Απόσπασμα από ομιλία του π. Σάββα του Αγιορείτου.
Σήμερα ἀκούσαμε στό Συναξάρι τό ὄνομα τοῦ ὁσίου Ἀβραμίου. Αὐτός εἶναι
ἕνας καταπληκτικός Ἅγιος καί εἶναι μία συνταγή γιά ἐλευθερία, ὅπως καί
κάθε Ἅγιος. Ἄν πάρετε ἕναν ἅγιο, τόν Ἅγιό σας καί τόν μιμηθεῖτε, θά
γίνετε ἀληθινά ἐλεύθεροι.
Αὐτός ὁ ὅσιος ἦταν ἀσκητής πενήντα χρόνια στήν ἔρημο. Κοιτᾶξτε ἐλευθερία
πού εἶχε! Δέσμευσε τόν ἑαυτό του, περιόρισε τόν ἑαυτό του, δέν βγῆκε
ποτέ ἀπό τό ἀσκητήριό του παρά μόνο γιά νά πάει σέ πιό βαθειά ἔρημο.
Εἶχε νά πάει στήν πόλη πενήντα χρόνια.
Ἤταν ἀληθινά ἐλεύθερος ἄνθρωπος. Εἶχε ἕναν ἀδελφό, ὁ ὁποῖος πέθανε καί
ἄφησε ἕνα μικρό κοριτσάκι περίπου ἑφτά χρονῶν ὀρφανό. Τοῦ τό πῆγαν ἐκεῖ
γιατί κανείς δέν τό ἔπαιρνε καί θά γινόταν παιδί τοῦ δρόμου. Καί ὁ ἅγιος
-κοιτᾶξτε τήν ἐλευθερία του- τό δέχτηκε καί τό κράτησε κοντά του, ἐνῶ
ἦταν ἀσκητής καί θά λέγαμε εἶναι καί κατά κάποιον τρόπο λίγο
παρεξηγήσιμο νά ἔχεις καί ἕνα κορίτσι κοντά σου! Ὁ κόσμος εἶναι
εὐσκανδάλιστος.
Ὁ Ἅγιος ὅμως τήν πῆρε δίπλα του, τῆς ἔφτιαξε ἕνα μικρό σπιτάκι μέ ὅλα
τά ἀναγκαῖα, τήν μάθαινε γράμματα… Ὁ Γέροντας ἀσκητής νά μαθαίνει στό
παιδί γράμματα! Σιγά – σιγά τό παιδί μεγάλωσε καί, ἀπ’ ὅτι φαίνεται,
θέλησε καί αὐτή νά ἀκολουθήσει τόν δρόμο τοῦ θείου της, νά γίνει μοναχή,
ἀσκήτρια.
Προφανῶς εἶχε δώσει κάποιες ὑποσχέσεις καί ἔμενε δίπλα καί ἀσκήτευε καί
προχωροῦσε πολύ καλά στήν ἀρετή. Καί τί ἔκανε ὁ διάβολος;
Ἔστειλε ἕναν ἀνήθικο νέο, ὁ ὁποῖος ὑποκρίθηκε τόν εὐλαβή καί ζήτησε
τάχατες συμβουλή ἀπό τόν Γέροντα. Πῆγε καί ξαναπῆγε πολλές φορές, ἀλλά ὁ
σκοπός του ἦταν πονηρός.
Κάποια φορά πού ὁ Γέροντας, ὁ ὁποῖος δέν εἶχε ὑποπτευθεῖ κάτι, εἶχε
φύγει γιά τήν βαθύτερη ἔρημο, πῆγε αὐτός καί παρέσυρε τήν κοπέλα -ἡ
ὁποία εἶχε πλέον μεγαλώσει- στήν ἁμαρτία καί μετά ἐξαφανίστηκε. Ἡ Μαρία
-ἔτσι λεγόταν ἡ ἀνηψιά τοῦ ἁγίου Ἀβραμίου- μόλις κατάλαβε τί εἶχε κάνει,
ὅτι εἶχε κυλιστεῖ στόν βοῦρκο, ἔπεσε σέ ἀπελπισία καί δέν ἄντεχε τήν
φωνή τοῦ διαβόλου, ὁ ὁποῖος τώρα τῆς ἔλεγε ὅτι «δέν ὑπάρχει σωτηρία γιά
σένα καί ὅτι δέν πρόκειται ὁ Χριστός νά σέ συγχωρήσει ποτέ γι’ αὐτό 8
πού ἔκανες». Ἐνῶ στήν ἀρχή τῆς ἔλεγε: «δέν εἶναι τίποτα, κάντο, ἕνα
μυρμηγκάκι εἶναι».
Ἡ κοπέλα δέν ἄντεχε καί ἔφυγε, ἐξαφανίστηκε. Γύρισε ὁ Ὅσιος, φώναζε,
δέν τήν βρῆκε, περίμενε μία – δύο μέρες, κατάλαβε ὅτι εἶχε φύγει. Ποῦ
εἶχε πάει ὅμως; Δέν ἤξερε.
Δύο χρόνια ἔκλαιγε κάθε μέρα καί προσευχόταν γιά αὐτήν, τριπλασίασε τούς
Κανόνες του -ἐνῶ ἦταν γέροντας- καί μετά ἔμαθε ὅτι εἶχε πάει σέ μιά
μακρινή πόλη καί εἶχε γίνει γυναίκα τοῦ δρόμου. Ὁπότε κοιτᾶξτε τώρα ἡ
ἐλευθερία τοῦ Γέροντα.
Εἶχε πενήντα χρόνια νά βγεῖ ἀπό τήν ἔρημο καί τί κάνει; Ζητάει μία
στρατιωτική στολή. Δηλαδή φοράει τήν στολή τοῦ στρατιώτη, παίρνει καί
ἕνα γρήγορο ἄλογο καί ἀποφασίζει νά πάει στήν πόλη.
Στήν πόλη τώρα γιά νά βρεῖ τήν Μαρία, ἀρχισε νά ρωτάει τούς διαβάτες ποῦ
εἶναι τό σπίτι τῆς ἁμαρτίας. Ἕνας γέρος ἄνθρωπος… σκεφτεῖτε πόσο
ἐξευτελιστικό εἶναι! Νά ἡ ἀληθινή ἐλευθερία! Δέν τόν ἔνοιαζε τόν Γέροντα
τί θά πεῖ ὁ κόσμος. Σοῦ λέει, γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ ἐγώ θά προσπαθήσω νά
σώσω αὐτή τήν ψυχή. Πῆγε στό σπίτι καί ἐκεῖ πάλι ὑποκρίθηκε, ἐνῶ δέν
εἶχε φάει ποτέ του κρέας, ζήτησε νά φάει κρέας.
Ζήτησε καί τήν κοπέλα χωρίς ν’ ἀποκαλύψει ποιός εἶναι. Μαζί της ἔφαγε
κρέας, ἦπιε καί κρασί πού δέν τά εἶχε κάνει πενήντα χρόνια καί μετά
πῆγαν στό ἰδιαίτερο δωμάτιο. Ἐπειδή τόν ἔβλεπε διστακτικό, γιά νά τοῦ
δώσει θάρρος, ἔκανε νά τόν ἀγκαλιάσει καί τότε ὀσφράνθηκε τήν εὐωδία τοῦ
Γέροντα.
Ὁ Γέροντας εὐωδίαζε, γιατί εἶχε τό ἄρωμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως
πρέπει νά ἔχουμε ὅλοι οἱ χριστιανοί, καί θυμήθηκε καί κατάλαβε ποιόν
ἔχει μπροστά της. Συγκλονίστηκε.
Τῆς λέει:
– Μαρία δέν μέ γνώρισες; Ἐγώ εἶμαι. Ἀφοῦ τῆς εἶπε τά λόγια πού ἔπρεπε,
μετανόησε. Ἔφυγαν ἀπό μία κρυφή πόρτα, χωρίς νά τούς πάρουν εἴδηση.
Γύρισε πίσω στό ἀσκητήριο καί ἔγινε καί αὐτή ὁσία καί ἔκανε θαύματα!