Τετάρτη 11 Ιουλίου 2018

Πόσες φορές “διώκομεν” και εμείς τον Χριστόν...;

“Και ιδού πάσα η πόλις εξήλθεν
εις συνάντησιν τω  Ιησοῦ, και ιδόντες
αυτόν παρεκάλεσαν όπως μεταβή
από των ορίων αυτών”.
Το θαύμα

Ο Κύριος ευρίσκεται σε μία παραθαλάσσια περιοχή της Γαλιλαίας και πλησιάζοντας προς την πόλι, συναντά δύο ανθρώπους σε έξαλλη κατάστασι.
Είναι δύο δαιμονισμένοι, οι οποίοι, διωγμένοι από τους κατοίκους της πόλεως, μένουν και κατοικούν μέσα στα μνήματα. Η Θεϊκή δύναμη του Χριστού μας, “ξεσηκώνει” τους δαίμονες που κατοικούν μέσα στους δύο αυτούς ταλαίπωρους ανθρώπους και τους φέρνει μπροστά στον Κύριο και τους μαθητές Του. Δεν απειλούν – δεν τολμούν άλλωστε! – δεν έρχονται δια να κακοποιήσουν, όπως έκαναν συνήθως στους περαστικούς από εκείνη την περιοχή, αλλά έρχονται σπρωγμένοι από την δύναμη του Κυρίου. “τι ημίν και σοι, Ιησού υιέ του Θεού; ήλθες ώδε προ καιρού βασανίσαι ημάς;” (Ματθ. η΄ 29). Αυτό μόνον, τολμούν να ρωτήσουν οι δαίμονες και επειδή βλέπουν και ξέρουν ότι ο Ιησούς έρχεται, δια να σώση από την δαιμονική δυναστεία, τους δύο εκείνους ταλαίπωρους ανθρώπους, τον παρακαλούν να τους επιτρέψη να εισέλθουν εις τους χοίρους που έβοσκαν εκεί πλησίον.
Ο Κύριος, θέλοντας να πατάξη το κακόν το οποίον εγίνετο εις την πόλιν εκείνην, – με το εμπόριον των χοίρων, που ως γνωστόν, απηγορεύετο εκ του Μωσαϊκού νόμου – επιτρέπει εις τους δαίμονας να εισέλθουν εις τους χοίρους. Αμέσως δε ύστερον, συν­έβη φοβερόν θέαμα! Αφ’ ενός μεν, οι δύο άνθρωποι ελευθερώθησαν από τους δαίμονας, οι δε χοίροι, δαιμονισθέντες, ώρμησαν εις τον γκρεμόν και επνίγοντο εις την λίμνην της Τιβεριάδος. Οι χοιροβοσκοί, όμως, βλέποντες την φοβεράν αυτήν εξέλιξιν, “έφυγον, και απελθόντες εις την πόλιν απήγγειλαν πάντα και τα των δαιμονιζομένων” (Ματθ. Η΄ 33).
Ενώ δε, θα επερίμενε ο καθένας, οι κάτοικοι της πόλεως να έλθουν και να ευχαριστήσουν τον Χριστόν που τους απήλλαξεν από τους δύο εκείνους τρομακτικούς δαιμονισμένους, συμβαίνει το εντελώς αντίθετον. Θεωρούντες την απώλειαν των χοίρων ως “φοβεράν” οικονομικήν ζημίαν, έρχονται προς τον Κύριον με φόβον μεν, ένεκα του φοβερού θαύματος, αλλά και ζητούντες να φύγη από την περιοχή τους. “Και ιδού πάσα η πόλις εξήλθεν εις συνάντησιν τω Ιησοῦ, και ιδόντες αυτόν παρεκάλεσαν όπως μεταβή από των ορίων αυτών” (Ματθ. Η΄ 34).

 Η επιλογή
Είναι, όντως, η στάσις και η συμπεριφορά των κατοίκων των Γεργεσηνών, ακατανόητη και απαράδεκτη, απέναντι στον Κύριο. Ο μεν Κύριος ευεργετεί την πόλιν και τους κατοίκους της. Πρώτον μεν, με την θεραπείαν των δύο δαιμονιζομένων αφού ούτοι, πέραν της φοβεράς και απεχθούς δαιμονικής παρουσίας, αποτελού­σαν και δημόσιον κίνδυνον δια τους κατοίκους˙ και δεύτερον, διότι επάταξεν ο Χριστός την ασέβειαν και παρανομίαν που εγίνετο, με το να επιτρέψη εις τους δαίμονας να καταστρέψουν τα χοιρινά. Ο λαός όμως, – και τούτο διακρίνεται εντονώτατα – ενοχλείται και δυσφορεί απέναντι στον Κύριο, διότι ως φαίνεται, αδιαφορούντες δια το πρώτον (δηλαδή την απαλλαγήν τους από τους δαίμονας), πικραίνονται δια το δεύτερον, δηλαδή το ότι εστερήθησαν των χοίρων, που άλλοι εξ αυτών έτρωγαν το παράνομον τούτο φαγητό, άλλοι δε εκέρδιζαν από το παράνομον τούτο εμπόριον. Επιλέγουν δε, – πάντως με ήπιον και ευγενή τρόπον, ίσως φοβούμενοι την Θείαν δύναμιν του Χριστού – να παρακαλέσουν τον Χριστόν, να φύγη από την πόλιν τους. Επιλέγουν την παρανομίαν και βεβήλωσιν του Θείου νόμου, από την νόμιμον και θεάρεστον και πρωτίστως ωφέλιμον δια τους ιδίους, μακράν της αμαρτίας, Θείαν κατάστασιν.
Εάν όμως τούτο, ακούεται, από τους νομοταγείς ανθρώπους του Θεού, αποκρουστικόν και απαράδεκτον, δυστυχώς, υπήρξαν και υπάρχουν πάντοτε και σε κάθε εποχήν, και εκείνοι που … συμφωνούν με την κακίστην και αγενή στάσιν των κατοίκων και θεωρούν ότι ο Χριστός “αδίκησεν” τους κατοίκους, αφού εκείνοι … ήθελαν να παρανομούν και ήσαν ελεύθεροι προς τούτο.

Η τραγικότης της αμαρτίας
Βεβαίως, δεν έχομεν την πρόθεσιν να εισέλθωμεν εις την λογικήν των παρανόμων και αποστατών του Θείου Νόμου, ούτε φυσικά και να κρίνωμεν – ο Θεός φυλάξοι! – την Θείαν εκείνην ενέργειαν. Ο Κύριος ενήργησε κατά τον τέλειον τρόπον, όχι διότι εμείς κρίνομεν την ενέργειάν Του, αλλά διότι εμπιστευόμεθα την Τελειότητά Του!
Μέσα, όμως, εις την αποδοκιμαστικήν κίνησιν εκείνων των κατοίκων, οφείλομεν να αναζητήσωμεν και αντιστοίχους ιδικάς μας κινήσεις και επιλογάς, αι οποίαι διαπράττονται από εμάς εις καθημερινήν βάσιν. Κατηγορούμεν και αποδοκιμάζομεν την απαράδεκτον στάσιν των Γεργεσηνών και καλώς πράττομεν, αλλά εις κάθε αμαρτωλήν επιλογήν μας … το ίδιον πράττομεν και εμείς! Το Ιερόν κείμενον, εκθέτει την απαράδεκτον αυτήν συμπεριφοράν, όχι τόσον, δια να την κατακρίνωμεν και την καταδικάσωμεν, όσον δια να διδαχθώμεν από αυτήν – αρνητικώς, βεβαίως – και να μη την επαναλάβωμεν. Πόσες φορές “διώκομεν” και εμείς τον Χριστόν και τον Νόμον Του και επιλέγομεν παράνομες καταστάσεις; Πόσες φορές δεν διώκομεν τον Ιησούν από πλησίον μας, διότι θέλομεν να αμαρτάνωμεν; Ακόμη δε χειρότερον, πόσες φορές, ενώ ο Κύριος δημιουργεί κάποιες “αναποδιές” και δεν μας αφήνει να αμαρτήσουμε, εμείς επιμένομεν και πικραινόμεθα, διότι απετύχαμε εις την αμαρτωλήν επιδίωξίν μας;
Οι Ιεροί Πατέρες της Αγίας μας Εκκλησίας, συμφωνούν εις την κοινήν διαπίστωσιν, ότι η πρώτη και κορυφαία αμαρτία, “η πρώτη των πρώτων”, είναι η … ηθελημένη και εσκεμμένη! Το ότι είμεθα αμαρτωλοί και δεν δυνάμεθα να … ΜΗ αμαρτήσωμεν, είναι γεγονός θλιβερώτατον! Το να αμαρτάνωμεν όμως ηθελημένως, τούτο μας καθιστά, – φρικτόν και να το είπωμεν! – ομοίους με τον τρισκατάρατον διάβολον. Τούτο μόνον, εάν σκεφθώμεν, θα διαπιστώσωμεν ότι εις ουδέν διαφέρομεν των κακίστων Γεργεσηνών! Θα ελέγωμεν δε μάλλον, ότι ευρισκόμεθα εις χειροτέραν από εκείνους κατάστασιν, διότι εμείς, πλέον είμεθα εις την σωτήριον περίοδον της Χάριτος. Εκείνοι, τότε, ευρίσκοντο εις την προ της Αναστάσεως του Κυρίου κατάστασιν χωρίς την Χάριν και τον φωτισμόν που εμείς διαθέτομεν.
Τραγικόν, η αμαρτία˙ τραγικώτερον όμως, η εσκεμμένη αμαρτία!
Αρχιμ. Τιμόθεος Γ. Παπασταύρου Ιεροκήρυξ Ιεράς Μητροπόλεως Πατρών