Τρίτη 14 Αυγούστου 2018

O κατάδικος κι η Χάρη του αγίου Πορφυρίου

Η κυρία Α. Σ. διηγείται ένα συγκλονιστικό γεγονός, που συνέβη κοντά στην περιοχή, όπου βρίσκεται το μοναστήρι του Αγίου Πορφυρίου:


«Το χειμώνα του 1999, κάποια μέρα είχα πάει να προσκυνήσω στο κελλάκι του Γέροντα. Όπως επέστρεφα, σ’ ένα πολύ ανηφορικό δρόμο σταμάτησε το αυτοκίνητό μου και δεν έπαιρνε μπρος. Πήρα τον άνδρα μου στο τηλέφωνο και μου έδωσε κάποιες συμβουλές. Παρόλα αυτά δεν γινόταν τίποτε. Στην αγωνία μου πάνω βλέπω έναν παράξενο, αγριεμένο άνθρωπο, να έρχεται προς το μέρος μου. Έτσι μου φάνηκε την πρώτη στιγμή, γιατί φοβήθηκα πολύ. Φθάνει στο αυτοκίνητο, ανοίγει την πόρτα, με πιάνει από τους ώμους και άρχισε να με ταράζη και να με απειλή. Μου είπε ότι δεν είχε να φάη κι άλλα τέτοια. Μου είπε μάλιστα ότι πρόσφατα είχε αποφυλακισθεί. Είπε το όνομά του. Πολύ γνωστό όνομα! Είπε επίσης ότι όπου πήγαινε, ζητούσε δουλειά, αλλά δεν του έδιναν. Έτσι, μου ζήτησε ό,τι χρήματα είχα επάνω μου. Οι διαθέσεις του ήταν απειλητικές.

            Την περίοδο εκείνη είχα μαζί μου πολλά χρήματα, γιατί είχα περάσει και από άλλα μέρη και μου είχαν δώσει πολλά χρήματα για να τα μοιράσω σε διάφορες οικογένειες, που είχαν άμεση ανάγκη. Ήταν τότε η μετά το μεγάλο σεισμό του Σεπτεμβρίου περίοδος.

            Ο άνθρωπος αυτός, αφού με είδε σκεπτική, μου λέει:

            -Σου κάνω κατάληψη το αυτοκίνητο. Δεν θα σε αφήσω να φύγης από ‘δω.

            -Ευχαρίστως να σου το δώσω, του λέω εγώ.

            Αλλά σε κάποια στιγμή δεν του μιλούσα. Σταμάτησα να μιλώ κι άρχισα να επικαλούμαι τον Γέροντα και να του λέω:

            -Γέροντα, φώτισέ με τι να του πω τώρα.

            Εν τω μεταξύ εκείνος θύμωσε, που δεν του μιλούσα και μου λέει:

            -Εγώ σου μιλώ και εσύ αδιαφορείς; Και με ταρακούνησε. Τότε εγώ του απαντώ:

            -Να σου υποδείξω έναν τρόπο: να πάρης μια σκούπα κι ένα φαράσι, να πας απέναντι σ’ αυτές τις βίλες, τις οποίες βλέπεις εκεί πάνω, να τους ζητήσεις δουλειά. Να τους σκουπίσης το πεζοδρόμιο. Να σε πληρώνουν και να φας τη φασολάδα σου με τον ιδρώτα των κόπων σου. Αυτό με ενδιαφέρει να σε βοηθήσω να το καταλάβης καλά. Πώς, όμως, θα γίνη αυτό;

            Αυτή την ώρα φωτίσθηκε ο νους μου· είχα βρει τη λύση. Παίρνω απ’ το ασφαλιστήριο του αυτοκινήτου μια φωτογραφία του Γέροντα Πορφυρίου και του λέω:

            -Θα σου προσφέρω τον Παππούλη αυτό! Θα τον βάλης στο τσεπάκι σου και θα σε φωτίση να βρης τρόπους, με τους οποίους θα πιάσης και δουλειά. Και θα ενταχθής έτσι στην κοινωνία και όλοι θα σε αποδεχθούν. Θα γίνης ένας τίμιος άνθρωπος· θα ξεχασθή το παρελθόν σου.

            Άρχισα, λοιπόν, να βρίσκω τρόπους και να τον καθοδηγώ. Αυτή τη στιγμή ένοιωθα πως μιλούσε μέσα μου ο ίδιος Παππούλης…

            Και συνέχισα:

            -Ο Γέροντας Πορφύριος, τον οποίο βλέπεις στην εικόνα την οποία σου έδωσα, είναι ένας Άγιος των ημερών μας. Έχει πεθάνει, όμως, προ ολίγων ετών. Εντούτοις, αυτή τη στιγμή την οποία μιλάμε, είναι κοντά μας, βρίσκεται εδώ, και θα μας βοηθήση· θα βρούμε πολλούς τρόπους, για να αντιμετωπίσης τα προβλήματα που σε απασχολούν.

            Εκείνη τη στιγμή ο άνθρωπος αυτός –ο επιθετικός, ο τραχύς- γαλήνεψε και συγκινήθηκε. Άρχισε να κλαίη! Αλλά κι εγώ συγκινήθηκα, άρχισα να κλαίω μαζί του, γιατί τον λυπόμουν τον καημένο.

            Κάποια στιγμή μου λέει:

            -Αυτά, τα οποία σου διηγούμαι τώρα, δεν τα ‘χω πει ούτε στο δικηγόρο μου.

            Δηλαδή μιλούσε εξομολογητικά και ξελάφρωσε ο άνθρωπος.

            -Να ‘ταν ένας ιερέας εδώ, να σου έρριχνε το πετραχήλι πάνω, να σου έπαιρνε όλες τις αμαρτίες, τις οποίες έχεις κάνει, και από αύριο να άρχιζες μια άλλη ζωή, μια πολύ όμορφη ζωή. Θα ήταν μια καινούργια μέρα!

            Πέρασε πάρα πολλή ώρα… Μου λέει:

            -Εσύ πηγαίνεις; Εξομολογείσαι; Νοιώθεις έτσι ξαλαφρωμένη, όπως εγώ τώρα;

            -Ναι, του λέω, πηγαίνω, εξομολογούμαι και νοιώθω περισσότερο ξαλαφρωμένη, γιατί εγώ δεν μπορώ να σου συγχωρήσω τις αμαρτίες. Αλλά είμαι βέβαιη πως ήταν εδώ ο Παππούλης, ο Γέρων Πορφύριος, και σε άκουσε και θα σε φωτίση να βρης έναν Πνευματικό.

            -Μου λέει:

            Πώς μπορώ να πάω να βρω έναν Πνευματικό;

            Του είπα το όνομα του ιερέα των φυλακών, το μικρό. Εκείνος ήξερε και το επίθετό του. Αλλά δεν τον είχε ποτέ συναντήσει στις φυλακές. Όταν ο ιερέας τον επισκεπτόταν στο κελλί του για να μιλήσουν, εκείνος τον απέφευγε.

            -Δεν τα πήγαινα ποτέ καλά με την Εκκλησία, μου είπε.

            -Έλα ντε, του λέω, που εδώ, μέσα στην Εκκλησία, υπάρχουν τα μυστήρια, και έτσι θα βοηθηθής.

            Μετά απ’ αυτά τα οποία είπαμε, τον είδα αλλαγμένο. Άρχισε να δέχεται. Ήθελε να πάη να συναντήση εκείνο τον ιερέα των φυλακών.

            Μπαίνει στο αυτοκίνητο. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα, γιατί μου είχε χαλάσει το αυτοκίνητο! Του λέω:

            -Το αυτοκίνητό μου έχει χαλάσει, δεν παίρνει μπρος.

            -Δεν θέλω τίποτε, μου λέει. Δεν θα με πας εσύ. Θα πάω μόνος μου.

            Του γράφω τη διεύθυνση του ιερέα και του λέω:

            -Μισό λεπτό, θα σου δώσω μερικά χρήματα γι’ αυτές τις δύσκολες στιγμές.

            Μου λέει:

-Δεν θέλω τίποτε. Δεν θέλω δραχμή.

Εγώ επιμένω:

-Τουλάχιστον τα εισιτήρια για το λεωφορείο, το οποίο θα πάρης.

            Και του υπέδειξα ποιο λεωφορείο έπρεπε να πάρη. Δεν δέχθηκε τίποτε. Μάλιστα, μου είπε μια φράση που τη χρησιμοποιώ έκτοτε κι εγώ:

            -Θα χρησιμοποιήσω το «πεζό το δύο», θα πάω με τα πόδια…

            Συμπληρώθηκε ένα χρονικό διάστημα έξι μηνών. Μια μέρα, στη λεωφόρο Κηφισιάς, σ’ ένα φανάρι, που είχε σταματήσει η κόρη μου η Μ., την πλησιάζει ένας καλοντυμένος και ευγενικός κύριος. Κρατά ένα τελάρο με μικροαντικείμενα τα οποία πουλά. Της κάνει νόημα να της μιλήση. Εκείνη κατεβάζει το τζάμι.

-Δεν θέλω κοπέλα μου να αγοράσης κάτι απ’ τα πράγματά μου, της λέει. Θέλω απλώς να σου πω πόσο χαίρομαι, που έχεις αυτό τον Παππούλη στο αυτοκίνητό σου και σε προστατεύει.

Και έδειξε το εικονάκι του Γέροντα Πορφυρίου, που ήταν στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου της. Και συνεχίζει:

-Για μένα, προστάτης μου είναι αυτός ο Γέροντας, τον οποίο μου χάρισε μια κυρία και μου τον γνώρισε. Αυτός ο Γέροντας, ο π. Πορφύριος με έκανε άνθρωπο!

Τότε η κοπέλα, συγκινημένη, του ζήτησε να αγοράση ένα πακέτο χαρτομάνδηλα.

Όταν το μεσημέρι η Μ. γύρισε στο σπίτι, μου είπε:

-Μαμά, χαιρετίσματα απ’ τον κύριο…, και μου διηγήθηκε εκείνη τη συγκλονιστική συνάντηση. Της έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ο τρόπος και η συμπεριφορά αυτού του ανθρώπου· ήταν καλοσυνάτος, ευγενής και καλοντυμένος.

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ», ΕΚΔΟΣΗ ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΣ «ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ». ΑΡ. ΤΕΥΧ. 112, ΑΝΟΙΞΗ-ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 2017