Πέμπτη 31 Μαΐου 2018

«Ουκ εάλω το φως»

 
τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
Τήν ὥρα πού ἔπεφτε ἡ Βασιλεύουσα τῶν Πόλεων, ἡ Πόλη τοῦ φωτός, ἀκουγόταν ἀπ’ ἄκρου εἰς ἄκρον ἡ κραυγή «ἑάλω ἡ πόλις», δηλαδή κυριεύθηκε ἡ Πόλη. Πράγματι, ἡ ἕως τότε ὡραιότερη Πόλη τοῦ κόσμου, πού ἦταν λουσμένη ἀπό τό φῶς τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καί τοῦ πολιτισμοῦ κυριεύθηκε ἀπό τούς Ὀθωμανούς.

Ὅμως, ὁ Νικηφόρος Βρεττάκος, ὡς ποιητής, πού ἤξερε νά συλλαμβάνη τά ἐσωτερικά μηνύματα τῶν κοινωνικῶν πραγμάτων, γράφει: «οὐκ ἑάλω ἡ Bασιλεύουσα... οὐκ ἑάλω ἡ Ρίζα, οὐκ ἑάλω τό φῶς». Καί αὐτό λέγεται γιατί ἡ Πόλη δέν εἶναι μόνον τά κτίρια, ἀλλά ὁ πολιτισμός της, ἡ παράδοσή της, ἡ ἐσωτερική ταυτότητά της. Αὐτό εἶναι ἀλήθεια γιατί ἡ ἔνδοξη Ρωμηοσύνη, ἔστω καί ἡ πονεμένη Ρωμηοσύνη δέν πέθανε, ἀφοῦ ἡ καρδιά της ἐξακολουθοῦσε νά κτυπᾶ ἀσταμάτητα καθ’ ὅλη τήν διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας μέχρι σήμερα καί ἡ Ρωμηοσύνη ὡς φῶς καί ζωή ἀκτινοβολεῖ σέ ὅλον τόν κόσμο. Ὅμως, παρά τήν πτώση τῆς Πόλης καί τήν πτώση τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, τό φῶς τῆς Ὀρθοδοξίας ἄναψε πάλι μέ τήν παρουσία τοῦ Γενναδίου Σχολαρίου, πρώτου Πατριάρχου μετά τήν ἅλωση, καί κυριάρχησε σέ ὅλη τήν Τουρκοκρατία ὡς πονεμένη Ρωμηοσύνη.
Κατ’ ἀρχάς ἡ Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία διακρινόταν ἀπό μιά ἄλλη νοοτροπία, δέν κυριαρχοῦσε στόν κόσμο μέ τήν δύναμη καί τήν ἐξουσία, ἀλλά μέ τήν ὑψηλή στρατηγική της καί κυρίως μέ τόν πολιτισμό της.
Ὁ Καθηγητής Χαράλαμπος Παπασωτηρίου στό βιβλίο του μέ τίτλο: «Βυζαντινή ὑψηλή στρατηγική (6ος-11ος αἰώνας)» ἐρευνᾶ καί καταγράφει αὐτήν τήν πραγματικότητα.
Ὁ συγγραφεύς παρατηρεῖ: «Ἡ ἰδιαιτερότητα τῆς Βυζαντινῆς περίπτωσης πηγάζει ἀπό τόν συνδυασμό τριῶν στοιχείων. Πρῶτον, τό Βυζάντιο ἀντιμετώπιζε κατά τό μεγαλύτερο μέρος τῆς ἱστορίας του τουλάχιστον μία δύναμη στρατιωτικά ἰσχυρότερή του, καί ἐνίοτε περισσότερες ἀπό μία. Δεύτερον, τό Βυζάντιο ὑπῆρξε παρά ταῦτα ἡ μακροβιότερη πρωταγωνιστική δύναμη στήν ἱστορία τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ. Τρίτον, κατόρθωσε νά ἐξαπλώσει τόν πολιτισμό του σέ μεγάλες ἀπολίτιστες ἤ ἡμιβάρβαρες περιοχές τοῦ εὐρύτερου περιβάλλοντός του μέ συνέπειες πού συνεχίζουν σήμερα νά ἐπηρεάζουν τίς πολιτισμικές παραδόσεις ἑνός σημαντικοῦ μέρους τῆς εὐρασιατικῆς ἠπειρωτικῆς μάζας».
«Οἱ Βυζαντινοί συνδύαζαν τήν μακροπρόθεσμη προσήλωση στήν οἰκουμενική τους ἰδεολογία μέ τήν βραχυπρόθεσμη πολιτική εὐελιξία». Τό Βυζάντιο κυριαρχοῦσε στόν κόσμο ὄχι τόσο μέ τά ὅπλα, ἀλλά μέ τήν ἀνάπτυξη καί διάδοση τοῦ πολιτισμοῦ του. «Τό μακροβιότερο ἐπίτευγμα τῆς βυζαντινῆς ὑψηλῆς στρατηγικῆς ἦταν ἡ προώθηση μιᾶς διεθνοῦς τάξης, βασισμένης στόν βυζαντινό πολιτισμό, πού ἐξέφραζε τόν ἀταλάντευτο ἰδεολογικό οἰκουμενισμό τοῦ Βυζαντίου». Καί τό ἐκπληκτικότερο εἶναι ὅτι τό Βυζάντιο ἄφησε μιά μεγάλη πολιτιστική κληρονομιά, πού ἐπεκτάθηκε σέ μεγαλύτερες γεωγραφικές περιοχές ἀπό τήν ἐπικράτειά του, ἀκόμη καί μετά τήν πτώση τοῦ Βυζαντίου παραμένει αὐτή ἡ πολιτιστική κληρονομιά καί ἀλλοιώνει σήμερα καί τήν κοινωνική καί πολιτική ζωή τοῦ Δυτικοῦ κόσμου. Πολλοί ἄνθρωποι τοῦ Δυτικοῦ κόσμου μελετοῦν καί ἐπιδιώκουν νά ζήσουν αὐτόν τόν πολιτισμό, πού καλλιέργησε ἡ Βυζαντινή Αὐτοκρατορία.
«Ἡ ἐξάπλωση τοῦ βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ προϋπέθετε τήν ἐπιβίωση τοῦ Βυζαντίου ὡς μεγάλης δύναμης σέ ἕνα σκληρά ἀνταγωνιστικό διεθνές σύστημα. Ἡ ἐξαιρετική μακροβιότητα τοῦ Βυζαντίου ὡς πρωταγωνιστικοῦ διεθνοῦς κέντρου ἦταν ἀποτέλεσμα μιᾶς ὑψηλῆς στρατηγικῆς πού ἀπέφευγε τίς μετωπικές στρατιωτικές συγκρούσεις καί ἀποδυνάμωνε τούς ἀντιπάλους μέ ἔμμεσες στρατηγικές»
Εἶναι ἕνα μοναδικό γεγονός στήν ἱστορία νά καταλύεται τό Κράτος καί νά παραμένη γιά αἰῶνες ὁ πολιτισμός του καί νά ἔχη διαρκῆ ἐπικαιρότητα. Ἄς τονισθοῦν μερικά σημεῖα αὐτοῦ τοῦ πολιτισμοῦ.
Ὅταν μιλᾶμε γιά πολιτισμό ἐννοοῦμε «τό σύνολο τῶν πνευματικῶν καί ὑλικῶν ἐπιτηδευμάτων τοῦ ἀνθρώπου», τά «δημιουργήματα (πνευματικά καί ὑλικά) ἑνός συνόλου ἀνθρώπων σέ ὁρισμένο τόπο καί χρόνο», «τόν βαθμό ἀνάπτυξης τῶν πνευματικῶν καί ὑλικῶν συνθηκῶν ζωῆς ἑνός κοινωνικοῦ συνόλου», τήν διανόηση, τίς καλές τέχνες κ.λ.π.
(Γεωργίου Μπαμπινιώτη)
Στήν Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία, αὐτήν πού ὀνομάζουμε Ρωμηοσύνη, καί εἶναι ἕνας συνδυασμός μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, τῆς Ἑλληνικῆς σκέψεως καί τῆς ρωμαϊκῆς νομοθεσίας, στόν ὁποῖο συνδυασμό προεξάρχοντα καί κυρίαρχο ρόλο ἔχει ἡ θεοπτική ἐμπειρία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, τά δέ ἄλλα βοηθοῦν στήν ἔκφραση, ἀναπτύχθηκε ἕνας ἰδιαίτερος πολιτισμός πού προκάλεσε καί προκαλεῖ τό ἐνδιαφέρον πολλῶν. Αὐτός ὁ πολιτισμός, παρά τήν πτώση τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας ἐξακολουθεῖ νά ὑπάρχη καί σήμερα.
Ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας διατυπώθηκε στίς Οἰκουμενικές Συνόδους μέ τά δόγματα-ὅρους, μέ τήν χρήση τῶν ὅρων πού κυριαρχοῦσαν στόν ἑλληνικό χῶρο. Οἱ ἀποφάσεις τῶν Πατέρων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἐπικυρώθησαν ἀπό τούς Ρωμαίους Αὐτοκράτορες. Τό ἴδιο ἔγινε καί μέ τούς ἱερούς κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι ἡ θεραπευτική καί ποιμαντική πείρα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, καί συντελεῖ στήν καλή συγκρότηση καί λειτουργία τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν, στό συνοδικό σύστημα τῆς Ἐκκλησίας.
Αὐτό ἐξακολουθεῖ νά ὑπάρχη σήμερα παρά τήν μή ὕπαρξη τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, πού ἁπλώνεται σέ ὅλο τόν κόσμο, σέ ὅλα τά μήκη καί τά πλάτη τῆς γῆς, διακηρύσσει τά δόγματα καί τούς ἱερούς κανόνες, διατηρεῖ τό ἱεραρχικό καί συνοδικό σύστημα, πού καθιερώθηκε κατά τήν Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία καί διαφέρει σαφέστατα ἀπό τόν Παπισμό, πού διακρίνεται ἀπό τήν ἀπολυταρχία καί τόν δεσποτισμό, ἀλλά καί ἀπό τόν Προτεσταντισμό, πού διακρίνεται ἀπό τόν κατακερματισμό.
Ἡ δογματική καί κανονική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας πέρασε σέ ὅλους τούς αἰῶνες, κυριαρχεῖ καί σήμερα σέ ὅλη τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί δημιούργησε ἕναν λαμπρό πολιτισμό, πού διαπνέεται ἀπό τό φῶς. Ἔτσι, παρά τήν πτώση τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί τήν ἀπώλεια τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας σήμερα βιώνεται ζωντανά ὁ πολιτισμός πού ἀναπτύχθηκε καί μεγαλούργησε σέ αὐτήν. Νά θυμίσω μερικά τέτοια ζωντανά παραδείγματα.
Τό τυπικό τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν εἶναι καταπληκτικό καί συγκινεῖ ὅποιον τό ἐξετάσει προσεκτικά καί βλέπει τόν σκηνοθέτη τῆς παραδόσεως πού τό δημιούργησε. Τό τυπικό τῆς θείας Λειτουργίας, πού θυμίζει τήν λειτουργία πού ἐτελεῖτο στά Ἀνάκτορα, ἀλλά καί ὅταν παρευρίσκονταν οἱ Αὐτοκράτορες σέ αὐτήν, ἐξακολουθεῖ νά διακρίνεται σαφῶς στόν τρόπο πού τελεῖται ἡ θεία Λειτουργία. Αὐτό τό βλέπει κανείς καί σέ ἄλλες Ἀκολουθίες, ἰδίως στίς καταπληκτικές Ἀκολουθίες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος καί τοῦ Πάσχα. Ἐμεῖς τά ἔχουμε συνηθίσει καί τά θεωροῦμε δεδομένα, ἀλλά διαφεύγει τῆς προσοχῆς μας ὅτι τό τυπικό ἔχει ἀπαρτισθῆ, καί ἄς μοῦ ἐπιτραπῆ ἡ ἔκφραση «σκηνο-θετηθῆ» ἀπό ἀνθρώπους πού ἔχουν ἐσωτερική πνευματική ἐμπειρία.
Αὐτό τό βλέπουμε σέ ὅλες τίς ἐκκλησιαστικές τέχνες.
Ὁ τρόπος ἀνοικοδόμησης τῶν Ἱερῶν Ναῶν δείχνει ἕναν λαμπρό πολιτισμό, μιά ἰδιαίτερη στάση ζωῆς. Ὁ βυζαντινός ρυθμός μέ τόν τροῦλλο εἶναι κατά κάποιο τρόπο ἔνδειξη τῆς ἑνότητας τοῦ οὐράνιου κόσμου μέ τόν ἐπίγειο καί ἐκφράζει τήν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ ἐκκλησιαστική ποίηση, πού καί σήμερα τήν διαβάζουμε καί τήν ψάλλουμε στούς Ἱερούς Ναούς εἶναι ἕνα ἀριστούργημα πού δημιουργήθηκε ἀπό ἀνθρώπους πού εἶχαν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ.
Ἡ ἐκκλησιαστική-βυζαντινή μουσική πού ἐπενδύει μουσικά τά ἱερά τροπάρια, ἀκολουθεῖ τά νοήματα τῶν τροπαρίων, καί ἐκφράζει, ἀνάλογα μέ τήν περίπτωση, τό ἱλαρό, τό κατανυκτικό, τό μεγαλοπρεπές καί τό πανηγυρικό πνεῦμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι στήν βυζαντινή μουσική, ἐνῶ χρησιμοποιεῖται ἡ ἴδια κλίμακα, ἐν τούτοις μέ τήν διαφορά τῶν διαστημάτων δημιουργοῦνται ὀκτώ ἦχοι, πράγμα πού ἐντυπω-σιάζει τούς δυτικούς μουσικολόγους.
Ἡ ἐκκλησιαστική ἁγιογραφία ἐκφράζει τό ἐσωτερικό βίωμα τοῦ ἁγίου καί δείχνει ὅτι τό ἄκτιστο φῶς πού βιώνουν οἱ ἅγιοι προχέεται διά τῆς ψυχῆς καί στό σῶμα, ἀκτινοβολεῖ καί σέ ὅλη τήν κτίση, καί δείχνει τήν μέθεξη τοῦ Φωτός ἀπό τούς ἁγίους, φανερώνει τήν μεταμόρφωση τοῦ σώματος καί τήν ἀνακαίνιση τῆς κτίσεως.
Ὅλα αὐτά τά ἐκκλησιαστικά ἐπιτεύγματα εἶναι ζωντανές πραγματικότητες σήμερα, μέσα σέ αὐτές κολυμπᾶμε, ζοῦμε καί ἀναπνέουμε καί μᾶς ἐπηρεάζουν σημαντικά.  Πέρα ἀπό αὐτό ὁ Ὀρθόδοξος ἡσυχασμός, πού εἶναι ἡ νηπτική καί θεραπευτική ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, δείχνει τό πῶς θεραπεύεται ὁ ἄνθρωπος, πῶς ἀπό τήν ἰδιοτελῆ ἀγάπη ὁδηγεῖται στήν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη, πῶς ἀπό τήν ἀνθρωποκεντρικότητα φθάνει στήν θεανθρωποκεντρικότητα καί βιώνει τήν θέωση.
Ὅλα αὐτά δείχνουν ὅτι «ἑάλω ἡ Πόλις», ἔπεσε ἡ Βασιλεύουσα, ἀλλά «οὐκ ἑάλω τό φῶς της καί ἡ δόξα της». Τό φῶς τῆς Ὀρθοδόξου Ρωμαίϊκης Παραδόσεως δέν μπορεῖ νά κρατηθῆ ἀπό φθαρτά πράγματα, ἀλλά αὐτό τό ἴδιο τά μεταμορφώνει, τά ἀνακαινίζει.  Ἡ 29η Μαϊου διαπνέεται ἀπό τήν χαρμολύπη, λύπη γιά τήν πτώση τῆς Βασιλεύουσας, χαρά γιά τήν διάσωση τοῦ φωτός. Εἶναι ἕνα χαροποιόν πένθος. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διασώζει ὅλον αὐτό τόν πλοῦτο τῆς Παραδόσεως τῆς Πόλεως καί μᾶς προτρέπει νά λουζόμαστε μέσα σέ αὐτό τό φῶς. «Φῶς Χριστοῦ φαίνει πᾶσι». «Δεῦτε λάβετε φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου Φωτός».