Τρίτη 10 Ιουλίου 2018

«Κανείς δεν μπορεί να σε αδικήση, αν δεν αδικής εσύ ο ίδιος τον εαυτό σου»

Μας διδάσκει ο Κύριος: «Εγώ δε λέγω υμίν, αγαπάτε τους εχθρούς υμών, ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς, καλώς ποιείτε τοις μισούσιν υμάς και προσεύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων υμάς και διωκόντων υμάς» (Ματθ. ε  44). Δηλ.:
Εγώ δε σας λέγω, αγαπάτε τους εχθρούς σας, εύχεσθε προς τον Θεό αγαθά δι  ἐκείνους, οι οποίοι σας καταρώνται, ευεργετείτε εκείνους που σας μισούν και προσεύχεσθε υπέρ εκείνων, οι οποίοι σας μεταχειρίζονται άδικα και περιφρονητικά και σας καταδιώκουν αδίκως, ακόμη και όταν ο διωγμός τους αυτός σας γίνεται δια τις θρησκευτικές σας πεποιθήσεις.
Ο ίδιος ο Θεός μας δίδει τον τρόπο, που πρέπει να αντιμετωπίσουμε κάθε μας πειρασμό, κάθε μας αδικία, που γίνεται εις βάρος μας.
• Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος τονίζει στην ΝΑ  Ομιλία του «ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ»: «Κανείς δεν θα μπορέση να σε αδικήση, αν δεν αδικής εσύ ο ίδιος τον εαυτό σου. Ώστε, αν θέλης να στραφής εναντίον αυτών που σε αδίκησαν, στρέψου πρώτα εναντίον του εαυτού σου. Κανείς δεν σε εμποδίζει. Γιατί αν στραφής εναντίον άλλου, τότε έφυγες φέρνοντας μαζί σου μεγαλύτερη αδικία. Άλλωστε ποιά σπουδαία αδικία έχεις να πης. Ότι ο τάδε σε έβρισε, σου έκλεψε τα πράγματά σου και σε περιέβαλε με κινδύνους; Αλλά αυτό δεν είναι αδικία, αντίθετα, αν σκεπτόμαστε ψύχραιμα, είναι δυνατόν να μας ωφελήση τα μέγιστα. Γιατί ο άδικος είναι αυτός που έκανε αυτά, κι όχι αυτός που τα έπαθε.
Και συνεχίζει στην ΙΓ  Ομιλία του «ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ»: Δεν είπε, «εάν σε χτυπήση κάποιος στο δεξί σαγόνι, να το υποφέρης με γενναιότητα και να ησυχάζης», αλλά πρόσθεσε σ’ αυτό και το να προσφέρης και το άλλο σ’ αυτόν: «στρέψε σ’ αυτόν», λέγει, «και το άλλο σαγόνι» (Ματθ. 5, 39). Γιατί αυτό είναι η λαμπρή νίκη, το να προσφέρης δηλαδή σ’ αυτόν περισσότερα απ’ όσα θέλει και να ξεπεράσης τα όρια της πονηρής επιθυμίας του με τη δική σου πλούσια μακροθυμία. Γιατί έτσι θα εξαφανίσης και την οργή εναντίον εκείνου. Βλέπεις ότι παντού από μας εξαρτάται να μη υποφέρουμε, όχι από εκείνους που μας κακοποιούν;».
β . Στον ίδιο Αββά Γελάσιο, άφησε κάποτε ένας γέροντας, μοναχός, οπού διέμενε κοντά στη Νικόπολη, ένα κελλί και το γύρω του χωράφι. Ένας δε γεωργός του Βακάτου, του τότε άρχοντος στη Νικόπολη της Παλαιστίνης, επειδή ήταν συγγενής του κοιμημένου γέροντος, παρουσιάσθηκε στο παρά πάνω Βακάτο και αξίωσε να πάρη στην κατοχή του εκείνο το χωράφι, γιατί δήθεν, σύμφωνα με τον νόμο, έπρεπε να περιέλθη σ’ αυτόν. Και εκεί­νος, δραστήριος άνθρωπος καθώς ήταν, προσπαθούσε με τα ίδια του τα χέρια να πάρη το χωράφι από τον Αββά Γελάσιο. Αλλά ο Αββάς, μη θέλοντας μοναχικό κελλί να παραδώση σε κοσμικό άνθρωπο, δεν του το παραχωρούσε. Βλέποντας δε ο Βακάτος τα ζώα του Αββά Γελασίου να μεταφέρουν τις ελιές του κληρονομημένου απ’ αυτόν χωραφιού, τα απέσπασε με τη βία, πήρε στο σπίτι του τις ελιές και με κακή συμπεριφορά άφησε ύστερα τα ζώα και τους αγωγιάτες. Αλλά ο μακάριος γέροντας, τον μεν καρπό καθόλου δεν τον διεκδίκησε, την κυριαρχία όμως του χωραφιού δεν την παρεχώρησε, για την αιτία οπού είπαμε. Έτσι, εξαγριωμένος ο Βακάτος και επειδή είχε και άλλες ανάγκες οπού τον κέντριζαν, -ήταν, βλέπετε, φιλόδικος- τρέχει στην Κωνσταντινούπολη, κάνοντας τον δρόμο πεζή. Σαν έφθασε στην Αντιόχεια, άκουσε για τον Άγιο Συμεών, οπού έλαμπε τότε σαν μεγάλος φωστήρας, με την υπεράνθρωπη αρετή του και θέλησε, σαν χριστιανός, να δη τον άγιο. Βλέποντάς τον δε από τον στύλο ο Άγιος Συμεών, μόλις έμπαινε στη Μονή, τον ρώτησε: «Από που είσαι; Και που πας;». Και εκείνος αποκρίνεται: «Από την Παλαιστίνη είμαι και στην Κωνσταντινούπολη πηγαίνω». Και ο Άγιος τον ξαναρωτά: «Και για ποιόν λόγο;». Του απαντά ο Βακάτος: «Για πολλές υποθέσεις. Και ελπίζω, με τις ευχές της αγιωσύνης σου, να ξαναγυρίσω και να προσκυνήσω τα άγια πόδια σου». Και του λέγει ο άγιος Συμεών: «Δεν θέλεις, αμαρτωλότατε άνθρωπε, να πης ότι εναντίον του ανθρώπου του Θεού πηγαίνεις; Αλλά δεν θα ευοδωθή η πορεία σου. Ούτε θα ξαναδής το σπίτι σου. Αν λοιπόν θέλης να με ακούσης, τρέχα πίσω σ’ αυτόν και βάλε του μετάνοια, αν βέβαια προφθάσης να είσαι ζωντανός». Και ευθύς τον πιάνει πυρετός, τον βάζουν σε ένα κλειστό φορείο οι συνοδοί του και βιάζεται να γυρίση πίσω και να βάλη μετάνοια μπροστά στον Αββά Γελάσιο, όπως του είχε πει ο άγιος Συμεών. Αλλά φθάνοντας στη Βηρυτό πέθανε, χωρίς να ξαναδή το σπίτι του, κατά την προφητεία του αγίου. Αυτά, ο γυιός του, οπού τον έλεγαν επίσης Βακάτο, μετά το τέλος του πατέρα του, σε πολλούς και αξιοπίστους άνδρες τα διηγήθηκε.