Τό
ἑνδέκατο (11ο) ἄρθρο τοῦ «Συμβόλου τῆς Πίστεως» ἀναφέρεται στό μεγάλο
θέμα τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν. Ὁμολογοῦμε: «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν»,
δηλαδή ἀναμένουμε τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν κατά τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ
Χριστοῦ.
Ὅταν
γίνεται λόγος γιά τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ἐννοεῖται ἡ ἀνάσταση τῶν
σωμάτων, ἀφοῦ προηγήθηκε ὁ θάνατος, πού εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας
τοῦ Ἀδάμ. Στό βιβλίο τῆς Γενέσεως στήν Παλαιά Διαθήκη περιγράφονται τά
γεγονότα τά σχετικά μέ τήν πτώση τῶν Πρωτοπλάστων. Μετά τήν ἁμαρτία πού
διέπραξαν, ἐπῆλθε ὁ πνευματικός θάνατος, ἡ ἀπώλεια τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ,
καί ὕστερα ἀπό χρόνια ἀκολούθησε καί ὁ σωματικός θάνατος. Στήν
πραγματικότητα ἀμέσως μέ τήν ἁμαρτία εἰσῆλθε στόν ἄνθρωπο ὁ θάνατος,
δηλαδή, ἡ φθαρτότητα, ἡ παθητότητα καί ἡ θνητότητα, πού εἶναι οἱ
λεγόμενοι «δερμάτινοι χιτῶνες», μέ τούς ὁποίους τούς ἐνέδυσε ὁ Θεός.
Αὐτοί οἱ «δερμάτινοι χιτῶνες» εἶναι, κατά τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἡ
μίξη, ἡ σύλληψη, ὁ τόκος, ὁ ρύπος, ἡ κατ’ ὀλίγον πρός τό τέλειον αὔξηση,
ἡ ἀκμή, τό γῆρας, ἡ νόσος, ὁ θάνατος.
Ἔτσι, ὁ
ἄνθρωπος ἀμέσως μέ τήν σύλληψή του ἔχει μέσα του τά γονίδια τῆς
γηράνσεως, δηλαδή τά γονίδια τοῦ θανάτου. Γι’ αὐτό, ὅταν ἔλθη ἡ ὥρα γιά
τόν κάθε ἄνθρωπο, ἡ ψυχή χωρίζεται ἀπό τό σῶμα μέ τό ὁποῖο ἦταν
συνδεδεμένη καί τό σῶμα στερεῖται τῆς ζωτικῆς ἐνεργείας τῆς ψυχῆς, καί
γι’ αὐτό πεθαίνει.
Στήν
Παλαιά καί τήν Καινή Διαθήκη γίνεται συνεχής λόγος γιά τήν ἀνάσταση τῶν
νεκρῶν, ὅτι, δηλαδή, οἱ ψυχές θά εἰσέλθουν πάλι στά νεκρά σώματα καί θά
ἀναστηθοῦν. Αὐτό γράφεται ἀπό τούς Προφῆτες, ὅπως τόν Προφήτη Ἡσαΐα καί
τόν Προφήτη Ἰεζεκιήλ. Ὁ Προφήτης Ἡσαΐας γράφει: «Ἀναστήσονται οἱ νεκροί,
καί ἐγερθήσονται οἱ ἐν τοῖς μνημείοις» (Ἡσ. κστ΄, 19), ἐνῶ ὁ Προφήτης
Ἰεζεκιήλ καταγράφει ἕνα ὅραμα γιά τό πῶς τά νεκρά ὀστᾱ ἀπέκτησαν νεῦρα
καί σάρκες καί εἰσῆλθε σέ αὐτά πνεῦμα καί αὐτό ἔγινε μέ τήν δύναμη τοῦ
Θεοῦ (Ἰεζ. λζ', 1-14).
Τά τρία
θαύματα ἀναστάσεων πού ἔκανε ὁ Χριστός, δηλαδή ἡ ἀνάσταση τῆς θυγατρός
τοῦ Ἰαείρου, ἡ ἀνάσταση τοῦ υἱοῦ τῆς χήρας τῆς Ναΐν καί ἡ ἀνάσταση τοῦ
Λαζάρου, ἦταν προοίμια τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν, κατά τήν Δευτέρα
Παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Πάνω ἀπό αὐτά, μεγάλη σημασία ἔχει ἡ Ἀνάσταση τοῦ
Χριστοῦ, πού ἔγινε μέ τήν θεότητά Του.
Ἡ ἀνάσταση
τῶν σωμάτων εἶναι τό νέο τό ὁποῖο ἔφερε στόν κόσμο ὁ Χριστός, πού εἶναι
σαφέστατα ἀντίθετο μέ ὅλη τήν φιλοσοφία, ἡ ὁποία ἔκανε λόγο γιά ἐκ
φύσεως ἀθάνατη ψυχή καί ἐκ φύσεως θνητό σῶμα. Γι’ αὐτό, ὅταν ὁ Ἀπόστολος
Παῦλος ὁμίλησε στόν Ἄρειο Πάγο γιά τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, τόν
διέκοψαν, τόν ἐχλεύασαν καί τοῦ εἶπαν ὅτι θά τόν ἀκούσουν κάποια ἄλλη
φορά (Πρ. ιζ΄, 31-33). Τό δόγμα τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν σωμάτων εἶναι ἡ
νέα διδασκαλία πού ἔφερε στόν κόσμο ὁ Χριστός, καί εἶναι ἀντίθετη ἀπό
τήν ἑλληνική φιλοσοφία.
Οἱ ἅγιοι
ἀπό τήν ζωή αὐτή προγεύονται τό μυστήριο τῆς ἀναστάσεως μέ τήν ψυχική
ἀνάσταση μέσα στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας, τήν λεγομένη «πρώτη ἀνάσταση». Ἐφ’
ὅσον προηγήθηκε ὁ πνευματικός θάνατος καί ἀκολούθησε ὁ σωματικός
θάνατος, αὐτό σημαίνει ὅτι προηγεῖται ἡ πνευματική ἀνάσταση, μέ τήν
ἐνεργοποίηση τῆς νοερᾶς ἐνέργειας στόν ἄνθρωπο, καί θά ἀκολουθήση καί ἡ
ἀνάσταση τῶν σωμάτων, κατά τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Ἄλλωστε, τά
λείψανα τῶν ἁγίων ἀποδεικνύουν ὅτι ὁ θάνατος τῶν ἀνθρώπων εἶναι ὕπνος,
γι’ αὐτό ἡ ἐξόδιος ἀκολουθία χαρακτηρίζεται ὡς ἀκολουθία σέ
κεκοιμημένους. Εἰδικότερα πολλά λείψανα τῶν ἁγίων εἶναι ἄφθαρτα,
εὐωδιάζουν καί θαυματουργοῦν, καί αὐτό εἶναι πρόγευση τῆς μελλούσης
ἀναστάσεως.
Ἐνῶ ἔχουμε ἀπόλυτη βεβαιότητα ὅτι θά γίνη ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καί ὁμολογοῦμε: «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν», ἐν τούτοις δέν γνωρίζουμε τόν χρόνο πού θά γίνη αὐτή ἡ ἀνάσταση μέ τήν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ἄγνωστος ἀκόμη καί στούς ἀγγέλους.
Ἐνῶ ἔχουμε ἀπόλυτη βεβαιότητα ὅτι θά γίνη ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καί ὁμολογοῦμε: «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν», ἐν τούτοις δέν γνωρίζουμε τόν χρόνο πού θά γίνη αὐτή ἡ ἀνάσταση μέ τήν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ἄγνωστος ἀκόμη καί στούς ἀγγέλους.
Ἐκεῖνο πού
εἶναι ἐνδιαφέρον νά τονισθῆ εἶναι ὅτι, κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο, τά
σώματα τῶν ἀνθρώπων πού θά ἀναστηθοῦν θά ἔχουν τέσσερα χαρακτηριστικά
γνωρίσματα, ἤτοι θά εἶναι ἄφθαρτα, δοξασμένα, δυνατά καί πνευματικά (Α΄
Κορ. ιε΄, 42-44).
Ἡ Ἀνάσταση
τοῦ Χριστοῦ ἑορτάζεται πανηγυρικά στήν Ἐκκλησία μιά φορά τόν χρόνο, τό
Πάσχα. Στά τροπάρια πού ψάλλονται φαίνεται ἡ θεολογία τῆς Ἀναστάσεως.
Ὅμως ἑορτάζεται καί κάθε Κυριακή, καθώς ἐπίσης καί σέ κάθε θεία
Λειτουργία πού τελεῖται στούς Ναούς, καί μέ τήν Μετάληψη τοῦ Σώματος καί
τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ ἀπό τούς Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι προετοιμάζονται
κατάλληλα.
Καί μετά
τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί τό Βάπτισμα τῶν Χριστιανῶν, ὑπάρχει ἀκόμη ἡ
φθαρτότητα, ἡ παθητότητα καί ἡ θνητότητα, ὥστε μέ τήν δύναμη τοῦ
Χριστοῦ νά νικηθῆ στόν κάθε ἄνθρωπο ὁ πνευματικός θάνατος, νά
ἐνεργοποιηθῆ ἡ νοερά ἐνέργεια, πού εἶναι πρόγευση τῆς αἰωνίου ζωῆς, νά
μετατραποῦν τά διαβλητά πάθη σέ φυσικά καί ἀδιάβλητα πάθη.
Ἡ ὁμολογία
τῆς πίστεως ἀπό ἐκείνους πού προετοιμάζονται γιά τό Βάπτισμα, ἀλλά καί
ἀπό τούς βαπτισμένους ὅτι ἀναμένουν τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, δείχνει τήν
ἀπόλυτη βεβαιότητα ὅτι ὅσοι συνδέονται μέ τόν Χριστό ἀναμένουν τήν
Δευτέρα Παρουσία Του, γιά νά γίνη ἡ ἀνάσταση τῶν δικῶν τους σωμάτων,
ὥστε ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος, πού ἀποτελεῖται ἀπό ψυχή καί σῶμα, νά
συναντήση τόν Χριστό.
Ἀπό αὐτό
φαίνεται ὅτι ἡ ψυχή δέν εἶναι ὅλος ὁ ἄνθρωπος, ἀλλά ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου,
καί τό σῶμα δέν εἶναι ὅλος ὁ ἄνθρωπος, ἀλλά τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ
ἄνθρωπος εἶναι αὐτός πού ἀποτελεῖται ἀπό ψυχή καί σῶμα, καί ὁλόκληρος ὁ
ἄνθρωπος θά παρουσιασθῆ κατά τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ μπροστά
Του, γιά νά δικασθῆ.
Ὁ Μητροπολίτης
† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ
† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ