Στό δέκατο
(10ο) ἄρθρο τοῦ «Συμβόλου τῆς Πίστεως», δίνεται ἡ ὁμολογία γιά τό
Βάπτισμα: «Ὁμολογῶ ἕν βάπτισμα εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν», δηλαδή ὁμολογοῦμε
ὅτι ὑπάρχει ἕνα Βάπτισμα, μέ τό ὁποῖο συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες.
Κατ’ ἀρχάς
πρέπει νά διευκρινισθῆ τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ ἁμαρτία. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος
γράφει:
«πάντες γάρ ἥμαρτον καί ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. γ΄, 23), δηλαδή ἡ ἁμαρτία πού διέπραξαν οἱ Πρωτόπλαστοι εἶναι στέρηση τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ.
«πάντες γάρ ἥμαρτον καί ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. γ΄, 23), δηλαδή ἡ ἁμαρτία πού διέπραξαν οἱ Πρωτόπλαστοι εἶναι στέρηση τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ.
Αὐτό
σημαίνει ὅτι ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα πρίν τήν ἁμαρτία ἔβλεπαν στόν Παράδεισο
τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, τό Φῶς τοῦ Θεοῦ, δηλαδή εἶχαν κοινωνία μέ τόν Θεό.
Μετά τήν ἁμαρτία ἔχασαν τήν θέα τοῦ θείου Φωτός, δηλαδή ἔπαυσαν νά ἔχουν
κοινωνία μέ τόν Θεό. Καί οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἀδάμ ζοῦσαν σέ αὐτήν τήν
ἁμαρτία, δέν εἶχαν κοινωνία μέ τόν Θεό, μόνον οἱ δίκαιοι στήν Παλαιά
Διαθήκη καί οἱ Προφῆτες ἔβλεπαν τόν ἄσαρκο Λόγο. Ἀλλά καί αὐτοί λόγῳ τῆς
εἰσόδου τοῦ θανάτου μέσα στήν ὕπαρξή τους, ὅταν ἡ ψυχή τους ἔφευγε ἀπό
τό σῶμα, πήγαινε στόν Ἅδη, δηλαδή στό κράτος τοῦ θανάτου, ἀπό τό ὁποῖο
τούς ἐλευθέρωσε ὁ Χριστός μέ τήν κάθοδό Του στόν Ἅδη. Ἑπομένως, ἡ ἄφεση
τῶν ἁμαρτιῶν θεωρεῖται ὡς ἐπάνοδος τοῦ ἀνθρώπου στήν κοινωνία μέ τόν
Θεό, στόν φωτισμό τοῦ νοῦ καί τήν ὅραση τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Χριστός
μέ τήν ἐνανθρώπησή Του προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση καί τήν θέωσε,
νίκησε τόν διάβολο, τήν ἁμαρτία καί τόν θάνατο στό Σῶμα Του καί
προσφέρει αὐτήν τήν δωρεά σέ ὅσους θά συνδεθοῦν μαζί Του. Τήν ἡμέρα τῆς
Πεντηκοστῆς οἱ Μαθητές ἔγιναν μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, καί μέ τό
Βάπτισμα ὅλοι μποροῦν νά γίνουν μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ καί νά
ἐπανέλθουν στήν κατά φύση καί ὑπέρ φύση ζωή, δηλαδή νά ἀποκτήσουν
ἑνότητα καί κοινωνία μέ τόν Χριστό «ἐν τῷ φωτί».
Ὁ Χριστός
ἄρχισε τό ἔργο Του κηρύσσοντας: «Μετανοεῖτε∙ ἤγγικε γάρ ἡ βασιλεία τῶν
οὐρανῶν» (Ματθ. δ΄, 17). Μέ τήν μετάνοια ἐπανέρχεται κανείς στήν
Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός εἶπε στόν Νικόδημο, πού Τόν
ἐπισκέφθηκε τήν νύκτα γιά νά συζητήση μαζί Του: «Ἐάν μή τις γεννηθῇ
ἄνωθεν, οὐ δύναται ἰδεῖν τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Ἰω. γ΄, 3). Μετά δέ
τήν Ἀνάστασή Του ὁ Χριστός εἶπε στούς Μαθητές Του: «Πορευθέντες
μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός
καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτούς τηρεῖν πάντα
ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν· καί ἰδού ἐγώ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τάς ἡμέρας ἕως
τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Ματθ. κη΄, 19-20).
Αὐτό
σημαίνει ὅτι οἱ Μαθητές ἔπρεπε νά μαθητεύσουν τά ἔθνη μέ δύο τρόπους.
Πρῶτον, μέ τό νά τούς βαπτίζουν στό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί δεύτερον, μέ τό νά τούς διδάσκουν νά τηροῦν ὅλα
ὅσα τούς δίδαξε. Καί μέ αὐτές τίς προϋποθέσεις θά εἶναι μαζί τους ὡς
τήν συντέλεια τοῦ κόσμου.
Ἀπό αὐτά
φαίνεται καθαρά τί εἶναι τό Βάπτισμα. Εἶναι ἐμβάπτιση σέ νερό, πρέπει νά
γίνεται μέ τριττή κατάδυση τοῦ ἀνθρώπου στό νερό, μέ ὁμολογία τοῦ
Τριαδικοῦ Θεοῦ καί ὑπόσχεση ὅτι θά τηρῆ ὁ βαπτισμένος ὅλη τήν διδασκαλία
τοῦ Χριστοῦ πού παραδόθηκε στούς Προφῆτες, τούς Ἀποστόλους καί τούς
Πατέρες, ὅπως τήν παρέλαβε καί τήν διδάσκει ἡ Ἐκκλησία, πού εἶναι τό
Σῶμα τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ
Ἀπόστολος Παῦλος, μέ τήν ἀποκάλυψη πού δέχθηκε ἀπό τόν Χριστό, διδάσκει
ὅτι τό Βάπτισμα εἶναι συμμετοχή στόν θάνατο, τήν ταφή καί τήν Ἀνάσταση
τοῦ Χριστοῦ. Γράφει στήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή του, τήν ὁποία
διαβάζουμε κατά τήν διάρκεια τοῦ Μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος: «Ὅσοι
ἐβαπτίσθημεν εἰς Χριστόν Ἰησοῦν, εἰς τόν θάνατον αὐτοῦ ἐβαπτίσθημεν∙
συνετάφημεν οὖν αὐτῷ διά τοῦ βαπτίσματος εἰς τόν θάνατον, ἵνα ὥσπερ
ἠγέρθη Χριστός ἐκ νεκρῶν διά τῆς δόξης τοῦ πατρός, οὕτω καί ἡμεῖς ἐν
καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν» (Ρωμ. στ΄, 3-4).
Ἔτσι, τό
Βάπτισμα στήν Ἐκκλησία ἔχει βαθύτατο θεολογικό νόημα, δέν εἶναι μιά
κοινωνική τελετή. Γι’ αὐτό καί προηγεῖται κατήχηση μέ ἐξορκισμούς. Στόν
νηπιοβαπτισμό δίνεται ἡ ὁμολογία τῆς πίστεως ἀπό τόν ἀνάδοχο, δίδεται
βεβαίωση ἀποδοχῆς ὅλων τῶν διδασκαλιῶν τοῦ Χριστοῦ, τῶν Ἀποστόλων, τῶν
Πατέρων καί τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καί ἀκόμη δίνεται ὑπόσχεση ὅτι θά
τηρῆ τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, γιά νά ἐνεργήση ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ καί νά
εἰσέλθη ὁ ἄνθρωπος στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Μέ αὐτήν τήν προοπτική τό
Βάπτισμα εἶναι εἰσαγωγικό Μυστήριο, πού μᾶς εἰσάγει στήν Ἐκκλησία καί
μᾶς προετοιμάζει γιά τήν εἴσοδο στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ὅλα αὐτά
δείχνουν ὅτι ὑπάρχει στενή σχέση μεταξύ Χριστοῦ, πίστεως, βαπτίσματος,
ὅπως ὁμολογεῖ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Εἷς Κύριος, μία πίστις, ἕν βάπτισμα»
(Ἐφ. δ΄, 5). Ὅπως ἕνας εἶναι ὁ Χριστός καί ἕνα εἶναι τό Σῶμα Του, καί
δέν ὑπάρχουν πολλοί Θεοί καί πολλά Σώματα, ὅπως μία εἶναι ἡ πίστη πού
ἀποκαλύφθηκε ἀπό τόν Χριστό καί παραμένει στήν Ἐκκλησία, ἔτσι ἕνα εἶναι
καί τό βάπτισμα, τό ὀρθόδοξο Βάπτισμα.
Αὐτό
σημαίνει ὅτι ὅσοι βρίσκονται ἔξω ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, πού εἶναι τό
Σῶμα τοῦ Χριστοῦ∙ ὅσοι δέν ἔχουν τήν ἴδια πίστη πού ἔχει ἡ Ἐκκλησία,
καί δέν ἀκολουθοῦν τήν διδασκαλία καί τήν ζωή της∙ ὅσοι δέν πιστεύουν
ὀρθοδόξως γιά τόν Τριαδικό Θεό καί τίς δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ∙ ὅσοι δέν
τηροῦν τόν κανονικό τύπο τοῦ Βαπτίσματος, πού εἶναι ἡ ἐμβάπτιση στό
νερό, καί τό Μυστήριο δέν τελεῖται ἀπό ὀρθοδόξους κανονικούς Ἱερεῖς,
αὐτοί δέν βαπτίζονται ὀρθοδόξως καί τό βάπτισμά τους δέν ἔχει ἰσχύ,
εἶναι ἀνυπόστατο.
Εἶναι
σημαντικό νά γραφῆ ὅτι ἡ Β΄ (δεύτερη) Οἰκουμενική Σύνοδος πού θέσπισε
αὐτό τό ἄρθρο στό «Σύμβολο τῆς Πίστεως» γιά τό Βάπτισμα, συγχρόνως στούς
Κανόνες της προσδιόρισε καί τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο θά γίνεται κατ’
ἀκρίβεια τό Βάπτισμα, καθώς ἐπίσης καί τόν τρόπο πού μπορεῖ νά ἀποδεχθῆ ἡ
Ἐκκλησία κατ’ οἰκονομία τό βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν καί τῶν σχισματικῶν.
Στόν ἕβδομο Κανόνα της ὡς προϋποθέσεις τίθενται ἡ ὁμολογία «ὡς φρονεῖ ἡ
ἁγία τοῦ Θεοῦ καθολική καί ἀποστολική Ἐκκλησία», καί ἡ τριττή κατάδυση
σέ νερό.
Τελικά, τό
Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος καί τό Μυστήριο τοῦ Χρίσματος πού ἀκολουθεῖ,
καί ὁ ἀκριβής τρόπος τελέσεώς τους εἶναι ἀπαραίτητος ὅρος γιά τήν ἄφεση
τῶν ἁμαρτιῶν καί τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, δηλαδή τήν θέωσή τους.
Ὁ Μητροπολίτης
† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ
† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ