον δέ τό ἄχρηστον τῆς σοφίας τῶν ἀρχόντων τοῦ αἰῶνος τούτου τῶν καταργουμένων, πολλά τήν ἐλεεινήν μου ζωήν ἀποκλαύσας ηὐχόμην δοθῆναι μοι χειραγωγίαν πρός τήν εἰσαγωγήν τῶν δογμάτων τῆς εὐσεβείας». Στήν συνέχεια, ὅπως γράφει, περιῆλθε τήν Ἀλεξάνδρεια, τήν Αἴγυπτο, τήν Παλαιστίνη, τήν Συρία, τήν Μεσοποταμία ὅπου συνήντησε ἀσκητές πού ζοῦσαν τήν κατά Θεόν φιλοσοφία, ἤτοι τήν πραγματική θεολογία».
Εἶναι σημαντικά τά ὅσα γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, πού θεωρεῖται ὡς ὁ φιλοσοφικότερος τῶν Πατέρων, γιά τήν ἑλληνική φιλοσοφία: «Ἄγονος γάρ ὡς ἀληθῶς ἡ ἔξωθεν παίδευσις, ἀεί ὠδίνουσα καί μηδέποτε ζωογονοῦσα τῷ τόκῳ. Τίνα γάρ ἔδειξε καρπόν τῶν μακρῶν ὠδίνων ἡ φιλοσοφία, ἤ τίνα τοσούτων τε καί τοιούτων ἄξιον πόνων; Οὐ πάντες ὑπηνέμιοί τε καί ἀτελεσφόρητοι πρίν εἰς τό φῶς ἐλθεῖν τῆς θεογνωσίας ἀμβλίσκονται, δυνάμενοι ἴσως γενέσθαι ἄνθρωποι, εἰ μή διόλου τοῖς κόλποις τῆς ἀγόνου σοφίας ἐνεκαλύπτοντο;».
Στήν ἴδια προοπτική κινεῖται καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὅταν γράφη: «Κατά τοῦτο πάντως ἡ τῶν Ἑλλήνων ἐμωράνθη σοφία, καθότι οὐκ ἐκ Θεοῦ· πᾶν δ’ ὅ μή θεόθεν, οὐκ ὄν· διά τοῦτο ἡ σοφία τῶν Ἑλλήνων ψευδώνυμος».
Οἱ Πατέρες δέν δέχθηκαν ποτέ τίς βασικές ἀρχές τῆς κλασσικῆς μεταφυσικῆς.
3. Διαφορά μεταξύ Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου καί Νεοπλατωνισμοῦ
Μερικοί ἑτερόδοξοι ἀλλά καί δικοί μας ὀρθόδοξοι θεολόγοι διαβάζοντας τά κείμενα τῶν Πατέρων τοῦ 4ου αἰῶνος, ἀλλά καί τά κείμενα τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου νομίζουν ὅτι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἐπηρεάσθηκαν ἀπό τόν Νεοπλατωνισμό καί ἀλλοίωσαν τήν ἀρχέγονη Χριστιανική Παράδοση. Μιά τέτοια ἑρμηνεία διαστρεβλώνει καί κακοποιεῖ τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.
Ὅμως, παρά τήν λεκτική ὁμοιότητα μεταξύ τῶν Πατέρων καί τῶν Νεοπλα-τωνικῶν σέ μερικά σημεῖα, ἐν τούτοις ὑφίσταται μεγάλη διαφορά μεταξύ τους. Γι’ αὐτό δέν μπορεῖ κανείς νά κάνη λόγο ὅτι οἱ Πατέρες ἐπηρεάσθηκαν ἀπό τήν πλατωνική ἤ νεοπλατωνική φιλοσοφία καί ἀλλοίωσαν τήν Χριστιανική πίστη.
Θά τονισθοῦν μερικά σημεῖα πού δείχνουν τήν μεγάλη διαφορά στά νοήματα μεταξύ θεολογίας τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς φιλοσοφίας τῶν Νεοπλατωνικῶν, ὅπως φαίνεται στά συγγράμματα τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου.
Πρώτη διαφορά ἀνευρίσκεται στήν στασιμότητα καί τήν αἰώνια κίνηση. Ἔλεγε ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης:
«Ὁ ἅγιος Διονύσιος πιστεύει στήν αἰώνια κίνηση, ὅτι ἡ τελειότητα εἶναι ἡ αἰώνια κίνηση. Τήν στασιμότητα τήν ἀποβάλλει. Πιστεύει στήν τελειότητα, πού ἀκόμα καί τά Χερουβείμ καί τά Σεραφείμ καί οἱ Κυριότητες καί ὅλοι οἱ Ἄγγελοι, πάντα ἀπό δόξα σέ δόξα καί διαρκῶς εὑρίσκονται σέ διαρκῆ ἀνοδική πορεία, παρά τό γεγονός ὅτι εἶναι θεούμενοι καί βλέπουν τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ γιά τήν πλατωνική παράδοση ἡ τελείωση εἶναι ἡ ἀκινησία καί τό ἀμετάβλητο. Ὁπότε, ἔχουμε τό ἀμετάβλητο στούς Ἕλληνες φιλοσόφους, ὡς τό τέλος τῆς ἀνθρωπίνης τελειότητος. Ἐνῶ, στόν κατ’ ἐξοχήν ἑλληνίζοντα, δῆθεν, φιλόσοφο Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας ἔχουμε τήν ἀεικινησία, ὡς τό θεμέλιο τῆς θεώσεως».
Δεύτερη διαφορά παρατηρεῖται στό θέμα τοῦ ἔρωτος. Ἔλεγε ὁ π. Ἰωάννης:
«Στούς Πλατωνικούς ὁ ἔρως εἶναι ἡ ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἔρωτα πρός τό ἀκίνητον κινοῦν κλπ. Καί εἶναι ἔνδειξη, ὅτι μᾶς λείπει κάτι καί γι’ αὐτό ἔχουμε ροπή πρός τόν ἄλλο, γιά νά συμπληρώσουμε τά ἐλλείποντα τά ἰδικά μας. Δηλαδή ἔχουμε τό φίλτρο μέσα μας, τό ὁποῖο εἶναι ὁ μαγνητισμός πρός τό ὕψιστο ἀγαθό κ.ο.κ. Ὁπότε, ἔρως εἶναι τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό. Ἐνῶ ὁ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης συζητεῖ τήν διάκριση μεταξύ ἔρωτος καί ἀγάπης, καί λέει ὁ Διονύσιος ὅτι ἔρωτα καί ἀγάπη δέν μποροῦμε νά τά διαφοροποιήσουμε. Καί δέν μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ὁ Θεός ἔχει ἀγάπη καί δέν ἔχει ἔρωτα γιά τόν ἄνθρωπο. Γιατί, φαίνεται, ὑπῆρχαν ὁρισμένοι θεολόγοι, οἱ ὁποῖοι κάνανε διάκριση μεταξύ ἔρωτος καί ἀγάπης καί ἤθελαν νά ποῦν ὅτι ὁ Θεός ἔχει ἀγάπη γιά τόν κόσμο, ὄχι ὅμως ἔρωτα, γιά νά μή φανῆ ὅτι ἔχει ὁ Θεός καμμία ἀδυναμία, ὅτι ἐξαρτᾶται ὁ Θεός ἀπό τόν κόσμο. Καί λέει, ὅτι ὄχι μόνο ὁ Θεός ἔχει ἀγάπη γιά τόν κόσμο, ἀλλά ὁ Θεός ἔχει ἔρωτα γιά τόν κόσμο. Αὐτό εἶναι τό μεγαλύτερο ″μούντζωμα‶ πού μπορεῖ νά κάνη ἐναντίον τῶν νεοπλατωνικῶν».
Τρίτη διαφορά ἐντοπίζεται στό ὅτι ὁ Θεός δέν κινεῖ μόνον, ἀλλά εἶναι καί κινούμενος. Ἔλεγε ὁ π. Ἰωάννης:
«Δέν μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι μόνο ἀκίνητον κινοῦν, διότι ὁ Θεός εἶναι καί κινούμενος. Γι’ αὐτό, καί στήν σχολαστική παράδοση εἶναι αἵρεση ὅτι εἶναι καί κινούμενος ὁ Θεός. Λοιπόν, ὁ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης καθιέρωσε, ἴσως εἶναι ὁ πρῶτος, ὅτι ὁ Θεός εἶναι καί κινούμενος. Μετά τόν Διονύσιο, ἐπικρατεῖ αὐτή ἡ ἄποψη ὅτι ὁ Θεός εἶναι καί κινούμενος, δηλαδή Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός κλπ. Ὅταν κανείς λέη ὅτι τό ἀκίνητον κινοῦν κινούμενος εἶναι ὁ Θεός, μαζί μέ τόν ἔρωτα τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο, ὑπάρχει μεγαλύτερο μούντζωμα ἐναντίον τῆς φιλοσοφίας; Αὐτό σημαίνει ὅτι στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση εἶναι ἀδύνατον νά ὑπάρχη μεταφυσική. Εἶναι ἀδύνατη ἡ προσέγγιση μέ τήν μεταφυσική στό δόγμα περί Θεοῦ καί στά περί τελειότητος».
«Καί στούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅμως, βλέπουμε ἕναν Διονύσιο Ἀρεοπαγίτη ὁ ὁποῖος κατηγορεῖται ὅτι πλατωνίζει καί νεοπλατωνίζει κ.ο.κ., νά μᾶς λέει καθαρά ὅτι ὁ Θεός δέν εἶναι μόνον ἀκίνητο κινοῦν, ἀλλά καί κινούμενος εἶναι ὁ Θεός, δηλαδή ὁ Θεός ὄχι μόνον κινεῖ ἀλλά κινεῖται. Αὐτά βέβαια τά γράφει ἐναντίον τῶν Νεοπλατωνικῶν καί τῶν Ἀριστοτελικῶν. Ὁπότε, εἶναι μία τρανή ἀπόδειξη ὅτι ὁ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης δέν ἔχει καμμιά σχέση μέ τόν Νεοπλατωνισμό, ἄν καί χρησιμοποιῆ τήν γλώσσα τῶν Νεοπλατωνικῶν. Αὐτή ἡ ἰδέα ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀκίνητο κινοῦν, ἀλλά καί κινούμενον, εἶναι αἵρεση γιά τούς Νεοπλατωνικούς καί τούς Ἀριστοτελικούς, διότι ποιός Ἀριστοτελικός μπορεῖ νά δεχθῆ ποτέ ὅτι τό ἀκίνητο κινοῦν εἶναι καί κινούμενο; Διότι τότε ἀφοῦ εἶναι κινούμενο δέν εἶναι ἀκίνητο. Εἶναι μιά ἀντίφαση. Εἶναι ἀντίφαση, ἀκίνητον κινούμενον, εἶναι καθαρά ἀντίφαση. Αὐτό σημαίνει καθαρά ὅτι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δέν φιλοσοφοῦν».
Ἀντιφάσεις, ὅπως λέμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι φῶς, σκότος. Γιατί; Δέν σημαίνει ὅτι στερεῖται τοῦ φωτός ὁ Θεός, ὁ Θεός ὑπερβαίνει τό φῶς. Ὁ Θεός εἶναι ἀκίνητο κινοῦν, εἶναι καί κινούμενος, πού σημαίνει ὅτι δέν ὑπάρχουν ἀνθρώπινα κατηγορήματα τά ὁποῖα μποροῦμε νά ἀποδώσουμε στόν Θεό, καθαρά δηλαδή, ἀλλά, αὐτό δέν προέρχεται ἀπό τήν φιλοσοφία, αὐτό προέρχεται ἀπό τήν ἐμπειρία. Ἀπό τήν ἐμπειρία προέρχεται. Γιατί; Διότι γνωρίζουν οἱ Πατέρες ὅτι χρησιμοποιοῦμε νοήματα γιά τόν Θεό, τά ὁποῖα ὅμως καταργοῦνται, ὅταν ἀντικρύζουμε τήν πραγματικότητα πού εἶναι ὁ Θεός».
Τέταρτη διαφορά σημειώνεται στό θέμα τῆς ἀποφατικῆς θεολογίας. Ἔλεγε ὁ π. Ἰωάννης:
«Ὑπάρχει ἡ ἄποψη ὅτι αὐτή ἡ θεολογία πού τήν ὀνομάζουμε ἀποφατική, εἶναι μιά φιλοσοφία ἐπηρεασμένη ἀπό τούς Νεοπλατωνικούς. Δέν ὑπάρχει καμμία ἀμφιβολία ὅτι ὑπάρχει ὁμοιότητα στήν ὁρολογία μεταξύ τῶν Νεοπλατωνικῶν καί τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, καί οἱ Νεοπλατωνικοί ἔχουν κι αὐτοί μιά ἀποφατική θεολογία, ἀλλά, ἐδῶ ὑπάρχει μιά οὐσιαστική διαφορά. Στούς Νεοπλατωνικούς ἔχουμε τήν ἔκσταση, ἡ ὁποία εἶναι μιά ἐμπειρία πού γιά τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι δαιμονική.
Κατά τήν ἐμπειρία τῆς ἐκστάσεως τοῦ Νεοπλατωνισμοῦ, ὁ ἄνθρωπος ἐξέρχεται ἀπό τά διαστήματα καί ἀπό τήν ἀλληλοδιαδοχική σκέψη, ὑπερβαίνει ἁπλῶς τόν χρόνο καί τά μεταβλητά καί ἑνώνεται μέ τό ἀμετάβλητο, μέσα σέ αὐτό τό σύστημα. Βέβαια, τό σῶμα εἶναι κάτι τό κακό ἤ ἀρνητικό ἤ τό ἕνα ἤ τό ἄλλο δηλαδή. Πάντως, τό σῶμα δέν μετέχει στήν ἐμπειρία τῆς ἐκστάσεως τῶν Νεοπλατωνικῶν. Ἡ ὅλη ἀποφατική θεολογία τῶν Νεοπλατωνικῶν εἶναι ἡ ἀφαίρεση ἀπό τήν ἀνθρώπινη σκέψη ὅλων τῶν ἐλαττωμάτων, -κατ΄ αὐτούς ἐλαττωμάτων, ὄχι στήν πραγματικότητα ἐλαττώματα– ὅλων τῶν ἐλαττωμάτων τῆς περιορισμένης ἀνθρώπινης σκέψης. Στήν πατερική διδασκαλία τό σῶμα δέν εἶναι κακό καί ἡ ἔκσταση δέν εἶναι ἡ ἀποδέσμευση τοῦ νοῦ ἀπό τό σῶμα, ἀλλά ἡ ἐπάνοδος τοῦ νοῦ στήν καρδιά.
Ὁπότε, ἡ ἀπαλλαγή ἀπό τά ἐλαττώματα τῆς ἀνθρώπινης σκέψης εἶναι ἡ πηγή τῆς ἀποφατικῆς θεολογίας τῶν Νεοπλατωνικῶν, εἶναι ἡ ὅλη προσπάθεια νά ἀπαλλαγοῦν, ὄχι ἀπό τά κτιστά, ἀλλά ἀπό τά μεταβλητά, διότι γιά τήν Νεοπλατωνική ἀρχή δέν ὑπάρχει ἡ ἀσκητική διάκριση μεταξύ δημιουργίας ἐκ τοῦ μηδενός καί ἀκτίστου. Τό βασικό κατηγόρημα τῆς Ἰουδαιοχριστιανικῆς σκέψης εἶναι ἡ σαφής διάκριση μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου. Ὑπάρχουν τά ἄκτιστα καί τά κτιστά. Καί μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου δέν ὑπάρχει καμμία ὁμοιότητα. Αὐτό εἶναι βασικό δόγμα, ὄχι μόνον τῆς Πατερικῆς Παραδόσεως, ἀλλά εἶναι καί τῆς ἑβραϊκῆς παραδόσεως μέχρι σήμερα».
Αὐτές τίς σημαντικές διαφορές μεταξύ τῆς Πατερικῆς διδασκαλίας καί τοῦ νεοπλατωνισμοῦ πρέπει νά ἔχη κανείς ὑπ’ ὄψη του γιά νά κατανοήση τήν Πατερική παράδοση καί νά μή ἐξάγη ἐσφαλμένα συμπεράσματα.
Συμπέρασμα
Τό τελικό συμπέρασμα αὐτῆς τῆς σύντομης ἀνακοινώσεως εἶναι ὅτι ὑπάρχουν σημαντικές διαφορές στήν δομή τῆς σκέψεως μεταξύ τῶν φιλοσόφων πού ἐκφράζουν τήν κλασσική μεταφυσική, καί τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας πού ἐκφράζουν τήν ἐμπειρική ἀποκάλυψη τοῦ Χριστοῦ στούς Προφήτας, τούς Ἀποστόλους καί σέ αὐτούς τούς ἴδιους.
Οἱ Πατέρες μελετοῦσαν τήν ἑλληνική φιλοσοφία, χρησιμοποιοῦσαν τήν ὁρολογία καί ὅ,τι καλό μποροῦσε νά γίνη ἀποδεκτό ἀπό αὐτήν, χωρίς ὅμως νά ἀλλοιωθῆ ἡ ἀποκαλυπτική ἐμπειρία, ἀλλά ἀντιδροῦσαν ὅταν οἱ φιλοσο-φοῦντες Χριστιανοί θεολόγοι ἀνεμείγνυαν τήν φιλοσοφία μέ τήν θεολογία.
Ἀντίθετα, οἱ φιλοσοφοῦντες θεολόγοι πού καταδικάστηκαν ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους ἐξέφραζαν τόν «ἐξελληνισμένο Χριστιανισμό», ἐνῶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἦταν φορεῖς τοῦ «ἐκχριστιανισμένου ἑλληνισμοῦ».