ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΙΕΡΟΝ ΚΛΗΡΟΝ & ΤΟΝ ΦΙΛΟΧΡΙΣΤΟΝ ΛΑΟΝ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΙΑΣ ΑΥΤΟΥ
Ὑπάρχουν
στιγμές στήν ἀνθρώπινη ἱστορία, τέτοιας μεγάλης σπουδαιότητος, οἱ ὁποῖες
μοιάζει ἀδύνατον νά περιγραφοῦν μέσα ἀπό
μία πεζή διήγηση. Ἡ ἐξιστόρησή τους ἀπαιτεῖ περισσότερα καί διεισδυτικότερα
ἐκφραστικά μέσα. Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά καταθέσει ὅλη τή δημιουργική του ἰκμάδα
ὥστε νά καταφέρει κάπως νά μιλήσει γι’ αὐτά τά ἀκριβά καί μέγιστα. Γι' αὐτό ἡ
Ἐκκλησία ἐπιστρατεύει συχνά τήν ποίηση καί τή μουσική γιά νά συμπληρώσουν τήν
ἱστόρηση τῶν ἱερῶν γεγονότων, ὁδηγώντας τούς ἀκροατές τῶν ὕμνων πού προκύπτουν,
στή γνώση καί στή μετοχή τῶν μυστηρίων τῆς ζωῆς.
Ἀνάμεσα
στά μέγιστα γεγονότα τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας ὀφείλουμε νά συμπεριλάβουμε καί
ἐκεῖνο τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Καί δέν πρέπει κανείς νά ἀπορεῖ γιά τοῦτο.
Δέν πρέπει νά ἀναρωτιέται πώς ἡ θανή μίας ταπεινῆς γυναικός ἐπηρεάζει καίρια τή
ζωή ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Γιατί ἡ Κοίμηση τῆς Θεοτόκου ἀποτελεῖ ἀπόδειξη τρανή,
πώς ὁ θάνατος ἔχει νικηθεῖ· πώς ἡ ἰσχύς του ἔχει καταβληθεῖ· πώς τό κεντρί του
ἔχει ὁριστικά νεκρωθεῖ. Ὁ θάνατος δέν μπορεῖ νά κρατήσει τήν Παναγία στόν τάφο.
Ἡ ψυχή της καί τό σῶμα της δέν μποροῦν νά ὑποστοῦν καμία δέσμευση, καμία φθορά.
Ὁ Υἱός της καί Θεός της κατανίκησε τόν θάνατο. Τόν κατήργησε ὁριστικά. Ὄχι μόνο
γιά τόν ἑαυτό του, μά γιά κάθε ἕναν ἀπό ἐμᾶς. Καί πρῶτα γιά τήν Παναγία μητέρα
Του, τῆς ὁποίας τήν Κοίμηση συνοδεύει ἡ Μετάστασή της. Μέ τήν Μετάσταση αὐτή
ἀνέρχεται στόν οὐρανό γιά νά λάβει τή θέση πού τῆς πρέπει, ἐκείνη πού εἶχε ὁ
ψαλμωδός προαναγγείλει λέγοντας ἀποκαλυπτικά: «παρέστη η βασίλισσα ἐκ
δεξιών σου ἐν ἰματισμῶ διαχρύσω περιβεβλημένη, πεποικιλμένη».
Τοῦτο
τό παμμέγιστο γεγονός ἔρχεται ἡ Ἐκκλησία νά τό ἱστορήσει μέ λόγους ποιητικούς
καί ἤχους ἐναρμόνιους. Ἡ ὑμνολογία τῆς ἑορτῆς ἀποτελεῖ τό ἀπάνθισμα τῆς
ἀνθρώπινης προσπάθειας νά ἐκφράσει τήν ἀλήθεια μέ ἕναν τρόπο οὐράνιο. Ξεχωριστή
θέση μέσα στήν ὑμνολογία ἔχει τό δοξαστικό τῶν Στιχηρῶν τοῦ Ἑσπερινοῦ της
ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Ἡ μοναδικότητα δέν ἀφορᾶ μόνο τό βάθος καί
τήν ποιητικότητα τοῦ κειμένου, ἀλλά ἐπεκτείνεται καί στίς μουσικές ἀποχρώσεις
καί τό πολύτροπο τῶν ἤχων τοῦ ὕμνου. Εἶναι ἀπό τίς ἐξαιρετικές περιπτώσεις πού
τό τυπικό της Ἐκκλησίας ὁρίζει τό ὑμνολογικό θέμα νά μήν ψάλλεται σέ ἕναν καί
μόνο ἦχο, ἀλλά καί στούς ὀκτώ ἤχους τῆς Βυζαντινῆς μουσικῆς. Κάθε φράση τοῦ
ὕμνου, μᾶς ὁδηγεῖ καί σέ ἕνα ἄλλο ἄκουσμα. Ἔτσι δημιουργεῖται μία κλίμακα λόγων
καί ἤχων, ἡ ὁποία μᾶς ὁδηγεῖ στή Γεθσημανή, στή κλίνη τῆς Θεοτόκου, προσκυνητές
τοῦ μυστηρίου τῆς ζωῆς καί τῆς ἐλπίδος.
Σέ
τοῦτο τό δοξαστικό τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς Ἑορτῆς θά στρέψουμε τό λόγο μᾶς ἀγαπητοί
ἀδελφοί, γιά νά ἀντλήσουμε ἀπό αὐτό «ὕδωρ ζῶν», ἱκανό νά ποτίσει τήν ἄγονη καί
χέρσα μας ψυχή, ἀρκετό γιά νά δροσίσει τή διψασμένη καί στερημένη μᾶς καρδιά.
Ἦχος α'
Θεαρχίῳ νεύματι, πάντοθεν οἱ θεοφόροι Ἀπόστολοι, ὑπὸ νεφῶν μεταρσίως αἰρόμενοι.
Ὁ ὕμνος ξεκινᾶ μέ τόν Πρῶτο ἦχο ὁ ὁποῖος διακρίνεται ἀπό τό
μεγαλοπρεπές καί εὐφρόσυνο ἰδίωμά του. Ἕνα νεῦμα τοῦ Θεοῦ, νεῦμα ἰσχύος καί
δύναμης, καί συνάμα λεπτότητος καί ἀβρότητος μεγάλης, καλεῖ τούς Ἀποστόλους μέ
τρόπο θαυμαστό, ἀπό κάθε γωνιά τῆς γής. Ἐκεῖνοι πού εἶναι θεοφόροι, φέρονται
ὑπό νεφῶν, γιά νά παραστοῦν σέ κάτι σπουδαῖο. Ἐκεῖνοι πού σκορπίστηκαν στήν
οἰκουμένη γιά νά ὑπηρετήσουν τόν εὐαγγελισμό τοῦ κόσμου, αἴρονται ἀπό τούς
τόπους καί τά ἔργα τους γιά νά παραστοῦν στήν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου. Δέν κυριαρχεῖ
τό πένθος στήν ἀρχή τοῦ ὕμνου. Ὁ ἦχος καί ἡ περιγραφή μᾶς ὁδηγοῦν στό μεγαλεῖο,
στό θαυμασμό. Μέσα σέ αὐτό τό κλίμα κι ἐμεῖς αἰσθανόμαστε κλητοί, μαζί μέ τούς
Ἀποστόλους στή χαρά τῆς Μαριάμ, στή συνάντηση μέ τόν Υἱό της. Ἕνα νεῦμα θεϊκό,
ἕνα κάλεσμα προσωπικό, μᾶς καλεῖ στό μυστήριο τῆς ἀθανασίας.
Ἦχος πλ. α'
Καταλαβόντες τὸ πανάχραντον, καὶ ζωαρχικὸν σου σκῆνος, ἐξόχως ἠσπάζοντο.
Ὁ πλάγιος του Πρώτου ἀκολουθεῖ, γιά νά μᾶς φέρει ἐνώπιόν του
σκηνώματος τῆς Θεοτόκου. Καί γίνεται τοῦτος ὁ ἦχος μία γέφυρα πού μᾶς φέρνει
ἀπό τήν εὐφρόσυνη αἴσθηση τῆς ἀπαρχῆς τοῦ ὕμνου, στό πένθος πού ἁρμόζει στή
περίσταση. Οἱ Ἀπόστολοι βρίσκονται στή Γεθσημανή γιά νά κηδεύσουν τήν μητέρα
τῆς Ζωῆς. Πρίν ὅμως ἀπό τήν ταφή, ὀφείλουν τήν τιμή. Ἰδιαίτερο ἀσπασμό στό σῶμα
ἐκεῖνο πού ἔγινε ἡ Χώρα τοῦ Ἀχωρήτου. Μπρός σέ αὐτό τό καθῆκον ὁ ἄνθρωπος
λυγίζει, δακρύζει, θλίβεται καί τοῦτο ἀποτυπώνεται στήν εἰκόνα τῆς Κοιμήσεως.
Τά ἀνθρώπινα συναισθήματα δέν καταπιέζονται, δέν ἀπωθοῦνται, ἀλλά λαμβάνουν
θέση, ὄχι φυσικά τήν κυρίαρχη, ἀλλά τήν πρέπουσα. Μεταπλάθονται ἔτσι τά
αἰσθήματα σέ κίνητρα ὑπέρβασης τοῦ πόνου καί τῆς θλίψης. Δέν στέκονται οἱ
Ἀπόστολοι ἀκίνητοι καί ἄπραγοι. Λαμβάνουν στά χέρια τό σκήνωμα, ὄχι ἁπλά γιά νά
τό ὁδηγήσουν στή ταφή, ἀλλά γιά νά προπέμψουν τήν Παναγία στή συνάντησή της μέ
τόν Υἱό καί Θεό της.
Ἦχος β'
Αἱ δὲ ὑπέρτατοι τῶν οὐρανῶν Δυνάμεις, σὺν τῷ οἰκείῳ Δεσπότῃ παραγενόμεναι.
Ἡ χρήση τοῦ Δευτέρου ἤχου, ὁ ὁποῖος ἀνήκει στό χρωματικό γένος, σέ
ἕνα ἄκουσμα ἀρκετά διαφορετικό ἀπό ὅτι εἶχε ἕως τώρα ἀκουστεῖ, δημιουργεῖ τό
μουσικό ἐκεῖνο περιβάλλον τό ἱκανό νά ὑποδεχθεῖ τήν παρουσία τοῦ Δεσπότου
Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος συνοδεύεται ἀπό τίς ἀγγελικές δυνάμεις. Δέν εἶναι μόνο ἡ γῆ
πού συγκεντρώνεται διά τῶν Ἀποστόλων στή Γεσθημανή, μά εἶναι κι ὁ οὐρανός πού
κατέρχεται πρός συνάντηση τῆς Παρθένου. Εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Υἱός της πού θά
παραλάβει στήν ἀγκάλη Του τήν παναγία ψυχή της.
Ἦχος πλ. β'
Τὸ θεοδόχον καὶ ἀκραιφνέστατον σῶμα προπέμπουσι, τῷ δέει κρατούμεναι,
ὑπερκοσμίως δὲ προῴχοντο, καὶ ἀοράτως ἐβόων, ταῖς ἀνωτέραις ταξιαρχίαις· ἰδοὺ ἡ παντάνασσα θεόπαις παραγέγονεν.
Ὁ πλάγιος του Δευτέρου μας φέρνει ξανά στήν πένθιμη σκηνή τῆς
ἐξοδίου πομπῆς. Οἱ Ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ προπέμπουν μαζί μέ τούς Ἀποστόλους τό σῶμα
τῆς Παρθένου, μέ δέος, φόβο καί σεβασμό. Κι ἐκεῖνες οἱ ἀγγελικές Δυνάμεις πού
ἑνώνονται μέ τούς Ἀποστόλους καί συνοδεύουν τό πανάγιο σκῆνος, βοοῦν μυστικά
πρός τόν οὐρανό, παραγγέλλοντας στίς ἀνώτερες Ταξιαρχίες τῶν Ἀγγέλων νά
ἑτοιμαστοῦν γιά τήν ὑποδοχή τῆς Βασίλισσας πάντων, ὅπως τῆς πρέπει, ὅπως
ἁρμόζει στήν ἁγιότητά της.
Ἦχος γ'
Ἄρατε πύλας, καὶ ταύτην ὑπερκοσμίως ὑποδέξασθε, τὴν τοῦ ἀενάου φωτὸς Μητέρα.
Ὁ Τρίτος ἦχος προσδίδει στούς λόγους πού συνοδεύει κύρος καί
βαρύτητα. Οἱ ἀγγελικές Δυνάμεις πού προπέμπουν τή Θεοτόκο προστάζουν τούς
οὐρανούς νά ἀνοίξουν τίς πύλες τους, γιά νά ὑποδεχθοῦν μέ τρόπο ὑπερκόσμιο τήν
Μητέρα τοῦ ἀενάου φωτός. Αὐτό τό διαλογικό σχῆμα μεταξύ τῶν Ἀγγέλων πού βρίσκονται
στή γῆ καί ἐκείνων πού βρίσκονται στόν οὐρανό, προσδίδει στό κείμενο μία
ζωντάνια. Ὑπάρχουν φωνές, παραγγέλματα, κίνηση, προετοιμασίες. Ὄχι, δέν
κυριαρχεῖ ἡ δυσκαμψία τοῦ θανάτου, ἀλλά ἡ κίνηση κι ἡ δράση, τά χαρακτηριστικά
της ζωῆς.
Ἦχος βαρὺς
Διὰ ταύτης γὰρ ἡ παγγενὴς τῶν βροτῶν σωτηρία γέγονεν, ᾗ ἀτενίζειν οὐκ ἰσχύομεν, καὶ ταύτῃ ἄξιον γέρας ἀπονέμειν ἀδύνατον.
Ὁ Βαρύς ὁ ἦχος μυσταγωγεῖ στούς στίχους πού μελωδεῖ, τή μετοχή τῆς
Παρθένου στό μυστήριο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ἀποκαλύπτεται ὁ λόγος
ὅλης αὐτῆς τῆς ὑπερκόσμιας προετοιμασίας. Δέν καλεῖται ὁ οὐρανός νά ὑποδεχθεῖ
ἁπλά μία ψυχή, ἀλλά τήν πρώτη μεταξύ τῶν ἀνθρώπου, ἐκείνη πού ἔγινε τό μέσο τῆς
λύτρωσης ὅλων τῶν ἀπογόνων του Ἀδάμ καί τῆς Εὕας. Οἱ ἀγγελικές Δυνάμεις
γνωρίζουν καλά τό ποιά εἶναι. Ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ ἦταν ἐκεῖνος πού τῆς
ἀνήγγειλε τήν σύλληψη τοῦ Υἱοῦ της· Ἄγγελοι Θεοῦ ἔψαλαν κατά τόν θαυμαστό τόκο
τῆς τό «Δόξα ἐν ὑψιστοις Θεῶ, καί ἐπί γὴς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία».
Γι’ αὐτό δέν μποροῦν νά σηκώσουν τούς ὀφθαλμούς τους γιά νά ἀντικρύσουν τήν
μορφή της. Γι’ αὐτό δέν βρίσκουν τιμές ἄξιες νά τῆς ἀπονείμουν, τώρα πού ἦρθε ἡ
ὥρα τοῦ δοξασμοῦ της.
Ἦχος δ'
Ταύτης γὰρ τὸ ὑπερβάλλον, ὑπερέχει πᾶσαν ἔννοιαν.
Ὁ ἦχος ὁ Τέταρτος ἔρχεται μέ τή σειρά του νά ἐκφράσει τό θαυμασμό
καί τό δέος. Τό ὕψος τῆς Θεοτόκου εἶναι δυσθεώρητο, τό μεγαλεῖο της ἀσύγκριτο,
ἡ ὑπεροχή της ἀδιαμφισβήτητη. Κάθε σημασία, κάθε νόημα εἶναι λειψό ἄν δέν
φωτιστεῖ ἀπό τή δική της παρουσία, ἀπό τή νοηματοδότηση πού ἐκείνη ἔφερε στόν
κόσμο. Τά πάντα βρίσκουν τήν σημασία τους ἐν Χριστῷ, τόν Υἱό τῆς Παρθένου.
Ὅποιος δέν ἀναγνωρίζει τούτη τήν ἀλήθεια, δέν μπορεῖ νά βρεῖ λόγο καί σκοπό στή
ζωή του.
Ἦχος πλ. δ'
Διὸ ἄχραντε Θεοτόκε, ἀεὶ σὺν ζωηφόρῳ Βασιλεῖ, καὶ τόκῳ ζῶσα, πρέσβευε διηνεκῶς, περιφρουρῆσαι καὶ σῶσαι, ἀπὸ πάσης προσβολῆς ἐναντίας τὴν νεολαίαν σου· τὴν γὰρ σὴν προστασίαν κεκτήμεθα.
Ὁ πλάγιος του Τετάρτου μετατρέπει τούς λόγους σέ ἱκεσία.
Στρεφόμαστε πρός τό σεπτό πρόσωπο τῆς Θεοτόκου, τό ὁποῖο βρίσκεται ἐκ δεξιῶν τοῦ
Βασιλέως Υἱοῦ της, καί τήν παρακαλοῦμε θερμῶς νά πρεσβεύει ὑπέρ τῆς νεολαίας.
Τούτη ἡ συγκινητική ἀναφορά τοῦ ὑμνογράφου στή νεότητα, ζητώντας νά τήν
περιφρουρήσει ἀπό τούς πειρασμούς, καί νά τή σώσει ἀπό τούς κινδύνους, μᾶς
κάνει νά αἰσθανόμαστε πώς ὁ ὕμνος ἀφορᾶ τόσο πολύ τή ζωή μας, τίς ἀνησυχίες μας
καί τούς φόβους μας. Ζοῦμε σέ μία ἐποχή πού μοιάζει μέ τρικυμία. Καί σέ αὐτό
τόν κλύδωνα οἱ ψυχές τῶν ἀνθρώπων κινδυνεύουν νά καταποντιστοῦν. Κι ἄν οἱ
μεγαλύτεροι σέ ἡλικία ἔχουν τήν ἐμπειρία καί τή γνώση, αὐτές λείπουν ἀπό τούς
νέους, γι’ αὐτό μοιάζουν νά κινδυνέουν
περισσότερο. Τοῦτος εἶναι ὁ λόγος τῆς ἰδιαίτερης ἀναφορᾶς καί παράκλησης γιά τή
νεολαία πρός τήν Θεοτόκο, ὥστε νά γίνει «λιμήν καί προστασία» γιά ἐκείνους καί
γιά ὅλο τόν κόσμο.
Ἦχος α'
Εἰς τοὺς αἰῶνας, ἀγλαοφανῶς μακαρίζοντες.
Ὁ Πρῶτος ἦχος κλείνει τόν κύκλο τοῦ ὑμνογραφήματος, μέ τρόπο
ἐπίσημο καί λαμπρό. Καί τώρα καί σέ κάθε στιγμή οἱ χριστιανοί θά τιμοῦμε καί θά
δοξολογοῦμε τήν σεπτή σου Κοίμηση Παρθένε Θεοτόκε. Θά μακαρίζουμε τήν ἁγία σου
μορφή καί αὐτή μας ἡ συνήθεια θά κομίζει στή ζωή μᾶς φῶς ἱλαρό, καθοδηγητικό
καί παρηγορητικό. Τό φῶς τοῦ Χριστοῦ, τό δικό σου τό φῶς, ἐκεῖνο πού κατανικᾶ
τό ἔρεβος τῆς κακίας, τό σκοτάδι τοῦ θανάτου.
Ἀγαπητά μου παιδιά,
Εὐχόμεθα ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς μας ἡ Κυρία Θεοτόκος νά προσφέρει
τήν παραμυθία της σέ ὅλους, ψιθυρίζοντας μυστικά στίς ψυχές σας, ἄσματα καί
ποιήματα, κατευναστικά τῶν ἀγωνιῶν καί τῶν φόβων σας, γιατί μητέρα ἀληθινή
στέκει γιά τόν καθένα ἀπό ἐμᾶς.
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!
Μέ ὅλη μου τήν ἀγάπη
Ο Μ Η Τ Ρ Ο Π Ο Λ Ι Τ Η Σ Σ Α Σ
† ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ