Δευτέρα 25 Ιουνίου 2018

π. Αναστάσιος Γκοτσόπουλος, Επὶ τη συμπληρώσει διετίας… Το φρόνημα των Οικουμενικών Συνόδων σε αντιδιαστολὴ προς το φρόνημα της «Συνόδου της Κρήτης»

 
Πάτρα   15 . 6 . 2018
π. Ἀναστάσιος Γκοτσόπουλος, Ἐφημέριος Ἱ. Ν. Ἁγ. Νικολάου Πατρῶν agotsopo@gmail.com

Ὁ Συνοδικὸς θεσμὸς ἀποτελεῖ τὸν θεοπαράδοτο καὶ ἁγιοπνευματικὸ τρόπο διοικήσεως ὅλων τῶν ὑποθέσεων τῆς Ἐκκλησίας μας. Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἀκόμα καὶ στὴν ἀποστολικὴ περίοδο, κατὰ τὴν ὁποία ὑπῆρχε ἡ ὕψιστη αὐθεντία μέσα στὴν Ἐκκλησία, ἡ Ἀποστολικὴ αὐθεντία, ὁ συνοδικὸς θεσμὸς λειτουργοῦσε παράλληλα μὲ αὐτή.

Κορύφωση τῆς συνοδικῆς λειτουργίας τῆς πρώτης Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ ἡ Ἀποστολικὴ Σύνοδος (Πράξ. 15, 2-29). Ὅμως ἡ Ἀποστολικὴ Σύνοδος δὲν εἶναι ἡ μοναδικὴ συνοδικὴ λειτουργία στὴν πρώτη Ἐκκλησία: Ἡ ἴδια ἡ Πεντηκοστὴ ἐξεικονίζεται ὡς Σύνοδος, ἐνῶ ἀμέσως μετὰ τὴν Πεντηκοστὴ ἡ ἐκλογὴ τοῦ Ματθία, λίγο ἀργότερα τῶν ἑπτὰ Διακόνων καὶ ὅλες οἱ ἱεραποστολικὲς ἐξορμήσεις γίνονταν πάντοτε μὲ συνοδικὴ ἀπόφαση τῆς πρώτης Ἐκκλησίας καὶ ὄχι μὲ ἀπόφαση ἑνὸς Ἀποστόλου ἢ μόνο τῶν Ἀποστόλων.

Μελετώντας τὸν θεοπαράδοτο καὶ ἁγιοπνευματικὸ συνοδικὸ θεσμὸ στὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση καθίσταται σαφὲς ὅτι αὐτὸς δὲν ἀφορᾶ ἁπλῶς στὴ διοίκηση - μὲ τὴ στενὴ ἔννοια τοῦ ὃρου - τῆς Ἐκκλησίας ἀλλὰ ἀγγίζει τὸν πυρήνα τῆς ἴδιας της τῆς ὑπάρξεως. Καὶ αὐτὸ ἐπειδὴ πρώτιστο ἔργο καὶ ἀποστολὴ του εἶναι ἡ ἐν Ἀληθείᾳ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ καὶ ἡ τυχὸν περιφρόνηση ἢ κακοποίηση τοῦ συνοδικοῦ θεσμοῦ σὲ μία τοπικὴ Ἐκκλησία, πολὺ σύντομα ὁδηγεῖ καὶ σὲ ἀλλοίωση τῆς πίστεως καὶ ὁριστικὴ ἀποκοπὴ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἡ περίπτωση τοῦ Πατριαρχείου τῆς περιωνύμου παλαιᾶς Ρώμης ἐπιβεβαιώνει τὴν ἀλήθεια τοῦ ἰσχυρισμοῦ μας. Αὐτὴ ἡ τραγικὴ ἱστορικὴ πραγματικότητα μᾶς ἀναγκάζει νὰ ἀσχολούμαστε σοβαρὰ στὸ μέτρο τῶν μικρῶν δυνατοτήτων μας μὲ τὴ Σύνοδο τῆς Κρήτης, δύο χρόνια τώρα μετὰ τὴ σύγκλισή της.

Ἂν ἡ Ἀποστολικὴ Σύνοδος θεωρεῖται ἡ γενέθλια Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ ἀπαρχὴ κάθε Ὀρθοδόξου Συνόδου, κορύφωση τοῦ συνοδικοῦ θεσμοῦ ἔχουμε στὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους. Οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι ἀποτελοῦν τὶς κατ’ ἐξοχὴν ἔκτακτες δωρεὲς τοῦ Ἁγ. Πνεύματος στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τὶς ὁποῖες ἔχει προσφέρει ὁ Θεὸς γιὰ νὰ βοηθήσει τὴν Ἐκκλησία Του νὰ βγεῖ ἀπὸ ἐξαιρετικὰ δύσκολες καταστάσεις. Ἔτσι, οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι ἔχουν καταγραφεῖ στὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση καὶ παράδοση ὡς ἡ τελειότερη καὶ ὑψηλότερη ἔκφραση καὶ φανέρωση τοῦ συνοδικοῦ πολιτεύματος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ καὶ κάθε Σύνοδος ποὺ θέλει νὰ ἀναγνωριστεῖ ὡς «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος» τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὀφείλει νὰ ἔχει ὡς πρότυπο, στὸ ὁποῖο νὰ κατατείνει, τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους.

Βέβαια, σήμερα μία κατὰ γράμμα ἀντιγραφὴ τῆς πρακτικῆς τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων δὲν εἶναι δυνατή, διότι οἱ συνθῆκες εἶναι ριζικὰ διαφοροποιημένες ἀπὸ τὴν πρώτη χιλιετία κατὰ τὴν ὁποία συγκροτήθηκαν ὅλες οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι (πλὴν τῆς Θ΄ τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ). Νὰ σημειώσουμε μόνο δύο καίριας σημασίας διαφοροποιήσεις: 1. Δὲν ὑπάρχει πλέον ἡ ἑνιαία πολιτικὴ διοίκηση ὑπὸ ἕνα Χριστιανὸ Αὐτοκράτορα, ὅπως τότε, μὲ τὴ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία τοῦ Ἀνατολικοῦ Κράτους. Ἡ Ἐκκλησία εἶχε τότε νὰ ἀντιμετωπίσει μία ἐκκλησιαστικὴ πολιτικὴ τῆς ἑνιαίας κρατικῆς-αὐτοκρατορικῆς διοίκησης, ἐνῶ, ἀντίθετα, σήμερα οἱ ἀνὰ τὸν κόσμο Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἐγκαταστημένες σὲ πολλὲς κρατικὲς ὀντότητες μὲ ἀλληλοσυγκρουόμενα γεωπολιτικὰ συμφέροντα δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ δέχονται σοβαροὺς ἑτερόκλητους ἐπηρεασμούς, καὶ 2. Τότε ὑπῆρχε μία κοινωνία χριστιανικὴ μὲ μεγάλο μέρος τοῦ λαοῦ νὰ παρακολουθεῖ μὲ ζωηρὸ ἐνδιαφέρον τὰ θεολογικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ ζητήματα, τὰ ὁποῖα ἀποτελοῦσαν θεμελιῶδες στοιχεῖο τῆς κοινωνικῆς ζωῆς, ἐνῶ σήμερα ἡ κοινωνία πορεύεται σὲ μεταχριστιανικὲς ἀτραπούς, ἔτσι ὥστε τὰ πνευματικὰ-θεολογικὰ ζητήματα οὔτε τὰ γνωρίζει, οὔτε κἂν ἐνδιαφέρεται.

Εἶναι, λοιπόν, προφανὲς ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπαναληφθοῦν ἐπακριβῶς τὰ ἐπὶ μέρους στοιχεῖα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ὀφείλουμε ὅμως νὰ στοιχούμεθα καὶ νὰ ἀκολουθοῦμε τὸ φρόνημά τους, τὸ ὁποῖο βρίσκεται πέρα καὶ πάνω ἀπὸ τὶς μεταβαλλόμενες πολιτικές, κοινωνικές, ἀκόμα καὶ ἐκκλησιαστικὲς ἱστορικὲς συνθῆκες. Τὸ φρόνημα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἀποτελεῖ τὴν πολύτιμη καὶ ἀξεπέραστη παρακαταθήκη τους στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ ταυτόχρονα παραμένει ὁ ἐσώτατος πυρήνας κάθε σοβαρῆς συνοδικῆς πράξης τῆς Ἐκκλησίας μας.

Κάθε Σύνοδος ποὺ διεκδικεῖ τὴν ὀνομασία «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» καὶ ἀπαιτεῖ νὰ ἀναγνωριστεῖ ὡς τέτοια ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση, προφανῶς θὰ προσαρμοστεῖ ὡς πρὸς τὰ ἐξωτερικά της στοιχεῖα στὴ σύγχρονη ἐκκλησιαστικὴ καὶ εὐρύτερη πολιτικὴ πραγματικότητα, ἀλλὰ στὴν οὐσία της δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ ἀκολουθεῖ ἐπακριβῶς τὸ φρόνημα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Σὲ ἀντίθετη περίπτωση ἡ κατάληξή της εἶναι δεδομένη: τέλεια ἀπαξίωσή της ἀπὸ τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ὅσες προσπάθειες καὶ ἂν καταβάλλουν οἵ τά πρῶτα φέροντες. Τὰ παραδείγματα τῶν ληστρικῶν καὶ ἄλλων ψευτοσυνόδων (Ἐφέσου 449, Ἱερείας 754, Λυῶνος 1274, Φλωρεντίας 1439), παρὰ τὴν ἰσχυρὴ ἐκκλησιαστικὴ καὶ πολιτικὴ ὑποστήριξη μὲ τὴν ὁποία ἔγινε προσπάθεια νὰ ἐπιβληθοῦν, ἀπαξιώθηκαν τελείως ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση μαζὶ μὲ τοὺς ἐμπνευστὲς καὶ πρωτεργάτες τους…

Ἀς προσπαθήσουμε νὰ “μετρήσουμε” τὴ Σύνοδο τῆς Κρήτης χρησιμοποιώντας ὡς κανόνα τὸ φρόνημα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ἡ ἀναγκαιότητα χρησιμοποιήσεως τοῦ φρονήματος τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ὡς θεμελιώδους κριτηρίου γιὰ τὴν ἀξιολόγηση τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου ἀναγνωρίζεται ἀκόμα καὶ ἀπὸ τοὺς ὑπερασπιστὲς τῆς Κρήτης[1]. Ἔχουν, λοιπόν, τὸ ἴδιο φρόνημα ἢ μήπως εἶναι διαμετρικὰ ἀντίθετο; Θὰ περιοριστοῦμε στὴν ἐξέταση μόνο πέντε καίριων σημείων:

A. Ἡ συνοδικὴ αὐτοσυνειδησία  

Ὅλες οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι εἶχαν τὴν αὐτοσυνειδησία – δηλ. πίστευαν γιὰ τὸν ἑαυτό τους – ὅτι ἤσαν ὄντως «Ἁγίες καὶ Μεγάλες», δηλαδὴ Οἰκουμενικές. Ἀκριβέστερα: οἱ Πατέρες ποὺ συγκροτοῦσαν τὶς Συνόδους, αὐτοὶ εἶχαν τὴ συνείδηση ὅτι συμμετεῖχαν σὲ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο καὶ ἐνεργοῦσαν καὶ ἀποφάσιζαν βάσει αὐτῆς τῆς αὐτοσυνειδησίας τους[2].

Τί συμβαίνει ὅμως μὲ τὴν Κρήτη; Ἐγείρεται σοβαρότατο πρόβλημα μὲ τὴν αὐτοσυνειδησία της! Ἀπὸ τὴ μία πλευρὰ στὸν Κανονισμὸ Λειτουργίας καὶ στὴν «Ἐγκύκλιό» της διακηρύσσει ὅτι εἶναι «Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας», ἐν τούτοις ἐν τοῖς πράγμασι τίθεται ὑπὸ ἀμφισβήτηση ἡ διακήρυξη αὐτή. Δὲν θὰ ἦταν ὑπερβολικὸ νὰ λέγαμε ὅτι παρὰ τὶς μεγαλόστομες διακηρύξεις, ἀκόμα καὶ πολλὰ ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ μέλη τῆς Συνόδου δὲν φαίνεται νὰ πίστευαν ὅτι συνῆλθαν σὲ Σύνοδο καὶ μάλιστα ἁγιοπνευματική, «Ἁγία καὶ Μεγάλη»! Μᾶλλον αὐτοσυνειδησία διορθοδόξου συνεδρίου ἢ συνάντησης γνωριμίας καὶ ἀνταλλαγῆς ἀπόψεων ὑπῆρχε στὴ Σύνοδο τῆς Κρήτης.

1. Σὲ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ πλαίσιο ἐντάσσεται καὶ ἡ πρόσκληση σὲ ἐκπροσώπους αἱρετικῶν κοινοτήτων, οἱ ὁποῖες ἐμφοροῦνται ἀπὸ κακόδοξες ἀντιλήψεις καταδικασμένες ἀπὸ πολλὲς Οἰκουμενικὲς Συνόδους, νὰ παραστοῦν τιμητικὰ ὡς «παρατηρητές». Ἔτσι ἀκριβῶς δὲν γίνεται καὶ στὰ συνέδρια τῶν κομμάτων, στὰ ὁποῖα καλοῦνται νὰ παραστοῦν ἐκπρόσωποι ἄλλων πολιτικῶν σχηματισμῶν γιὰ λόγους εὐγενείας καὶ ἀβρότητος; Κάτι τέτοιο, ἀσφαλῶς, εἶναι ἐντελῶς ἀδιανόητο σὲ μία ἁγιοπνευματικὴ Σύνοδο, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τὴν ὕψιστη φανέρωση καὶ ἔκφραση τῆς ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ καὶ δὲ μπορεῖ νὰ ἐκπέσει σὲ ἁπλὴ πανηγυρικὴ ἐκδήλωση-συνάντηση μὲ κριτήρια καὶ στοχεύσεις "ἐκ τοῦ κόσμου τούτου"... Γι’ αὐτὸ ποτὲ καὶ σὲ καμία ἀπὸ τὶς ἑκατοντάδες Ὀρθόδοξες Συνόδους ποὺ ἔχουν συγκροτηθεῖ στὴ δισχιλιετὴ ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία δὲν παρίσταντο τιμητικὰ ἑτερόδοξοι-αἱρετικοὶ «παρατηρητές». Αὐτὸ συνέβη μόνο στὶς δύο Συνόδους τοῦ Βατικανοῦ, ποτέ, ὅμως, καὶ σὲ καμία Ὀρθόδοξη Σύνοδο!

2. Κύριο καὶ βασικὸ χαρακτηριστικὸ μίας Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου εἶναι τὸ ὑποχρεωτικό τῆς συμμετοχῆς. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι ἀνεκτὴ ἡ περιφρόνηση τῆς Συνόδου ἢ νὰ παρέχεται ἡ δυνατότητα μὴ συμμετοχῆς ἢ νὰ γίνεται ἀποδεκτὴ ἡ ἀναιτιολόγητη ἄρνηση συμμετοχῆς. Τὰ παραδείγματα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων εἶναι ἀπολύτως σαφῆ: Κλήθηκαν νὰ παραστοῦν οἱ Πατριάρχες Κωνσταντινου-πόλεως Νεστόριος καὶ Ἀντιοχείας Ἰωάννης (Γ΄ Οἰκουμενική), Ἀλεξανδρείας Διόσκορος (Δ΄ Οἰκουμενική), Ρώμης Βιγίλιος (Ε΄ Οἰκουμενικὴ) καὶ ἐπειδὴ ἀρνήθηκαν νὰ συμμετάσχουν καταδικάστηκαν. Εἶναι ἀδιανόητη ἡ περιφρόνηση μιᾶς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, ὅταν, βέβαια, εἶναι Ἁγία καὶ Μεγάλη καὶ ὄχι συνάντηση γνωριμίας…

Στὴν Πανορθόδοξη, προφανῶς οἱ συμμετέχοντες δὲν πίστευαν πραγματικὰ ὅτι συγκροτοῦσαν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο καὶ γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ δὲν ἐπιλήφθηκαν, ὡς ὄφειλαν, γιὰ τοὺς ἀπόντες ἀδικαιολόγητα, ὅπως εἶπαν, Πατριάρχες…

Ἴσως κάποιος ἀντιτάξει ὅτι γιὰ λόγους οἰκονομίας καὶ χάριν τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἔλαβε ἡ Σύνοδος τὰ προβλεπόμενα κανονικὰ ἐπιτίμια γιὰ ὅποιους τὴν περιφρόνησαν καὶ δὲν προσῆλθαν. Πάντως οἱ Πατέρες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων δὲν σκέπτονταν ἔτσι... Ἐκτὸς αὐτοῦ ὅμως, οἱ μετὰ τὴ Σύνοδο - καὶ μὲ ἀφορμὴ τὴ Σύνοδο Κρήτης[3]!- ἐνέργειες χορηγήσεως αὐτοκεφάλου στὴν Οὐκρανία ἀπὸ τοὺς πρωτεργάτες τῆς Συνόδου, κινδυνεύουν νὰ τινάξουν στὸν ἀέρα τὴ διορθόδοξη συνεργασία καὶ νὰ δυναμιτίσουν τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας μας. Συνεπῶς, γιὰ ποιὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν ἑνότητα ὁμιλοῦν;

3. Ἐπίσης, καθοριστικὸ χαρακτηριστικὸ μιᾶς πραγματικὰ Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, ποὺ τὴ διαφοροποιεῖ πλήρως ἀπὸ τὰ συνέδρια ἢ ἄλλου εἴδους συναντήσεις, εἶναι ὅτι ἡ Σύνοδος ἀποφασίζει τελεσίδικα καὶ ὑποχρεωτικὰ γιὰ ὅλους καὶ γιὰ ὁλόκληρη τὴν Ἐκκλησία. Δὲ νοεῖται Σύνοδος ἡ ὁποία νὰ θέτει ἐν ἀμφιβόλῳ τὶς ἀποφάσεις της ἢ ἀνέχεται καὶ πολὺ περισσότερο παρέχει τὴ δυνατότητα μὴ ἀποδοχῆς ἢ μὴ ἐφαρμογῆς τοῦ συνόλου τῶν ἀποφάσεών της, ἰδιαίτερα δὲ σὲ καίριας σημασίας θέματα, ὅπως εἶναι τὰ δογματικὰ-ἐκκλησιολογικὰ ζητήματα. Σὲ τέτοια περίπτωση ἀκόμα καὶ ἡ ἁπλὴ δήλωση ἀρνήσεως καθιστᾶ τὸν ἀρνούμενο τὴ Συνοδικὴ ἀπόφαση ὑπόλογο ἔναντι τῆς Συνόδου. Δὲν εἶναι ἁπλό τό ζήτημα, ἀλλὰ ἅπτεται αὐτῆς τῆς ἴδιας τῆς σοβαρότητος ἢ μὴ τῆς Συνόδου!

Εἶναι ἀδιανόητο στὴ συνοδικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας συνοδικὰ μέλη νὰ ἀρνοῦνται νὰ ὑπογράψουν τὴ δογματικὴ ἀπόφαση καὶ νὰ μὴν ὑφίστανται τὶς σοβαρὲς κανονικὲς συνέπειες. Ποτὲ καὶ σὲ καμία Οἰκουμενικὴ Σύνοδο δὲν συνέβη κάτι παρόμοιο. Ποτὲ καὶ σὲ καμία Οἰκουμενικὴ Σύνοδο δὲν δόθηκε ἡ δυνατότητα ἀρνήσεως ὑπογραφῆς τῆς δογματικῆς ἀποφάσεως χωρὶς συνέπειες. Στὴν Στ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ὁ παριστάμενος Πατριάρχης Ἀντιοχείας Μακάριος ἐπειδὴ ἀρνήθηκε νὰ ἀποδεχθεῖ τὴ δογματικὴ ἀπόφαση τῆς Συνόδου καθαιρέθηκε, ἀναθεματίστηκε καὶ ἐκδιώχθηκε ἀπὸ τὴ Σύνοδο. Οἱ Πατέρες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων δὲν ἀντιμετώπιζαν τέτοια ζητήματα… χαλαρά, οὔτε ἔπαιζαν ἐν οὐ παικτοῖς… γιατί εἶχαν τὴ συνείδηση ὅτι συγκροτοῦσαν Ἁγίες καὶ Μεγάλες Συνόδους.

Ὑπάρχει μόνο μία ἐξαίρεση ἡ ὁποία ὅμως ἐπιβεβαιώνει τὴν ἀνωτέρω πραγματικότητα: Στὴν Δ΄ Οἰκουμενική, μετὰ τὴν καταδίκη του πατριάρχου Ἀλεξανδρείας Διοσκόρου, δεκατρεῖς Αἰγύπτιοι ἐπίσκοποι ἀρνήθηκαν νὰ ὑπογράψουν τὴ Συνοδικὴ ἀπόφαση ἀναμένοντας τὴν ἐκλογὴ νέου πατριάρχη, διότι «ἔθος εἶναι ἐν τῇ Αἰγυπτιακῇ διοικήσει, παρὰ γνώμην καὶ διατύπωσιν τοῦ ἀρχιεπισκόπου μηδὲν τοιοῦτο ποιεῖν». Δήλωσαν ὅμως κατηγορηματικὰ ὅτι ἀποδέχονται πλήρως τὴν πίστη τῆς Συνόδου, ἀλλὰ ἔχουν τυπικὸ κώλυμα ποὺ δὲν μποροῦν νὰ ὑπογράψουν. Ἡ Δ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος δὲν τὸ ἀποδεχόταν αὐτό. Τελικά, μετὰ ἀπὸ πολὺ ἔντονη συζήτηση καὶ μὲ θερμές, γονυκλινεῖς ἱκεσίες τῶν Αἰγυπτίων ἐπισκόπων («ἐλεήσατε τὸ γῆρας ἡμῶν, ἐλεήσατε, καὶ μὴ παρεάσητε ἡμᾶς ἐν ἀλλοδαπῇ τὸν βίον ἡμῶν καταλῦσαι. Καὶ ἔρριψαν ἑαυτοὺς εἰς τὸ ἔδαφος οἱ αὐτοὶ εὐλαβέστατοι ἐπίσκοποι, καὶ εἶπον. ἐλεήσατε ἡμᾶς, φιλάνθρωποι ἐστε») καὶ μόνο ἀφοῦ ἔδωσαν σοβαρὲς ἐγγυήσεις καὶ τοὺς ἀπαγορεύθηκε ἡ ἔξοδος ἀπὸ τὴν πόλη ἔγινε ἀποδεκτὸ ἀπὸ τὴ Σύνοδο νὰ ἀναβληθεῖ ἡ ὑπογραφὴ τους μέχρι νὰ ἐκλεγεῖ νέος πατριάρχης Ἀλεξανδρείας[4]. Γιὰ τοὺς Πατέρες τῆς Συνόδου ἦταν θέμα σοβαρότητας καὶ αὐτοσυνειδησίας τῆς ἴδιας τῆς Συνόδου, ἦταν ἐντελῶς ἀδιανόητο κάποιοι νὰ μὴν ὑπογράψουν καὶ νὰ θεωροῦνται μέλη τῆς Συνόδου καὶ τῆς Ἐκκλησίας.

Τί συνέβη στὴν Κρήτη; Πολύ… χαλαρά! Ὅποιοι ἤθελαν ὑπέγραψαν! Ὅποιοι ἤθελαν δὲν ὑπέγραψαν! Ἄλλοι ποὺ ἀρνήθηκαν νὰ ὑπογράψουν ὑπέγραψε «ἀντ’ αὐτῶν» ὁ Ἀρχιεπίσκοπός τους! Ἄλλοι ὑπέγραψαν «μὲ ἐπιφύλαξη»! Ποῦ ἀκούστηκε ποτὲ ὑπογραφὴ σὲ συνοδικὴ ἀπόφαση μιᾶς πραγματικὰ Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου «μὲ ἐπιφύλαξη»! Προφανῶς δὲν ἦταν Ἁγία καὶ Μεγάλη! Αὐτὴ καὶ μόνο ἡ πραγματικότητα τῶν ὑπογραφῶν ἀποτελεῖ τὴν ἀπόλυτη ἀπαξίωση τῆς Κρήτης! Οἱ ἀρνήσεις στὸ περίφημο 6ο κείμενο ἔφτασαν τὶς 30 ἐπὶ συνόλου 162 ἐπισκόπων (δηλ. τὸ 25% ἀρνήθηκε νὰ ὑπογράψει)! Καὶ παρ’ ὅλα αὐτὰ δὲν ζητήθηκε ἀπὸ κανένα ὁ λόγος, δὲν ἐπιβλήθηκαν σὲ κανένα οἱ παραμικροῦ τύπου κυρώσεις, οὔτε κἂν συστάσεις! Τὸ τραγικὸ εἶναι ὅτι αὐτὴ ἡ ἀδιανόητη γιὰ σοβαρὴ Σύνοδο δυνατότητα προβλεπόταν στὸν Κανονισμὸ Λειτουργίας τῆς Πανορθοδόξου (βλ. Κανονισμὸς ἄρθρο 12 §2-3)! Τέτοια σοβαρότητα ἀναγνώριζε στὴ Σύνοδο τῆς Κρήτης ὁ ἴδιος ὁ Κανονισμός της…

Κατόπιν αὐτῶν, εἶναι δυνατὸν νὰ ἰσχυριστεῖ κάποιος σοβαρὰ ὅτι στὴ Σύνοδο τῆς Κρήτης ὑφίσταται πράγματι αὐτοσυνειδησία «Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», δηλαδὴ ἁγιοπνευματικῆς Συνόδου ποὺ νὰ ἐκφράζει τὴ ζῶσα ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ;

Β. Τά συνοδικά μέλη

Διαφορὰ ὑφίσταται ἂν συγκρίνουμε τὰ συνοδικὰ μέλη τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τῆς Κρήτης, ὄχι μόνο ὡς πρὸς τὰ ποσοτικὰ ἀλλὰ κυρίως στὰ ποιοτικὰ χαρακτηριστικά τους:

1. Ἡ σύγκριση μὲ τὶς πραγματικὰ «Ἁγίες καὶ Μεγάλες Συνόδους», τὶς Οἰκουμενικές, εἶναι συντριπτικὴ γιὰ τὴν «Πανορθόδοξη», ἂν ἀναλογιστοῦμε τὸν μικρὸ ἀριθμὸ ἐπισκόπων ποὺ συμμετεῖχαν (μόλις 162 ἐπίσκοποι ἐπὶ τοῦ συνόλου τῶν 850 ἀνὰ τὸν κόσμον Ὀρθοδόξων Ἱεραρχῶν, δηλαδὴ μόλις τὸ 19% τῶν Ὀρθοδόξων ἐπισκόπων!) στὴ σημερινὴ ἐποχὴ ὅπου οἱ δυνατότητες μετακινήσεως, ἐπικοινωνίας καὶ συναθροίσεως δὲν μποροῦν νὰ συγκριθοῦν μὲ κανένα τρόπο μὲ παλαιότερες ἐποχές. Καὶ ὅμως στὴν Α΄ Οἰκουμενικὴ συμμετεῖχαν 325, στὴ Δ΄ 630, στὴ Ζ΄ 350 ἐπίσκοποι, παρὰ τὶς φοβερὲς δυσκολίες στὴν ἐπικοινωνία, μετακίνηση κοκ!

2. Ἀσφαλῶς τὸ καίριο σημεῖο στὸ ὁποῖο φαίνεται τὸ μεγάλο χάσμα ποὺ ὑπάρχει δὲν εἶναι ὁ μικρὸς ἀριθμὸς συμμετοχῆς στὴν Κρήτη, οὔτε ἡ ἐκπροσώπηση αὐτὴ καθ’ ἑαυτή. Ἀκόμα καὶ σὲ Οἰκουμενικὲς Συνόδους δὲν παρίσταντο ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι ἀλλὰ ὑπῆρχαν τοπικὲς Ἐκκλησίες ποὺ συμμετεῖχαν διὰ τῶν ἐκπροσώπων τους[5]. Τὸ πρόβλημα λοιπὸν δὲν εἶναι αὐτὸς καθ’ ἑαυτὸν ὁ ἀριθμὸς τῶν μελῶν, ἀλλὰ τὸ γιατί φτάσαμε στὸν ἀριθμὸ αὐτό; Γιατί νὰ περιοριστεῖ τόσο πολὺ ὁ ἀριθμὸς τῶν ἐπισκόπων-μελῶν τὴ στιγμὴ πού σήμερα δὲν ὑπάρχει καμία ἀντικειμενικὴ δυσκολία γιὰ μία ἐπὶ τὸ αὐτὸ συν-παράσταση ἐν Συνόδῳ ὅλων τῶν ἀνὰ τὸν κόσμον Ὀρθοδόξων ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι δὲν ὑπερβαίνουν τοὺς 900! Ἂν τὸ 325 ἢ τὸ 451 ἢ τὸ 787 μ.Χ. μποροῦσαν καὶ συγκεντρώθηκαν 318 ἢ 630 ἢ 350 ἐπίσκοποι ἀντίστοιχα εἶναι ἀκατανόητο νὰ μὴ δοθεῖ ἡ δυνατότητα σήμερα νὰ συγκεντρωθοῦν γιὰ ἕνα τέτοιο γεγονὸς 800-900 ἐπίσκοποι! Δὲν εἶναι;

Δυστυχῶς ὅμως ὁ περιορισμὸς τοῦ ἀριθμοῦ τῶν συμμετεχόντων ἐπισκόπων δὲν προέκυψε λόγῳ ἀντικειμενικῶν δυσκολιῶν ἢ λόγῳ πνευματικῶν καὶ ἐκκλησιο-λογικῶν κριτηρίων, ἀλλὰ λόγῳ … ἐθνοφυλετισμοῦ, τακτικισμοῦ καὶ ἰσορροποιῶν ἢ γιὰ νὰ τὸ ποῦμε πιὸ λαϊκά: Οἱ ἁρμόδιοι φοβήθηκαν πῶς ἂν ἐπιτραπεῖ ἡ συμμετοχὴ ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων ἐπισκόπων δὲν θὰ τοὺς βγαίνουν τα … “κουκιά”! Τὰ κριτήρια τὰ ὁποῖα πρυτάνευσαν γιὰ τὴ μὴ συμμετοχὴ ὅλων τῶν ἐπισκόπων δὲν ἑδράζονταν ἐπὶ τῆς ἐκκλησιολογίας ἀλλὰ ἐπὶ ἐθνοφυλετικῶν σκοπιμοτήτων καὶ ἰσορροπιῶν… Καθαρὰ κοσμικὴ νοοτροπία, μακρυά ἀπὸ ἁγιοπνευματικὴ διαδικασία.

Γιὰ νὰ γίνει κατανοητὸ τί σημαίνει ἁγιοπνευματικὸ ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τί σημαίνει κοσμικὴ νοοτροπία τῆς Κρήτης, θά  δοῦμε ἕνα παράδειγμα ἀπὸ τὴν Δ΄ Οἰκουμενική: Ἡ Δ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἦταν μία ἀπὸ τὶς πλέον κρίσιμες. Εἶχε προηγηθεῖ ἡ ληστρικὴ Σύνοδος τῆς Ἐφέσου (449), κατὰ τὴν ὁποία ὁ αἱρετικὸς μονοφυσίτης πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Διόσκορος ἐπιβλήθηκε μὲ τὴ μεγάλη συνοδεία ποὺ εἶχε μεταφέρει ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ μὲ τὶς ὀρδὲς τῶν παραβολάνων του. Ἀπὸ τὴν ἀντίθετη πλευρά, ὁ κύριος ἐκφραστὴς τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως τὴν ἐποχὴ τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς ἦταν ὁ ὀρθόδοξος Ἅγιος πάπας τῆς Ρώμης, ὁ Μ. Λέων. Ὁ Ἃγ. Λέων ἔχοντας τὴν αὐτοσυνειδησία τοῦ ἐκφραστοῦ καὶ φορέως τῆς Ἀληθείας δὲν μπῆκε κἂν στὴ διαδικασία τῶν ἀριθμῶν! Δὲν εἶχε καμία ἀνησυχία οὔτε φόβο νὰ “ἀντιπαρατάξει” στὸ μεγάλο ἀριθμὸ τοῦ Διοσκόρου μόλις τέσσερις λεγάτους! Ἡ ἁγιοπνευματικὴ χαρισματικὴ ἐμπειρία-βεβαιότητα ὅτι στὴν κρίσιμη αὐτὴ στιγμὴ εἶναι φορέας καὶ ἐκφραστής τῆς Ἀλήθειας δὲν τοῦ ἐπέτρεπε νὰ προχωρήσει σὲ μεθοδεύσεις γιὰ νὰ “μαγειρέψει” τοὺς ἀριθμούς, νὰ μανιπουλάρει τὶς συμμετοχὲς γιὰ νὰ τοῦ βγοῦν ὅπως θὰ ἤθελε! Ἐπειδὴ εἶχε τὴν αὐτοσυνειδησία τοῦ φορέως τῆς Ἀλήθειας δὲν τὸν ἔνοιαζαν οἱ ἀριθμοί, ἡ ἐπιβολὴ διὰ τοῦ μεγέθους, γιατί εἶχε ἐμπιστοσύνη στὴν Ἀλήθεια τὴν ὁποία αὐτὸς ἐξέφραζε!

Ἀλήθεια, ποιὰ σχέση ἔχει αὐτὸ τὸ φρόνημα τοῦ Ἁγ. Λέοντος μὲ τὸ φρόνημα τῶν ὑπευθύνων της Κρήτης;

3. Τέλος, σὲ αὐτὴ τὴ συνάφεια δὲν μποροῦμε νὰ μὴ μνημονεύσουμε τὸ σοβαρὸ ἐκκλησιολογικὸ ζήτημα πού ἐγείρεται γιὰ τὴ Σύνοδο τῆς Κρήτης, κατὰ τὸν Μητροπολίτη Περγάμου Ἰωάννη (Ζηζιούλα), ἀπὸ τὴν μὴ δυνατότητα συμμετοχῆς ὅλων τῶν ἐπισκόπων. Γράφει ὁ Μητροπολίτης Περγάμου: «Ἡ Σύνοδος, λοιπόν, δὲν εἶναι ἕνας θεσμὸς ὑπεράνω της τοπικῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἕνας θεσμὸς ποῦ ἐκφράζει τὴν ἑνότητα, τὴν σύμπτωση, τὴν συναίνεση καὶ ἀμοιβαιότητα τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν. Κάτι τέτοιο δομικὰ καὶ ὀργανωτικὰ ἐξασφαλίζεται μὲ τὸ νὰ μετέχουν αὐτοδικαίως στὶς Συνόδους ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι… Γι’ αὐτὸ εἶναι ἐκτροπές, ἀπὸ ἐκκλησιολογικὴς ἀπόψεως, ὅλες οἱ μορφὲς τῶν Συνόδων οἱ ὁποῖες – ἐκτὸς ἂν ἔχουν ἀναπόφευκτο λόγο ἱστορικῆς ἀνάγκης – ἀποκλείουν ὁρισμένους ἐπισκόπους ἀπὸ τὴ συμμετοχὴ στὴ Σύνοδο. Ὑπῆρξαν καὶ ὑπάρχουν διάφορες τέτοιες ἀδικαιολόγητες ἐκκλησιολογικὰ ἀποκλίσεις… Ὅταν ὅμως μπορεῖ ἡ Σύνοδος νὰ ἀποτελεῖται ἀπὸ ὅλους, τὸ νὰ ἐπιλέγεις ὁρισμένους καὶ νὰ τοὺς καθιστᾶς ἐξουσιαστὲς πάνω στοὺς ὑπολοίπους ἐπισκόπους διαβρώνει ἐπικίνδυνα τα θεμέλια της Ἐκκλησιολογίας καὶ δημιουργεῖ ἀνωμαλίες καὶ ἐκτροπές… Ἡ ἰδεώδης κατάσταση εἶναι ἡ σύναξη ὅλων των ἐπισκόπων» [6].

4. Ἕνα ἄλλο σημεῖο στὸ ὁποῖο διαφοροποιεῖται ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης ἀπὸ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους εἶναι ἡ συμμετοχὴ στὶς ἐργασίες της τῶν λοιπῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, ἐκτός των Ἐπισκόπων. Στὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους ἐκτός των ἐπισκόπων παρίστατο καὶ πολυμελὴς ἀντιπροσωπεία ἀνωτάτων κρατικῶν λειτουργῶν ποὺ λάμβαναν μέρος στὶς συζητήσεις ἢ ἀκόμα καὶ προήδρευαν τῶν συνεδριάσεων (Δ΄, Στ΄ Οἰκουμενική). Ἐπίσης, στὴν Ζ΄ Οἰκουμενικὴ παρίσταντο «οἱ εὐλαβέστατοι ἀρχιμανδρίται, ἡγούμενοι τὲ καὶ μοναχοὶ» [7], οἱ ὁποῖοι συχνὰ ἐλάμβαναν τὸ λόγο καὶ συμμετεῖχαν κανονικὰ μὲ ἔντονες παρεμβάσεις στὶς ἐργασίες τῆς Συνόδου, ὑπέγραφαν δὲ καὶ τὰ πρακτικὰ μετὰ τοὺς ἐπισκόπους. Μάλιστα, στὴν 4η πράξη ὑπογράφουν 130 ἡγούμενοι καὶ μοναχοί, ἐνῶ οἱ ἐπίσκοποι εἶναι 320[8].

Ἀντίθετα στὴν Κρήτη ὑπῆρξε ἀποκλεισμὸς τῶν μοναχῶν καὶ λαϊκῶν ἀπὸ τὶς συνεδριάσεις τῆς Συνόδου. Παρίσταντο μόνο ὁρισμένοι ὡς Σύμβουλοι ἄνευ δικαιώματος λόγου. Ἔγινε ὁλόκληρο ζήτημα ἂν θὰ μπορέσει νὰ μιλήσει ὁ ἐκπρόσωπος τοῦ Ἁγ. Ὅρους, διότι - λέει - δὲν τὸ ἐπέτρεπε ὁ Κανονισμός, ποὺ οἱ ἴδιοι συνέταξαν!

5. Στὴ συνάφεια αὐτὴ διερωτώμεθα, γιατί δὲν ἀξιοποιήθηκαν οἱ δυνατότητες πού παρέχει ἡ σύγχρονη τεχνολογία γιὰ τὴν παρακολούθηση τῶν ἐργασιῶν τῆς Συνόδου ἀπὸ ὁλόκληρο τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας; Τί φοβήθηκαν οἱ ὑπεύθυνοι καὶ δὲν ἔδωσαν τή δυνατότητα σὲ ὅλους τούς πιστοὺς πού θὰ ἤθελαν νὰ παρακολουθήσουν τὶς ἐργασίες τῆς Συνόδου; Ἡ Σύνοδος δὲν εἶναι ὑπόθεση ὁλοκλήρου τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ὅλων των πιστῶν; Δυστυχῶς, ὁ ἀποκλεισμὸς τῶν πιστῶν, ἀκόμα καὶ τῶν Ἱεραρχῶν καὶ τῶν τοπικῶν Συνόδων ἦταν συνειδητὴ ἐπιλογὴ ἰδιαίτερα στὸ τελευταῖο καὶ κρισιμότερο στάδιο προετοιμασίας τῶν συνοδικῶν κειμένων (ἀπὸ τὸ 2009-2015). Πῶς λοιπὸν οἱ ὑπεύθυνοι ἔχουν τὴν ἀπαίτηση ὁ Λαὸς νὰ σεβαστεῖ αὐτὸ ἀπὸ τὸ ὁποῖο οἱ ἴδιοι τὸν ἀπέκλεισαν; Ἔβγαλαν τὸν Λαὸ ἀπὸ τὴ μέση τῆς Συνόδου καὶ ἀπολαμβάνουν τὰ ἐπίχειρα τῶν ἐπιλογῶν τους: ὁ Λαὸς περιφρονεῖ ἐντελῶς τὴ Σύνοδο!

6. Ὅμως, τὸ πλέον κρίσιμο σημεῖο σύγκρισης μεταξύ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τῆς Κρήτης ἔγκειται στὴν παρουσία ἢ μὴ θεοφόρων Πατέρων ὡς μελῶν τους.

Ἡ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας θέλει ὡς μέλη τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων Μεγάλους Πατέρες, ποὺ ζοῦσαν τὸ Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας ἐν πράξει καὶ θεωρίᾳ[9]. Ἡ σχετικὴ ὑμνολογία εἶναι χαρακτηριστική: Οἱ «οὐρανόφρονες» καὶ «θεοφόροι Πατέρες» ἔδιναν τὸ στίγμα καὶ τὴ σοβαρότητα τῆς Συνόδου, διότι δι’ αὐτῶν ἐνεργοῦσε τὸ Ἃγ. Πνεῦμα, ἀφοῦ αὐτοὶ ἤσαν οἱ «μυστικές τοῦ Πνεύματος σάλπιγγες» ποὺ «ἐμελώδησαν ἐν μέσῳ τῆς Ἐκκλησίας, μέλος ἐναρμόνιον θεολογίας». Σύμφωνα μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση «οἱ χρηστοκήρυκες» Ἃγ. Πατέρες στὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους δὲν εἶπαν δικά τους πράγματα, ἀλλὰ «εἰσδεξάμενοι τὴν νοητὴν λαμπηδόνα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος,… θεοπνεύστως ἀπεφθέγξαντο,… ἄνωθεν λαβόντες, τὴν τούτων ἀποκάλυψιν σαφῶς, καὶ φωτισθέντες ἐξέθεντο, Πίστιν θεοδίδακτον». Ἡ Ἐκκλησία μας ὑμνεῖ τοὺς Πατέρες, γιατί αὐτοὶ «τῷ θείῳ Πνεύματι, συνδιασκεψάμενοι  τὸ οὐράνιον καὶ σεπτὸν Σύμβολον θεογράφως διεχάραξαν».

Δίκαια, λοιπόν, ὑμνεῖ καὶ μεγαλύνει ἡ Ἐκκλησία μας «τῶν ἁγίων Πατέρων τὸν χορόν»: «Ὢ θεία παρεμβολή, θεηγόροι ὀπλίται παρατάξεως Κυρίου, ἀστέρες πολύφωτοι τοῦ νοητοῦ στερεώματος, τῆς μυστικῆς Σιῶν οἱ ἀκαθαίρετοι πύργοι, τὰ μυρίπνοα ἄνθη τοῦ Παραδείσου, τὰ πάγχρυσα στόματα τοῦ Λόγου». Ἀξίζει νὰ ἐπισημάνουμε ὅτι στήν ὑμνολογία ποὺ ἀναφέρεται στοὺς Πατέρες δὲν μνημονεύεται καθόλου ἡ σπουδαιότητα ἢ μὴ τοῦ θρόνου τους, ἀλλὰ τονίζεται ἰδιαίτερα: 1. ἡ προσωπικὴ ἐμπειρία τῆς Χάριτος, 2. ὁ ἀγώνας τους γιὰ τὴ διαφύλαξη τῆς πίστεως καὶ  3. ἡ θεολογία τους ὡς δῶρο καὶ ἔμπνευση τοῦ Παρακλήτου.

Ἡ μελέτη τῶν Πρακτικῶν τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καταδεικνύει ὅτι σὲ ὅλες τὶς Μεγάλες Συνόδους δέσποζε ἡ μορφή, ἡ παρουσία καὶ ἡ θεολογία συγκεκριμένων θεοφόρων Πατέρων εἴτε παρόντων[10] εἴτε κεκοιμημένων[11]. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κατὰ ἄρρητο καὶ μυστικὸ τρόπο ἀναδείκνυε στὶς Συνόδους τὸν ἐκφραστή, τὸν φορέα τῆς Ἀλήθειας καὶ τῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως, ὁ ὁποῖος στὴ συγκεκριμένη χρονικὴ στιγμὴ ἔχοντας ὄχι κάποιο πρωτεῖο θρόνου, ἀλλὰ τὸ πρωτεῖο τῆς Ἀληθείας[12] θεολογοῦσε γιὰ νὰ θεραπεύσει τὸ τραῦμα ποὺ εἶχε δημιουργηθεῖ στὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Σημειώνει χαρακτηριστικὰ ὁ Γέρων Σωφρόνιος γιὰ τὸν τρόπο λειτουργίας τῶν Συνόδων: «Διαμένοντας, βέβαια, σὲ ἀδιάλειπτη νοερὰ προσευχή, οἱ μέτοχοι αὐτοὶ τῆς συνοδικῆς ἀναζητήσεως τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ ἀγκαλιάζουν μὲ τὸ πνεῦμα τους ὅλη τὴ Σύνοδο καὶ αἰσθάνονται πότε καὶ σὲ ποῖον ὁμιλεῖ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο. Τὸ Πνεῦμα ὅμως Αὐτὸ «ὅπου θέλει πνεῖ» (Ἰωάν. 3, 8) χωρὶς ὁπωσδήποτε νὰ ὑπολογίζει τὴν ἱεραρχικὴ θέση τῶν συνοδικῶν».[13]

Ἀσφαλῶς καὶ δὲν ἦταν ὅλοι οἱ Πατέρες στὸ ἴδιο πνευματικὸ στάδιο καθάρσεως, φωτισμοῦ καὶ θεώσεως. Ὅμως, ὁλόκληρη ἡ Σύνοδος στηριζόταν στὴν πίστη, τὴν ὁμολογία καὶ τὴ θεολογία αὐτῶν τῶν πράγματι «θεοφόρων Πατέρων»: Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ δήλωση τοῦ ἐπισκόπου Σμύρνης Αἰθερίχου, ὁ ὁποῖος δὲν φαίνεται νὰ κατανοοῦσε τὶς λεπτὲς θεολογικὲς συζητήσεις, ἀλλὰ εἶχε πατερικὸ φρόνημα μὲ τὴν ἔννοια ὅτι στηριζόταν στὴν πατερικὴ ἐμπειρία. Ἔτσι, μὲ ἀξιοζήλευτη ἁπλότητα ὁμολόγησε τὴν πίστη του μὲ τὴ χαρακτηριστικὰ φράση: «ὡς Κύριλλος φρονῶ»[14]! Μὲ ἄλλα λόγια, εἶναι σὰν νὰ λέει: «ἐγὼ δὲν ἔχω ἐμπιστοσύνη στὶς δικές μου θεολογικὲς γνώσεις, ἀλλὰ παραμένω στὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία ἔχοντας τὴν ἴδια πίστη μὲ τὸν Ἃγ. Κύριλλο»!

Αὐτὸ ἦταν τὸ φρόνημα τῶν Πατέρων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων! Ἔτσι μποροῦμε νὰ ἐξηγήσουμε γιατί κατὰ τὴ διάρκεια τῶν συνεδριῶν τους πολὺ συχνὰ προσκομίζονταν ἀπὸ τὴ βιβλιοθήκη τοῦ «εὐαγοῦς Πατριαρχείου» τόμοι («κωδίκια» ἢ «τετράδια») μὲ Πατερικὰ ἔργα καὶ συλλογὲς πατερικῶν κειμένων, τῶν ὁποίων ἡ ἀξιοπιστία ἐλεγχόταν μὲ ἰδιαίτερη ἐπιμέλεια[15]! Τὰ πρακτικά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων εἶναι γεμάτα ἀπὸ ἑκατοντάδες ἀναφορὲς σὲ «πατερικὲς ρήσεις», πάνω στὶς ὁποῖες θεμελιώνονταν οἱ συνοδικὲς ἀποφάσεις, γιατί ἡ Σύνοδος δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ ἀκολουθεῖ «τῇ τῶν ἁγίων καὶ ἐγκρίτων Πατέρων ἀπλανῶς εὐθείᾳ τρίβῳ»[16].

Κατόπιν αὐτῶν, διερωτώμεθα καὶ ρωτοῦμε τοὺς ὑπευθύνους καὶ ὑπερμάχους τῆς Κρήτης: ποιὸν χαρισματικό, θεοφόρο Πατέρα θὰ μποροῦσαν νὰ ἐπικαλεστοῦν γιὰ νὰ ἐπικυρώσουν τὸ περίφημο 6ο κείμενο, πού ἀφορᾶ στὶς σχέσεις τῆς Ἐκκλησίας μας μὲ τοὺς ἑτεροδόξους; Ἀπολύτως κανένα! Γι’ αὐτὸ καὶ σὲ αὐτὸ τὸ κείμενο – τὸ κατ’ ἐξοχὴν δογματικὸ κείμενο τῆς Κρήτης – δὲν ὑπάρχει οὔτε μία ἀναφορὰ στοὺς Πατέρες καὶ στὶς παλαιότερες Συνόδους!

Ἄλλο πνεῦμα, ἄλλο φρόνημα … Καμία σχέση μὲ αὐτὸ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων!

Γ. Συνοδικές συνεδρίες

Ἀλλὰ οἱ οὐσιαστικότερες διαφορὲς μεταξύ τοῦ φρονήματος Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τῆς Κρήτης ἐντοπίζονται στὸ κεφάλαιο τῶν συνοδικῶν συνεδριῶν.

Οἱ Ἁγίες καὶ Μεγάλες Σύνοδοι συγκαλοῦντο πρωτίστως γιὰ νὰ θεολογήσουν. Ἡ Θεολογία ἦταν τὸ κύριο, βασικὸ καὶ πρώτιστο ἔργο τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων[17]. Θεολογοῦσαν γιὰ τὰ Μυστήρια τῆς Ἁγ. Τριάδος καὶ τῆς Θ. Οἰκονομίας[18], γιατί ἀπὸ αὐτὰ πηγάζει ὁλόκληρη ἡ χριστιανικὴ πίστη. Συναφὲς ἔργο πρὸς τὴν κύρια θεολογική τους παραγωγὴ ἦταν ἡ ἀντιμετώπιση τῶν αἱρέσεων καὶ ἡ προστασία τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος. Ἡ ἐν Ἀληθείᾳ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ τὴν οὐσία τοῦ συνοδικοῦ θεσμοῦ, ἰδιαίτερα μάλιστα σὲ ἐπίπεδο Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου. Οἱ Σύνοδοι αὐτὲς δὲν προέβαιναν σὲ διακηρύξεις, ἀλλὰ διατύπωναν θετικὰ μὲ τὴν πλέον δυνατὴ ἀκρίβεια τὴν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νὰ μὴν ὑπάρχει ἡ παραμικρὴ δυνατότητα παρερμηνείας, ἀλλὰ καὶ ἀρνητικὰ μὲ τὸ νὰ καταδείξουν μὲ ἀπόλυτη σαφήνεια τὴ διαστροφὴ καὶ κακοποίησή της ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς. Συνεπῶς, δὲ νοεῖται τέτοιου ὑψηλοῦ ἐπιπέδου Σύνοδος ποὺ νὰ μὴν ἀσχοληθεῖ μὲ τὶς αἱρετικὲς παραχαράξεις τῆς εὐαγγελικῆς Ἀποκάλυψης, ὥστε νὰ ὁριοθετεῖ ἐπακριβῶς τὴν πίστη της.

Ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὴ μελέτη τῶν πρακτικῶν τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, κατὰ τὴ διάρκεια τῶν συνεδριάσεων διεξάγονταν πολύωρες, πολυήμερες ή καὶ πολύμηνες θεολογικὲς συζητήσεις μὲ ζῆλο, ἀκόμα καὶ σὲ ἔντονο βαθμὸ, προκειμένου νὰ μὴν ὑπάρξει ἡ παραμικρὴ σκιὰ ἢ ἀσάφεια ἢ ἀμφισημία στὴ συνοδικὴ ἀπόφαση, καὶ κυρίως νὰ μὴν ὑπάρξει δυνατότητα παρερμηνείας τῆς συνοδικῆς ἀποφάσεως. Ἀπὸ τὰ πρακτικά των Συνόδων προκύπτει ἡ ἀγωνία καὶ ὁ ἀγώνας τῶν Πατέρων νὰ διατυπώσουν μὲ τὴν πλέον δυνατὴ σαφήνεια τὴν ἄκτιστη ἐμπειρία τους.

Οἱ Πατέρες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὅπως πολὺ εὔστοχα ἐπισημαίνει ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ἰερόθεος, δὲν προσπάθησαν διπλωματικὰ νὰ συμβιβάσουν καταστάσεις σὲ βάρος τῆς ἀποκαλυφθείσης Ἀλήθειας, μὲ διατυπώσεις ποὺ νὰ ἱκανοποιοῦν ὅλους καὶ νὰ μποροῦν νὰ γίνουν ἀποδεκτὲς ἀκόμα καὶ ἀπὸ ὅσους εἶχαν αἱρετικὸ φρόνημα καὶ πίστη, ἀλλὰ «ἀγωνίσθηκαν μὲ σθένος καὶ μὲ τὴν ἔμπνευση τοῦ Ἁγ. Πνεύματος, χρησιμοποίησαν τὴν κατάλληλη ὁρολογία («τῷ βραχὺ ρήματι καὶ πολλῇ συνέσει») ποὺ νὰ ἐκφράζῃ τὴν ὀρθόδοξη πίστη ἀσφαλῶς καὶ θεοπνεύστως», διότι ἡ «ἐπιλογὴ μιᾶς ἐσφαλμένης ὁρολογίας δημιουργεῖ ἐκτροπὴ ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη διδασκαλία». Οἱ Πατέρες «ἔδωσαν μάχη γιὰ τὴν ἀκριβῆ χρήση τῶν λέξεων-ὅρων ποὺ ἀφοροῦσαν δογματικὰ ζητήματα». Ἀσφαλῶς, «δὲν θὰ ζυγομαχήσουν γιὰ τὶς λέξεις καὶ τὰ ὀνόματα, ὅταν συμφωνήσουν γιὰ τὴν ἀλήθεια τῶν πραγμάτων»[19].

Τί ἀπ’ ὅλα αὐτὰ ἔγινε στὴν Κρήτη;

Εἶναι πλέον σαφὲς ὅτι ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης δὲν εἶχε τὴ θεολογία ὡς κύρια στόχευσή της. Ἄλλη ἦταν ἡ ἔννοια τῶν πρωτεργατῶν της. Μὲ θλίψη γεμίζουν τὴν ψυχὴ μας τὰ ὅσα μαρτυρεῖ ὁ ἐκ τῶν μελῶν της Μητροπολίτης Ναυπάκτου στὴν ἐξαιρετικὰ πολύτιμη ἔκδοσή του «Ἡ “Ἁγία καὶ Μεγάλη Συνοδος”, θεολογικὲς καὶ ἐκκλησιολογικὲς θέσεις» (ἔκδ. Ἱ. Μ. Γενεθλίου Θεοτόκου Πελαγίας, 2018) γιὰ τὴν περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα ποὺ ὑπῆρξε στὶς συνεδριάσεις τῆς Συνόδου ἀναφορικὰ μὲ τὰ σοβαρὰ θεολογικὰ ζητήματα ποὺ ἔπρεπε διεξοδικὰ νὰ συζητηθοῦν.

Εἶναι ἀξιοθρήνητο σὲ Σύνοδο ἐπιπέδου Ἁγίας καὶ Μεγάλης νὰ ἀπαξιώνεται ἀπὸ ἐξέχοντα μέλη της ἡ θεολογία καὶ νὰ θεωρεῖται ἡ οὐσιαστικὴ θεολογικὴ συζήτηση «βυζαντινισμὸς» καὶ «χάσιμο χρόνου»[20], ἢ νὰ ἀκούγονται φράσεις ἀπὸ ἐπισκόπους καὶ προκαθημένους ὅπως «δὲν εἶναι ὀρθὸ νὰ θέτουμε τέτοια δογματικὰ θέματα»[21], «τὸ Ἱερὸ Σῶμα θὰ καταπονηθεῖ μὲ ἀντιδικίες θεολογικῆς καὶ φιλοσοφικῆς φύσεως»[22] καὶ «δὲν εἴμαστε σὲ Θεολογικὴ Σχολὴ τριτοετεῖς ἢ τεταρτοετεῖς φοιτητὲς … θὰ φᾶμε ὅλες τὶς μέρες μας σὲ θεολογικὲς συζητήσεις[23]. Τὸ πλέον τραγικὸ εἶναι ὅτι ἡ τελευταία προσέγγιση Προκαθημένου παλαιφάτου Πατριαρχείου «χειροκροτήθηκε ἀπὸ τὴν πλειοψηφία τῶν παρόντων Ἐπισκόπων» καὶ χειροκρότησαν «καὶ οἱ περισσότεροί τῶν Προκαθημένων»[24] καταδεικνύοντας τὸ ἀρνητικὸ κλίμα ποὺ ὑπῆρχε γιὰ σοβαρὲς θεολογικὲς συζητήσεις στὴ Σύνοδο. Πῶς, λοιπόν, μιὰ τέτοιου ἐπιπέδου Σύνοδος ποὺ οὐσιαστικὰ ἀρνεῖται νὰ θεολογήσει θὰ γίνει ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση ὡς Ἁγία καὶ Μεγάλη;

Ὅταν ὑπάρχει τέτοια ἀντιμετώπιση τῆς θεολογίας δὲν προκαλεῖ ἔκπληξη ἡ διαπίστωση τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ μέλους τῆς «Πανορθοδόξου», ὁ ὁποῖος καταγγέλλει ἀπὸ τὸ πλέον ἐπίσημο βῆμα τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (23-24.11.16): «ὅταν δημοσιευθοῦν τὰ Πρακτικά τῆς Συνόδου,… τότε θὰ φανεῖ καθαρὰ ὅτι στὴν Σύνοδο κυριαρχοῦσαν ἡ θεωρία τῶν κλάδων, ἡ βαπτισματικὴ θεολογία καὶ κυρίως ἡ ἀρχὴ τῆς περιεκτικότητος, δηλαδὴ ἡ διολίσθηση ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ἀποκλειστικότητος στὴν ἀρχὴ τῆς περιεκτικότητος» καὶ «δὲν ἦταν ἐπιθυμητὴ ἡ θεολογία στὶς Συνεδριάσεις στὴ Σύνοδο τῆς Κρήτης καί, ἑπομένως, ἰσχύει κατὰ πάντα ὁ λόγος τοῦ Μ. Βασιλείου ὅτι πολλοὶ Ἐπίσκοποι, Κληρικοὶ καὶ θεολόγοι “τεχνολογούσι ἀλλ’ οὐ θεολογοῦσι”»[25]. Τὰ ἀνωτέρω καταδεικνύουν τὴν ἔλλειψη σοβαροῦ θεολογικοῦ προβληματισμοῦ τῆς «Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου», καὶ ἑρμηνεύουν πλήρως τὴν ἀξιοθρήνητη θεολογικὴ παραγωγή της καὶ συνεπακόλουθα τὴν ἀπαξίωσή της ἀκόμα καὶ ἀπὸ τοὺς συμμετέχοντες…

Ἀλήθεια, ποιὰ σχέση μπορεῖ νὰ ἔχει τὸ φρόνημα τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης μὲ αὐτὸ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων;

Ἐπίσης, δὲν πρέπει νὰ μᾶς διαφεύγει τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης, συγκρινομένη μὲ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους κλήθηκε νὰ ὁλοκληρώσει τὸ θεολογικό της ἔργο στὰ πολὺ ἀσφυκτικὰ χρονικὰ πλαίσια τῶν 5-6 ἡμερῶν, ἐνῶ ἀπὸ τὸν ἐξαιρετικὰ περιορισμένο χρόνο της δὲν ἔλειψαν καὶ κοινωνικὰ καὶ πολιτιστικὰ events (π.χ. συναυλία Μίκυ Θοδωράκη καὶ Μαρίας Φαραντούρη)... Οἱ πρωτεργάτες τῆς Κρήτης φαίνεται νὰ “βιάζονταν” νὰ πραγματοποιηθεῖ ὅπως-ὅπως καὶ νὰ ὁλοκληρωθεῖ χωρὶς νὰ προβληματίζονται γιὰ τὸ ἂν θὰ ὁλοκληρώσει οὐσιαστικά τό θεολογικό της ἔργο καὶ συνεπῶς ἂν θὰ ἀποδειχθεῖ ἄξια του ὀνόματός της. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν εἰσακούσθηκαν οἱ πολλὲς καὶ σοβαρὲς φωνὲς νὰ μὴν ὁριστικοποιηθεῖ ἡ ἐπικύρωση τῶν κρίσιμων κειμένων ὑπὸ τέτοιο καθεστὼς χρονικῆς πίεσης[26]. Οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι –παρὰ τὶς πολὺ δυσμενέστερες συνθῆκες στὶς ὁποῖες συνεδρίαζαν, ἐργάζονταν μὲ πολὺ μεγαλύτερη χρονικὴ ἄνεση, γεγονὸς ποὺ ὑποδηλώνει σαφέστατα καὶ τὸν μεγάλο σεβασμό τους στὴν ἀντιμετώπιση τῶν θεολογικῶν ζητημάτων ποὺ διαπραγματεύονταν.

Ἔτι πλέον: Ἡ ἴδια ἡ δομὴ τῆς Κρήτης δὲν ἦταν προσανατολισμένη νὰ προχωρήσει σὲ οὐσιαστικὴ θεολογικὴ συζήτηση. Ὁ Κανονισμὸς της ἦταν ἐξαιρετικὰ περιοριστικὸς καὶ δὲν βοηθοῦσε στὴν οὐσιαστική, λεπτομερῆ καὶ λεπτολόγο συνοδικὴ ἐξέταση τῶν σοβαρῶν ἐκκλησιολογικῶν ζητημάτων στὰ ὁποῖα ἐκλήθη νὰ ἀποφανθεῖ. Σκοπὸς τῆς Συνόδου ἦταν ἁπλῶς νὰ ἐπικυρώσει τὰ προσυνοδικῶς ἐγκριθέντα κείμενα μὲ κάποιες μικρές, ἔστω, τροποποιήσεις. Ἀλλά, ἀκόμα καὶ ἡ διαδικασία ἐγκρίσεως τῶν τροποποιήσεων ἦταν ἐξαιρετικὰ δυσχερής, ὅπως ἀπεδείχθη ἐκ τῶν πραγμάτων καὶ περιορίστηκε, τελικά, σὲ ἐλάχιστα σημεῖα.

Κατόπιν αὐτῶν τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν προδιαγεγραμμένο: θὰ προέκυπταν - καὶ τελικὰ προέκυψαν - κείμενα τὰ ὁποῖα δὲν κολακεύουν τὴ σύγχρονη θεολογική μας παραγωγή.

Ἕνα ἰδιαίτερα σημαντικὸ στοιχεῖο τῆς συνοδικῆς διαδικασίας τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου Κρήτη ποὺ θύμισε τὴ συνοδικὴ πρακτική τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἦταν ἡ ἀρχικὴ συμβολὴ καὶ παρουσία τῆς ἀντιπροσωπείας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Ἡ Ἑλλαδικὴ ἀντιπροσωπεία ἀκολουθώντας τὴν πράξη καὶ πρακτική τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας κατὰ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους προσκόμισε στὴ Σύνοδο τῆς Κρήτης ΟΜΟΦΩΝΗ ΣΥΝΟΔΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ἐπὶ τῶν ζητημάτων τὰ ὁποῖα θὰ ἀπασχολοῦσαν τὴν Πανορθόδοξη[27]. Ἡ συνοδικὴ αὐτὴ ἀπόφαση ἦταν ἀποτέλεσμα πολύμηνων (Ἰανουάριος-Μάιος 2016) σοβαρῶν καὶ ἔντονων συζητήσεων καὶ ζυμώσεων ποὺ ἔλαβαν χώρα στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ποὺ δὲν περιορίστηκε σὲ κάποιους “εἰδικούς”, “ἐμπειρογνώμονες” καὶ “τεχνοκράτες”, ἀλλὰ ἐπεκτάθηκε σὲ ὁλόκληρο τό Λαὸ τοῦ Θεοῦ, ἤτοι Ἱεράρχες, ἄλλους κληρικούς, μοναστικὲς Ἀδελφότητες, πανεπιστημιακοὺς θεολόγους καὶ λαϊκοὺς Χριστιανούς. Δὲν ξέρω ἂν ποτὲ στὴ νεώτερη ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία τῆς Ἑλλάδος ἔγινε στὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας τόση σοβαρὴ καὶ ἔντονη θεολογικὴ συζήτηση γιὰ θέματα πίστεως. Δὲν πρέπει νὰ μᾶς διαφεύγει καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι τὸν ὅλο γόνιμο προβληματισμὸ ποὺ διεξήχθη στὴν Ἑλλάδα ἐπὶ τῶν προσυνοδικῶν κειμένων τὸν παρακολουθοῦσαν μὲ ἐξαιρετικὸ ἐνδιαφέρον καὶ ἄλλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, οἱ ὁποῖες τὸν ἀξιοποίησαν στὶς δικές τους συνοδικὲς ἀποφάσεις! Πραγματικά, ἡ περίοδος αὐτὴ τῶν προσυνοδικῶν ζυμώσεων στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἦταν ἀξιοζήλευτη...

Ἔτσι, λοιπόν, μετὰ ἀπὸ ἕνα τέτοιου ὑψηλοῦ ἐπιπέδου θεολογικὸ προβληματισμὸ στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὡς τὸ πλέον ἁρμόδιο Συνοδικὸ Σῶμα μετὰ ἀπὸ διήμερη ἔντονη συζήτηση, συνεκτιμώντας τοὺς προβληματισμοὺς τοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ πού ἐκφράστηκαν τὴν περίοδο αὐτή, κατέληξε σὲ ΟΜΟΦΩΝΗ ΣΥΝΟΔΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ, στὴν ὁποία καταγραφόταν ἡ πίστη καὶ τὸ φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἐπὶ τῶν προσυνοδικῶν κειμένων καὶ τῶν θεμάτων τὰ ὁποῖα θὰ συζητοῦντο στὴν Κρήτη!

Καὶ ὅμως αὐτὴ ἡ διαδικασία ποὺ καταδεικνύει τὸν ἀπόλυτο σεβασμὸ ἀλλὰ ταυτόχρονα ἐκφράζει πραγματικά το συνοδικὸ θεσμό, ὡς ἔργο καὶ σύμπραξη ὁλοκλήρου τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ὅπως τὸν ἔζησε ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία, δὲν φάνηκε ἀρεστὴ καὶ κατακρίθηκε ἀπὸ ὁρισμένους ὑπερμάχους τῆς Κρήτης, ὡς δῆθεν ξένη πρὸς τὴν συνοδικὴ παράδοση! [28]

Καὶ ὅμως αὐτὴ ἦταν ἡ πρακτικὴ ποὺ ἀκολουθοῦσε ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία κατὰ τὴν προετοιμασία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ εἶναι πρὸς τιμὴν τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ποὺ τὴν ἐφάρμοσε. Ὑπενθυμίζουμε:

i) Στὴν Στ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία ἐκπροσωπήθηκε ὄχι μόνο  ἀπὸ τοὺς παπικοὺς λεγάτους ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς ἐκπροσώπους τῆς Τοπικῆς Συνόδου τῆς Ρώμης τῶν 125 ἐπισκόπων. Ἡ ἀντιπροσωπεία τῆς Συνόδου τῆς Ρώμης κόμισε στὴν Στ΄ Οἰκουμενικὴ τὴ γραπτὴ ἀπόφαση τῆς τοπικῆς Συνόδου τῆς Ρώμης, ἡ ὁποία ἔγινε μὲ ἐνθουσιασμὸ ἀποδεκτή[29].

ii) Στὴν Δ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο οἱ λεγάτοι τοῦ πάπα Ἁγ. Λέοντος κόμισαν στὴ Σύνοδο τὸν περίφημο «Τόμο τοῦ Λέοντος» καὶ ζήτησαν νὰ γίνει ἀποδεκτὴ ἡ χριστολογία του. Ὁ Τόμος τοῦ Λέοντος ἔγινε μὲ ἐνθουσιασμὸ ἀποδεκτὸς ἀπὸ τὴ Σύνοδο καὶ κατέστη κριτήριο Ὀρθοδόξου πίστεως. Ἀξίζει νὰ σημειώσουμε ὅτι οἱ παπικοὶ λεγάτοι ἐνῶ δὲν διαπραγματεύτηκαν οὐδὲ στὸ ἐλάχιστο τὴ χριστολογικὴ διδασκαλία τοῦ Ἁγ. Λέοντος, τὴν ὁποία τελικὰ ἀποδέχθηκε ἡ Σύνοδος, σὲ “τεχνικῆς φύσεως” ζητήματα, πού εἶναι ἥσσονος σημασίας, ἤσαν διαλλακτικοὶ (π.χ. συζήτησαν καὶ τελικὰ ἀποδέχθηκαν τὴ σύνταξη ὡς Ὃρου πίστεως ἄλλου κειμένου, ὁ ὁποῖος ὅμως ἦταν ἀπολύτως σύμφωνος στὸ φρόνημα καὶ τὴ διδασκαλία μὲ τὸν Τόμο τοῦ Λέοντος!).

iii) Στὶς Στ΄ καὶ Ζ΄ Οἰκουμενικὲς Συνόδους οἱ ἀντιπρόσωποι τῶν ὑπὸ ἀραβικὴ κατοχὴ Ἀνατολικῶν Πατριαρχείων κόμισαν ἐπιστολὲς τῶν Πατριαρχῶν τους, στὶς ὁποῖες ὁμολογοῦσαν τὴ δογματικὴ πίστη τῆς Ἐκκλησίας τους καὶ γίνονταν μὲ ἐνθουσιασμὸ ἀποδεκτὲς ἀπὸ τὶς Συνόδους.

Σὲ ὅλες τὶς ἀνωτέρω περιπτώσεις οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι ἀποδέχονταν τὴν πίστη ποὺ διακήρυσσαν οἱ ἀποφάσεις καὶ οἱ ἐπιστολὲς τῶν ἀπόντων Πατριαρχῶν. Ποτὲ δὲν ἀρνήθηκε Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τὴν πίστη καὶ τὴ διδασκαλία μιᾶς Τοπικῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἐκφράστηκε μέσῳ συνοδικῆς ἀποφάσεως-ἐπιστολῆς! Οὔτε ποτὲ δυσφόρησαν οἱ Συνοδικοὶ Πατέρες, ἀλλὰ ἀντιθέτως ἔκαναν δεκτὲς μὲ ἐνθουσιασμὸ τὶς ἀποφάσεις τῶν τοπικῶν Συνόδων καὶ τῶν ἀπόντων Πατριαρχῶν.

Ἄλλωστε, πῶς εἶναι δυνατὸν μία Οἰκουμενικὴ Σύνοδος νὰ μὴν ἀποδέχεται τὴν πίστη καὶ τὸ φρόνημα μιᾶς τοπικῆς Ἐκκλησίας; Κάτι τέτοιο εἶναι ἀδιανόητο καὶ καθιστᾶ ἄκρως προβληματικὴ ἢ τὴν Τοπικὴ Σύνοδο ἢ τὴν Οἰκουμενική!

Μία φορά, ὅμως, συνέβη αὐτό! Ὅταν ἡ Σύνοδος τῆς Ἐφέσου (449) ἀρνήθηκε τὴ χριστολογικὴ διδασκαλία τοῦ Ἁγ. Λέοντος καὶ τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης, διαφοροποιήθηκε ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη καὶ καὶ προσπάθησε νὰ διατυπώσει ἄλλη, διαφορετικὴ πίστη. Τότε οἱ παπικοὶ λεγάτοι, σεβόμενοι τὸν ἐντολέα τους πάπα Ἃγ. Λέοντα, τὸν ὁποῖον ἐκπροσωποῦσαν καὶ δεσμεύονταν ἀπέναντί του, δὲν συμφώνησαν, διαμαρτυρήθηκαν ἔντονα λέγοντας τὸ περίφημο «κοντραδίκιτουρ, ὃ ἐστὶν ἀντιλέγεται»[30] καὶ ἀποχώρησαν ἀπὸ τὴ Σύνοδο. Ἡ Σύνοδος αὐτή, ἂν καὶ συνεκλήθη ὡς Οἰκουμενική, ἔμεινε στὴν ἱστορία ὡς ... ἡ Ληστρικὴ Σύνοδος τῆς Ἐφέσου (449)!

Εἶναι λοιπὸν σαφὲς ὅτι γιὰ τὴ συνοδικὴ πρακτική της Ἐκκλησίας ἦταν συνήθης καὶ αὐτονόητη ἡ κατάθεση τῆς πίστεως καὶ τοῦ φρονήματος μιᾶς τοπικῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία πίστη δὲν μποροῦσε μὲ κανένα τρόπο νὰ τεθεῖ ὑπὸ συζήτηση ἢ ὑπὸ διαπραγμάτευση. Ἐπίσης, γιὰ θέματα Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ φρονήματος δὲν μπορεῖ νὰ τεθεῖ κἂν ζήτημα ὑπεροχῆς τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἔναντι τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησία, διότι ἡ ὀρθότητα τῆς πίστεως κρίνει τὴν ἀξία τῆς Συνόδου καὶ ὄχι τὸ ἀντίστροφο. Ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ὀφείλει νὰ ἐκφράζει τὸ φρόνημα τῶν συμμετεχουσῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ οἱ τοπικὲς Ἐκκλησίες ὀφείλουν νὰ ἐκφράζουν τὴν κοινή τους πίστη ἐν Οἰκουμενικῇ Συνόδῳ. Ἂν δὲν συμβαίνει αὐτό, τότε ὑπάρχει σοβαρὸ πρόβλημα, τὸ ὁποῖο χρήζει ἄμεσης ἀντιμετωπίσεως. Ἐπίσης, εὔστοχα ἐπισημαίνει ἐπ’ αὐτοῦ ὁ Μητροπολίτης Περγάμου: «Ἡ Σύνοδος, λοιπόν, δὲν εἶναι ἕνας θεσμὸς ὑπεράνω τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἕνας θεσμὸς πού ἐκφράζει τὴν ἑνότητα, τὴν σύμπτωση, τὴν συναίνεση καὶ ἀμοιβαιότητα τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν» [31].

Ἡ ἀρχική, λοιπόν, παρουσία καὶ συμβολὴ τῆς ἀντιπροσωπείας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος θύμιζε, πράγματι, πρακτικὴ Οἰκουμενικῶν Συνόδων.

Δυστυχῶς ὅμως, στὸ τέλος, ἡ ἀντιπροσωπεία μας ὑπέκυψε σὲ πιέσεις[32] καὶ παρέβλεψε ὅτι ἐνεργοῦσε ὡς ἐντολοδόχος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας, ἀπὸ τὴν ὁποία ἔλαβε συγκεκριμένη ἐντολὴ νὰ ὑποστηρίξει στὴν Πανορθόδοξη. Ἔτσι, ἐνῶ ἡ ἀντιπροσωπεία ἦταν δεσμευμένη μὲ τὴν ὁμόφωνη συνοδικὴ ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας νὰ μὴν ἀποδεχθεῖ τὸν χαρακτηρισμὸ τῶν αἱρετικῶν κοινοτήτων ὡς «Ἐκκλησιῶν» δὲν τήρησε, δυστυχῶς, τὴν ἐντολή, τὴν ὁποία ἔλαβε μὲ ὅλα τά θλιβερὰ ἐπακόλουθα[33].

Δ. Συνοδικὲς ἀποφάσεις

1. Οἱ δογματικὲς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ὀνομάζονται «ὃροι», διότι ὁρίζουν ἐπακριβῶς, κατὰ τὸν πλέον σαφῆ τρόπο τὰ ὅρια μεταξὺ ἀλήθειας καὶ ψεύδους, μεταξύ τῆς Θ. Ἀποκαλύψεως καὶ τῆς δαιμονικῆς πλάνης. Τὸ πλέον χαρακτηριστικό τους γνώρισμα εἶναι ἡ ἀκρίβεια καὶ ἡ σαφήνεια, γιατί τὰ ἀσαφῆ ὅρια δὲν εἶναι ὅρια καὶ μόνο προβλήματα δημιουργοῦν. Ἄλλωστε κατὰ τὸν ἀρχαῖο φιλόσοφο «σοφόν τό σαφές».

Συνεπῶς, ἡ ἀκριβὴς διατύπωση καὶ διασάφηση τῆς ὁρολογίας εἶναι βασικὸ στοιχεῖο κάθε Συνόδου ποὺ φιλοδοξεῖ νὰ χαρακτηριστεῖ Ἁγία καὶ Μεγάλη.

Δυστυχῶς ὅμως στὴν Κρήτη πρυτάνευσε ἄλλο πνεῦμα, ἐντελῶς ἀλλότριο καὶ ξένο στὸ συνοδικὸ φρόνημα, στὴ συνοδικὴ πράξη καὶ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας. Στὸ πλέον κρίσιμο 6ο κείμενο τῆς Συνόδου γιὰ τὶς σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μὲ τὸν λοιπὸ Χριστιανικὸ κόσμο, ἐπικρατεῖ ἀσάφεια καὶ ἀμφισημία, ἡ ὁποία κανένα δὲν ἱκανοποιεῖ[34]. Πολὺ εὔστοχα ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου σημειώνει «Τὸ κείμενο αὐτὸ ὄχι μόνο δὲν εἶναι θεολογικό, ἀλλὰ συγχρόνως δὲν εἶναι καθαρό, δὲν ἔχει καθαρὲς προοπτικὲς καὶ βάσεις, εἶναι διπλωματικό. … διακρίνεται ἀπὸ μία διπλωματικὴ δημιουργικὴ ἀσάφεια. Καὶ ὡς διπλωματικὸ κείμενο δὲν ἱκανοποιεῖ οὔτε τοὺς Ὀρθοδόξους οὔτε τοὺς ἑτεροδόξους» [35].

Στὸ ἴδιο μῆκος κύματος συντονίζεται καὶ ἡ δήλωση τοῦ Μητροπολίτου Μπάτσκας (Σερβία) Εἰρηναίου (Μπούλοβιτς): «Ἒπρεπεν ὅμως, μᾶλλον δὲ καὶ ὤφειλε [ἡ Σύνοδος], νὰ καταθέσῃ διὰ τοῦ περὶ οὗ ὁ λόγος κειμένου τὴν μαρτυρίαν τῆς ἐκκλησιoλoγικῆς της ταυτότητος καὶ αὐτοσυνειδησίας κατὰ τρόπον εὐκρινέστερον, συνεπέστερον καὶ ἀκριβέστερον. Τοῦτο, δυστυχῶς, δὲν κατέστη δυνατόν… Ἂς μὴν ἀπατώμεθα ἢ κρυπτώμεθα: τὸ προβληματικὸν τοῦτο κείμενον εἶναι ἡ πρώτη καὶ κυρία αἰτία τῆς ἀρνήσεως τῶν τεσσάρων ὀρθοδόξων Πατριαρχείων νὰ συμμετάσχουν εἰς τὴν Σύνοδον»![36]

Ἐμμέσως πλὴν σαφῶς καὶ ὁ «ὑπέρμαχος» τῆς Κρήτης Μητροπολίτης Μεσσηνίας παραδέχεται ὅτι ὑπάρχουν σοβαρὰ προβλήματα στὸ κείμενο αὐτό[37] ἀλλὰ τὰ ἀποδίδει στὴ «γενομένη κειμενολογικὴ συνένωση» τῶν δύο κειμένων τῆς Γ΄ ΠΠΔ (Γενεύη, 1986). Ἐμεῖς θὰ προσθέταμε ὅτι ὅταν ἀπουσιάζει ἡ Χάρις τοῦ Ἁγ. Πνεύματος, τότε καθίστανται ἄχρηστα τά 55 χρόνια προετοιμασίας τῆς Συνόδου, τόσες Πανορθόδοξες Διασκέψεις καί συναντήσεις μὲ τὴ συμμετοχὴ πανεπιστημιακῶν καθηγητῶν καὶ ἐπισκόπων!

2. Ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης στὸ ἴδιο κείμενο ἀναφέρει ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διατηρεῖ ἐπιφυλάξεις διὰ κεφαλαιώδη ζητήματα πίστεως καὶ τάξεως, διότι αἳ μὴ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι καὶ Ὁμολογίαι παρεξέκλιναν ἐκ τῆς ἀληθοῦς πίστεως τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας» (§ 19). Ὅμως, οὐδέποτε σὲ συνοδικὸ κείμενο δὲν ὑπῆρξε τόσο γενικὴ καὶ ἐπιπόλαιη ἀναφορὰ σὲ «παρέκκλιση ἐκ τῆς ἀληθοῦς πίστεως» «σὲ κεφαλαιώδη ζητήματα πίστεως καὶ τάξεως» χωρὶς παράλληλα νὰ ἐπισημαίνονται ἐπακριβῶς τὰ σημεῖα τῆς παρέκκλισης. Ὁ τρόπος αὐτὸς τῆς ἀντιμετωπίσεως τῶν κακοδοξιῶν «σὲ κεφαλαιώδη ζητήματα πίστεως καὶ τάξεως» εἶναι ξένος στὸ φρόνημα καὶ τὴν πρακτική των Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ἡ γενικότητα καὶ ἡ ἀσάφεια μετατρέπεται σὲ διγλωσσία καὶ διπλωματία ὅταν στὴν ἴδια § 19 ἀναφέρεται ὅτι ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης «ἐκτιμᾶ θετικῶς» τὰ κείμενα ποὺ ἔχει συντάξει ἡ «Ἐπιτροπὴ Πίστις καὶ Τάξις» τοῦ ΠΣΕ. Ὅπως ἔχουμε ἐπισημάνει τὸ πλέον σημαντικὸ κείμενο τῆς Ἐπιτροπῆς «Πίστις καὶ Τάξις» εἶναι αὐτὸ μὲ τὸν τίτλο «Κείμενο Λίμα, 1982 - Βάπτισμα Εὐχαριστία, Ἱερωσύνη» (ΒΕΜ-Baptism, Eucharist and Ministry) καὶ εἶναι γεμάτο ἀπὸ πλάνες καί κακοδοξίες[38].

Εἶναι προφανὲς ὅτι τὸ φρόνημα ποὺ ἐκφράζει τὸ 6ο κείμενο εἶναι ἐντελῶς ξένο πρὸς τὸ φρόνημα ποὺ ἐκφράζουν τὰ συμβολικὰ καὶ συνοδικὰ κείμενα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

3. Κεντρικὸ καὶ οὐσιῶδες σημεῖο κάθε Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας μας ἀποτελεῖ ὄχι μόνο ἡ θετικὴ ἀλλὰ καὶ ἡ ἐκ τοῦ ἀντιθέτου ὁριοθέτηση τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως μὲ τὴν καταδίκη συγκεκριμένων πλανῶν καὶ αἱρέσεων καί, φυσικά, καὶ τῶν ἐκφραστῶν τους. Οὐσιαστικὰ ἡ καταδίκη των αἱρέσεων ἀποτελεῖ ἀναγκαία συνέχεια καὶ ἀπαραίτητη συμπλήρωση τῶν συνοδικῶν ὅρων ποὺ ὁριοθετοῦν τὴν πίστη καὶ ὁρίζουν ἐπακριβῶς ποὺ βρίσκεται ἡ ἀποκεκαλυμμένη Ἀλήθεια στὸ συγκεκριμένο θεολογικὸ ζήτημα. «Καταδικάζονταν οἱ ἑτερόδοξοι αἱρετικοί, οἱ ὁποῖοι εἶχαν διαφορετικὴ «δόξα»-πίστη ἀπὸ ἐκείνη ποὺ ἀποκάλυψε ὁ Θεὸς στοὺς Προφῆτες, τοὺς Ἀποστόλους, καὶ τοὺς Ἁγίους».[39]

Γιὰ τὴν συνοδικὴ παράδοση ἡ αἵρεση εἶναι «λοιμώδης νόσος», ἡ ὁποία ἂν δὲν ἀντιμετωπισθεῖ θὰ ἐπεκταθεῖ καὶ θὰ μολύνει ὁλόκληρο τὸν ὀργανισμό. Ἔτσι, μὲ τὴν ὀνομαστικὴ καταδίκη ὅλων των αἱρεσιαρχῶν, ποὺ ἐπαναλαμβανόταν σὲ κάθε Οἰκουμενικὴ Συνοδο[40] παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ αἱρεσιάρχες εἶχαν πεθάνει πρὶν ἀπὸ αἰῶνες, ἡ Ἐκκλησία μὲ ποιμαντικὴ στόχευση ἐπεσήμαινε τὸν κίνδυνο ἀπὸ τὸ αἱρετικὸ φρόνημα τὸ ὁποῖο ἐπιζεῖ καὶ μετὰ τὸ θάνατο τῶν αἱρεσιαρχών[41].

Στὴν Κρήτη δὲ συνέβη τίποτα ἀπὸ αὐτά: Καμία ἀναφορὰ σὲ αἱρέσεις ποὺ μολύνουν τοὺς πιστούς, καμία ἐπισήμανση τοῦ κινδύνου ἀπὸ τὶς αἱρετικὲς κακοδοξίες, καμία ἀνησυχία ἀπὸ τὴν ὕπαρξη καὶ μέσα στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας αἱρετικῶν ἀντιλήψεων, καμία φροντίδα καὶ ποιμαντικὴ μέριμνα γιὰ νὰ προσφερθεῖ στοὺς ἑτεροδόξους ἡ «καλὴ ἀνησυχία» καὶ νὰ προσκληθοῦν στὴν Ἀλήθεια τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολιὴς Ἐκκλησίας. Δυστυχῶς, ἡ Σύνοδος δὲν υἱοθετεῖ τὶς ἀποστολικὲς ἀνησυχίες ὅτι ἡ αἵρεση συνιστᾶ τεράστιο πνευματικὸ κίνδυνο, ἀφοῦ ὡς ἄλλη «γάγγραινα» (Β' Τιμ. 2, 18) καὶ «ναυάγιον περὶ τὴν πίστιν» (Α' Τιμ. 1, 20) παρασύρει ψυχὲς «πρὸς τὴν ἰδίαν αὐτῶν ἀπώλειαν» (Β' Πέτρ. 3, 16). Δὲν υἱοθετεῖ ἡ Κρήτη τὴ διαχρονικὴ καὶ ἔντονη ἀνησυχία τῶν Ἁγίων καὶ Πατέρων γιὰ τὶς καταστροφικὲς συνέπειες τῶν αἱρέσεων. Ἀντίθετα, ὅπως εὔστοχα ἐπισημαίνει ὁ Μητρ. Ναυπάκτου «στὴ Σύνοδο τῆς Κρήτης πρώτη φορὰ γινόταν προσπάθεια γιὰ τὸ πῶς θὰ ὑπάρξει ἐπικοινωνία μὲ τοὺς ἐτεροδόξους»[42] μὲ ἀποκορύφωση τὴν γιὰ πρώτη φορὰ σὲ Ὀρθόδοξη Σύνοδο πρόσκληση καὶ τιμητικὴ παράσταση ὡς «παρατηρητὲς» ἐκπροσώπων αἱρετικῶν κοινοτήτων ποὺ πιστεύουν σὲ διδασκαλίες καταδικασμένες ἀπὸ πολλὲς Οἰκουμενικὲς Συνόδους.

Πραγματικά, τὸ φρόνημα τῆς Κρήτης δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ τὸ φρόνημα τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ποιὰ Ὀρθόδοξη Σύνοδο μιμήθηκε ἡ Κρήτη ὥστε νὰ μὴν ἀναφερθεῖ σὲ αἱρετικοὺς καὶ νὰ μὴ διαχωρίσει τὴ θέση της ἀπὸ αὐτούς; Σὲ καμία Ὀρθόδοξη, μόνο στὴ Β΄ Βατικανή, ὅπου καὶ σὲ αὐτὴ δὲν ὑπάρχει ἀναφορὰ σὲ αἱρέσεις καὶ κακοδοξίες! Τὸ φρόνημα τῆς Κρήτης εἶναι πλησιέστερο πρὸς αὐτὸ τῆς Β΄ Βατικανῆς καὶ ὄχι τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς Ὀρθοδοξίας.

Θὰ συμφωνοῦσα μὲ τὸν καθηγητὴ Γρ. Λαρεντζάκη ὅταν λέει ὅτι «δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ διατυπώνεται ὁ ἰσχυρισμός, ὅτι ἐπειδὴ μία Σύνοδος δὲν καταδίκασε, δὲν εἶναι Σύνοδος» [43]. Τὸ κρίσιμο ἐρώτημα ποὺ τίθεται δὲν εἶναι ἂν εἶναι Σύνοδος, ἀλλὰ ἂν στοιχεῖται στὸ πνεῦμα καὶ τὸ φρόνημα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἢ τῆς Β΄ Βατικανῆς!

Τέλος, ρωτοῦμε ὅσους πεισματικὰ πασχίζουν νὰ ἀποδώσουν τὴν προσωνυμία Ἁγία καὶ Μεγάλη στὴ Σύνοδο τῆς Κρήτης:

1. Οἱ ἐκ τῶν πρωτεργατῶν της τόνιζαν ὅτι ἦταν ἐπείγουσα ἀνάγκη ἡ διευκρίνιση τῆς ἐκκλησιολογίας καὶ ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας πρέπει νὰ διατυπώσει μὲ σαφήνεια τὴ θέση της ἔναντι τῶν ἑτεροδόξων Χριστιανῶν μὲ τοὺς ὁποίους διαλέγεται. Μάλιστα τὰ ζητήματα αὐτὰ εἶχαν τεθεῖ πιεστικά καὶ στὶς Πανορθόδοξες Προσυνοδικὲς Διασκέψεις[44]. Τί ἔκανε γι’ αὐτὰ τὰ κρίσιμα θεολογικὰ ζητήματα ἡ Κρήτη; Τίποτα ἀπολύτως, ἢ ὀρθότερα ἀπόλυτη ἐκκλησιολογικὴ σύγχυση[45]! Πῶς, λοιπόν, θὰ χαρακτηριστεῖ ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση Ἁγία καὶ Μεγάλη, ὅπως οἱ Οἰκουμενικές;

2. Ὅλοι ὁμολογοῦν ὅτι οἱ παράλληλες δικαιοδοσίες στὴ Διασπορὰ εἶναι τὸ μεῖζον ζήτημα τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ περίμεναν ἐναγωνίως ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος νὰ λύσει τὸ ζήτημα αὐτό. Μάλιστα ἡ Δ΄ Προσυνοδικὴ Διάσκεψη ποὺ συνέταξε τὸν «Κανονισμὸ Λειτουργίας τῶν Ἐπισκοπικῶν Συνελεύσεων ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Διασπορᾷ», ἀναγνώρισε ὅτι ἡ λύση εἶναι ἀντικανονικὴ καὶ ὡς ἐκ τούτου ἔθεσε ἔσχατο ὅριο ἰσχύος του τὴν Πανορθόδοξη, ἡ ὁποία θὰ ἐπιλαμβανόταν καὶ θὰ ἔλυε τὸ ζήτημα μὲ βάση τὴν κανονικὴ τάξη[46]. Τί ἔκανε γι’ αὐτὸ ἡ Κρήτη; Τίποτα ἀπολύτως! Ἤ, μᾶλλον, περιέβαλε μὲ συνοδικὸ κύρος τὴν ἀντικανονικότητα καθιστώντας την πλέον μόνιμη, καὶ δυσκολεύοντας ἔτι πλέον τὴν ὅποια κανονικῶς καὶ ἐκκλησιολογικῶς ὀρθὴ λύση στὸ μέλλον. Πῶς, λοιπόν, θὰ χαρακτηριστεῖ ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση Ἁγία καὶ Μεγάλη;

Ε. Ἀποδοχὴ τῆς Συνόδου

Ἀξιομνημόνευτη εἶναι καὶ ἡ σύγκριση τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων μὲ τὴν Πανορθόδοξη τῆς Κρήτης ὡς πρὸς τὴν ἀποδοχή της. Καθοριστικὸ στοιχεῖο τῶν Συνόδων ἐπιπέδου Ἁγίας καὶ Μεγάλης εἶναι ἡ συμμετοχὴ ὅλων τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καὶ ὅταν αὐτὸ δὲν ἔχει καταστεῖ ἐφικτὸ ἡ ὅσον τὸ δυνατὸν ταχύτερη ἀποδοχὴ τῶν ἀποφάσεών τους.

Ἔτσι, σὲ ὅσες Οἰκουμενικὲς Συνόδους δὲν συμμετεῖχαν ὅλες οἱ Ἐκκλησίες σὲ πολὺ σύντομο διάστημα οἱ ἀποφάσεις τους ἔγιναν ἀποδεκτὲς ὡς ἐκφράζουσες καὶ τὸ δικό τους ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα. Ἀναλυτικότερα:

α) Β΄ Οἰκουμενικὴ (Κωνσταντινούπολη 381): Παρὰ τὴ μὴ συμμετοχὴ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης, οἱ δογματικές της ἀποφάσεις ἔγιναν ἀμέσως ἀποδεκτὲς καὶ ἀπὸ τὴ Ρώμη τὸ ἑπόμενο ἔτος, κατὰ τὸ ὁποῖο συνεκλήθη τοπικὴ Σύνοδος στὴ Ρώμη. Τὸ γεγονὸς ὅτι σὲ ἐπίπεδο Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἡ Β΄ Οἰκουμενικὴ ἀναφέρεται ὡς Οἰκουμενικὴ γιὰ πρώτη φορὰ στὴ Σύνοδο τῆς Χαλκηδόνος (451), δὲ σημαίνει ὅτι στὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἦταν ἤδη καταγεγραμμένη ὡς Οἰκουμενική, διότι τὸ Σύμβολο Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως ἦταν ἤδη ἀποδεκτό.

β) Γ΄ Οἰκουμενικὴ (Ἐφέσου 431): Στὴ Σύνοδο δὲν συμμετεῖχε μόνο ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀντιόχειας καὶ ἀρνήθηκε ἀρχικὰ τὶς ἀποφάσεις της. Ὁ Ἀντιοχείας Ἰωάννης γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ καταδικάστηκε ἀπὸ τὴ Σύνοδο καὶ διεκόπη ἡ κοινωνία μὲ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀντιοχείας. Ὅμως σὲ λιγότερο ἀπὸ δύο χρόνια μετὰ ἀπὸ ἐντατικὲς συζητήσεις ὁ Ἀντιοχείας προσυπέγραψε τοὺς Ὅρους τῶν Διαλαγῶν (433), ἀποδεχόμενος, οὐσιαστικὰ τὶς ἀποφάσεις καὶ συνεπακόλουθα τὴν οἰκουμενικότητα τῆς Συνόδου τῆς Ἐφέσου ὑπὸ τὸν Ἅγ. Κύριλλο.

γ) Ε΄ Οἰκουμενικὴ (Κωνσταντινούπολις 553): Δὲν συμμετεῖχε ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης, διότι ὁ πάπας Βιγίλιος ἀρνήθηκε νὰ παραστεῖ, γι’ αὐτὸ καὶ καταδικάστηκε. Ὅμως ἀμέσως, ἐντὸς μόλις ἑξαμήνου, ἀποδέχθηκε τὶς ἀποφάσεις της ζητώντας συγγνώμη.

Ἀπὸ τὴν ἀνωτέρω ἐπιγραμματικὴ ἀναφορὰ στὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους καταδεικνύεται ὅτι δὲν ὑπάρχει καμία σχέση μὲ τὴν Πανορθόδοξή τοῦ 2016. Ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης εἶναι ἡ μοναδικὴ Σύνοδος ἐπιπέδου Ἁγίας καὶ Μεγάλης στὴν ὁποία ὄχι ἁπλῶς δὲν συμμετεῖχε μία τοπικὴ Ἐκκλησία, ἀλλὰ ΑΡΝΗΘΗΚΑΝ ΜΕ ΟΜΟΦΩΝΗ ΣΥΝΟΔΙΚΗ ΤΟΥΣ ΑΠΟΦΑΣΗ ΝΑ ΣΥΜΜΕΤΑΣΧΟΥΝ τέσσερες τοπικὲς Ἐκκλησίες ποὺ ἐκπροσωποῦν τὸ 70% τοῦ Ὀρθοδόξου Λαοῦ.

Ἐπιπλέον, πολὺ πιὸ καθοριστικὸ εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι τὰ τέσσερα Πατριαρχεῖα ὄχι μόνο ἀρνήθηκαν νὰ συμμετάσχουν, ἀλλὰ καὶ ἐκ τῶν ὑστέρων μὲ συνοδικές τους ἀποφάσεις ἀρνήθηκαν κατηγορηματικὰ νὰ τὴν ἀναγνωρίσουν ὡς Ἁγία καὶ Μεγάλη καὶ τὶς ἀποφάσεις της ὡς δεσμευτικὲς γιὰ τὴν Οἰκουμενικὴ Ὀρθοδοξία[47]Δὲν ὑπάρχει τέτοιο προηγούμενο στὴν ἱστορία τῶν Οἰκουμε-νικῶν Συνόδων.

Ἐπίσης, σήμερα, δύο χρόνια μετὰ τὴν Κρήτη, ἀκόμα καὶ στὶς δέκα Ἐκκλησίες ποὺ συμμετεῖχαν ὑπάρχουν ἀρνητὲς τοῦ χαρισματικοῦ χαρακτῆρος τῆς Συνόδου, ἀκόμα καὶ ἐπισκοποι[48] καὶ ὅμως σὲ κανένα δὲν ἔχει ἐπιβληθεῖ τὸ ἐλάχιστο ἔστω κανονικὸ ἐπιτίμιο γιὰ τὴν ἄρνηση ἀποδοχῆς τῆς ἁγιοπνευματικῆς ὑποστάσεως τῆς Συνόδου. Ἀκόμα καὶ στὴ δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ὑπάρχουν σημαίνοντα πρόσωπα (Καθηγούμενοι τοῦ Ἁγ. Ὄρους) ποὺ ἀρνοῦνται τὶς ἀποφάσεις τῆς Κρήτης καὶ στὴν ἴδια τὸν ἁγιοπνευματικὸ της χαρακτήρα. Αὐτὸ καὶ μόνο καθιστᾶ σαφὲς ὅτι οἱ ἴδιες οἱ συμμετέχουσες Ἐκκλησίες δὲν παίρνουν στὰ σοβαρὰ τὴ συνάντηση τῆς Κρήτης ὡς ἁγιοπνευματικῆς, Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου μὲ κύρος καὶ ἰσχὺ ὅπως οἱ σοβαρὲς Σύνοδοι τῆς Ἐκκλησίας μας!

Ἀλλὰ καὶ οἱ Ἐκκλησίες ποὺ ὑπέγραψαν στὴν Κρήτη ἔχουν κανονικὴ κοινωνία μὲ τὶς Ἐκκλησίες ποὺ δὲν συμμετεῖχαν καὶ δὲν ἀποδέχονται οὔτε ἀναγνωρίζουν τὴν «Πανορθόδοξη» ὡς ἁγιοπνευματικὴ Σύνοδο!

Τὸ πιὸ τραγελαφικὸ ὅμως εἶναι ὅτι οἱ τὴν πρώτη εὐθύνη φέροντες γιὰ τὸ πῶς κατάντησε ἡ Κρήτη θέλουν νὰ ἐπιβάλλουν ποινὲς σὲ ὅσους δὲν ἀποδέχονται τὶς ἀποφάσεις της[49], ἐνῶ οἱ ἴδιοι διὰ τοῦ Κανονισμοῦ Λειτουργίας τῆς Συνόδου ἄφησαν στὴ διακριτικὴ εὐχέρεια τῶν συνοδικῶν μελῶν της νὰ μὴν τὶς ἀποδεχθοῦν καὶ νὰ μὴν τὶς ὑπογράψουν (βλ. Κανονισμὸς ἄρθρο 12 § 2-3)!

Καὶ μία ἀκόμα σημαντικὴ λεπτομέρεια: Ἀσφαλῶς καὶ δὲν μᾶς διαφεύγει ὅτι καὶ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους ὁρισμένοι τὶς πολέμησαν πολὺ ἔντονα (χαρακτηριστικὰ παραδείγματα: οἱ Α΄, Γ΄, Ζ΄ Οἰκουμενικές). Εἶναι ὅμως ἐξίσου σημαντικὸ νὰ τονιστεῖ ὅτι στὶς περιπτώσεις αὐτὲς τὰ ἐκκλησιολογικὰ “ἀντανακλαστικὰ” τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ λειτουργοῦσαν ἄμεσα καὶ ἔτσι μεγάλες Πατερικὲς μορφὲς ἔσπευσαν νὰ τὶς ὑπεραπιστοῦν, γιατί Χάριτι θεία κατάλαβαν ὅτι οἱ Σύνοδοι αὐτὲς ἦταν ἁγιοπνευματικές: Ο Μ. Ἀντώνιος ἄφησε τὴν ἔρημο γιὰ νὰ ὑπερασπιστεῖ τὴ Νίκαια, ὁ Ἃγ. Δαλμάτιος[50] κατόπιν θεοφανείας βγῆκε ἀπὸ τὸ μοναστήρι του μετὰ ἀπὸ 48 χρόνια ἔγκλειστου βίου καὶ ἡγήθηκε συλλαλητηρίου κληρικῶν, μοναχῶν καὶ λαϊκῶν γιὰ νὰ ὑπερασπιστεῖ τὴν Γ΄ Οἰκουμενικὴ ἐνώπιον τοῦ Αὐτοκράτορα, ὁ Ἃγ. Συμεὼν ὁ Στυλίτης παρενέβη ὑπὲρ τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς, ὁ Ἃγ. Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ὑπερασπίστηκε μαρτυρικὰ τὴν Ζ΄ Οἰκουμενική. Ἀσφαλῶς ὁ Μ. Ἀντώνιος ἢ ὁ Ἃγ. Δαλμάτιος ἢ ὁ Ἃγ. Συμεὼν ὁ Στυλίτης δὲν εἶχαν οὔτε τὴ στοιχειώδη μόρφωση, πολλῷ μᾶλλον ἐπιστημονικὲς “θεολογικές” γνώσεις. Ἔχοντας ὅμως φωτισμένο νοῦ, ἐνήργησε ἡ Χάρις καὶ πλήρεις τῆς ἐμπειρίας Τής μπόρεσαν νὰ θεολογήσουν ἀληθῶς καὶ νὰ καταστοῦν τὰ σκεύη τοῦ Πνεύματος τὰ ὁποῖα συνέβαλαν στὴν ἀποδοχὴ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση.

Ἀς ἀπαντήσουν οἱ ὑπερασπιστὲς τῆς Κρήτης: Ποιὰ σύγχρονα πνευματικὰ καὶ πατερικὰ ἀναστήματα ὑπερασπίζονται τὶς θεολογικὲς ἀποφάσεις τῆς Κρήτης; Ποιὰ χαρισματικὰ σημεῖα ἔχουμε ποὺ νὰ ἐπιμαρτυροῦν ὅτι Κρήτη συγκαταλέγεται στὶς Ἁγίες καὶ Μεγάλες;

Δὲν ὑπάρχει προηγούμενο Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου ὅπου τό 70% τῶν Ὀρθοδόξων κανονικῶς ἐκφραζόμενο διὰ τῶν τοπικῶν του Ἐκκλησιῶν δὲν ἐκπροσωπήθηκε καὶ δὲν ἀναγνωρίζει τὴν ἁγιοπνευματικὴ διάσταση τῆς Κρήτης. Γιὰ ποιὰ «Πανορθόδοξη» μιλᾶμε; Ὑπῆρξε στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μας τέτοια ἀπαξίωση σὲ ἁγιοπνευματικὴ Σύνοδο;

Καὶ ὅμως ἡ Κρήτη κάτι θυμίζει ἀπὸ τὴν Ζ΄ Οἰκουμενικὴ …

Ἀναφερθήκαμε πολὺ ἐπιγραμματικὰ σὲ ὁρισμένες ἀπὸ τὶς θεμελιώδεις διαφορὲς ποὺ ὑπάρχουν μεταξύ του φρονήματος τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ αὐτοῦ τῆς Κρήτης. Καὶ ὅμως, στὰ πρακτικά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ὑπάρχει μία ἀναφορὰ ἡ ὁποία, mutatis mutandis, θὰ ταίριαζε στὴ Σύνοδο τῆς Κρήτης: Στὴν 6η συνεδρίαση τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου κατὰ τὴν ἀναίρεση σημεῖο πρὸς σημεῖο τοῦ ὃρου τῆς Ληστρικῆς ἐναντίον τῶν εἰκόνων ἐν Ἱερείᾳ Συνόδου (754 μΧ) ὁ Ἅγιος Ταράσιος θέλοντας νὰ προσβάλει τὴν οἰκουμενικότητά της σχολίασε τὴν ἐπικεφαλίδα «Ὅρος τῆς ἁγίας μεγάλης καὶ οἰκουμενικῆς Συνόδου» (τῆς ἐν Ἱερείᾳ), καὶ συγκεκριμένα τὸν αὐτοχαρακτηρισμὸ της ὡς «ἁγίας μεγάλης καὶ οἰκουμενικῆς» καὶ διερωτήθηκε: «πῶς δ’ αὖ μεγάλη καὶ οἰκουμενική, ἣν οὔτε ἐδέξαντο, οὔτε συνεφώνησαν οἱ τῶν λοιπῶν ἐκκλησιῶν πρόεδροι, ἀλλ’ ἀναθέματι ταύτην παρέπεμψαν; Οὐκ ἔσχεν συνεργὸν τὸν .. τῆς Ῥωμαίων πάπαν, … οὔτε συμφρονοῦντας αὐτῇ τοὺς πατριάρχας τῆς Ἕω, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καὶ τῆς Ἁγίας Πόλεως, … Ὄντως καπνὸς ἀχλύος πλήρης, σκοτίζων ὀφθαλμοὺς ἀφρόνων, ὁ λόγος αὐτῶν, καὶ οὐχὶ λύχνος τεθεῖς ἐπὶ τὴν λυχνίαν τοῦ φωτίζειν τοὺς ἐν τῇ οἰκίᾳ.  Διότι … ὡς ἐν παραβύστῳ τὰ αὑτῶν ἐλαλήθη, καὶ οὐκ ἐπάνω τοῦ τῆς ὀρθοδοξίας ὂρους. … Ἑβδόμη δὲ πάλιν πῶς, ἡ μὴ συμφωνήσασα ταῖς πρὸ αὐτῆς ἓξ ἁγίαις καὶ οἰκουμενικαῖς συνόδοις;».

Εἶναι ἐξαιρετικὰ θλιβερὸ καὶ τραγικό νὰ διαπιστώνουμε ἐμεῖς σήμερα μετὰ ἀπὸ 1.200 χρόνια ὅτι τὰ λόγια τοῦ Ἁγ. Ταρασίου στὴν Ζ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο μποροῦν τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν νὰ ἐφαρμοστοῦν ἐν πολλοῖς στὴ Σύνοδο τῆς Κρήτης, σὲ ἕνα γεγονὸς ποὺ ἀναμενόταν μὲ πολλὲς προσδοκίες ὡς τὸ μέγα γεγονὸς τῆς ἀνὰ τὴν Οἰκουμένη Ὀρθοδοξίας.

Διερωτῶμαι, λοιπόν, μαζὶ μὲ τὸν Ἅγ. Ταράσιο προσαρμόζοντας τὸ λόγο του στὴ σημερινὴ πραγματικότητα: «πῶς δ’ αὖ αγία και μεγάλη ἣν οὔτε ἐδέξαντο, οὔτε συνεφώνησαν οἱ τῶν λοιπῶν ἐκκλησιῶν πρόεδροι, ἀλλ’ ἀναθέματι ταύτην παρέπεμψαν; Οὐκ ἔσχεν… συμφρονοῦντας αὐτῇ τοὺς πατριάρχας τῆς Ἕω, Ἀντιοχείας, Ρωσίας, Βουλγαρίας καὶ τῆς Γεωργίας, ἢ τοὺς σύν αὐτοῖς μύστας καὶ Ἀρχιερεῖς… Ὄντως καπνὸς ἀχλύος πλήρης, σκοτίζων ὀφθαλμοὺς ἀφρόνων, … ὡς ἐν παραβύστῳ τὰ αὑτῶν ἐλαλήθη, καὶ οὐκ ἐπάνω τοῦ τῆς ὀρθοδοξίας ὂρους. … Ἁγία καί Μεγάλη δὲ πάλιν πῶς, ἡ μὴ συμφωνήσασα ταῖς πρὸ αὐτῆς ἑπτά ἁγίαις καὶ οἰκουμενικαῖς συνόδοις;»!

Ἡ ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση, ποὺ κατὰ μυστικὸ καὶ ἄρρητο τρόπο καθοδηγεῖται ἀπὸ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα, καλεῖται νὰ ἀποφανθεῖ τελεσίδικα καὶ τὴν ἀπόφανσή της εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ τὴν ἀκολουθήσουμε ὅλοι, ἢ γιὰ νὰ δανειστῶ τὴν κατακλείδα τῆς ὁμιλίας τοῦ Μητρ. Σερρῶν κ. Θεολόγου, ἐνώπιον τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος: «Τελικῶς, πολυσέβαστοι Πατέρες, ἡ ὅποια ἀξιολογική, μὲ ἐκκλησιολογικούς, ἁγιοπνευματικοὺς καὶ ποιμαντικοὺς πάντοτε ὅρους προσέγγισις τῆς ἐν Κολυμπαρίῳ Κρήτης συνελθούσης Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, ἐπαφίεται στὴν νηφαλίως καὶ ἀδεκάστως ἐνεργοῦσαν ἱστορίαν καὶ κυρίως στὴν ἐγρηγοροῦσαν καὶ ἔνθεον συνείδησιν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος»[51].

…………………………………………………………..

[1]  Χαρακτηριστικά σημειώνει ὁ καθηγητὴς Γρ. Λαρεντζάκης ὑπερασπιζόμενος τὴν Πανορθόδοξη: «Ποιά πατερική θεολογία καί ποιά πράξη τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς Α΄ χιλιετίας ἐπικαλοῦνται ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ἀρνητές τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία συνεκλήθη στήν Ὀρθόδοξο Ἀκαδημία Κρήτης τόν Ἰούνιο τοῦ 2016, ἐπαναλαμβάνοντες συνεχῶς τά ἴδια καί τά ἴδια ἐπιχειρήματα, τά ὁποῖα δέν ἀνταποκρίνονται πρός τήν ἱστορική πραγματικότητα καί μέ φανατισμό σκανδαλίζουν τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας καί ἐπιφέρουν σύγχυση καί σχισματικές καταστάσεις;» (Γρ. Λαρεντζάκης, Οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι τῆς Α΄ χιλιετίας καί ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, β΄ μέρος, στό http://anastasiosk.blogspot.gr/2016/11/h.html).

[2]  Ἀκόμα καὶ στὴν Β΄ Οἰκουμενική, ἡ ὁποία συγκλήθηκε, ἀρχικά, ὡς Τοπικὴ Σύνοδος τοῦ Ἀνατολικοῦ Κράτους, οἱ Πατέρες της ἀμέσως μετὰ τὴ λήξη τῶν ἐργασιῶν της ἀπαντώντας σὲ πρόσκληση τοῦ Ρώμης νὰ συμμετάσχουν σὲ νέα Σύνοδο, ἀρνήθηκαν προβάλλοντας τὸ λόγο ὅτι συμμετεῖχαν ἤδη σὲ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο  (Κωνσταντινούπολη 381).

[3]  Ἐξαιρετικὰ ἐνδιαφέρουσα εἶναι ἡ ἀναφορὰ τοῦ Καθηγητοῦ π. Cyril Hovorum στὸ 8ο Συνέδριο Συνέδριο Ὀρθοδόξου Θεολογίας ὑπὸ τὴν αἰγίδα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου (Θεσσαλονίκη, 21-25.5.2018) ποὺσυνδέει τὴν ἀναγνώριση Αὐτοκεφαλίας στὴν Οὐκρανία μὲ τὴν ἄρνηση τῆς Κανονικῆς Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας (ὑπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας) καὶ προσωπικά του Ἀρχιεπισκόπου Ὀνουφρίου νὰ ἀποδεχθεῖ τὶς ἀποφάσεις τῆς Κρήτης! Εἶπε ἐπὶ λέξει ὁ καθηγητὴς Hovorum: «Ἐδῶ θὰ ἤθελα ἐπίσης νὰ ἀναφερθῶ στὴ ρητορική τῆς ἡγεσίας τῆς Οὐκρανικῆς Ἐκκλησίας, τοῦ Πατριαρχεῖο Μόσχας. Ὁ Προκαθήμενος τῆς Ἐκκλησίας αὐτῆς ποὺ εἶναι δεύτερος στὴν τάξη τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας μετὰ τὸν Πατριάρχη Μόσχας, καὶ πάντοτε συμμετέχει σὲ ὅλες τὶς συνοδικὲς πράξεις τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι τόσο προσεκτικὸς στὶς ἀποφάσεις του γιὰ τὴν Πανορθόδοξο Σύνοδο, ὅπως τὰ ὑπόλοιπα μέλη τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ ἡ ἐπίσημη ρητορική της Ρωσικῆς Ἐκκλησίας κατονομάζει τὴν Πανορθόδοξη Σύνοδο ὡς Σύνοδο, τουλάχιστον λένε ὅτι εἶναι Σύνοδος, ὁ Μητροπολίτης Ὀνούφριος τῆς Οὐκρανίας τὴν ἔχει ἀποκαλέσει ἕνα Συνέδριο, Conference, μερικῶν Ὀρθόδοξων Ἐκκλησιῶν. Πιστεύω ὅτι ὁ Πατριάρχης Κύριλλος δὲν ἔχει προσωπικές, ἰδεολογικὲς διαφοροποιήσεις μὲ τὸ πρόγραμμα τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου. Τὰ κίνητρά του γιὰ τὴ Σύνοδο εἶναι ἄλλου εἴδους. Ὁ Μητροπολίτης Ὀνούφριος ὅμως εἶναι ἀντίθετος στὴ Σύνοδο ἰδεολογικά. Εἶναι ἕνας πολὺ συντηρητικὸς Ἱεράρχης, ἅγιος ἄνθρωπος, ἀλλὰ συντηρητικὸς γιὰ τὸν ὁποῖο ἡ Πανορθόδοξος Σύνοδος φαίνεται πολὺ φιλελεύθερη, τὸ λέει καὶ αὐτός, ἀλλὰ χρησιμοποιεῖ καὶ ὑποστηρίζει ἄλλους νὰ φέρονται πιὸ ἀνοιχτὰ καὶ πιὸ ἀνοιχτὰ κριτικὰ ἀπέναντι στὴ Σύνοδο. Τὸ στόμα τοῦ Μητροπολίτη Ὀνούφριου γιὰ τὴν Πανορθόδοξο Σύνοδο εἶναι ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Μπάντσεν Λογγίνος. Αὐτὸς εἶναι Βοηθὸς Ἐπίσκοπος στὴ Μητρόπολη ἀπὸ ὅπου προέρχεται ὁ ἴδιος ὁ Μητροπολίτης Ὀνούφριος. Ὁ Λογγίνος ἦταν μοναδικὸς Ἀρχιερέας ποὺ ἔλαβε μέρος στὴ Σύναξη ποὺ συνῆλθε στὴ Θεσσαλονίκη (σ.σ. ἐννοεῖ στὸν Πειραιὰ) τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 2017 (σ.σ. 2016) γιὰ νὰ καταδικάσει τὴν Πανορθόδοξο Σύνοδο. Κατὰ τὴ γνώμη τοῦ Λογγίνου ἡ Σύνοδος αὐτὴ εἶναι αἱρετικὴ ἐπειδὴ προωθεῖ τὸν οἰκουμενισμό. Ὑπογραμμίζω ὅτι εἶναι ὁ μοναδικὸς Ἀρχιερεὺς ποὺ ἔλαβε μέρος σὲ αὐτὴ τὴ Σύναξη (σ.σ. που διοργάνωσαν τέσσερις Μητροπόλεις και η Σύναξη Κληρικών και Μοναχών). Παρὰ τὶς ἐνέργειες καὶ τοποθετήσεις καὶ νουθετήσεις του ποὺ δὲν συμπίπτουν μὲ τὶς ἐπίσημες ἀποφάσεις τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, ὁ Λογγίνος ἀπολαμβάνει τὴν ὑποστήριξη τοῦ Προκαθημένου τῆς Οὐκρανικῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος μάλιστα τὸν προώθησε ἀπὸ Ἐπίσκοπο σὲ Ἀρχιεπίσκοπο καὶ τοῦ δείχνει καὶ ἄλλα σημεῖα τῆς εὔνοιάς του. Συμπερασματικά, μπορῶ νὰ πῶ ὅτι οἱ ἐκκλησιαστικοὶ παράγοντες ποὺ ἀντιδροῦν στὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο ἔχουν διαφορετικὲς σκοπιμότητες. Ὁ Πατριάρχης Μόσχας καὶ οἱ ἐπίσημοι συνοδικοὶ θεσμοὶ τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας ἀναγνωρίζουν αὐτὴ ὡς Σύνοδο ἀλλὰ ὄχι ὡς Ἁγία ἢ Μεγάλη ἢ Πανορθόδοξη. Καὶ ὁ λόγος τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας περὶ τῆς Συνόδου, οἱ ἐνέργειές της σκοπεύουν νὰ ὑποβαθμίσουν τὴ σημασία καὶ τὸ κύρος αὐτῆς, ὄχι νὰ τὰ ἐξουθενώσουν ἐντελῶς. Ταυτόχρονα ὑπάρχει καὶ κίνημα ἀκραίου συντηρητισμοῦ, τὸ ὁποῖο ἀπορρίπτει τὴ Σύνοδο χωρὶς ἐπιφυλάξεις καὶ θεωροῦν ὡς αἱρετική, ὡς μὴ Ὀρθόδοξη κλπ. Καὶ στὸ κίνημα αὐτὸ συμμετέχουν κυρίως λαϊκοί, μοναχοὶ καὶ κληρικοί, ἀλλὰ καὶ κάποιοι Ἐπίσκοποι. Τὸ ἐπίκεντρό της ἀντίστασης αὐτῆς κατὰ τῆς Συνόδου, στὸ ἐπίσημο ἐπίκεντρο, πιστεύω, δυστυχῶς, εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας σὲ ἕνωση μὲ τὸ Πατριαρχεῖο τῆς Μόσχας. Παρότι ἡ Μόσχα δὲ συμμερίζεται αὐτὲς τὶς ὁλοκληρωτικὲς τοποθετήσεις τὶς ἐκμεταλλεύεται, πιστεύω, γιὰ δικούς της λόγους. Ἐδῶ νομίζω ὑπάρχει ἡ ἀναλογία μὲ τὸ πολυσυζητημένο θέμα τοῦ Αὐτοκεφάλου της Οὐκρανικῆς Ἐκκλησίας. Μὲ τὸν ἴδιο ἀκριβῶς τρόπο ἡ Μόσχα ἐκμεταλλεύεται τὶς φοβίες ποὺ τῆς δείχνει ἡ Οὐκρανικὴ Ἐκκλησία γιὰ τὴν Δύση ποὺ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο προμήνυε γιὰ νὰ θεραπεύσει τὸ Οὐκρανικὸ Σχίσμα. Ἡ ἡγεσία τῆς Οὐκρανικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας κινεῖται ἀπὸ τὸν συντηρητικὸ φόβο νὰ ἀλλάξει τὸ ἐκκλησιαστικὸ status quo στὴν Οὐκρανία, ἐνῶ ἡ Μόσχα σκοπεύει νὰ ἀλλάξει τὸν δικό της status quo στὸν Ὀρθόδοξο κόσμο» !

[4]  Βλ. σχετική συζήτηση στὴν 4η συνεδρίαση τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, στό Σπ. Μήλιας, Πρακτικὰ τῶν Ἁγίων καὶ Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἔκδ. Καλύβης Τ. Προδρόμου Ἱ. Σκήτης Ἁγ. Ἄννης, Ἃγ. Ὅρος, (στό ἑξῆς: Πρακτικά) τ. Β΄ σσ. 162-164. Mansi 7, 49Α-61Α. ACO 2,1,2,110-114.

[5] Π.χ. ὁ ἐπίσκοπος καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης ἐκπροσωποῦνταν ἀπὸ 2-5 παπικοὺς λεγάτους, ἐνῶ μετὰ τὴν ἀραβικὴ κατοχὴ τῶν Πατριαρχείων τῆς Ἀνατολῆς (Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας, Ἱεροσολύμων) τὰ Πατριαρχεῖα αὐτὰ ἐκπροσωποῦνταν στὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους ἀπὸ 2-3 πρόσωπα.

[6]  Ἰ. Ζηζιούλα, Θέματα Ἐκκλησιολογίας, Πανεπιστημιακὲς παραδόσεις, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 71-73.

[7]  Πρακτικά Γ΄ 227, Μansi 12, 999BACO (2008) 2,3,1,37-38.

[8]  Πρακτικά Γ΄ 306-312, Μansi 13, 133C-157A.

[9]  Ἰεροθέου, Μητρ. Ναυπάκτου καὶ Ἁγ. Βλασίου, Ἡ “Ἁγία καὶ Μεγάλη Συνοδος”, θεολογικὲς καὶ ἐκκλησιολογικὲς θέσεις, ἔκδ. Ἱ. Μ. Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου, 2018, (στὸ ἑξῆς: Ἰεροθέου, Μητρ. Ναυπάκτου, Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος),  σ. 250-254, 296-301, 430-431.

[10]  Στὴν Α΄ ὁ Μ. Ἀθανάσιος, στὴν Γ΄ ὁ Ἅγ. Κύριλλος, στὴν Δ΄ ὁ Μ. Λέων δι’ ἀντιπροσώπων, στὴν Ζ΄ ὁ Ἅγ. Ταράσιος, στὴν  Η΄ ὁ Μ. Φώτιος, στὴν Θ΄ ὁ Ἅγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς.

[11]  Στὴν Β΄ ὁ Μ. Βασίλειος, στὴν Δ΄ καὶ στὴν Ε΄ ὁ Ἅγ. Κύριλλος, στὴν Στ΄ ὁ Ἅγ. Μάξιμος, στὴν Ζ΄ ὁ Ἅγ. Ἰω. Δαμασκηνός.

[12]  π. Ἀν. Γκοτσόπουλος, Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης καὶ ὁ ἐπίσκοπός της στὰ Πρακτικὰ καὶ τὶς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, 2016, σ. 235-250.

[13]  Ἀρχιμανδρίτου Σωφρονίου, Τὸ μυστήριο τῆς Χριστιανικῆς ζωῆς, μετφρ. Ἀρχιμ. Ζαχαρίας, Ἔσσεξ Ἀγγλίας,  2010,  σ. 32-33.

[14]  Πρακτικά Β΄ σ. 88, Mansi 6, 689A, ACO 2,1,1,11923.

[15]  Βλτὸν ἐνδελεχῆ ἔλεγχο πλαστότητας τῶν προσκομισθέντων πρακτικῶν της Ε΄ ΟἰκουμενικῆςΣυνόδου κατὰ τὴν 14η πράξη τῆς Στ΄ ΟἰκουμενικῆςΠρακτικάΓ΄ 130-134, Mansi 11, 583-596, ACO 2,2,2,628-654.

[16]  Ἰεροθέου, Μητρ. Ναυπάκτου, Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, σ. 250-254, 296-301, 430-431.

[17]  Πηδάλιον, ἔκδ. Ρηγόπουλος, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 118.

[18]  Ἰεροθέου, Μητρ. Ναυπάκτου, Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, σ. 25-47.

[19]  Ἰεροθέου, Μητρ. Ναυπάκτου, Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος,  σ. 250-254, 205, 594, 597 και 296-301, 430-431.

[20]  Ἰεροθέου, Μητρ. Ναυπάκτου, Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, σ. 661.

[21]  Ἰεροθέου, Μητρ. Ναυπάκτου, Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, σ. 661.

[22]  Ἰεροθέου, Μητρ. Ναυπάκτου, Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, σ. 661.

[23]  Ἰεροθέου, Μητρ. Ναυπάκτου, Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, σ. 415, 662, 684.

[24]  Ἰεροθέου, Μητρ. Ναυπάκτου, Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, σ. 662.

[25]  Ἰεροθέου, Μητρ. Ναυπάκτου, Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, σ. 473, 684, 727-728.

[26]  Ἰεροθέου, Μητρ. Ναυπάκτου, Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, σ. 425-427.

[27] Ἀναλυτικὸς σχολιασμὸς τῶν τροποποιήσεων ποὺ εἰσηγήθηκε ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, στὸ  Ἰεροθέου, Μητρ. Ναυπάκτου, Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, σ. 441-471.

[28]  Γρ. Λαρεντζάκης, «Οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι τῆς Α΄ χιλιετίας καί ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», β΄ μέρος, (http://anastasiosk.blogspot.gr/2016/11/h.html): «Ἔπρεπε, λοιπόν, οἱ Ἐκκλησίες, οἱ ὁποῖες ἔλαβαν τέτοιες ἀποφάσεις νά γνωρίζουν, ὅτι ἐκ τῶν προτέρων δημιουργοῦσαν νέα καί ἐν πολλοῖς ἀνυπέρβλητα προβλήματα καί γιά τίς ἴδιες Ἐκκλησίες των, πρᾶγμα τό ὁποῖο καί ἔγινε, διότι ὡρισμένες ἐξ αὐτῶν λόγω τῆς οἰκειοθελοῦς αὐτοδεσμεύσεώς των δέν προσῆλθαν κἄν στήν Σύνοδο τῆς Κρήτης, ἐνῶ ἄλλες ἀναγκάστηκαν τελικά νά διαφοροποιηθοῦν ἀπό τίς ἴδιες τίς ἀποφάσεις των καί νά προσαρμοσθοῦν ἔστω καί μερικῶς, πρός τήν Ἁγίαν καί Μεγάλην Σύνοδον, ὅμως μέ μεγάλο τίμημα καί νέες ἐντάσεις κατά τήν διάρκεια τῆς Συνόδου μεταξύ τῶν Συνοδικῶν Πατέρων, ἀλλά καί στό ἴδιο σῶμα των μέ διάφορες ἀντιδικίες καί ἀλληλοκατηγορίες τηρήσεως ἤ μή τῶν προαποφάσεων τῶν Συνόδων των, μέ ἐλιγμούς καί παλινδρομήσεις. Ὅλα αὐτά μή ἀναγκαῖα, περιττά καί ἐπιζήμια»!

Ἐπίσης ὁ κ. Εὐ. Σωτηρόπουλος (www.romfea.gr/katigories/10-apopseis/14537-i-ekklisia-kai-i-agia-kai-megali-sunodos) σημείωσε: «Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδας ἔφτασε στὴν Κρήτη μὲ συγκεκριμένα αἰτήματα γιὰ τὴν ἀλλαγὴ τῶν Προσυνοδικῶν ἐγγράφων. Αὐτὴ ἡ τοποθέτηση, εἰδικὰ πρὶν ἀπὸ μία Σύνοδο, εἶναι ἀμφισβητήσιμη, στὴν καλύτερη περίπτωση. Γιατί λοιπόν, ἀρχικῶς, μία ἄκαμπτη, προκαθορισμένη προσέγγιση ἀπομακρύνει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀπὸ τὴν συνεργασία μεταξὺ τῶν ἐπισκόπων, ὅταν συγκεντρωθοῦν στὴ Σύνοδο».

[29]  Πρακτικά, τ. Γ΄, σ . 46, Mansi 11, 285, ACO 2,2,1,12210.

[30]  Πρακτικὰ, τ. Γ΄, σ. 121, Mansi 6, 908D, ACO 2,1,1,19130.

[31]  Ἰ. Ζηζιούλα, Θέματα Ἐκκλησιολογίας, Πανεπιστημιακὲς παραδόσεις, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 71-73.

[32]  Ἰεροθέου, Μητρ. Ναυπάκτου, Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, σ. 426-427.

[33]  Ἰεροθέου, Μητρ. Ναυπάκτου, Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, σ. 424-427.

[34]  Ἰεροθέου, Μητρ. Ναυπάκτου, Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, σ. 433. Επίσης, Δημήτριος Σαλάχας, «Ἡ πρόσφατη Πανορθόδοξη Σύνοδος καί οἱ διαχριστιανικές σχέσεις˙Ἀπόφαση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου : Ἐμπεδώνεται ἡ βούληση διαλόγου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον. Ἐπιπτώσεις στό διάλογο μέ τήν Καθολική Ἐκκλησία», «Ἀνοιχτοί Ὀρίζοντες» «Πανορθόδοξη Σύνοδος καί διαχριστιανικές σχέσεις», τ. 1101 (Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2016) 6-11, καί http://jesuits.gr/wp-content/uploads/2018/01/Τεύχος-1101.pdf: «Ἡ Σύνοδος δέν χρησιμοποιεῖ τόν χαρακτηρισμό «σχισματικές ἤ αἱρετικές χριστιανικές κοινότητες», ἀλλά τίς ἀποκαλεῖ «ἑτερόδοξες Χριστιανικές Ἐκκλησίες καί Ὁμολογίες» μή εὑρισκόμενες ἐν κοινωνίᾳ μετά τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Οἱ ἄλλες λοιπόν Χριστιανικές Ἐκκλησίες, συμπεριλαμβανομένης καί τῆς Καθολικῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης, χαρακτηρίζονται ὡς «ἑτερόδοξες», ὁ δέ ὄρος «Ἐκκλησία» γίνεται ἀποδεκτός «κατά τήν ἱστορική του μόνο ὀνομασία» καί ὄχι «κατά τήν ὀντολογικήν φύσιν» αὐτῆς. Αὐτό σημαίνει - ἐμμέσως πλήν σαφῶς - ὅτι δέν ἀναγνωρίζεται ἡ οὐσιαστική ἔννοια καί φύση τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας ὡς «Ἐκκλησία» μέ βάση τήν ἀποστολική διαδοχή καί ἑπομένως τήν ἐκκλησιολογική καί μυστηριακή αὐτῆς ὑπόσταση καί δομή… Μέλλει νά διασαφηνισθεῖ καί ἀπό πλευρᾶς τῆς Ὀρθοδόξου πλευρᾶς μέ ποιά ἐκκλησιολογική βάση διεξάγει τόν Θεολογικό Διάλογο μέ τήν Καθολική Ἐκκλησία. Αὐτό δέν φάνηκε στίς ἀποφάσεις τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου στήν Κρήτη, τοὐλάχιστον ὡς πρός τήν Καθολική Ἐκκλησία», καί  Στ. Τσομπανίδης, «Ὀρθοδοξία καὶ Οἰκουμένη στὸν 21ο αἰώνα: Ἡ “ἐκκλησιολογική πρόκληση” μετὰ τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στὴν Κρήτη (2016)» (blogs.auth.gr/moschosg/ορθοδοξία-και-οικουμένη-στον-21ο-αιώνα/): «Ἐνῶ ὅμως ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος ἀποτελεῖ ἕνα μεγάλο βῆμα ὡς πρὸς τὴν ἑδραίωση τοῦ οἰκουμενικοῦ διαλόγου, τὸ βῆμα αὐτὸ ἔμεινε μετέωρο. Δὲν μπόρεσε νὰ ἐξηγήσει σὲ αὐτοὺς μὲ τοὺς ὁποίους διαλέγεται πῶς βιώνει ἡ Ὀρθοδοξία τὴ σχέση τῆς μαζί τους καὶ τί εἶναι αὐτοὶ γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία. Τὸ ζήτημα αὐτὸ ἀποτελεῖ τὴ λεγόμενη «ἐκκλησιολογικὴ πρόκληση».Ὑπάρχει ἕνα ἔλλειμμα, … Ἑβδομήντα χρόνια μετὰ ἀπὸ τὴν ἐπίσημη ἔναρξη τῆς Οἰκουμενικῆς Κίνησης ἀποδεικνύεται ὅτι ἡ ἐκκλησιολογικὴ θεώρηση τὴν ἄλλων χριστιανικῶν Ὁμολογιῶν εἶναι ἕνα ἄλυτο πρόβλημα… Ἡ Σύνοδος ὄχι μόνο δὲν ἔλυσε τὸ πρόβλημα, ἀλλὰ πῆγε κατὰ κάποιον τρόπο καὶ πιὸ πίσωἀπὸ τὴν πιὸ ἐπίσημη, ἕως τὴ σύγκλησή της, σὲ πανορθόδοξο ἐπίπεδο τοποθέτηση γιὰ τὸ ζήτημα τῆς σχέσης τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας πρὸς τὰ ἐκτός των ὁρίων αὐτῆς ὑφιστάμενα χριστιανικὰ σώματα ποὺ ἔγινε τὸ 1986 στὴν Γ΄ Προσυνοδικὴ Διάσκεψη μὲ τὰ κείμενα «Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ Οἰκουμενική… Πάντως, ὅπως καὶ ἂν θεωρηθεῖ ἡ τροποποίηση στὴν παράγραφο 6, τὸ ἐρώτημα γιὰ τὸ πῶς ἐκλαμβάνονται οἱ ἑτερόδοξοι ἀπὸ τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο, καθὼς καὶ ὁ βαθμὸς τῆς σχέσης τους μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία παραμένουν ἀδιευκρίνιστα. Ἀκόμη καὶ σήμερα δὲν ἔχουν παύσει οἱ ἀμφίρροπες ἑρμηνεῖες, ἀξιολογήσεις καὶ ἀναφορὲς στὸ θέμα αὐτό, ὅπως εἶχαν ὁραματιστεῖ οἱ πρωτεργάτες τῆς προσυνοδικῆς πορείας, καὶ δὲν ἔχει ἐκλείψει καὶ ὁ «διχασμὸς» σὲ «συντηρητικοὺς» καὶ «νεωτεριστές», σὲ «παραδοσιακοὺς» καὶ «οἰκουμενιστές», σὲ «πλειοδότες» καὶ «μειοδότες» τῆς ὀρθοδοξίας, σὲ πιστοὺς καὶ σὲ λιγότερο πιστοὺς στὴν Ἐκκλησία καὶ στὴ διδασκαλία της».

[35]  Ἰεροθέου, Μητρ. Ναυπάκτου, Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, σ. 506 καί 425, 433.

[36]  Θεοδρομία, 18(2016) 3-4, σ. 648.

[37]  «Ὄντως προβλήματα  συντάξεως καί ὕφολογικῆς διατυπώσεως, τά ὅποια δημιούργησαν δυσκολίας κατανοήσεως τοῦ ὅλου σκεπτικοῦ τοῦ νέου κειμένου, μέ ἄμεσον ἐπακόλουθον καί τήν προσέγγισιν τοῦ ὅλου περιεχομένου τοῦ κειμένου… Ἐπιπλέον δέν θά πρέπει νά μᾶς διαφεύγει ὅτι αὐτή αὕτη ἡ χρησιμοποιούμενη ὁρολογία καί αἱ γλωσσικαί διατυπώσεις, ἐν πολλοῖς νέαι, δημιουργοῦν ἀρκετάς παρερμηνείας, αἱ ὁποῖαι δικαίως ὁδηγοῦν καί εἰς ἄλλας κατανοήσεις», Χρυσόστομος, Μητροπολίτης Μεσσηνίας, «Ὑπόμνημα περί τοῦ κειμένου τῆς Ε' Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως…», 1.4.16, σ. 3, στό https://www.romfea.gr/images/article-images/2016/04/romfea2/ipomnhm.pdf.

[38]  π. Ἀν. Γκοτσοπούλου, «Ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης καὶ τὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν (ΠΣΕ)», ΘεοδρομίαΙΗ΄ (2016) τ. 3-4, σελ. 557-565. και www.impantokratoros.gr/F99804D6.el.aspx.

[39]  Ἰεροθέου, Μητρ. Ναυπάκτου, Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, σ. 412.

[40]  Ὁ καθηγητὴς Γρ. Λαρεντζάκης στὴν προσπάθειά του νὰ βρεῖ προηγούμενο σὲ Ὀρθόδοξη Σύνοδο ἡ ὁποία  νὰ σιωπᾶ καὶ νὰ μὴν καταδικάζει αἱρετικοὺς σημειώνει ὅτι  «ἡ ἐν Τρούλλῳ Πενθέκτη Οἰκουμενική Σύνοδος τό 691 δέν ἀσχολήθηκε μέ δογματικά θέματα καί προφανῶς δέν κατεδίκασε καμμία αἵρεση» (Γρ. Λαρεντζάκης, Οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι τῆς Α΄ χιλιετίας καί ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, β΄ μέρος, στό http://anastasiosk.blogspot.gr/2016/11/h.html). Ὁ ἰσχυρισμὸς αὐτὸς δὲν ἐπιβεβαιώνεται ἀπὸ τὰ κείμενα τῆς Συνόδου. Μάλιστα, προκύπτει τὸ ἐντελῶς ἀντίθετο: Ὁ 1ος κανόνας τῆς Πενθέκτης ἀφοῦ ἐπαναλαμβάνει  ρητῶς τὶς καταδίκες τῶν πρὸ αὐτῆς αἱρετικῶν ἀναφέρεται ὀνομαστικὰ σέ ἕνα ἕκαστον ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ «Ἀρείου τοῦ δυσσεβοῦς» μέχρι τῶν μονοθελητῶν καὶ καταλήγει: «ἀποβαλλόμενοί τε, καὶ ἀναθεματίζοντες, οὓς ἀπέβαλον, καὶ ἀνεθεμάτισαν, ὡς τῆς ἀληθείας ἐχθρούς, καὶ κατὰ Θεοῦ φρυαξαμένους κενά, καὶ ἀδικίαν εἰς ὕψος ἐκμελετήσαντας. Εἰ δέ τις τῶν ἁπάντων μὴ τὰ προειρημένα τῆς εὐσεβείας δόγματα κρατοῖ καὶ ἀσπάζοιτο, καὶ οὕτω δοξάζοι τε, καὶ κηρύττοι, ἀλλ᾿ ἐξ ἐναντίας ἰέναι τούτων ἐπιχειροῖ, ἔστω ἀνάθεμα, κατὰ τὸν ἤδη ἐκτεθέντα ὅρον ὑπὸ τῶν προδηλωθέντων ἁγίων καὶ μακαρίων Πατέρων, καὶ τοῦ χριστιανικοῦ καταλόγου, ὡς ἀλλότριος, ἐξωθείσθω καὶ ἐκπιπτέτω. Ἡμεῖς γὰρ οὔτε προστιθέναι τι, οὔτε μὴν ἀφαιρεῖν, κατὰ τα προορισθέντα, παντελῶς διεγνώκαμεν, ἢ καθ᾿ ὁντιναοῦν δεδυνήμεθα λόγον».

[41]  Ὁ καθηγητὴς Γρ. Λαρεντζάκης θέλοντας νὰ δικαιολογήσει ὅτι ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης καλῶς δὲν ἀναφέρθηκε σὲ αἱρετικοὺς καὶ δὲν καταδίκασε καμία κακοδοξία σημειώνει: «Δέν εἶχαν λοιπόν, οἱ Οἰκουμενικές καί ἄλλες Σύνοδοι πρώτιστο σκοπό τήν καταδίκη τῶν αἱρέσεων καί τῶν αἱρετικῶν, ἀλλά τήν διαλεύκανση τῆς ἀληθείας πρός σωτηρίαν τῶν πιστῶν. Κατεδίκασαν βεβαίως τίς αἱρέσεις καί τούς αἱρεσιάρχες, ἀλλά πρώτιστο μέλημα ἦταν ἡ σωτηρία τῶν πιστῶν, ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ ἁρμονική συνύπαρξη τῶν πιστῶν καί τῶν Ἐκκλησιῶν» (Γρ. Λαρεντζάκης, Οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι τῆς Α΄ χιλιετίας καί ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, β΄ μέρος, στόhttp://anastasiosk.blogspot.gr/2016/11/h.html). Ὅμως, γιὰ τοὺς Πατέρες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων «ἡ σωτηρία τῶν πιστῶν, ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας» ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴ διπλὴ ὁριοθέτηση τῆς πίστης: θετικὰ(διατυπώνοντας τοὺς δογματικοὺς ὅρους) καὶ ἀρνητικὰ (καταδικάζοντας τοὺς κακοδόξους καὶ τὶς κακοδοξίες τους). Αὐτὸ ἔγινε σὲ ὅλες τὶς Οἰκουμενικὲς χωρὶς καμία ἐξαίρεση! Κάτι ἤξεραν περισσότερο ἀπὸ ἐμᾶς οἱ Ἅγιοι Πατέρες μὲ τὴν σταθερὴ καὶ πάγια πράξη τους στὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους.

[42]  Ἰεροθέου, Μητρ. Ναυπάκτου, Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, σ. 412.

[43]  Γρ. Λαρεντζάκης, Οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι τῆς Α΄ χιλιετίας καί ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, β΄ μέρος, στο http://anastasiosk.blogspot.gr/2016/11/h.html.

[44]  ΣΥΝΟΔΙΚΑ ΙΧ,  Γ΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψις, 28.10-9.11.1985, Πρακτικά-Κείμενα, ἔκδ. Ὀρθόδοξον Κέντρον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, Σαμπεζύ Γενεύης 2014, σ. 104-108.

[45]  Βλ. σημείωση 34.

[46]  ΣΥΝΟΔΙΚΑ ΧΙ, Δ΄ Προσυνοδική ΠΑνορθόδοξος Διάσκεψις, 6-13 Ιουνίου 2009, Πρακτικά-κείμενα, ἔκδ. Ὀρθόδοξον Κέντρον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, Σαμπεζύ-Γενεύης 2015, σ. 291.

[47]  ΑΡΝΗΘΗΚΑΝ ΝΑ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΟΥΝ ὡς Ἁγία καὶ Μεγάλη Πανορθόδοξο Σύνοδο(ἀναλυτικότερα βλ. Ἰεροθέου, Μητρ. Ναυπάκτου, Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, σ. 707-713):

i.Τὸ Πατριαρχεῖο Ἀντιοχείας στὴν ἀπόφαση τῆς 27.6.16 ἀναφέρει: «Θεωρεῖ τὴν Συνάντηση τῆς Κρήτης ὡς μία προκαταρκτικὴ Συνέλευση τῆς Πανορθοδόξου Μεγάλης Συνόδου. Ἀρνεῖται τὴν ἀπόδοση τοῦ συνοδικοῦ χαρακτήρα σὲ ὁποιανδήποτε ὀρθόδοξη συνέλευση, στὴν ὁποία δὲν συμμετέχουν ὅλες οἱ Ὀρθόδοξες Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες… Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀντιοχείας, ἑπομένως, ἀρνεῖται τὴν ὀνομασία τῆς Συνελεύσεως τῆς Κρήτης ὡς "Μεγάλης καὶ Πανορθοδόξου Συνόδου” ἢ “Μεγάλης καὶ Ἁγίας Συνόδου”. Όλες οἱ ἀποφάσεις, ἀλλὰ καὶ ὅλα ὅσα ἐκδόθηκαν ἀπὸ τὴ Συνέλευση τῆς Κρήτης δὲν δεσμεύουν κατὰ ὁποιονδήποτε τρόπο τὸ Πατριαρχεῖο Ἀντιοχείας»!

ii. Τὸ Πατριαρχεῖο Ρωσίας (Ἀπόφαση Ἱ. Συνόδου 15.7.16) «ἡ γενομένη στὴν Κρήτη Σύνοδος εἶναι ἀδύνατο νὰ θεωρεῖται Πανορθόδοξη οὔτε τὰ ἔγγραφα τὰ ὁποία ἐνέκρινε ἀποτελοῦν ἔκφραση τῆς πανορθοδόξου ὁμοφωνίας». Ἐπιφυλάσσεται γιὰ τὸ θεολογικὸ σχολιασμὸ τῶν ἀποφάσεων τῆς Κρήτης. Ἡ Σύνοδος χαρακτηρίζεται «forum 10 Ἐκκλησιῶν»!

iii. Τὸ Πατριαρχεῖο Βουλγαρίας, στὴν συνοδικὴ ἀπόφαση τῆς 15.11.16 ἀναφέρει: «Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος συνοψίζει τὴν ἀπόφασή της ὅτι ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης δὲν εἶναι οὔτε Μεγάλη, οὔτε Πανορθόδοξη:

1. Λόγῳ τῆς μὴ συμμετοχῆς σὲ αὐτὴν μίας σειρᾶς Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἐξαιτίας ὀργανωτικῶν καὶθεολογικῶν λαθῶν ποὺ ὑπῆρξαν κατὰ τὴν προετοιμασία της.

2. Ἡ προσεκτικὴ μελέτη τῶν κειμένων ποὺ ἐγκρίθηκαν ἀπὸ τὴ Σύνοδο τῆς Κρήτης ὁδηγεῖ στὸ συμπέρασμα ὅτι κάποια ἀπὸ αὐτὰ περιέχουν θέσεις ἀντίθετες μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τὴ δογματικὴ καὶ κανονικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, τὸ πνεῦμα καὶ τὸ γράμμα τῶν Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων.

3. Ἀπαιτεῖται περαιτέρω θεολογικὴ συζήτηση καὶ ἐπεξεργασία τῶν κειμένων ὥστε νὰ διορθωθοῦν ἢ νὰ ἀντικατασταθοῦν μὲ νέα ποὺ θὰ εἶναι σύμφωνα μὲ τὸ πνεῦμα καὶ τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας».

iv. Τὸ Πατριαρχεῖο Γεωργίας μὲ αἰτιολογημένη ἀπόφαση τῆς Ἱ. Συνόδου (10.6.16) δὲν συμμετεῖχε λόγῳ ἔντονης διαφωνίας μὲ τὰ προσυνοδικὰ κείμενα περὶ Γάμου, Ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας, καὶ κυρίως Σχέσεις μὲ ἑτεροδόξους.

v. Ἀκόμα καὶ τὸ Πατριαρχεῖο Ρουμανίας, ποὺ συμμετεῖχε στὴ Σύνοδο, ἀπεφάνθη ὅτι: «τὰ ἔγγραφα μποροῦν να ἐξηγηθοῦν, νὰ διαφοροποιηθοῦν ἐν μέρει ἢ νὰ ἀναπτυχθοῦν ἀπὸ μία μελλοντικὴ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.  Ὡστόσο ἡ ἐρμηνεία τους καὶ ἡ σύνταξη νέων συνοδικῶν ἐγγράφων γιὰ διάφορα θέματα δὲν θὰ πρέπει, νὰ γίνει κάτω ἀπὸ τὴν πίεση τοῦ χρόνου, ἀλλὰ οὔτε ἐν τῇ ἀπουσίᾳ τῆς πανορθόδοξης συναίνεσης, ἀλλιῶς θὰ πρέπει νὰ ἀναβληθεῖ καὶ νὰ τελειοποιηθεῖ μέχρι νὰ ἐπιτευχθεῖ συναίνεση».

vi. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος (Σύνοδος Ἱεραρχίας 24.11.16). Ὁ εἰσηγητὴς στὴν Ἱεραρχία πρότεινε ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος «νὰ ἀναθέσει σὲ ἁρμοδίαν ἢ καὶ σὲ εἰδικὴν Συνοδικὴν Ἐπιτροπὴν τὴν σὲ βάθος μελέτην καὶ θεολογικὴν ἀποτίμησιν τῶν ἐκκλησιολογικῶς καὶ θεολογικῶς τεκμηριωμένων κειμένων ποὺ ἔχουν ἤδη γραφεῖ καὶ ἐμπεριέχουν εἴτε θετικὲς ἢ καὶ ἐπιφυλακτικὲς θέσεις γιὰ τὶς ἀποφάσεις τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου. Ὀφείλομεν, ὡς ὑπεύθυνοι καὶ φιλόστοργοι Ποιμένες, μετὰ μεγίστης προσοχῆς καὶ ποιμαντικῆς εὐαισθησίας νὰ ἀκούωμεν ὅλες τὶς σοβαρὲς καὶ ἐποικοδομητικὲς θέσεις. Τὸ καταστάλαγμα αὐτῆς τῆς μελέτης, ποὺ θεωρῶ ὅτι ἐκφράζει δυνατὰ ἕνα Συνοδικὸν ἦθος καὶ ποιότητα, μπορεῖ νὰ βοηθήσει, καταλλήλως ἀξιοποιούμενον, οὐσιαστικῶς καὶ τὴν Ἁγιωτάτην Ἐκκλησίαν μας καὶ τὴν Πανορθοδοξίαν συνολικῶς»

vii. Ἀκόμα καὶ πολλοὶ Ἀρχιερεῖς ποὺ συμμετεῖχαν τὴν ἀμφισβητοῦν: Ὁ ἐπίσκοπος Μπάτσκας (Σερβίας) Εἰρηναῖος (Μπούλοβιτς): «Περὶ τῆς νεωστὶ θριαμβευτικῶς μέν, οὐχὶ δὲ καὶ κατὰ πάντα πειστικῶς ληξάσης ἐν Κολυμπαρίῳ Κρήτης “Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου” τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἐκκλησίας, ἤδη μὴ ἀναγνωριζομένης ὡς τοιαύτης ὑπὸ τῶν ἀπουσιασασῶν Ἐκκλησιῶν, χαρακτηριζομένης μάλιστα ὑπ’ αὐτῶν ὡς “συνελεύσεως ἐν Κρήτῃ”, ὑπ’ ἀμφισβήτησιν τιθεμένης καὶ ὑπὸ πλείστων συμμετασχόντων ἐν αὐτῇ ὀρθοδόξων ἀρχιερέων»!

Δὲν ὑπάρχει προηγούμενο Ὀρθοδόξου Συνόδου ποὺ νὰ ἀμφισβητεῖται τόσο ἔντονα ἀπὸ τόσες Τοπικὲς Ἐκκλησίες. Ἂν θέλουμε νὰ εἴμαστε στοιχειωδῶς σοβαροὶ θὰ πρέπει νὰ σταματήσει τὸ “παραμύθι” περὶ «πανορθοδόξου» Συνόδου!

[48] Ἀκόμα καὶ πολλοὶ Ἀρχιερεῖς ποὺ συμμετεῖχαν τὴν ἀμφισβητοῦν: Ὁ ἐπίσκοπος Μπάτσκας (Σερβίας) Εἰρηναῖος (Μπούλοβιτς): «Περὶ τῆς νεωστὶ θριαμβευτικῶς μέν, οὐχὶ δὲ καὶ κατὰ πάντα πειστικῶς ληξάσης ἐν Κολυμπαρίῳ Κρήτης “Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου” τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἐκκλησίας, ἤδη μὴ ἀναγνωριζομένης ὡς τοιαύτης ὑπὸ τῶν ἀπουσιασασῶν Ἐκκλησιῶν, χαρακτηριζομένης μάλιστα ὑπ’ αὐτῶν ὡς “συνελεύσεως ἐν Κρήτῃ”, ὑπ’ ἀμφισβήτησιν τιθεμένης καὶ ὑπὸ πλείστων συμμετασχόντων ἐν αὐτῇ ὀρθοδόξων ἀρχιερέων»!

[49]  Ἡ ἀπὸ 18.11.2016 ἐπιστολὴ τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Βαρθολομαίου πρὸς τὸν Ἀρχιεπίσκοπον Ἀθηνῶν Ἱερώνυμον: «Ὅθεν, παρακαλοῦμεν τὴν Ὑμετέραν Μακαριώτητα καὶ τὴν περὶ Αὐτὴν Ἱερὰν Σύνοδον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τῆς μετασχούσης τῆς ἐν Κρήτῃ Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου καὶ συναποφασισάσης καὶ συνυπογραψάσης πάντα τά Συνοδικὰ κείμενα ὅπως, εἰς ἐφαρμογὴν τῆς ἀποφάσεως τῆς Συνόδου ταύτης, καθ’ ἣν τα κείμενα ταῦτα τυγχάνουσι δεσμευτικὰ διὰ πάντας τούς Ὀρθοδόξους πιστούς, κληρικοὺς καὶ λαϊκούς (βλ. Κανονισμὸν Ὀργανώσεως καὶ Λειτουργίας τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἄρθρον 13, παρ. 2), λάβητε τὰ προσήκοντα μέτρα καὶ προβῆτε εἰς τὰς δεούσας συστάσεις πρὸς τοὺς εἰρημένους κληρικοὺς καὶ πρὸς τὰ συγκεκριμένα στελέχη ἳνα παύσωσι νὰ ἐνεργῶσιν ἀντιεκκλησιαστικῶς καὶ ἀντικανονικῶς, νὰ σκανδαλίζωσι ψυχάς, "ὕπερ ὧν Χριστὸς ἀπέθανε”, καὶ νὰ προκαλῶσι προβλήματα εἰς τὴν ἑνιαίαν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν.… οὐδεμίαν ἀμφιβολίαν ἔχομεν ὅτι ἡ Ὑμετέρα Μακαριότης καὶ ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος θέλετε ἐνεργήσει τὸ δέον, κατὰ τὴν κανονικὴν ἀκρίβειαν, καὶ προβῆ εις τὰς δεούσας πρὸς τοὺς εἰρημένους κληρικοὺς καὶ λαϊκοὺς ἐκκλησιαστικάς συστάσεις καὶ προτροπάς, ἳνα μὴ δίδωσιν ἀφορμάς εἰς "σκάνδαλα", ἐπὶ ἀπειλῇ ἐπιβολῆς, ἐν περιπτώσει μὴ ἀνανήψεως, τῶν προβλεπόμενων ὑπὸ τῶν θείων καὶ ἱερῶν κανόνων κυρώσεων, πρὸς θεραπείαν τῶν διὰ τῆς συμπεριφορᾶς αὐτῶν προκαλουμένων εἰς τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας μωλώπων….Πρὸς τούτοις, ὡσαύτως παρακαλοῦμεν θερμῶς τὴν Ὕμετεραν Μακαριότητα ὅπως ἐπιστήσῃ ἰδιαιτέρως τὴν προσοχὴν τῶν  προκαλούντων διὰ δηλώσεων καὶ ἐγκυκλίων αὐτῶν ἀναστάτωσιν εἰς τὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ ἀδελφῶν Ἱεραρχῶν τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὡς τῶν ἀνωτέρω ρηθέντων Μητροπολιτῶν Καλαβρύτων καὶ Αἰγιαλείας καὶ Πειραιῶς, σὺν τῇ δηλώσει ὅτι ἐὰν δὲν ἀνανήψωσι καὶ δὲν ἔλθωσιν εἰς ἑαυτοὺς τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον θέλει ἀντιμετωπίσῃ τὸ δημιουργούμενον πρόβλημα διὰ τῆς διακοπῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς καὶ μυστηριακῆς κοινωνίας μετ’ αὐτῶν, ὡς προκαλούντων τὴν κοινὴν εὐθύνην καὶ τὸ χρέος πάντων τῶν Ὀρθοδόξων Ποιμένων πρὸς διασφάλισιν τῆς ἑνότητος, τῆς εἰρήνης καὶ τῆς ἑνιαίας μαρτυρίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».

[50] Πρακτικά, τ. Α΄ σ. 632-633, Mansi 4, 1428-1429,  ACO 1,1,2,65-69.

[51]  Ἰεροθέου, Μητρ. Ναυπάκτου, Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, σ. 712.