Κυριακή 15 Ιουλίου 2018

Η δεύτερη έλευση του Χριστού

Στό ἕβδομο ἄρθρο τοῦ «Συμβόλου τῆς Πίστεως» γίνεται λόγος γιά τήν δεύτερη ἔλευση τοῦ Χριστοῦ, γιά νά κρίνη τούς ἀνθρώπους. Ὁμολογεῖται:
«Καί πάλιν ἐρχόμενον μετά δόξης κρῖναι ζῶντας καί νεκρούς οὗ τῆς βασιλείας οὐ ἔσται τέλος», δηλαδή «καί πάλι θά ἔλθη ὁ Χριστός ἐνδόξως, γιά νά κρίνη ζωντανούς καί νεκρούς καί ἡ Βασιλεία Του θά εἶναι αἰώνια, δέν θά ἔχη τέλος».
Στό ἄρθρο αὐτό τοῦ «Συμβόλου τῆς Πίστεως» καταγράφονται καί ὁμολογοῦνται τρεῖς μεγάλες ἀλήθειες.

Ἡ πρώτη ἀλήθεια εἶναι ὅτι ὁ Χριστός θά ἔλθη πάλι στόν κόσμο, ὅπως ὁ Ἴδιος τό εἶπε: «Ὅταν δέ ἔλθῃ ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ καί πάντες οἱ ἅγιοι ἄγγελοι μετ᾿ αὐτοῦ...» (Ματθ. κε΄, 31). Τό ἴδιο βεβαίωσαν οἱ ἄγγελοι κατά τήν ἡμέρα τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Χριστοῦ: «Ἄνδρες Γαλιλαῖοι, τί ἑστήκατε ἐμβλέποντες εἰς τόν οὐρανόν; οὗτος ὁ Ἰησοῦς ὁ ἀναληφθείς ἀφ᾿ ὑμῶν εἰς τόν οὐρανόν, οὕτως ἐλεύσεται, ὅν τρόπον ἐθεάσασθε αὐτόν πορευόμενον εἰς τόν οὐρανόν» (Πράξ. α΄, 11).

Ἡ ἔλευση αὐτή τοῦ Χριστοῦ ἀντιδιαστέλλεται ἀπό τήν πρώτη ἔλευσή Του. Κατά τήν πρώτη ἔλευση τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ἡ ἐνανθρώπησή Του, ἔγιναν ὅλα ταπεινά, μυστικά ἀπό τούς πολλούς, καί ἦταν γνωστά μόνον στήν Παναγία, τόν Ἰωσήφ, τούς Ποιμένες, τούς Μάγους. Ὁ Χριστός γεννήθηκε σέ ἕνα σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ καί μεγάλωσε ταπεινά στήν Ναζαρέτ χωρίς νά καταλάβουν οἱ ἄνθρωποι αὐτό τό μεγάλο γεγονός. Ὅμως, ἡ δεύτερη ἔλευση τοῦ Χριστοῦ θά γίνη μέ μεγάλη δόξα, ἀφοῦ θά ἔλθη μέ τούς ἀγγέλους Του, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θά παρασταθοῦν μπροστά Του γιά νά τούς κρίνη.
Αὐτή, ἡ δεύτερη ἔλευση τοῦ Χριστοῦ θά γίνη ξαφνικά. Κανείς δέν γνωρίζει τό πότε θά γίνη αὐτό τό μεγάλο γεγονός. Ἤδη, μετά τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ οἱ Μαθητές Τόν ρώτησαν: «Κύριε, εἰ ἐν τῷ χρόνῳ τούτῳ ἀποκαθιστάνεις τήν βασιλείαν τῷ Ἰσραήλ; εἶπε δέ πρός αὐτούς· οὐχ ὑμῶν ἐστι γνῶναι χρόνους ἤ καιρούς οὕς ὁ πατήρ ἔθετο ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ» (Πράξ. α΄, 6-7). Αὐτό τό ἔλεγε ὁ Χριστός ἐπανειλημμένως στούς ἀκροατές Του, ὅσο συναναστρεφόταν μαζί τους.
Ἡ δεύτερη ἀλήθεια πού τονίζεται στό ἄρθρο αὐτό εἶναι ὅτι ἡ ἔνδοξη ἔλευσή Του θά συνδυασθῆ μέ τήν κρίση, ἀφοῦ θά κρίνη ὅλους τούς ἀνθρώπους, καί αὐτούς πού θά ζοῦν τότε, ἀλλά καί αὐτούς πού θά ἔχουν πεθάνει.
Εἶναι γνωστή ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ γιά τήν Μέλλουσα Κρίση ὅτι θά χωρισθοῦν οἱ ἄνθρωποι, καί ἄλλοι θά σταθοῦν στά δεξιά Του καί ἄλλοι στά ἀριστερά Του καί θά διεξαχθῆ ἕνας διάλογος, γιά τό ἄν ἔδειξαν ἤ ὄχι ἀγάπη πρός τούς ἀδελφούς τοῦ Χριστοῦ. Πρόκειται γιά τήν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη πού εἶναι ἀποτέλεσμα ἀπαθείας. Οἱ δίκαιοι θά διακριθοῦν τότε γιά τήν ἀρετή τῆς αὐτομεμψίας, ἀφοῦ καί τότε πού θά τούς ἐπαινῆ ὁ Χριστός, αὐτοί δέν θά καυχηθοῦν γιά τήν ἀγάπη τους. Ἀντίθετα οἱ ἁμαρτωλοί θά ἐκφράσουν τήν αὐτοδικαίωσή τους, ἀφοῦ κατά τήν φοβερή ἐκείνη στιγμή θά δικαιώνουν τόν ἑαυτό τους, ὅτι δέν Τόν κατάλαβαν στά πρόσωπα τῶν ἀνθρώπων πού εἶχαν ἀνάγκη γιά νά τούς βοηθήσουν.
Ἐνῶ στά σχετικά χωρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἡ Μέλλουσα Κρίση παρουσιάζεται μέ τήν εἰκόνα τοῦ Δικαστηρίου, γιά νά γίνη κατανοητή ἀπό τούς ἀνθρώπους, ὅμως στά πατερικά κείμενα παρουσιάζεται μέ τήν ἰατρική διαδικασία. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ Χριστός θά ἐμφανισθῆ μέ ὅλη τήν δόξα Του καί ὅσοι ἔχουν ἀποκτήσει πνευματικό ὀφθαλμό θά Τόν δοῦν ὡς Φῶς, ἐνῶ οἱ ἄλλοι, πού θά εἶναι πνευματικά τυφλοί, θά αἰσθανθοῦν τήν θερμότητά Του καί θά καοῦν.
Κατά τόν Μέγα Βασίλειο, τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο καί πολλούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, τό φῶς ἔχει δύο ἰδιότητες, τήν φωτιστική καί τήν καυστική, δηλαδή φωτίζει καί καίει. Ὅσοι ἔχουν ὀφθαλμό φωτίζονται καί βλέπουν, ἐνῶ ὅσοι δέν ἔχουν ὀφθαλμό αἰσθάνονται τήν καυστική ἐνέργεια τοῦ Φωτός. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής χρησιμοποιεῖ τό παράδειγμα τοῦ πηλοῦ καί τοῦ κηροῦ. Ἄν βάλουμε τά δύο αὐτά ὑλικά στοιχεῖα κάτω ἀπό τίς ἀκτίνες τοῦ ἡλίου, ὁ μέν πηλός θά σκληρυνθῆ, τό δέ κερί θά λυώση. Ἔτσι ἡ φιλόθεη ψυχή θά αἰσθανθῆ τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἡ δέ φιλόϋλη ψυχή θά αἰσθανθῆ τόν Θεό ὡς σκληρό. Ὁ Θεός θά ἀγαπᾶ ὅλους, ἀλλά αὐτή ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ θά βιώνεται διαφορετικά στόν καθένα, ἀνάλογα μέ τήν πνευματική του κατάσταση. Ἔτσι, θά γίνη ἡ κρίση τῶν ἀνθρώπων.
Ἡ τρίτη ἀλήθεια πού τονίζεται στό ἄρθρο αὐτό τοῦ «Συμβόλου τῆς Πίστεως» εἶναι ὅτι μετά τήν Κρίση, κατά τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ, θά ἀκολουθήση ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία θά εἶναι αἰώνια, δηλαδή δέν θά ἔχη τέλος.
Ἡ φράση Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι μιά εἰκόνα ἀπό τήν αἰσθητή πραγματικότητα, εἶναι ἡ ἐξουσία καί ἡ δύναμη τοῦ ἐπιγείου βασιλέως. Εἶναι μιά δυνατή εἰκόνα γιά νά χαρακτηρισθῆ ἡ μέλλουσα δόξα, ἡ ὁποία ἄρχισε ἀπό τώρα μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ.
Ὅμως, Βασιλεύς εἶναι ὁ Χριστός καί Βασιλεία εἶναι ἡ δόξα τῆς θεότητός Του. Γι’ αὐτό ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός ἄρχισε τό ἐπίγειο ἔργο Του, κηρύσσοντας: «Μετανοεῖτε, ἤγγικε γάρ ἡ βασιλεία τοῦ οὐρανῶν» (Ματθ. δ', 17). Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ πλησιάζει, ἦλθε καί θά ἔλθη. Οἱ τρεῖς Μαθητές τοῦ Χριστοῦ ἐπάνω στό ὄρος Θαβώρ εἶδαν τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, μετεῖχαν τοῦ Φωτός τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστη καί αἰώνια, ἀΐδια. Ὅσοι ἑνώνονται μέ τόν Χριστό, κατά διαφόρους βαθμούς, προγεύονται ἀπό τώρα τῆς δόξης τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτούς ἡ δεύτερη ἔλευση τοῦ Χριστοῦ, δέν θά εἶναι φοβερή, λυπηρή, ἀλλά ἔνδοξη, γεμάτη Χάρη καί χαρά.
Ὁ Μητροπολίτης
† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ