Πρωτ. Βασιλείου Κοκολάκη,
ἐφημερίου Ἱ. Ν. Ὑψώσεως Τιμίου Σταυροῦ Χολαργοῦ)
Ἄλλο
ἕνα βιβλίο τοῦ π. Βασιλείου Θερμοῦ κυκλοφόρησε, ¨Σεξουαλικός
προσανατολισμός καί ταυτότητα φύλου. Οι απαντήσεις... και οι άνθρωποι¨,
τό ὁποῖο ἀπαιτοῦσε ὀφειλόμενη κριτική, τήν ὁποία καί πραγματοποίησα,
ἀφοῦ πρῶτα μελέτησα ἐπισταμένως τά ὅσα γράφει.
Ἄν
κάποιος νομίσει πώς εἶμαι προκατειλημμένος, ἄς μήν εἶναι τουλάχιστον
καί ἐκεῖνος μέ μένα. Δέν ἔχω κάτι προσωπικό μέ τόν συγγραφέα, ἁπλῶς
ἀντικειμενικά κριτικάρω τά ὅσα γράφει.
Ἄν
κάποιος θεωρήσει πώς τά ὅσα θά διαβάσει στήν παροῦσα κριτική ἀποτελοῦν
μία φονταμενταλιστική ἐμμονή σέ στερεότυπα μιᾶς ἄλλης ἐποχῆς, θέλω νά
πιστεύω πώς δέν θά θεωρεῖ στερεότυπη ἀκόμη καί τήν ἴδια τήν ἑλληνική
σύνταξη τῆς προτάσεως πού χρησιμοποίησα γιά νά ἐκφράσω αὐτήν μου τή
σκέψη. Οὔτε καί φονταμελιστική στάση τό νά χρησιμοποιῶ αὐτήν τή
συγκεκριμένη σύνταξη καί γραμματική. Νισάφι πιά! Θυμίζει αὐτήν τήν
ἀρρωστημένη κατάσταση πού τήν ἐντοπίζει καί ὁ συγγραφέας γιά ἄλλο θέμα
καί σέ ἄλλο πλαίσιο (σελ. 86) -στόν ὅρο ὁμοφοβία- κατά τήν ὁποία ὅλοι οἱ
δισταγμοί στό νά σκεφθεῖς, πεῖς, πράξεις κάτι, θεωροῦνται ὁμοφοβίες.
Ἄν κάποιος, ἀφοῦ διαβάσει τήν παροῦσα, κρίνει ὅτι ἀδικεῖται ὁ
συγγραφέας, ἐπειδή μιλᾶ ὡς ἐξειδικευμένος ἐπιστήμων τῆς ψυχιατρικῆς, πού
εἶναι ἡ μία ἰδιότητά του, καί ὄχι ὡς ὀρθόδοξος ἱερέας, ἀπαντῶ:
α. δέν εἶχα καμιά τέτοια πρόθεση νά τόν ἀδικήσω,
β. δέν κρίνω τό πρόσωπο ἀλλά τά γραφόμενα,
γ.
δέν χωρίζονται οἱ διπλές ἰδιότητες πού ἔχουν οἱ λειτουργοί τοῦ Ὑψίστου.
Ἀντιθέτως κάθε τέχνη ἤ ἐπιστήμη στόν ἱερέα πρέπει νά διακονεῖ τήν
ἱερατική του ἰδιότητα. Γι’αὐτό ἐξάλλου ὑπάρχουν καί κανόνες τῆς
Ἐκκλησίας πού ἀπαγορεύουν κάποια ἐπαγγέλματα στούς κληρικούς. Βεβαίως
καί ἀλληλοεπηρεάζονται οἱ δύο ἰδιότητες τῶν κληρικῶν· π.χ.
ἱερεύς-ἐκπαιδευτικός, ἱερεύς-ἰατρός...
Ἐνώπιον
ὅμως τοῦ φοβεροῦ Βήματος τοῦ Χριστοῦ μέ ποιά ἰδιότητα θά
παρουσιασθοῦμε; μέ αὐτή τοῦ κοσμικοῦ ἐρευνητῆ-ἐπιστήμονα πού λέει ὅ, τι
θέλει ἤ ὅ,τι τοῦ ἔμαθαν ἄθεοι ἐρευνητές ἤ τοῦ Λειτουργοῦ-ἐν Χριστῷ
ἐπιστήμονα;
Ἐφ΄
ὅσον ἔχουμε νά κάνουμε μέ ὅλον τόν ἄνθρωπο δέν μποροῦμε νά ξεχωρίσουμε
τή θεολογία ἀπό τίς ὑπόλοιπες πτυχές τῆς ζωῆς του μέ τό σκεπτικό ¨τί
δουλειά ἔχει ὁ Θεός μέ τήν ὑγεία, τήν πολιτική, τήν παιδεία, τήν
ἐπιστήμη, τήν καθημερινότητα¨. Ἄν πιστεύουμε πώς ὁ Θεός εἶναι ὁ
Δημιουργός μας, τότε ἔχει κάθε δικαίωμα, ἄν Τοῦ τό ἐπιτρέπουμε, νά
ἐπεμβαίνει στήν κάθε πτυχή τῆς ζωῆς μας, ἀκόμη καί τήν πιό ἁπλή.
Ἄν
κάποιος διαχωρίσει τήν προπτωτική ἀπό τή μεταπτωτική ζωή τοῦ ἀνθρώπου,
θά διακρίνει εὔκολα τήν διάκριση σέ κατά - παρά - ὑπέρ φύσιν. Ἡ ἴδια ἡ
φύση δέν ἄλλαξε. Στή μεταπτωτική κατάσταση τό παρά φύσιν γίνεται ἕξις,
ὄχι ὅμως νέα φύση. Κλειδί, ἡ μετάνοια: «Μετάνοιά ἐστιν ἐκ τοῦ παρὰ φύσιν
εἰς τὸ κατὰ φύσιν καὶ ἐκ τοῦ Διαβόλου πρὸς τὸν Θεὸν ἐπάνοδος δι᾿
ἀσκήσεως καὶ πόνων». (Ἁγ. Ἰω. Δαμασκηνοῦ, ἔκδ. ἀκριβής περί τῆς
ὀρθοδόξου πίστεως). Ἡ μεταπτωτική περίοδος κουβαλᾶ μέσα της ὅλες τίς
συνέπειες τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος μέ ὅποια παρά φύσιν ἐκτροπή αὐτό
μπορεῖ νά σημαίνει. Ὁ μόνος τρόπος θεραπείας, λυτρώσεως καί ἐπιστροφῆς
στόν Παράδεισο προσφέρεται δωρεάν μόνο μέσα στήν Ἐκκλησία. Τούς
Χριστιανούς τουλάχιστον τούς ἐνδιαφέρει μονάχα ὁ λόγος τοῦ Κυρίου ἡμῶν
Ἰησοῦ Χριστοῦ, τῶν ἁγίων μαθητῶν καί τῶν ἁγίων Πατέρων. Δέν
περιπλανῶνται στίς ἄπειρες ὑποκειμενικές τοποθετήσεις εἰδικῶν καί μή ἐπί
τῶν διαφόρων θεμάτων τῆς ζωῆς τους.
Ἄς
ξεκινήσουμε ἑπομένως ταπεινά καί ἀγαπητικά, χωρίς πνεῦμα αὐθεντίας, νά
κάνουμε μία σύγκριση-ἀντιπαράθεση τῶν γραφομένων στό βιβλίο, μέ βάση τά
ὅσα ὁ Χριστός καί οἱ ἅγιοι μᾶς διδάσκουν. Καί κάποιες φορές καί βάσει
τῆς ἁπλῆς κοινῆς λογικῆς ἑνός ἀθώου ἐφήβου.
Στή
σελ. 17, ὡς πρός τήν αἰτιολογία τῆς ὁμοφυλοφιλίας γράφει ὁ συγγραφέας
«...Στό ἐκκλησιαστικό στρατόπεδο ...πολεμοῦν μέ πάθος κάθε ὑποψία
βιολογικῆς προδιάθεσης, διότι θά τούς φέρει σέ θεολογική ἀπορία...».
Ἡ
Ἐκκλησία ὅμως εἶναι κιβωτός σωτηρίας, ὄχι ποδοσφαιρικό κλάμπ ὀπαδῶν,
ἕτοιμων γιά σύγκρουση μέ τούς ἀντιπάλους, ὅπως ὑπονοεῖ ὁ συγγραφέας μέ
τή χρήση τῆς λέξης «στρατόπεδο». Ὁ μόνος πόλεμος εἶναι πρός τήν ἁμαρτία.
Ἐπιπλέον πῶς προεξοφλεῖται τό ἀποτέλεσμα;
Ἡ
ἀπορία προφανῶς θά εἶναι ¨γιατί νά καταδικάζεται ὡς ἁμαρτία ἡ
ὁμοφυλοφιλία ἀφοῦ ὀφείλεται σέ βιολογική προδιάθεση¨. Μά ἀκόμη καί ἄν
ἰσχύει, εἴμαστε δηλ. ἕρμαια τῶν προδιαθέσεων καί ἀνεύθυνοι τῶν πράξεών
μας; Μήπως αὐτό κατά βάθος θά χρησίμευε ὡς ἄλλοθι γιά νά ἁμαρτάνουν οἱ
ὁμοφυλόφιλοι καί μάλιστα χωρίς τόν φόβο τῆς κολάσεως; Ἡ ἴδια ἡ βιολογική
προαίρεση δέν ἔχει φθαρεῖ ὡς μεταπτωτική; Δέν χρήζει θεραπείας; Ὁ λόγος
τοῦ Εὐαγγελίου πάντως δέν μπαίνει στή λογική τῶν προδιαθέσεων καί τῶν
συνθηκῶν, ἀλλά ἐπί τῆς οὐσίας ρητῶς καταδικάζει τήν ὁμοφυλοφιλία (Α΄Κορ. στ΄ κεφ. καί Ρωμ. α΄κεφ.).
Στή σελ. 23 διαβάζει κανείς τό κορυφαῖο «...στήν ὁμοφυλοφιλία συναντᾶ κανείς καί σχέσεις ὥριμης ἀφοσιωμένης ἀγάπης».
Φρίκη καί ὄνειδος. Ἡ ὤριμη ἀγάπη στή χριστιανική συζυγική σχέση
προϋποθέτει γάμο, δηλαδή εὐλογία ἀπό τήν Ἐκκλησία· ἔχει ἐσχατολογική
προοπτική. Εἶναι εἰκόνα τῆς Νύμφης Ἐκκλησίας καί τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ.
Δέν εἶναι ἱκανοποίηση μόνο μίας κοσμικῆς ἐπιθυμίας. Εἶναι ὁδός σωτηρίας,
ἑνώσεως μέ τόν Χριστό. Ὅταν ὁ καλεσμένος στόν γάμο διώκεται ἐπειδή δέν
ἔχει τό σωστό ἔνδυμα, πόσο μᾶλλον οἱ νεόνυμφοι; Στή σχέση τῶν
ὁμοφυλοφίλων, ἡ πραγματικότητα τό ἔχει δείξει, κυριαρχοῦν κάποιες
σταθερές ἐν μέρει ἤ ἐν πολλοῖς: ἀρρωστημένη ὑπερευαισθησία, διεστραμμένη
εὐφυΐα, ζήλεια, φθόνος, ρίσκο γιά AIDS, φονικά. Καμιά ὡριμότητα, καμιά
ἀφοσίωση. Ἀφοσίωση (ἀπό + ὅσιος) μέ ἀνόσιες πράξεις δέν ὑπάρχει.
Λίγο παρακάτω, στήν ἴδια σελίδα, ἐκφράζεται ἡ φιλοσοφική θέση «Ὑγιές δέν εἶναι πάντοτε τό φυσικό».
Ὑγιές,
θά λέγαμε ἐμεῖς, εἶναι τό φυσικό, τό ἀποκατεστημένο ἀπό τή νόσο του
(ἴδε, ὑγιὴς γέγονας… ἀποκατεστάθη ἡ χεὶρ αὐτοῦ ὑγιὴς ὡς ἡ ἄλλη). Ἄν δέν
εἶναι τό φυσικό ὑγιές, τότε τό γραφικό «καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς τὰ πάντα, ὅσα
ἐποίησε, καὶ ἰδοὺ καλὰ λίαν» σημαίνει ὅτι δέν εἶδε καλά τά πάντα ὁ Θεός
καί οὔτε καλά λίαν ἔφτιαξε τόν κόσμο. Αὐτό πού λέει ὁ συγγραφέας, ἰσχύει
ὅταν τό φυσικό τό θεωρήσουμε μεταπτωτικῶς. Π.χ. ὁ θάνατος εἶναι φυσικός
μεταπτωτικῶς. Δέν εἶναι ὅμως ὑγιής. Εἶναι παρά φύσιν γεγονός, συνέπεια
τῆς ἁμαρτίας, ¨ἵνα μή τό κακόν ἀθάνατον γένηται¨. Στόν Παράδεισο πρίν
τήν πτώση ὑπῆρχε ἡ δυνατότητα ἀθανασίας. Ἄρα ἄν ὁ ὅρος ¨φυσικό¨ θεωρηθεῖ
προπτωτικῶς, τότε καί μόνο τότε εἶναι ὑγιές ὅ, τι εἶναι φυσικό.
Στή
συνέχεια στή σελ. 24 ἀναφέρεται ἡ σκόπιμη πρόταση: «...εἶναι φυσικό
κάθε σεξουαλική πράξη νά γίνεται μέ στόχο τήν ἐγκυμοσύνη, ἤ ὄχι;...γιά
τόν ἄνθρωπο δέν εἶναι φυσικό...ἐνδέχεται νά ὑπάρχουν λόγοι ...ὥστε νά
μήν καταλήγει κάθε σεξουαλική πράξη σέ σύλληψη».
Φυσικό
εἶναι ὅ, τι θεωρεῖται φυσικό γιά τήν Ἁγία Γραφή. Νά μήν ἀντιτίθεται στό
θέλημα τοῦ Θεοῦ. Στό συγκεκριμένο στοχευμένο παράδειγμα, ἐνδεχομένως ὁ
συγγραφέας θέλει νά δείξει ὅτι ἐνῶ δέν εἶναι φυσικό, ὡστόσο εἶναι ὑγιές;
ἤ ὅτι θεωρεῖ φυσικό τίς ὅποιες μεθόδους ἀντισύλληψης ἤ καί ὅποιες ἄλλες
παρά φύσει μεθόδους ἐπιλέγονται, πού ἀναγκαῖα ὑπαινίσσεται; Αὐτές δέν
ἔχουν ψυχοσωματικές συνέπειες καί κυρίως στή γυναίκα; Τό θέμα εἶναι
ἁπλό: ἡ Ἐκκλησία μας μέ τούς καλούς πνευματικούς της ξέρει νά
συμβουλεύει σοφά τά ἀνδρόγυνα ὥστε νά μή φθάνουν σέ φθοροποιές ἤ
ἀνθρωποκτόνες ἐρωτικές συμπεριφορές.
Κατόπιν
ὁ συγγραφέας ἔρχεται σέ μία πρώτη ἀντίφαση. Στή σελ. 24 λέει: «τά
γεννητικά ὄργανα τῶν δύο φύλων ...ὑποδεικνύουν πώς ἡ ὁμοφυλοφιλία
βρίσκεται ἔξω ἀπό τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ....Εἶναι ἄλλο ὅμως τό θεολογικά
σφαλερό καί ἄλλο τό ἐπιστημονικά προβληματικό...κάποιος σᾶς
βλάπτει...καί τόν ἀντιπαθεῖτε: τί πιό φυσιολογικό ἀπό ψυχολογικῆς
πλευρᾶς;».
Ἄν εἶναι ἐκτός σχεδίου, τότε πῶς στή σελ. 23 λέει πώς συναντᾶ κανείς
καί σχέσεις ὥριμης ἀφοσιωμένης ἀγάπης; Μιά σχέση δίχως Θεό μπορεῖ νά
ἔχει ἀγάπη;
Ἀκόμη
κι’ἄν ἀναφερόμαστε στή λανθασμένη διαίρεση (ἀντίθεση;)
θεολογίας-ἐπιστήμης καί δοῦμε τήν ἀντιπάθεια μόνο ἀπό ψυχολογικῆς
πλευρᾶς, ἐξισώνεται ἡ ἀντιπάθεια μέ τήν σαρκική ὁμοφυλοφιλική σχέση;
Ἐκτός αὐτοῦ ὅμως τί θά πεῖ ¨ἐπιστημονικά προβληματικό¨; ἡ ἐπιστήμη δέν
εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ; Μᾶς βολεύει μήπως ἡ τεχνητή διαίρεση καί
κατασκευασμένη τάχα διαμάχη θεολογίας-ἐπιστήμης, γιά νά δικαιολογοῦμε
διαστροφές;
Ὕστερα
στή σελ. 25 σημειώνει: «...δέν εἶναι ἐφικτό νά διαχωρίζεται ριζικά ὁ
ἀνδρικός ἀπό τόν γυναικεῖο ἐγκέφαλο· στατιστικά ὑπάρχουν διαφορές ».
Ὁ καθηγητής ὅμως Νευρολογίας τοῦ ΑΠΘ Σταῦρος Μπαλογιάννης, καθόλου
τυχαῖος ἐπιστήμων, ἄλλα διδάσκει. Στό πλαίσιο Ἡμερίδας μέ θέμα
«Ταυτότητα φύλου – Μία διεπιστημονική προσέγγιση» πού ἔγινε στό Πολεμικό
Μουσεῖο τήν Κυριακή, 28 Μαΐου 2017, εἶπε: « Άρα ο εγκέφαλος είναι ο
κύριος αρμοστής όλων των χαρακτήρων, των χαρακτηριστικών στοιχείων ενός
φύλου. Ο ανθρώπινος εγκέφαλος του ανδρός διαμορφώνει όλα τα
χαρακτηριστικά της ανδρικής προσωπικότητος και όλα τα μορφολογικά
στοιχεία του ανδρικού φύλου, της γυναικός αντιστοίχως της γυναικείας
προσωπικότητος και τα μορφολογικά στοιχεία του γυναικείου φύλου...».
Ποιός ἔχει τήν ἀλήθεια;
Τί
θά πεῖ ἐπίσης στατιστικά; θά πεῖ ἐξωτερικά καί ὄχι κατ᾿ οὐσίαν; διότι
ἄν ὑπάρχουν διαφορές κατ’οὐσίαν, τότε αὐτό ἔρχεται σέ ἀντίθεση μέ τήν
προηγούμενη πρόταση ¨δέν διαχωρίζεται ριζικά¨, ἀφοῦ ¨ριζικά¨ θά πεῖ κατ
οὐσίαν. Ἄλλη μιά ἑπομένως δεύτερη ἀντίφαση.
Μετά
ὁ συγγραφέας παίρνει θέση καί γιά τή σχέση τῶν ὁμοφυλοφίλων μέ τά
παιδιά ἤ καί ἐνδεχομένως γιά τήν ἀναδοχή παιδιῶν ἀπό αὐτούς: «...(τά
παιδιά) θά μποροῦσαν νά διαφθαροῦν μέσω τῆς μίμησης. Ἐνῶ πράγματι
χρειάζεται νά ὑπάρξει φροντίδα τῶν παιδιῶν (ὑπό τήν ἔννοια τῆς
κατάλληλης διαφώτισης καί τῆς ὀρθῆς τοποθέτησης τῶν ἐννοιῶν στό μυαλό
τους), ἡ ἐμπειρία δέν δείχνει ὅτι κινδυνεύουν νά υἱοθετήσουν διαφορετικό
σεξουαλικό προσανατολισμό, ἄν συναναστραφοῦν ὁμοφυλόφιλους ἤ ἄν
μαθαίνουν εἰδήσεις πού ἀναδεικνύουν τήν ὁμοφυλοφιλία)» (σελ. 31).
Καί πάλι παρατηρεῖ κανείς τρίτη ἀντίφαση: Ἀφοῦ δέν ὑπάρχει κίνδυνος
ἀλλαγῆς σεξουαλικοῦ προσανατολισμοῦ, γιατί νά γίνεται κατάλληλη
διαφώτιση; Καί γιά ποιά διαφθορά μιλᾶ ὁ συγγραφέας ἀφοῦ ἀπό ψυχιατρικῆς
τουλάχιστον πλευρᾶς δέν τήν θεωρεῖ ὡς τέτοια τήν ὁμοφυλοφιλία; Ἐμεῖς θά
λέγαμε τό τοῦ σοφοῦ λαοῦ ¨φύλαγε τά ροῦχα σου γιά νά ΄χεις τά μισά¨ καί
¨Μ’ὅποιον δάσκαλο καθίσεις τέτοια γράμματα θά μάθεις¨ .
Στή
σελ. 35 διδάσκει: «...νά μήν ἐμπιστεύεται (κανείς) καφενειακοῦ τύπου
συζητήσεις ὅπου κυριαρχοῦν οἱ ¨ξερόλες¨...καθένας ἔχει τίς ἀπόψεις του
καί τούς μύθους του, μέχρι νά συμβεῖ αὐτό στό παιδί του ἤ σέ ἄλλο
κοντινό του πρόσωπο...»
Ποιός
θά βάλει τά κριτήρια διακρίσεως συζητήσεων; Ἀλήθεια, τί γνώμη θά εἶχε ὁ
συγγραφέας γιά κάποιον πού θά διεπίστωνε πώς πάσχει ὁ πατέρας του ἤ τό
παιδί του ἀπό τό πάθος τῆς ὁμοφυλοφιλίας; τί θά ἔκανε; Θά χάϊδευε ἐξίσου
τήν συγκεκριμένη διαστροφή καί θά συνέχιζε νά φιλοσοφεῖ τεχνηέντως ἤ
σάν ἱερέας θά γινόταν, σάν καλός γιατρός, ἐπιθετικός πρός τό πάθος,
εὐεργέτης ὅμως πρός τόν ἄνθρωπο πού θά ζητοῦσε τή βοήθειά του; δέν θά
τόν βοηθοῦσε νά καταλάβει τήν σοβαρότητα τῆς ἁμαρτίας τῶν συγγενῶν του,
τέτοιου μεγέθους, πού χάνει κανείς καί τόν Παράδεισο;
Στή
σελ. 38 μέ τά γραφόμενά του προκαλεῖ ἄλλα προβλήματα: «...ὅσο αὐτές
(οἱ φανερές ἐρωτικές σχέσεις) ἐπιτρέπονται ἐκ μέρους τῆς κοινωνίας,
τόσο μειώνονται καί τά κρούσματα παραβατικότητας».
Νά
συμβεῖ δηλ. κάτι ἀνάλογο μέ τήν ἐλεύθερη διακίνηση καννάβεως ἤ καί
ἡρωΐνης ἀργότερα, διότι ἔτσι θά μειωθεῖ τό ποσοστό τῶν ναρκομανῶν;
Καί ἀκόμη ἀναρωτιόμαστε: ἡ ἀποποινικοποίηση τῶν ἐκτρώσεων μείωσε τό ποσοστό τους;
Μέ
αὐτήν τή λογική ὄχι μόνο ὁδηγούμαστε στήν παράνοια ἀλλά καί στήν
ἀποποινικοποίηση καί τοῦ ἴδιου τοῦ φόνου μέ σκοπό τή μείωση τῶν φόνων. Ὦ
τοῦ παραλόγου!
Ἀλλά καί κάτι ἄλλο: Παραδέχεται τελικά ὁ συγγραφέας ἄθελά του ὡς παραβατική συμπεριφορά τήν ὁμοφυλοφιλία;
Στή
σελ. 39 περνᾶ σέ ἄλλη ἐλευθεριάζουσα στάση: « Ἄν κυριαρχήσει ἡ λογική
ἑνός χριστιανικοῦ κράτους...τότε δημόσιες συμπεριφορές ὁμοφυλόφιλης
τρυφερότητας δέν μποροῦν νά γίνουν ἀνεκτές, ἴσως μάλιστα νά θεωρηθοῦν
καί ποινικό ἀδίκημα. Τέτοιες στάσεις ἀπέχουν ἐλάχιστα ἀπό τή θεοκρατία
».
Λυπᾶται
ὁ συγγραφέας γιά τήν κατάντια τοῦ ἑλληνορθόδοξου λαοῦ μας πού ζεῖ κατ΄
αὐτόν, τήν ἐποχή τῆς θεοκρατικῆς λογικῆς. (Βυζάντιο). Λυπᾶμαι καί ἐγώ
πού ἕνας ἱερέας λέει τέτοια πράγματα ...
Καί
ἡ ὑπερευαισθησία τοῦ συγγραφέα ἐκτινάσσεται στή σελ. 40: «τό βρίσκω
ἀπάνθρωπο καί σκληρό ...νά μήν κρατοῦν ὁ ἕνας τόν ἄλλο (ἡ μία τήν ἄλλη)
ἀπό τό χέρι δημόσια ἤ νά μήν ἀγκαλιάζονται σέ κοινή θέα...».
Τό
βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως! Πρόκειται γιά μιά ἐκκοσμικευμένη ἀνθρωπολογία,
ἀποξενωμένη ἀπό τό φῶς τῆς θεογνωσίας. Εἶναι δυνατόν νά λέει τέτοιες
βλασφημίες καί ἀνερυθρίαστα, ἕνας λειτουργός τοῦ Ὑψίστου, ἀντί νά κλαίει
καί νά προσεύχεται ἰδιαιτέρως γιά αὐτούς τούς ἀνθρώπους; Τί θά πεῖ ἐν
προκειμένῳ ἀργότερα γιά τούς κτηνοβάτες χάριν τῆς δημοκρατίας καί τῆς
ἐλευθερίας ἐπιλογῆς;
Ὁ
συγγραφέας χρησιμοποιεῖ τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ στή σελ. 41: «Σίγουρα
ὁρισμένοι ἄθεοι γύρω μας ἐνοχλοῦνται ὅταν κάνουμε δημόσια τόν σταυρό
μας, ἀπαιτοῦμε ὅμως νά τό σέβονται καί νά μήν ἀντιδροῦν» ὡς παράδειγμα
ἀνοχῆς τῶν δημοσίων ἐρωτικῶν συμπτύξεων ὁμοφυλοφίλων. Δέν ξέρει πώς οἱ
δαίμονες φρίττουν καί τρέμουν ἐνώπιον τοῦ σταυροῦ; Ἀντίθετα χαίρονται μέ
τή δημόσια ἀναίσχυντη συμπεριφορά τῶν ὁμοφυλοφίλων.
Στή
σελ. 45 ἔμμεσα ἀπειλεῖ: «...βλέπουμε κράτη στά ὁποῖα τιμωροῦνται
κληρικοί οἱ ὁποῖοι κηρύττουν πώς ἡ ὁμοφυλοφιλία εἶναι ἀσύμβατη μέ τό
θέλημα τοῦ Θεοῦ καί τήν Ἁγία Γραφή...Δυστυχῶς εἶναι πολύ πιθανό νά
φθάσουν καί στήν πατρίδα μας αὐτά τά φαινόμενα».
Δηλ.
μᾶς τρομοκρατεῖ ὁ συγγραφέας μέ τήν ἀπειλή τιμωρίας ὥστε ἐμεῖς οἱ
κληρικοί νά μήν κηρύττουμε πώς ἡ ὁμοφυλοφιλία εἶναι ἀσύμβατη μέ τό
θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καί τότε τί ἔχει νά πεῖ γιά τό Α΄Κορινθ. στ΄, 9-10
(...οὔτε πόρνοι οὔτε εἰδωλολάτραι οὔτε μοιχοί οὔτε μαλακοί οὔτε
ἀρσενοκοῖται οὔτε πλεονέκται οὔτε κλέπται οὔτε μέθυσοι, οὐ λοίδοροι, οὐχ
ἅρπαγες βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι) καί 18-19 (¨φεύγετε τήν
πορνείαν . πᾶν ἁμἀρτημα ὅ ἐάν ποιήσῃ ἄνθρωπος ἐκτός τοῦ σώματος ἐστιν, ὁ
δέ πορνεύων εἰς τό ἴδιον σῶμα ἁμαρτάνει. ἤ οὐκ οἴδατε ὅτι τό σῶμα ὑμῶν
ναός τοῦ ἐν ὑμῖν Ἁγίου Πνεύματός ἐστιν, οὗ ἔχετε ἀπό θεοῦ , καί οὐκ ἐστέ
ἑαυτῶν;¨) καί γιά τό Ρωμ. α΄24-32; (Διὸ καὶ παρέδωκεν αὐτοὺς ὁ Θεὸς ἐν
ταῖς ἐπιθυμίαις τῶν καρδιῶν αὐτῶν εἰς ἀκαθαρσίαν τοῦ ἀτιμάζεσθαι τὰ
σώματα αὐτῶν ἐν αὐτοῖς, οἵτινες μετήλλαξαν τὴν ἀλήθειαν τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ
ψεύδει, καὶ ἐσεβάσθησαν καὶ ἐλάτρευσαν τῇ κτίσει παρὰ τὸν κτίσαντα, ὅς
ἐστιν εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας· ἀμήν. Διὰ τοῦτο παρέδωκεν αὐτοὺς ὁ Θεὸς
εἰς πάθη ἀτιμίας. αἵ τε γὰρ θήλειαι αὐτῶν μετήλλαξαν τὴν φυσικὴν χρῆσιν
εἰς τὴν παρὰ φύσιν,ὁμοίως δὲ καὶ οἱ ἄρσενες ἀφέντες τὴν φυσικὴν χρῆσιν
τῆς θηλείας ἐξεκαύθησαν ἐν τῇ ὀρέξει αὐτῶν εἰς ἀλλήλους, ἄρσενες ἐν
ἄρσεσι τὴν ἀσχημοσύνην κατεργαζόμενοι καὶ τὴν ἀντιμισθίαν ἣν ἔδει τῆς
πλάνης αὐτῶν ἐν ἑαυτοῖς ἀπολαμβάνοντες. Καὶ καθὼς οὐκ ἐδοκίμασαν τὸν
Θεὸν ἔχειν ἐν ἐπιγνώσει, παρέδωκεν αὐτοὺς ὁ Θεὸς εἰς ἀδόκιμον νοῦν,
ποιεῖν τὰ μὴ καθήκοντα, πεπληρωμένους πάσῃ ἀδικίᾳ, πορνείᾳ, πονηρίᾳ,
πλεονεξία, κακίᾳ, μεστοὺς φθόνου, φόνου, ἔριδος, δόλου κακοηθείας,
ψιθυριστάς, καταλάλους, θεοστυγεῖς, ὑβριστάς, ὑπερηφάνους, ἀλαζόνας,
ἐφευρετὰς κακῶν, γονεῦσιν ἀπειθεῖς, ἀσυνέτους, ἀσυνθέτους, ἀστόργους,
ἀσπόνδους, ἀνελεήμονας·οἵτινες τὸ δικαίωμα τοῦ Θεοῦ ἐπιγνόντες, ὅτι οἱ
τὰ τοιαῦτα πράσσοντες ἄξιοι θανάτου εἰσίν, οὐ μόνον αὐτὰ ποιοῦσιν, ἀλλὰ
καὶ συνευδοκοῦσι τοῖς πράσσουσι).
Στή
σελ. 49 χρησιμοποιεῖ τόν σκόπιμο διαχωρισμό θρησκείας-ἐπιστήμης: «Γιά
τή διαστροφή εἶναι ἁρμόδια ἡ ψυχιατρική, γιά τά πάθη ἁρμόδια εἶναι ἡ
θεολογία».
Δέν
ἀποτελεῖ πάθος ἡ ἴδια ἡ ἐμμονή στή διαστροφή; Ἡ κάθε διαστροφή
θεραπεύεται ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί τίς πρεσβεῖες τῶν ἁγίων. Ὁ
διαχωρισμός πάθους καί διαστροφῆς ἀποτελεῖ μία κατασκευασμένη διαίρεση. Ἡ
διαστροφή εἶναι ἕνα ἀκραῖο πάθος. Τό ἀποδεικνύει ὁ Ἀπόστολος ὅταν
γράφει: ¨γι΄ αὐτό τούς παρέδωσε [τούς ὁμοφυλόφιλους] ὁ Θεός σέ πάθη
ἀτιμωτικά γιατί καί οἱ γυναῖκες τους ἀντήλλαξαν τή φυσική χρήση μέ τήν
ἀφύσικη¨ ὁμοίως καί οἱ ἄντρες ἀφοῦ ἄφησαν τή φυσική χρήση τῆς γυναίκας
ἄναψαν ἀπό τίς ὀρέξεις τους μεταξύ τους ὥστε νά ἀσελγοῦν ἄντρες μέ
ἄντρες μεταξύ τους¨. (Ρωμ. α΄26-27).
Στή
σελ. 50 ὑπογραμμίζει τήν αὐτονομία τῆς ὁμοφυλοφιλίας ἔναντι τῶν
ὑπολοίπων παθῶν: «...δέν ὑπάρχουν πάθη πού συνδέονται μέ τήν
ὁμοφυλοφιλία καθεαυτήν, ὅπως συμβαίνει μέ τά ὑπόλοιπα πάθη».
Δηλ.
ἡ ἡδονοβλεψία δέν μπορεῖ νά συνδέεται μέ τήν ὁμοφυλοφιλία; ἡ
φιλαργυρία ἤ καί ἡ κλοπή δέν ἀποτελεῖ πολλάκις σκοπό ἤ αἰτία ἐρωτικῶν
ὁμοφυλοφιλικῶν σχέσεων; ἡ ἀνάδειξη σέ ἀνώτερη θέση (φιλοδοξία) δέν
ἀποτελεῖ δυστυχῶς ἐπίσης πολλές φορές αἰτία τέτοιων σχέσεων;
Διακαής
πόθος τοῦ συγγραφέα ὅπως διαφαίνεται στή σελ. 51: «...ὁ γονέας δέν θά
δεῖ τό παιδί του ὡς διεφθαρμένο, ὁ ποιμένας δέν θά πασχίζει νά διορθώσει
τόν σεξουαλικό προσανατολισμό μέ νηστεῖες καί μετάνοιες. Καί φυσικά δέν
θά ἀπειλεῖ μέ κόλαση...» εἶναι νά ἐπικρατήσει διαστροφή καί στήν
Ἐκκλησία, ἐπιτέλους! Πιστεύει ἄραγε στήν αἰώνια κόλαση ὡς τόπο γέεννας
τοῦ πυρός;
Σνομπάρει τίς νηστεῖες καί τίς μετάνοιες ὡς θεραπευτικό μέσο; δέν
γνωρίζει τί λέει ὁ Χριστός καί οἱ ἅγιοι; ¨Τοῦτο τό γένος οὐκ ἐκπορεύεται
εἰ μή ἐν προσευχῇ καί νηστείᾳ¨. ¨Μετανοεῖτε, ἤγγικε γάρ ἡ Βασιλεία τῶν
Οὐρανῶν¨. Σέ ἄλλο σημεῖο θά ἀναφερθοῦμε, ἄν ἔχει νά κάνει ἤ ὄχι μέ
δαίμονα τό πάθος τῆς ὁμοφυλοφιλίας.
Τό
ἀποκορύφωμα τῆς βλασφημίας πού ἀγγίζει τήν αἵρεση διαπιστώνεται στή
σελ. 52: «Καί οἱ συγγραφεῖς τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἶναι παιδιά τῆς ἐποχῆς
τους».
Ὁ συγγραφέας θά μᾶς διδάξει ἄλλη θεολογία; Τό ¨πᾶσα γραφή θεόπνευστος
καί ὠφέλιμος πρός διδασκαλίαν, πρός ἔλεγχον, πρός ἐπανόρθωσιν, πρός
παιδείαν...ἵνα ἄρτιος ᾖ ὁ τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος...¨ (Β΄Τιμ. γ, 16-17) δέν
τοῦ λέει τίποτε;
Στή
σελ. 53 ἀμέσως μετά, βγάζει καί τό ψαγμένο συμπέρασμα: «...μετά ἀπό
συστηματική πολυετῆ μελέτη τῶν βιβλικῶν καί πατερικῶν χωρίων περί τῆς
ὁμοφυλοφιλίας... δέν μπορεῖ νά τεκμηριωθεῖ θεολογική ἀπόρριψη τῆς
ὁμοφυλοφιλίας πάνω σέ αὐτά».
Δέν ἀπάντησε ὅμως κάτι στήν κραταιή κριτική πού τοῦ ἔχει κάνει ὁ π.
Ἰωάννης Φωτόπουλος στό ἐπαίσχυντο βιβλίο ¨ΕΛΞΗ ΚΑΙ ΠΑΘΟΣ¨. Ὁ π. Ἰωάννης
ἔχει κάνει μία ἰδιαίτερη ἀναφορά μέ θέμα: ¨Οἱ Ἅγιοι Πατέρες γιά τήν
ὁμοφυλοφιλία καί τήν ἐν Χριστῷ θεραπεία της¨, γιά ὅσους θέλουν νά μάθουν
τήν ἀπόλυτη καταδίκη τῆς ὁμοφυλοφιλίας ἀπό τούς ἁγίους μας.
Ἀξίζει
νά ἐπισημάνουμε καί τό ἑξῆς: Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης στά
προλεγόμενα τοῦ πεζοῦ Κανόνα τῆς τοῦ Χριστοῦ Γεννήσεως, Ἑορτοδρόμιο
(τόμος Α’, σελ. 145), ἀναφέρει: «Τρίτον δέ καί τελευταῖον θαῦμα
ἠκολούθησεν ἐν τῇ Χριστοῦ Γεννήσει λέγει γάρ ἕνας Διδάσκαλος, ὅτι τήν
νύχτα ἐκείνην, κατά τήν ὁποία ἐγεννήθη ὁ Δεσπότης Χριστός, ἔστειλε
πρῶτον ἕναν Ἄγγελον καί ἐθανάτωσεν ὅλους τούς ἀρσενοκοίτας, ὅπου ἦσαν
εἰς τόν Κόσμον, καί ἔπειτα ἐγεννήθη, διά νά μή εὑρεθῇ τότε εἰς τήν γῆν
μία τοιαύτη Θεομίσητος ἁμαρτία (παρά Ἱερωνύμῳ)».
Γιατί ὅμως δέν μεταπείθεται ὁ συγγραφέας; Δέν τόν ἐλέγχει ἡ σύνολη θέση
τῆς Ἐκκλησίας; Ὅσοι τόλμησαν νά ἀμφισβητήσουν ἁγίους ἤ τρελάθηκαν ἤ
ἔγιναν αἱρετικοί.
Στή
σελ. 54 μάλιστα ἀκυρώνει καί τήν εὐαγγελική ἐπί τοῦ προκειμένου ἀλήθεια
αἰτίας-ἀποτελέσματος: «...νά ἐγκαταλείψουμε τά στερεότυπα. Ἡ αὐτόματη
σύνδεση τῶν Σοδόμων μέ τήν ὁμοφυλοφιλία ἔχει δημιουργήσει τήν διάχυτη
ἐντύπωση ὅτι τιμωρήθηκαν γι αὐτό ἀκριβῶς».
Καί
πάλι ὁ π. Ἰωάννης Φωτόπουλος στήν προαναφερθεῖσα κριτική, πού ὑπάρχει
στό διαδίκτυο, ἀπέδειξε βάσει τῆς ἴδιας τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἀλλά καί
σύμφωνα μέ ἁγίους, ἀκριβῶς τό ἀντίθετο. Ὅτι βεβαίως καί αἰτία τῆς
καταστροφῆς τῶν Σοδόμων ἦταν ἡ ὁμοφυλοφιλία. Νά μή γράφω τά ἴδια. Καί
παρά ταῦτα ὁ συγγραφέας δέν τά ἀνήρεσε. Μήπως δέν πρόλαβε νά τά διαβάσει
πρίν γράψει τό καινούργιο του βιβλίο;
Ἀλήθεια, στήν κατασκευή μίας οἰκοδομῆς ἤ στήν τέλεση μίας ἐγχειρίσεως
δέν ὑπάρχουν κάποιες σταθερές οἱ ὁποῖες ἀπαραιτήτως πρέπει νά τηρηθοῦν;
Γιατί τόση ἀγκύλωση ἀπέναντι στή μόνιμη σταθερή καί διαχρονική
διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας;
Χωρίς
νά τό θέλει στή σελ. 55: «ἡ ἐμμονή μέ τό σεξουαλικό μᾶς ἔχει κάνει νά
παραμένουμε ἀφύλακτοι ἀπέναντι σέ ἄλλα πάθη», ἐμμέσως ὁ συγγραφέας
ἀναγνωρίζει τήν ὁμοφυλοφιλία ὡς πάθος ἀφοῦ τή συγκρίνει μέ ἄλλα πάθη.
(φιλαργυρία, μνησικακία, ὑπερηφάνεια... στά ὁποῖα ἀναφέρεται στή σελ. 57
ὁ συγγραφέας). Τό χωρίο Α΄Κορ. στ΄, 18-19 ξεκαθαρίζει τά πράματα,
δίνοντας τήν πρωτιά στά πάθη τῆς σάρκας. Λέει ὅτι αὐτός πού πορνεύει στό
σῶμα του διαπράττει βαρύτερη ἁμαρτία ἐπειδή τό σῶμα μας εἶναι Ναός τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος. Ἄρα τά σαρκικά πάθη εἶναι πιό δυσκάθεκτα καί
ἀγωνιζόμαστε ἐναντίον τους χωρίς νά παραλείπουμε τόν ἀγώνα καί κατά τῶν
ὑπολοίπων παθῶν.
Εἶναι
δυνατόν κατόπιν νά γράφει σελ. 56: «Στά περισσότερα βιβλικά χωρία, ἡ
ὁμοφυλοφιλία καταδικάζεται χωρίς κάποιο σκεπτικό...δέν συνοδεύεται ἡ
ἀπόρριψη ἀπό κάποια ἀνάλυση...»;
Δέν
λέει μέσα στό Εὐαγγέλιο ὅτι ἄν καταγράφονταν ὅλα ὅσα ἔκανε καί ἔλεγε ὁ
Χριστός δέν θά ἔφθανε ὅλο τό μελάνι τοῦ κόσμου; Ὡστόσο ὅμως καί μόνο πού
λέει κάτι ἡ Ἁγία Γραφή, ἀκόμη καί χωρίς ἀνάλυση, θά ἔπρεπε νά μᾶς
ἀρκεῖ. Π. χ. πόση ἀνάλυση κάνει γιά τίς δέκα ἐντολές; Προβληματιζόμαστε
μήπως καί γι΄ αὐτές; Γιατί γι΄ αὐτές δέν θέλουμε περισσότερη ἀνάλυση;
Ἀλλά κι΄ ἄν εἴχαμε περισσότερη, θά μέναμε ἱκανοποιημένοι; Ἤ καί πάλι θά
λέγαμε ¨οἱ συγγραφεῖς τῆς Ἁγίας Γραφῆς δέν καταλαβαίνουν, γιατί εἶναι
παιδιά τῆς ἐποχῆς τους¨; (σελ. 52). (τέταρτη ἀντίφαση) Ἐκτός αὐτοῦ, γιά
νά γίνουν κατανοητά τά τῆς Ἁγίας Γραφῆς πρέπει νά ὑπάρχει φωτισμός τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος. Εὔχεται μυστικῶς ὁ ἱερέας στή θεία Λειτουργία ¨Ἔλλαμψον
ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν, φιλάνθρωπε Δέσποτα, τὸ τῆς σῆς θεογνωσίας
ἀκήρατον φῶς καὶ τοὺς τῆς διανοίας ἡμῶν διάνοιξον ὀφθαλμοὺς εἰς τὴν τῶν
εὐαγγελικῶν σου κηρυγμάτων κατανόησιν. Ἔνθες ἡμῖν καὶ τὸν τῶν μακαρίων
σου ἐντολῶν φόβον, ἵνα τὰς σαρκικὰς ἐπιθυμίας πάσας καταπατήσαντες
πνευματικὴν πολιτείαν μετέλθωμεν, πάντα τὰ πρὸς εὐαρέστησιν τὴν σὴν καὶ
φρονοῦντες καὶ πράττοντες. Σὺ γὰρ εἶ ὁ φωτισμὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν
σωμάτων ἡμῶν, Χριστὲ ὁ Θεός¨.
Ὑπάρχουν
προϋποθέσεις γιά τόν φωτισμό καί τήν κατανόηση: Καταπάτηση σαρκικῶν
παθῶν καί ἀναγνώριση τοῦ Χριστοῦ ὡς τοῦ ὄντως φωτισμοῦ. Ὁ νοῶν νοείτω.
Σύμφωνα
μέ τόν συγγραφέα ἔπρεπε ἐπιτέλους νά φθάσουμε στήν ἐποχή τοῦ ἁγίου
Μαξίμου (6ος αἰ μ. Χ.) γιά νά ἀποδεχθοῦμε ἐκκλησιολογικά μοναδικά τόν
ἑτεροφυλόφιλο γάμο, ἀλλά καί πάλι ἐνδεχομένως. Λέει πιό συγκεκριμένα στή
σελ. 60: «μέ τήν ἐπίκληση τῆς θεολογικῆς θέσης τοῦ ἁγίου Μαξίμου
δικαιώνεται ὡς ἡ μόνη ἀποδεκτή ἐκκλησιολογικά θέση ἡ ἑτεροφυλόφιλη
ἕνωση...Δέν διεκδικῶ ἀλάθητο...ὁ χρόνος ...θά καταδείξει τήν ἀλήθεια ἤ
τό λάθος αὐτῆς τῆς πρότασης». Μέχρι τότε δηλαδή ¨παιζόταν¨;
Πῶς καί δέν εἶναι παιδί τῆς ἐποχῆς του καί ὁ ἅγιος Μάξιμος; Ὁ χρόνος θά
καταδείξει ἐνδεχομένως κάποτε ὅτι ἔκανε λάθος; Ἄρα κι΄ ὁ ἴδιος ὁ Θεός
πού δημιούργησε ἕναν ἄνδρα τόν Ἀδάμ καί μιά γυναίκα τήν Εὔα. Ἀλλά καί ὁ
Χριστός πού εὐλόγησε τόν γάμο ἑνός ἀνδρός καί μίας γυναικός.
Ξεκάθαρη
ὑπό τοῦ συγγραφέως ἡ περιφρόνηση ἤ σχετικοποίηση τῆς Ἁγίας Γραφῆς...σέ
συνδυασμό καί μέ σελ. 52: «Ἡ Ἁγία Γραφή συνετέθη μέσα σέ συγκεκριμένα
ἱστορικά καί πολιτισμικά πλαίσια». Καί ἀπό τήν ἄλλη πέφτει πάλι σέ νέα
πέμπτη ἀντίφαση στή σελ.61: «δέν δέχομαι νά κατηγοροῦμαι ὡς περιφρονητής
τῆς Ἁγίας Γραφῆς», ἐφ ‘ὅσον ἀπό μόνος του αὐτό λέει. Οὔτε κἄν
προκύπτει.
Ὕστερα
δικαιολογεῖ τά ἀδικαιολόγητα. σελ. 61: «Ἡ ἀνάδυση τῆς ὁμοφυλόφιλης
ἕλξης στούς ἀνθρώπους δέν ἀποτελεῖ καρπό τῆς δικῆς τους ἁμαρτίας, οὔτε
διάσταση τῆς ἀποστασίας τους. Φυσικά συνιστᾶ μία ἀπό τίς πολλές πτυχές
τῆς γενικῆς φθορᾶς τῆς ἀνθρώπινης φύσης».
Μέ
αὐτό τό σκεπτικό δικαιολογοῦνται καί οἱ παιδεραστές καί οἱ κτηνοβάτες
καθ᾿ ὅτι δέν ἀποτελεῖ τό πάθος τους καρπό δικῆς τους ἁμαρτίας οὔτε
διάσταση τῆς ἀποστασίας τους. Ἁπλῶς, ἔτσι πολύ ἁπλῶς, συνιστᾶ τό πάθος
τους μία πτυχή τῆς φθορᾶς τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, καί πᾶμε παρακάτω. Ἤ
κατάλαβα λάθος; Εἴμαστε τελικά ἄβουλα ἐξαρτημένα ὄντα;
Κατόπιν
ἀπαλλάσσει τήν ὁμοφυλοφιλία ἀπό κάθε δαιμονική ἐπίδραση. Λέει στή σελ.
62: «Ὅσο ἡ ὁμοφυλοφιλία ἀλλά καί τά προβλήματα ταυτότητας φύλου,
ἀποδίδονται στόν διάβολο, ἡ νηφάλια προσέγγιση καί κατανόηση τῶν
ἀνθρώπων αὐτῶν θά εἶναι ἀνέφικτη».
Ἡ
μεγαλύτερη ἐπιτυχία τοῦ ἐχθροῦ σέ ἕναν πόλεμο εἶναι νά σέ κάνει νά
πιστέψεις πώς δέν ὑπάρχει. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἐξάλλου
ἰσχυρίζεται γιά τούς ὁμοφυλόφιλους: «τό δόγμα (=ἡ πίστη, ἡ ἰδεολογία)
αὐτοῖς σατανικόν ἐστι, ἀλλά καί ὁ βίος δαιμονικός». Ὁ συγγραφέας λοιπόν
ἄς καταλάβει ταπεινά, ὅτι τότε καί μόνο τότε θά προσεγγίσει καί
κατανοήσει τούς ὁμοφυλόφιλους, ὅταν τούς ἀντιμετωπίσει ὡς θύματα
δαιμονικῶν ἐπιδράσεων, πού χρήζουν εἰδικῆς πνευματικῆς θεραπείας πού
περιλαμβάνει ἰδιαίτερη συστηματική νηστεία καί προσευχή, μετά δακρύων
μετάνοια καί ἐξομολόγηση, μελέτη Ἁγίας Γραφῆς καί τακτικό ἐκκλησιασμό.
Ἀλλά καί ἄλλοι ἅγιοι ὅπως ὁ ἅγιος Παΐσιος βεβαίως καί τήν καταχωρίζει
τήν ὁμοφυλοφιλία στά πάθη, μιλώντας γιά ταγκαλάκια πού τήν ὑποκινοῦν.
Καί ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης διασαφηνίζει ὅτι κάθε πάθος κρύβει
ἕναν δαίμονα πού τό κινεῖ. Ὅλους αὐτούς νά τούς ἀπορρίψουμε καί νά
ἀκούσουμε τόν συγγραφέα;
Πρός
ἐπίρρωση τῶν θέσεών του ἑρμηνεύει αὐθαίρετα καί τά περί θεραπειῶν τῆς
Ἁγίας Γραφῆς ἐπισημαίνοντας στή σελ. 62-63: «στήν Ἁγία Γραφή οἱ
σωματικές ἀρρώστιες ἀποδίδονται σέ πονηρά πνεύματα... ἐστεροῦντο
ἐπιστημονικῶν γνώσεων».
Ἄλαλος,
κουφός καί συγκύπτων μπορεῖ νά εἶναι κάποιος μέ τήν βιολογική ἔννοια
τῆς σωματικῆς ἀσθενείας, ἀλλά μπορεῖ νά γίνει κάποιος καί ἐξαιτίας θείας
παραχωρήσεως ἤ δαιμονικῆς ἐπιδράσεως. Γιατί ὅλα νά ἐξηγοῦνται
ἐπιστημονικῶς; Τό Εὐαγγέλιο τοῦ ἰατροῦ καί εὐαγγελιστῆ Λουκᾶ ἔχει πολλές
ἀναφορές σέ πνεύματα πίσω ἀπό ἀσθένειες. Ἐκεῖ ὁ Χριστός θεραπεύει καί
διά τῆς ἀπομάκρυνσης τοῦ δαιμονίου.
Στή
σελ. 64 ἀπολυτοποιεῖ τήν ὅποια γνώση· «...ἄν κάποιος ἀρνεῖται νά μάθει
προκειμένου νά μή ζημιωθεῖ ἡ σχέση του μέ τόν Θεό, τότε αὐτή ἡ πίστη του
εἶναι εὔθραυστη...».
Καί
ἡ Εὔα ὅμως γνώρισε τόν πειρασμό, ἀλλά βγῆκε ἀπ’τόν Παράδεισο καί ὄχι
μόνο. Ἄν εἶχε τόν καλό φόβο τῆς ὑπακοῆς στόν Θεό, δέν θά ζημιωνόταν ἡ
σχέση της μέ Αὐτόν. Χρειάζεται διάκριση ἀκόμη καί στή γνώση. Δέν ὠφελεῖ
πάντα.
Ὑπερνικώντας
κάθε κόμπλεξ παρατηρεῖ στή σελ. 64: « Ὅσο καλύτερα τή γνωρίσουμε (τήν
ὁμοφυλοφιλία) τόσο πιό ἱκανοποιητικά θά ὑπηρετήσουμε τήν ἐναρμόνισή της
μέ τήν ἐν Χριστῷ ζωή».
Βεβαίως
καί τήν γνωρίζουμε βάσει τῶν ὅσων μᾶς ἔχουν πεῖ οἱ ἅγιοί μας. Ἑπομένως
ἀφοῦ συλλήβδην καταδικάζεται, πῶς νά ἐναρμονισθεῖ μέ τήν ἐν Χριστῷ ζωή;
Δέν ἐναρμονίζεται ποτέ ὁ λύκος μέ τό πρόβατο.
Ἀλίμονο,
στή σελ. 65 ἀναδύονται πάλι ἀπό πλευρᾶς τοῦ συγγραφέα ἀρρωστημένες
ἀδιακαιολόγητες φοβίες συγκεκριμένων μόνο παρατάξεων. «γίνονται ἔξαλλοι
μέ τήν ὁμοφυλοφιλία ...ἐθνικιστές καί ἀκροδεξιές τάσεις...δύσκαμπτες
ἀπόψεις. Εἶναι συγκεκριμένο τό ψυχολογικό προφίλ τῶν ὁμοφοβικῶν...ἐντός
τῆς Ἐκκλησίας σέ μεγαλύτερο βαθμό...».
Ἐδῶ
κι’ἄν ἔχει μπερδέψει ὁ συγγραφέας τούς πάντες καί τά πάντα. Γιά νά μή
μᾶς ποῦν ἐνδεχομένως χρυσαυγῖτες νά ὑπερασπιζόμαστε τήν ὁμοφυλοφιλία. Ἔ
μή χειρότερα. Ὁ Μάρξ & μέ τόν Ἔνγκελς - οἱ θεωρητικοί - καί ἀργότερα
ὁ Λένιν καί οἱ ὅμοιοί του δέν εἶχαν ΘΕΜΑ μέ τήν ὁμοφυλοφιλία; Λέξη
καραμέλα: ¨ὁμοφοβικός¨. Ἄν κάποιος θεωρεῖται ὁμοφοβικός ἐπειδή
ἀπεχθάνεται τό βδέλυγμα τῆς ὁμοφυλοφιλίας, τότε ὅλοι οἱ ἅγιοι εἶναι
ὁμοφοβικοί; γιατί νά μή θεωρεῖται ἑτεροφοβικός κι’ ὁ ὁμοφυλόφιλος; Δέν
θά παίξουμε ἄλλο μέ τίς λέξεις. Οὔτε εἶναι σωστό νά τούς βάζουμε ὅλους
στό ἴδιο σακί.
Στή
συνέχεια ὀ συγγραφέας λέει στή σελ. 68: «...βρίσκω πολύ ἐνδιαφέρον νά
διερευνηθεῖ ...ἄν κάποιοι καταφεύγουν περισσότερο στήν πίστη καί στήν
προσευχή, ὅταν βλέπουν μέσα τους νά ἀναδύεται ἡ ὁμοφυλόφιλη ἕλξη...ἡ
θρησκευτικότητα τῶν ὁμοφυλοφίλων δέν ἔχει τύχει ἀκόμη τῆς κατάλληλης
προσοχῆς στόν τόπο μας...».
Ἡ διαπίστωση τῆς ὁμοφυλοφιλίας ἀπό κάποιον, βεβαίως καί ἀποτελεῖ
κίνητρο γιά συνειδητότερη καί ἐμπονότερη προσέγγιση τοῦ Θεοῦ. Ὄχι ὅμως
δικαιολογώντας, χαϊδεύοντας καί ἐπικροτώντας τό πάθος ὅπως διαφαίνεται
ἀπό τά λεγόμενα τοῦ συγγραφέα. Ἀλλά γιά νά ἀγωνισθεῖ περισσότερο μετά
δακρύων ὥστε νά ἀπαλλαγεῖ τῆς τραγικά ἐφάμαρτης καταστάσεως.
Στή
σελ. 69 ἔντεχνα προβάλλεται τό συναίσθημα τῆς λύπησης μέσα ἀπό τό δῆθεν
παράπονο τῶν ὁμοφυλοφίλων: «Πῶς θά μπορέσουμε νά ζήσουμε καταδικασμένοι
σέ μοναξιά, χωρίς σύντροφο, ἐφόσον δέν ἔχουμε τήν κλίση καί δέν εἶναι
ἐπιλογή μας;» σέ συνδυασμό μέ τήν ἀναζήτηση τοῦ συγγραφέα: «πῶς θά γίνει
ἐφικτό νά συνυπάρξουν ἀλήθεια καί ἀγάπη». Ὁ συγγραφέας ποντάρει στό
συναίσθημα τῆς συμπόνιας πρός τά μοναχικά ὁμοφυλόφιλα ἄτομα. Ἐμμέσως
προτείνει τήν ὁμοφυλόφιλη συντροφικότητα. Ὅταν ὅμως ἀναφέρεται στήν
ἀλήθεια καί τήν ἀγάπη, σάν λειτουργός τοῦ Ὑψίστου, θά ΄πρεπε νά τά ‘χε
ταυτίσει μέ τόν Χριστό. Ἔστω σάν Χριστιανός ψυχίατρος, ἔπρεπε νά τό
γνωρίζει ¨ἐγώ εἰμί ἡ ὁδός ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή¨, ¨ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί¨. Ἄρα
καί στίς δύο περιπτώσεις (ἀλήθεια καί ἀγάπη), ἐπ’ οὐδενί ὁ Χριστός θά
ἐπέτρεπε ὁμοφυλοφιλική συντροφικότητα. Ἐξάλλου οἱ χριστιανοί
ὁμοφυλόφιλοι θά ἔπρεπε νά γνωρίζουν ὅτι «πᾶς ὅς ἀφῆκεν οἰκίας ἢ ἀδελφοὺς
ἢ ἀδελφὰς ἢ πατέρα ἢ μητέρα ἢ γυναίκα ἢ τέκνα ἢ ἀγροὺς ἕνεκεν τοῦ
ὀνόματός μου, ἑκατονταπλασίονα λήψεται καὶ ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσει». Ἡ
προτροπή αὐτή τοῦ Χριστοῦ ἀπευθύνεται ἀκόμα καί σέ παντρεμένους. Τό
ἀντίδοτο τῆς μοναξιᾶς εἶναι τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Δέν ὑπάρχει μοναξιά
οὔτε καταδίκη, παρά μόνο στήν Κρίση.
Κατόπιν
ἡ διαστροφή ἀποθεώνεται μέ τό κορυφαῖο τῆς σελ. 70: «...Ἄν εἶναι ἤδη
πιστός σέ τέτοια σχέση (ὁμοφυλόφιλη μονογαμική), θά ἀποτελεῖ πνευματικό
κατόρθωμα τό νά ζήσει μέ ἐγκράτεια. Καί γιά κάποιον πού ἀσκεῖται ἤδη σέ
ἐγκράτεια, ὁ στόχος εἶναι ἡ ἀρετή καί ἡ ἁγιότητα».
Πιστότητα,
ἐγκράτεια, ἀρετή καί ἁγιότητα μέσα σέ ὁμοφυλόφιλη μονογαμική σχέση;
Ἐπιτρέπονται νά ξεστομίζονται τέτοια λόγια ἀπό ὀρθόδοξο ἱερέα;
Πῶς
νά ἀγαπήσεις τόν Χριστό ὅταν ζεῖς μές στήν ἁμαρτία; Προηγεῖται ἡ
κάθαρση γιά νά φθάσεις στήν ἀγάπη, στήν προσωπική σχέση μέ τόν Χριστό.
Ἑπομένως γιά ποιά πνευματική πρόοδο μιλᾶ στή σελ. 71: «...ἡ πνευματική
πρόοδος χρειάζεται ὡς ἀπαραίτητη προϋπόθεση τήν ἀγάπη πρός τό πρόσωπο
τοῦ Χριστοῦ»;
Ἡ
ὁμοφυλοφιλία ἀποδαιμονοποιεῖται στή σελ. 73: «...δέν δέχομαι νά
ἀποδίδεται ξεχωριστό δαιμονικό καθεστώς στήν ὁμοφυλοφιλία...Ἡ ὀργή , ἡ
μνησικακία, ἡ φιλαργυρία κ. ἄ. ἴσως νά εἶναι περισσότερο δαιμονικά ».
Ἐδῶ
ὁ συγγραφέας ἐπαναλαμβάνεται· ὅπως πρίν στή σελ. 55. Ὁπότε ὀφείλουμε
καί ἐμεῖς νά ξαναποῦμε ὅτι τό σῶμα μας εἶναι «ναός τοῦ Θεοῦ» (Α’ Κορ.
στ’ 19). Γι’ αὐτό, ὅταν τό παραδίδουμε στίς σαρκικές ἁμαρτίες,
βεβηλώνουμε αὐτόν τὀν ἴδιο ζωντανό ναό. Καί εἶναι γραμμένο ὅτι «εἴ τις
τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ φθείρει, φθερεῖ τοῦτον ὁ Θεός· ὁ γὰρ ναὸς τοῦ Θεοῦ
ἅγιός ἐστιν, οἵτινές ἐστε ὑμεῖς» (Α’ Κορ. γ’ 17). Πόσο πιό ξεκάθαρα; Ἄρα
γιά κανένα ἄλλο πάθος τό ἴδιο τό Εὐαγγέλιο δέν εἶναι τόσο αὐστηρό καί
ἐπιτακτικό ὅσο γιά αὐτά πού σχετίζονται μέ τό ἴδιο τό σῶμα. Χρειάζεται
περισσότερη ἀνάλυση γιά νά τό ἀντιληφθεῖ κανείς;
Καί
βέβαια ἡ ἀπαξίωση τῶν μυστηρίων, ἀνεξαρτήτως τῆς μετανοίας φέρνει ὡς
ἀποτέλεσμα τά τῆς σελ. 74: «Πρέπει νά κάνουμε οἰκονομία, δηλ. νά τούς
κοινωνοῦμε, ὅταν προηγουμένως, ἐγκρατεύονται γιά κάποιο διάστημα»
Ὁ συγγραφέας χρησιμοποιεῖ τήν τοποθέτηση ἄλλου ρασοφόρου (θεία
κοινωνία ἑτεροφυλοφίλων ἀκόμη καί μέ προγαμιαῖες σχέσεις) καί τήν
ἐπεκτείνει κατόπιν καί στούς ὁμοφυλόφιλους ὑπό τύπον προβληματισμοῦ.
Διαφαίνεται βεβαίως ἔνθερμη ὑποστήριξη τοῦ σκεπτικοῦ. Ἐδῶ νά τονισθεῖ
ὅτι δέν εἶναι μόνον ἡ σαρκική ἕνωση ἐφάμαρτος, ἀλλά καί ἡ χωρίς αὐτή
σχέση ἑνός ὁμοφυλόφιλου ζεύγους. Βάζει τουλάχιστον καί κάποιες
προϋποθέσεις. Νά μήν ἰσχύει ἡ ἐν λόγῳ οἰκονομία σέ ὁμοφυλόφιλους μέ
ἔκδοτη σεξουαλική ζωή (σελ. 75). Ὡστόσο ὅμως δέν μᾶς λέει 1) ποιά εἶναι
τά ὅρια τῆς ἔκδοτης ζωῆς, 2) γιατί ἀκόμη καί τότε νά μήν βοηθᾶ ἡ θεία
κοινωνία στήν πνευματική πρόοδο τοῦ ὁμοφυλόφιλου, - ἔτσι ὑποστήριζε
προηγουμένως - 3) ἄν χρειάζεται ἔστω κάποια προθετική ὑπόσχεση ἀπολύτου
ἀποχῆς ἀπό τό πάθος, ἔστω ἕνα ἴχνος μετανοίας. Ἔτσι ἀπροϋπόθετα κοινωνεῖ
κανείς;
Φθάνουμε
στήν ἕκτη ἀντίφαση: Ἐνῶ ὁ συγγραφέας στή σελ. 65 πού προαναφερθήκαμε
μᾶς ἀνέλυσε διεξοδικῶς τίς κατηγορίες τῶν ὁμοφοβικῶν, τώρα διά τῆς σελ.
86: «Ἔτσι γέμισε ὁ τόπος ἀπό σχετικές ἀναφορές: ¨ὁμοφοβική στάση τοῦ
τάδε¨, ¨ὁμοφοβική ἐπίθεση ἀπό τόν τάδε¨κ.ο.κ. Ἔχουμε φθάσει στό
ἐξωφρενικό σημεῖο νά ποινικοποιεῖται ἡ ἄποψη», τά ἀναιρεῖ; Πάντως ὡστόσο
συμφωνοῦμε ἀπολύτως γιά τήν ἐπισήμανση στή σελ. 86. Καί στή σελ. 84 θά
συμφωνήσουμε· βεβαίως δέν πρέπει νά ἀπορρίπτουμε ἤ νά διώκουμε τούς
ὁμοφυλόφιλους. Ὁ Χριστός καί γι᾿ αὐτούς σταυρώθηκε. Μήν παρεξηγηθοῦμε.
Τόν ἄνθρωπο τόν ἀγαπᾶμε, τό πάθος πολεμᾶμε.
Κατόπιν
ὁ συγγραφέας ἔρχεται στήν ἐποχή μας καί πιό συγκεκριμένα στήν
ἐπαίσχυντη ψήφιση τῆς ἀναδοχῆς, δηλώνοντας ἄγνοια γιά τίς συνέπειες.
σελ.
92: «ὅλες οἱ ἔρευνες καταλήγουν στό συμπέρασμα ὅτι δέν παρατηρεῖται
ψυχοπαθολογία στά παιδιά (πού ἀνατρέφονται ἀπό ζευγάρι
ὁμοφυλοφίλων)...δέν ἔχουν περάσει τόσα χρόνια ὥστε νά γνωρίζουμε μέ
σαφήνεια τίς μακροπρόθεσμες ἐπιπτώσεις ...οἱ περισσότερες ἔρευνες ἔχουν
γίνει ἀπό ὁμοφυλόφιλους ἐρευνητές...»
Ἕβδομη ἀντίφαση: ὅπως παρατηρεῖ κανείς ὁ συγγραφέας ¨ἥξεις ἀφήξεις¨,
δέν παίρνει μία ξεκάθαρη θέση. Θά πρεπε νά εἶχε ὑπ΄ ὄψιν του ἀπό τό
διαδίκτυο σάν ἐρευνητής πού εἶναι, τό ¨Με λένε Lewis και μεγάλωσα με
γκέι γονείς. Έχω λόγους να λέω ΟΧΙ στον «γάμο» των ομοφυλόφιλων¨, πού
περιγράφει τό θύμα ὄχι μόνο ὅλα ὅσα ἐπαίσχυντα πέρασε , ἀλλά καί τίς
ἐκβιαστικές ἀπειλές πού δεχόταν ὅταν ἀποφάσισε ἐνήλικος ὤν νά φύγει ἀπό
τό σπίτι του. Πειραματόζωα θά γίνουν τά παιδιά;
Τί
νά πεῖ κανείς; Ἄς κατασταλάξει πρῶτα ὁ ἴδιος καί μετά ἄς κρατήσει γιά
τόν ἑαυτό του τά συμπεράσματα καθ᾿ ὅτι καί πάλι μπορεῖ νά ἀλλάξει
γνώμη... σελ. 93: «Εἶμαι βέβαιος ὅτι ἀρκετοί ἀπό αὐτούς μποροῦν νά
γίνουν ἐξαιρετικοί γονεῖς». Στή
σελ. 94 ἄναυδο ἀφήνει τόν ἀναγνώστη: «Θεωρῶ ὅτι ἐδῶ θά ἦταν χρήσιμη ἡ
θεσμοθέτηση τοῦ συμφώνου συμβίωσης, ἀλλά ὄχι τοῦ γάμου... Εἶναι
ἀνακόλουθο νά ἀπαγορεύουμε τήν τεκνοθεσία τῶν ὁμοφυλόφιλων καί παράλληλα
νά θεσμοθετοῦμε τόν γάμο τους...».
Ἱερέας
καί νά συνιστᾶ σύμφωνο συμβίωσης; Ἄν δηλ. ἐπιτρεπόταν ἡ τεκνοθεσία τότε
δέν θά ‘χε πρόβλημα μέ τόν γάμο τῶν ὁμοφυλοφίλων; Ἐκεῖ εἶναι τό
πρόβλημα; ἤ ἐγώ δέν κατάλαβα καλά;
Κατόπιν,
ἀκολουθώντας τό ρεῦμα, γκρεμίζει τά στερεότυπα στή σελ. 101-102:
«...δέν θά εἶχα ἀντίρρηση στό νά παίζουν τά παιδιά μέ...ἀγορίστικα ἤ
κοριτσίστικα παιχνίδια...δέν θά μποροῦσα νά συμφωνήσω στή στοχευμένη
ἔνδυση τῶν παιδιῶν μέ ροῦχα τοῦ ἄλλου φύλου ἤ στήν κατάργηση τῶν
ἀντωνυμιῶν πού δηλώνουν φύλο...ἀποσκοπεῖ στήν ρευστότητα φύλου»
Ὄγδοη ἀντίφαση: Ποιός βάζει τά ὅρια στίς ἐπιλογές, ἀφοῦ ἐξάλλου σύμφωνα
μέ τόν συγγραφέα δέν εἶναι ὀντολογικῆς φύσεως (σελ. 110); Πῶς θά πεῖς
ναί στό ἕνα, ὄχι στό ἄλλο; Ἀπό τό ἐλαφρύτερο δέν φθάνουμε στό βαρύτερο;
Καί
συνεχίζει στή σελ. 111: «...ἡ ἡλικία δέν διαθέτει ὀντολογική σημασία
...τό ἴδιο καί ἡ μόρφωση, ἡ ἐθνικότητα...ἀνήκουν στό ψυχολογικό ἐπίπεδο,
ὄχι στό ὀντολογικό».
Τά συμβεβηκότα μπορεῖ νά μήν εἶναι ὀντολογικῆς φύσεως, ἀλλά
προσδιορίζουν τόν ἄνθρωπο. Ἀντιθέτως ὁ συγγραφέας τεκμηριώνει τήν
αὐθαίρετη σκέψη του στή σελ. 112: «Καθώς ὁ ἐνανθρωπήσας Λόγος ἀνέλαβε
ἀνδρικό φῦλο, ἡ γυναίκα θά ἔμενε ἐκτός τῆς σωτηρίας. Ἄν τό φῦλο γεννοῦσε
ὀντολογική διαφορά, μόνο οἱ ἄνδρες θά σώζονταν».
Πάλι δηλ. ἐσκεμμένο μπέρδεμα ἐννοιῶν. Τά πράγματα εἶναι ἁπλά:
Τό φῦλο ἀφοῦ δέν μπορεῖ νά ἀλλάξει, εἶναι ὀντολογικῆς φύσεως.
Τό
ὅτι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ παίρνει τήν ἀνδρική ἀνθρώπινη φύση δέν
σημαίνει ἀπώλεια σωτηρίας τῆς γυναίκας - ἀπό ποῦ συμπεραίνεται αὐτό;
Στή
σελ. 112 τοποθετεῖται ρητῶς: «Ἡ δική μου θέση εἶναι πώς τό φῦλο δέν
ἀποτελεῖ δομικά ὀντολογικό χαρακτηριστικό τοῦ ἀνθρώπου.»
Δέν
μᾶς ἐνδιαφέρει ὅμως ἡ θέση τοῦ καθενός, ἀλλά τό τί λέει ἡ Ἐκκλησία,
δηλ. οἱ ἅγιοί μας. Πολύ καλή σχετική ἐργασία πού ὑπάρχει καί στό
διαδίκτυο εἶναι ἡ «Ἡ ὁμοφυλοφιλία ὡς ἄρνηση τῆς ἀνθρώπινης ὀντολογίας
καί φυσιολογίας» τοῦ θεολόγου, Ἰωάννη Μαρκᾶ...
Ἀναρωτιόμαστε: ¨ὁ Ἀδάμ φέροντας τήν ἀνθρώπινη φύση δέν ἦταν ἀπόλυτα,
ὀντολογικά συνδεδεμένος μέ τά χαρακτηριστικά τοῦ ἀντρικοῦ φύλου; Καμιά
σχέση δέν ἔχει τό φῦλο μέ τή μόρφωση, τήν ἐθνικότητα καί τό θρήσκευμα
πού εἶναι συμβεβηκότα.
Τά ἀνάλογα ἰσχύουν καί γιά τήν Εὔα.
Στή
σελ. 112 πάλι αὐθαίρετα γράφει: «Τίς ἐνδιάμεσες καταστάσεις τῶν δύο
φύλων τίς βοηθοῦμε ...νά σταθεροποιηθοῦν σέ ἕνα ἀπό τά δύο φύλα ὅποιο
εἶναι πλησιέστερα πρός τήν ὑποκειμενική αἴσθηση». ...
σελ.
113: «τό αἴσθημα «ὑποκειμενικῆς ταυτότητας εἶναι ἰσχυρότερο ἀπό τό τί
συμβαίνει βιολογικά...ἐπειδή ἡ λειτουργία τῆς προαιρέσεως...
σελ. 114: «κατέχει θεμελιώδη θέση καί σημασία στήν πνευματική ζωή...
… καί τέλος δέν νυμφεύουμε χρωμοσώματα καί ὁρμόνες ἀλλά ἀνθρώπους»
Καί ἀναρωτιόμαστε: Τά βιολογικά διακριτικά ὄργανα τῶν δύο φύλων, ἄν δέν ταυτίζονται μέ τήν ὑποκειμενική αἴσθηση τί γίνονται;
Ἐπιπλέον ἄν δοῦμε εὐρύτερα τήν ἔννοια τοῦ ὑποκειμενισμοῦ, εἶναι μία
κατάσταση σφόδρα ἀντιεκκλησιαστική γιά ὅποιον θέλει νά λέγεται ὀρθόδοξος
χριστιανός. Ἡ ὑποκειμενική αἴσθηση καί ἀντίληψη διαφόρων προσώπων, ἡ
ἐμμονή τους σ’αὐτήν παρά τίς νουθεσίες τῆς Ἐκκλησίας, ὁδήγησε τό
ἐκκλησιαστικό σῶμα σέ μεγάλα βάσανα καί μακραίωνη ταλαιπωρία. Μορφές
ὅπως ὁ Ἄρειος, ὁ Νεστόριος, ὁ Εὐτυχής, ὁ Ἀπολλινάριος, ὁ Ὠριγένης κλπ
εἶχαν «ὑποκειμενική αἴσθηση» περί τῶν γραφικῶν χωρίων καί τῆς ἐν γένει
ἐμπειρίας τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ τους βίου. Τή στάση αὐτήν υἱοθετεῖ καί ὁ
συγγραφέας ὄχι μόνο γιά κάθε πιστό, ἀλλά καί γιά τόν ἑαυτό του: « ἡ δική
μου θέση, νομίζω…» κλπ. Ἡ ὑποκειμενική στάση «καταλαβαίνω τόν κόσμο,
τόν ἑαυτό μου καί τόν Θεό μέ τόν τρόπο μου»… εἶναι εἰσιτήριο ἀπωλείας.
Προφανῶς ἔχει μπερδέψει ψυχικές ἰδιότητες καί ἔννοιες, μέ ὄργανα καί ὀργανικά συστήματα.
Νιώθω γυναίκα ἐνῶ εἶμαι ἄνδρας, νιώθω καλύτερος ἐνῶ εἶμαι ὁ χειρότερος,
νιώθω θεός ἐνῶ εἶμαι χῶμα… ἀστοχίες ὑποκειμενικές, ἁμαρτίες. Ὅταν
ξεστρατίσει ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί τόν Λόγο του, ὁ ἄνθρωπος δέν
ξέρει τί θέλει, δέν ξέρει ποιός εἶναι.
Βεβαίως ἑνώνουμε ἀνθρώπους ἀλλά σύμφωνα μέ τό νόμο τοῦ Θεοῦ νυμφεύουμε
ἄντρες καί παντρεύουμε γυναῖκες: «ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς….αὕτη
κληθήσεται γυνή, ὅτι ἐκ τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς ἐλήφθη αὕτη· ἕνεκεν τούτου
καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα καὶ προσκολληθήσεται
πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν»
Ἔλεος ἑπομένως!
Τό
συμπέρασμα πού προκύπτει ἀπό τόν συγγραφέα εἶναι ὅτι ἡ ὁμοφυλοφιλία,
ἀκόμη καί ἄν δέν εἶναι στό σχέδιο τοῦ Θεοῦ, πρέπει νά εἶναι ἀποδεκτή.
Ἡ
Ἐκκλησία μας ὅμως ἀντιθέτως, σάν τόν γιατρό πού πολεμᾶ τίς ἀσθένειες
ἀλλά ὄχι τόν ἄνθρωπο, πολεμᾶ καί καταδικάζει τήν ὁμοφυλοφιλία, ἀλλά ὄχι
τόν ἄνθρωπο, τόν ὀποῖο θέλει νά θεραπεύσει, ὡς κατ΄εἰκόνα καί
καθ΄ὁμοίωσιν τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.
Ἐπειδή
φθάνει σέ βλασφημία καί αἵρεση ὁ συγγραφέας, ζητᾶμε ἐπειγόντως τήν
ἐπέμβαση τοῦ Μακαριωτάτου, ὡς πατέρα μας, τοῦ ὁποίου θέλουμε τήν
προστασία, καθότι οἱ ἀπόψεις τοῦ συγκεκριμένου συγγραφέα παίρνουν ὅλο
καί εὐρύτερες διαστάσεις μέ παρουσιάσεις τῶν βιβλίων του καί μέ κάλυψη
δυστυχῶς καί ἄλλων λειτουργῶν τοῦ Ὑψίστου, ἀλλά καί σπέρνουν θανατηφόρες
ἀμφιβολίες στά πιστά τέκνα τῆς Ἐκκλησίας μας.
Εἶναι
δυνατόν νά ἀνεχόμαστε σιωπηλά τά ὅσα λέγονται σέ αὐτό τό βιβλίο ἀπό
ἕναν ἱερωμένο; Ποιός ἄγιος μᾶς δίδαξε ποτέ κάτι τέτοιο;
Προπαγανδίζεται
ἡ δῆθεν τέλεια φιλάνθρωπη ἀνοχή τοῦ Χριστοῦ σέ κάθε διαστροφή. Ποιά
ἀπάντηση νά δίνουμε στό ποίμνιο ὅταν μᾶς ρωτᾶ ¨Ποιά ἡ θέση τῆς ἐπισήμου
ἐκκλησίας ἐπί τῆς ὁμοφυλοφιλίας¨;
Εἶναι
ἀνάγκη νά ἐπισημάνουμε στόν ἀναγνώστη νά μή νομίζει πώς τά ὅσα λέει ὁ
συγκεκριμένος συγγραφέας εἶναι ἡ ΑΙΩΝΙΑ θέση τῆς Ἐκκλησίας μας, τῆς
Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, τῶν ὁσίων ἀσκητῶν, τῶν
Μαρτύρων, τῶν ἱερῶν Συνόδων, τῶν Προφητῶν.
Βεβαίως
καί καταδικάζονται ὡς ἀνήκουστα, ἐπαίσχυντα, βλάσφημα, ἀντιφατικά καί
ἀταίριαστα τά ὅσα ξαναγράφτηκαν σέ αὐτό τό πρακτικῶς συμπαθητικό, γεμᾶτο
δηλητήριο βιβλιαράκι, ἀπό τόν ἴδιο καί πάλι συγγραφέα.
Γιατί
ἄραγε τόση ἐμμονή; Καί μάλιστα ἀπό ἕναν λειτουργό τοῦ Ὑψίστου; Καί μόνο
πού τά διαβάζει κανείς, φρίττει, ἀηδιάζει καί καταδικάζει τά γραφόμενα.
Τίθεται καί ἄλλο ἕνα ἐρώτημα πρός τόν συγγραφέα:
Μέ
τήν τόση ἔρευνα πού ἔχει κάνει, δέν ἔχει ἀκούσει πῶς προῆλθε τό AIDS;
Δέν ἔχει δεῖ ὡς ψυχίατρος σέ νοσοκομεῖα ἤ στό ἰατρεῖο του πῶς καταλήγουν
ψυχικά καί σωματικά πολλοί ἀπό τούς ὁμοφυλόφιλους; Ζωντανοί σκελετοί
πού ἀργοπεθαίνουν ἀπό φρικτούς πόνους...ἀξιοθρήνητοι, ἐγκαταλελειμμένοι
ἀπό τούς ἐραστές τους...
Ποτέ,
κανένας ἅγιος, μέ τήν τόση αὐθεντική, ἀνείπωτη ἀγάπη τους, τόσους
αἰῶνες πού ὑπάρχει τό πάθος τῆς ὁμοφυλοφιλίας δέν τόλμησε νά μιλήσει μέ
τέτοιο τρόπο. Καί τολμᾶ ὁ συγγραφέας;