Ἡ Ἰωσηφίνα γεννήθηκε στίς 2
Μαρτίου 1980, ἡμέρα πού ἡ Ἐκκλησία μας γιορτάζει τήν μνήμη τοῦ ὁσίου Νικολάου
Πλανᾶ, τοῦ ὁποίου πολύ ἀγαποῦσε νά διαβάζει τόν βίο.
Κατά τήν βάπτισή της πῆρε τό
ὄνομα τοῦ μνήστορος Ἰωσήφ.
Ἀπό τήν ἡλικία τῶν τρεισήμισι
ἐτῶν ἄρχισαν νά ἐκδηλώνονται τά συμπτώματα τῆς ἀσθενείας «Μυοδυστροφία»: ἔπεφτε
πολύ εὔκολα κάτω, δέν μποροῦσε νά ἀνέβει σκάλες, ἕνα πετραδάκι πού βρίσκονταν
κάτω ἀπό τά πόδια της ἦταν ἱκανό νά τήν ρίξει κάτω.
Κι ὅμως, ποτέ δέν ἔκλαιγε ὅταν
ἔπεφτε, παρόλο πού κάθε φορά σχεδόν πού ἔπεφτε χτυποῦσε πρῶτα τά γόνατα κι
ἀμέσως μετά τό κεφάλι της, γιατί ἦταν βαρύ καί δέν μποροῦσε νά τό συγκρατήσει.
Ἀπό τήν ἡλικία τῶν πεντέμισι ἐτῶν
σταμάτησε καί νά περπατάει.
Ἔτσι σάν παιδί, δέν ἔτρεξε, δέν
ἔπαιξε μ' ἄλλα παιδιά, κι ὅμως ἀπό μικρή εἶχε μία πηγαία καλοσύνη κι ἕνα
αὐθόρμητο, χαμόγελο.
Στο Δημοτικό σχολεῖο, τήν πήγαινε
ἡ μητέρα της σχεδόν ἀγκαλιά στίς πρῶτες τάξεις.
Μετά συνέχισε Γυμνάσιο στό
ΕΛΕΠΑΑΠ (Ἑλληνική Ἑταιρεία Προστασίας καί Ἀποκαταστάσεως Ἀναπήρων Παίδων) καί
συνέχισε σέ Νυκτερινό Λύκειο. Ἀναπηρικό καρότσι χρησιμοποιοῦσε ἀπό τήν ἡλικία
τῶν 12 ἐτῶν. Ὅταν διάβαζε, γυρνοῦσε τίς σελίδες τῶν βιβλίων μ' ἕνα μολύβι. Ὅταν
καθόταν στό καρότσι ἀκουμποῦσε τό κεφάλι της σέ μία προέκταση πού ὑπῆρχε πίσω
ἀπό τήν πλάτη της, ἐπειδή τό κεφάλι της ἦταν βαρύ καί ἐπειδή εἶχε μία κλίση
πρός τά πίσω. Ὅταν τῆς ἔφερναν τό σῶμα της μπροστά γιά νά ξεκουράζεται, αὐτό
στηριζόταν σέ μία ζώνη.
Νά πῶς τήν θυμᾶται μία καθηγήτρια
ἀπό τό Λύκειο:
«Συνάντησα τήν Ἰωσηφίνα στην Α'
Λυκείου τό 1994. Πάντα ἦταν μέ ἕνα καλό λόγο γιά ὅλους, μέ ἀπέραντη καλοσύνη
καί ἕνα γλυκό χαμόγελο. Μποροῦσε νά γράφει μόλις μετά βίας σέρνοντας τό χεράκι
της. Ποτέ ὅμως δέν ἐπικαλέστηκε τήν φυσική της ἀδυναμία, γιά νά ἀποφύγει τίς
σχολικές της ὑποχρεώσεις. Πάντα διαβασμένη, πρώτη μαθήτρια, χωρίς νά τῆς
χαρίζεται τίποτα. Οἱ συμμαθητές της τήν λάτρευαν, τό ἴδιο καί οἱ καθηγητές της.
Ὅταν τήν ρωτοῦσες, τί κάνεις; ἡ ἀπάντηση ἦταν, «Δόξα τῷ Θεῶ, πολύ καλά!».
Τήν ἴδια ἀπάντηση μοῦ ἔδωσε καί
μία μέρα πρίν ἀπό τό τέλος, στό Νοσοκομεῖο».
Μετά συνέχισε στήν Θεολογική Σχολή
τοῦ Α.Π.Θ. ἀπό ὅπου πῆρε πτυχίο μέ ἄριστα καί λόγω μεγαλυτέρου βαθμοῦ εἶπε αὐτή
τόν ὅρκο στίς 12.12. 2003.
Τό περιοδικό ΛΥΔΙΑ (Ἰανουάριος
2004) ἔγραψε:
«Τῆς Ἰωσηφίνας τό ἀναπηρικό
καρότσι εἶναι ἄμβωνας, πού μᾶς λέει πώς ἡ ζωή μέ τόν Θεό δέν μπορεῖ νά εἶναι
μεμψίμοιρη. Ἡ ζωή μέ τόν Θεό γίνεται δημιουργική, δυναμική, ἔχει στόχους,
γίνεται στίβος ἀρετῶν. Μέ τόν Θεό δέν μπορεῖ ἡ γκρίνια, τό παράπονο, ἡ μιζέρια
νά γίνει τρόπος ζωῆς.
Συγκινήθηκα ὅταν ἕσφιξα τό χέρι
της, γιά νά τήν συγχαρῶ γιά τό ἄριστα... μά καί ντράπηκα. Γιατί ἐγώ κλαίω σέ
ἀσήμαντα ἐμπόδια, κατσουφιάζω, ὅταν γιά λίγες μέρες μένω ἀκίνητη στό κρεβάτι,
χάνω τόν ἔλεγχό μου ὅταν δέν γίνεται ὅπως τό προγραμματίζω».
Πῶς ἔβλεπε ἡ ἴδια τήν ἀσθένειά
της.
Ἔγραφε σ' ἕνα γράμμα στόν πατέρα
Αὐγουστίνο Καντιώτη (τό 2002): «Ὁ Θεός ἐπέτρεψε ἐδῶ καί μερικά χρόνια, δέκα καί
πλέον, νά εἶμαι ἀκινητοποιημένη σέ καρότσι.
Τό πρόβλημα ἐξελίσσεται συνεχῶς.
Ἀνθρωπίνως δέν θεραπεύεται. Μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ δέν θλίβομαι πρός τό παρόν γιά
τήν κατάστασή μου, ἀφοῦ οὔτε καί προσεύχομαι γιά νά γίνω καλά. Αὐτό πού μέ
φοβίζει εἶναι ἡ ἔλλειψη ὑπομονῆς σέ πιό δυσμενεῖς συνθῆκες, ὅπως ἡ ὑγεία τῆς
μητέρας μου, ἡ ἐπιδείνωση τῆς ἀσθένειάς μου. Γι' αὐτό εὔχεσθε νά μᾶς ἐπισκιάζει
ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, ὥστε νά ὑπομείνουμε εἰς τέλος...».
Σ' ἕνα ἄλλο γράμμα της σέ ἕνα
γέροντα γράφει:
«Κατάλαβα μέ τή χάρι τοῦ Θεοῦ καί
τήν βοήθεια ἑνός βιβλίου ὅτι, ὅλοι ἔχουμε μέσα μας ἕνα ὀχυρό πού λέγεται
ἐγωισμός καί ὅταν ἐπιτίθεται σ' αὐτό ὁ πόνος, ὅσο ἀρνεῖται νά παραδοθεῖ, τόσο
μεγαλύτερη εἶναι ἡ πίεση πού δέχεται. Πόσο μᾶλλον σέ μένα πού ἔχω τό ὀχυρό
Ροῦπελ!...Εὐχηθεῖτε, γέροντα, νά προσθέτει ὁ Θεός πίστη καί χάρη γιά νά
ὑπομείνουμε εἰς τέλος...».
Ἀπό ἀπάντηση πού τῆς ἔστειλε ὁ
Γέροντας Ἐφραίμ ἀπό πολύ μακριά, 2 μέρες ἀμέσως μετά ἀπό τό φάξ πού τοῦ εἶχε
στείλει: «Παιδί μου Ἰωσηφίνα... Ἀγωνίζου πολύ στήν προσευχή. Μίλα μέ τόν Θεό
συνεχῶς καί θά νοιώσεις ὄμορφα καί δυναμικά. Χωρίς προσευχή παραλύει ὁ ἄνθρωπος
καί παθαίνει ψυχική ἀναιμία καί τότε τόν σφίγγουν τά ψυχικά ἄσχημα αἰσθήματα. Τήν
εὐχή τοῦ Ἰησοῦ νά μήν τήν σταματᾶς καθόλου καί θά ἔχεις τήν καλύτερη καί ἅγια
συντροφιά. Τήν μελέτη τοῦ Εὐαγγελίου καί ἄλλων πνευματικῶν βιβλίων νά τήν ἔχεις
κάθε μέρα· ἔστω καί λίγη, ἀρκεῖ νά παίρνεις κάτι μέσα σου ἁγιογραφικό.
Εὔχομαι νά σοῦ δίνει συνέχεια ὁ
Κύριος ὑπομονή καί προσευχή γιά νά τά βγάλεις πέρα. Νά ἔχεις τίς ἐλπίδες στην
Παναγία μας. Γονάτιζε καί προσεύχου παιδί μου. Ἡ προσευχή κάνει θαύματα. Στηρίξου
στόν Χριστό μας μέ πίστη...».
Ἡ ἴδια, θέλοντας νά παρηγορήσει
μία μητέρα πού ἔχασε τό παιδί της μεταξύ ἄλλων ἔγραφε:
«Ὁ γιός σας φέρει τό στεφάνι τῆς
νίκης καί τοῦ μαρτυρίου, ὅπως τόσα ἑκατομμύρια ἁγίων... Ὁ θάνατός του
ἐκφράζεται ὡς ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρός ἐσᾶς, διότι ἔτσι ἐργάζεται τήν σωτηρία τῆς
ψυχῆς σας. Πιστεύω ὅτι καί ἡ δική μου ἀναπηρία ὅσο κι ἄν φαίνεται στά μάτια τῶν
ἀνθρώπων ἀδικία ἤ καταδίκη, εἶναι τό ἀποκορύφωμα τῆς ἀγάπης Σου, διότι ἔτσι μ'
ἔχει ἀσφαλίσει κατά ἕνα τρόπο. Κι ἐσεῖς μόνο μέ τά μάτια τοῦ Θεοῦ κι ὄχι τῶν ἀνθρώπων,
ἄν δεῖτε τήν ἀπουσία τοῦ παιδιοῦ σας, θά νικήσετε τόν πόνο σας καί θά εἰρηνεύσει
ἡ καρδιά σας. Μήν ἐπιτρέψετε στήν ψυχή σας νά ἐναντιωθεῖ στόν Θεό, ἀλλά ἐκμεταλλευτεῖτε
τήν εὐκαιρία νά τόν προσεγγίσετε περισσότερο καί σίγουρα θά ἀναπαυθεῖτε».
Αὐτά τά ἔγραψε περίπου τρεῖς μῆνες
πρίν πεθάνει.
Ἡ Ἰωσηφίνα συνδύαζε στήν ζωή της τήν
βίωση τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ μέ τήν μετάδοση τῆς ἀγάπης πρός τούς ἄλλους, μέσω
τῆς προσευχῆς της. Τῆς ἔλεγαν: κᾶνε προσευχή κι ἐκείνη ἔγραφε ὀνόματα... πολλά
ὀνόματα....Μόνο αὐτή γνωρίζει τί προσευχές ἔκανε, γιατί δέν ἔλεγε τίποτα γι'
αὐτό τό ἔργο της.
Ὅμως τά ἀποτελέσματα φαίνονταν
ἀπό τόν τρόπο πού ἀκτινοβολοῦσε τή Χάρι τοῦ Θεοῦ στούς ἄλλους καί ἀπό τήν
παρηγοριά καί ἀνακούφιση πού ἔνοιωθε ὅποιος εἶχε συνάντηση μαζί της.
Μοναχοί, κληρικοί καί λαϊκοί
ζητοῦσαν τήν προσευχή της. Ἕνας γέροντας τῆς εἶχε πεῖ: «Ἕνα κόμπο ἀπό τό
κομποσχοίνι σου καί για μένα....»
Καί ἐκείνη χωρίς νά ἔχει καμιά
ἰδέα μεγάλη γιά τόν ἑαυτό της, ἀπό ὑπακοή, καί τήν λίγη κίνηση πού εἶχε στά
χέρια της τήν ἀξιοποιοῦσε, καί ὅταν ἄκουγε ὅτι κάποιος ἔχει ἀνάγκη, ἔκανε τήν
εὐχούλα ἔστω ἀργά - ἀργά.
Κήρυττε τόν Χριστό μέ τήν χάρη
πού ἐξέπεμπε το πρόσωπό της, τά διακριτικά της λόγια. Τό χαμόγελο, πού δέν
ἔλειπε ἀπό τό πρόσωπό της πού ἔλαμπε, δέν ἀνταποκρίνονταν στήν φυσική της
κατάσταση. Γιατί τίς πιό πολλές μέρες, καί πονοῦσε καί εἶχε δυσκολίες πολλές.
Τί ἀναφέρουν ὅσοι τήν γνώρισαν.
Μία ἐθελόντρια: «Στήν ἀρχή εἶχα
τήν ψευδαίσθηση, ὅτι τήν βοηθοῦσε ἡ συντροφιά μου, ὅταν τήν ἐπισκεπτόμουν. Ἡ
πραγματικότητα ὅμως εἶναι ὅτι ἐκείνη μέ βοηθοῦσε. Βρισκόμασταν κάθε ἑβδομάδα. Τήν
ἀγαποῦσα πολύ, γιατί σοῦ μετέδιδε χαρά. Ἦταν πανέξυπνη καί δέν σ' ἄφηνε νά τήν
λυπηθεῖς. Μπροστά της ἔνοιωθες ἐσύ, σάν ἄτομο μέ εἰδικές ἀνάγκες. Ἦταν
δυναμική, μέ χιοῦμορ. Ἐγώ εἶχα ἀπορίες, διαβάζοντας διάφορα βιβλία κι ἐκείνη μοῦ
τίς ἔλυνε.
Τό τελευταῖο διάστημα τῆς ζωῆς της
ἦταν δύσκολα, ὑπῆρξαν στιγμές πού σάν ἄνθρωπος λύγισε, ὅμως καί στό νοσοκομεῖο
ἔδειχνε καρτερία.
Ὅταν πῆγα μοῦ εἶπε νά τῆς πιέσω
λίγο τήν κοιλιακή χώρα, γιά νά μπορεῖ νά ἀναπνέει.
Ἔχει χαραχτεῖ στή μνήμη μου αὐτή
ἡ στιγμή. Τό ἔνοιωσα σάν εὐλογία. Φεύγοντας μέ
ἀποχαιρέτησε μ' ἕνα χαμόγελο, πού
γλύκανε ἰδιαίτερα τήν ψυχή μου. Ἦταν διαφορετικό ἀπό τά ἄλλα. Ἦταν τό
τελευταῖο! Ἐγώ τήν αἰσθάνομαι δίπλα μου. Ἐλπίζω νά μέ θυμᾶται καί ἐκείνη, ἐκεῖ
πού βρίσκεται».
Μία ἄλλη φίλη, πού τῆς
συμπαραστάθηκε στά κινητικά προβλήματα, ἀλλά δέχτηκε τήν συμπαράσταση τῆς
Ἰωσηφίνας στά πνευματικά, μᾶς ἀναφέρει:
«Δέν εἶχε τίποτα κατά κόσμον κι
ὅμως εἶχε τά πάντα. Εἶχε ἀκέραιο πνεῦμα. Μετέδιδε Χριστό σέ ὅσους τήν συναντοῦσαν,
ἦταν σάν πνευματικός καθοδηγητής. Μοῦ ἔδιδε καί δέν ἔπαιρνε τίποτα.
Ὧρες ὁλόκληρες κουβεντιάζοντας
μαζί της, δέν βαριόσουν. Δέν φοβόταν τόν θάνατο,
ἤθελε νά ἀντέχει. Δέν ἔβγαζε
ἀρνητική διάθεση σέ ἄλλους. Ζοῦσε γιά τήν ἀγάπη. Μερικοί ὅταν τήν ἔβλεπαν στό
δρόμο, ἔκαναν τόν σταυρό τους, γιά νά ξορκίσουν (;) δῆθεν τό «κακό» (;) ἤ γιά
ὅ,τι ἄλλο, κι ὅμως αὐτή σημασία δέν ἔδινε, γελοῦσε. Σέ καθοδηγοῦσε καί μέ την σιωπή
της.
Ἔνιωθες ἄν καί ἦταν μικρότερη σέ
ἡλικία, πολύ σεβασμό ἀπέναντί της.
Δέν ἔκανε συγκρίσεις, δέν
γκρινίαζε, ἦταν πρόσχαρη καί προσιτή. Τήν ἀσθένειά της τήν ἀντιμετώπιζε μέ
ὑπομονή καί πρωτόγνωρο δυναμισμό.
Τά πρῶτα χρόνια ἔκανε και χειροτεχνήματα,
σελιδοδεῖκτες, συνθήματα, μέ χαντροῦλες καί πλαστικό σπάγγο».
Ἕνας ἐθελοντής ἔγραψε:
«Ἡ Ἰωσηφίνα μας, περισσότερο
ἔδινε, παρά ἔπαιρνε. Περισσότερο ὠφελοῦσε παρά ὠφελοῦνταν, κι ἐνῶ θά περίμενε
κανείς νά ζητεῖ παρηγοριά, γινόταν ἡ ἴδια παραμυθία καί παρηγοριά γιά τούς
ἄλλους, ἁπλόχερα, χωρίς ὅρους καί χωρίς ὅρια.
Ὅταν ἤσουν κοντά της
ἀναλογιζόσουν πόσο ἀχάριστοι εἴμαστε ὅλοι ἐμεῖς, πού ἔχουμε ὅλα τά καλά τοῦ Θεοῦ
καί παρόλα αὐτά πάντα κάτι μᾶς φταίει... γιατί πάντα κάτι μᾶς λείπει... κάτι πού
δέν ἔλειπε ἀπό τήν Ἰωσηφίνα, δηλαδή ἡ πίστη στόν Θεό καί ἡ ἑκούσια παράδοση τῆς
ἀνθρώπινης ζωῆς στά χέρια Του».
Ἡ γειτόνισσα καί φαρμακοποιός
Εὐαγγελία Τ., γράφει τά ἑξῆς:
«Ἰωσηφίνα... Ἕνας ἐπίγειος
ἄγγελος ἀπ' αὐτή τήν ζωή. Τό μαρτύριο τῆς ἀναπηρίας τήν ἀνέβασε σέ πνευματικά
ὕψη.
Ἦταν ὑπάκουη στούς γονεῖς της καί
δεχόταν ὑπομονετικά ὅ,τι θά τῆς προσφερόταν. Δέν παραπονιόταν, ἦταν χαρούμενη. Ἦταν
ὑπομονετική στούς πόνους, καθηλωμένη στήν ἀναπηρική καρέκλα, μία ἄμορφη μάζα
σάρκας πού κρατιόταν μ' ἕναν ἱμάντα στήν ἀναπηρική καρέκλα, ἀλλά αὐτό τό
κάθισμά της εἶχε τόση ἀρχοντιά. Ἡ ματιά της σέ δίδασκε τήν ὑπομονή, ἡ σιωπή της
τήν σοφία. Τό κάθισμά της τήν ὑπομονή, καί ἡ
ὅλη στάση της δίδασκε τήν
ταπείνωση.
Δέν ἀγάπησε αὐτό τόν μάταιο
κόσμο, ἀλλά τίς οὐράνιες μονές τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Δέν τήν ἐνδιέφερε νά γίνει καλά,
γιατί δέν εἶχε θέλημα, ἀλλά τήν ἐνδιέφερε νά κάνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Κι ὁ
Θεός οἰκονομοῦσε, ἡ Ἰωσηφίνα νά προχωρεῖ ταπεινά πρός τήν ἁγιότητα. Τό πνεῦμα της
στηλωμένο στόν Κύριο, στις ἐντολές Του.
Ὁ Κύριος τῆς χάρισε νά Τόν γνωρίσει
καλύτερα, μέ τό νά σπουδάσει Θεολογία. Ἀλλά ἡ Ἰωσηφίνα βίωνε ὅλα τά ἅγια πράγματα.
Εἶχε κοινωνία μέ τόν Κύριο, γιατί ζοῦσε στήν ταπείνωση κι ὁ Κύριος τήν πῆρε κοντά
του καί τήν ἀνάπαυσε τήν ἡμέρα τοῦ Λαζάρου, γιά νά ἀναστηθεῖ στήν κοινή ἀνάσταση
τό ταλαιπωρημένο σῶμα της μαζί μέ τήν γενναία ψυχή της.
Μέ τήν Ἰωσηφίνα κάναμε τό
ἀπόδειπνο, διαβάζαμε τήν Ἁγία Γραφή, συζητούσαμε, συμπροσευχόμασταν, πηγαίναμε
μαζί σ' ἀγρυπνίες, τήν ζοῦσα καθημερινά στό σπίτι της - καθόσον εἶμαι γειτόνισσά
της - στήν ἴδια πολυκατοικία. Τήν ἀγαποῦσα καί τήν ἀγαπῶ.
Ἤμουν ἡ φαρμακοποιός της. Ἀφέθηκε
στόν Κύριο κι ἔφυγε ἀπό τήν γῆ ταπεινά, γιά νά λάμψει στούς οὐρανούς. Ἡ
Ἰωσηφίνα μᾶς δίδαξε τήν ὑπομονή, τήν ταπείνωση, ἦταν τύπος Χριστοῦ, ἄς εὔχεται
στόν Θεό γι' ἐμᾶς, γιά νά ζοῦμε ἐν ἀληθεία, μέ ταπείνωση, μέ πίστη καί ἀγάπη
γιά τόν Κύριο...».
Τώρα πού μέ ἀφήνουν οἱ σωματικές
μου δυνάμεις, σύ Κύριε, μή μέ ἐγκαταλείψεις. (Ψάλμ. 70)
Ἀπό τό Σεπτέμβριο τοῦ 2005, 7
μῆνες σχεδόν πρίν ἀπό τήν κοίμησή της, παρουσιάστηκαν δυσκολίες κατά τήν
κατάποση τῆς τροφῆς. Εἰδικοί γιατροί ἔκαναν λόγο γιά ἀσυνέργεια μυῶν κατάποσης,
ἄλλοι τό ἀπέδωσαν σέ νευρομυϊκῆ ἐξασθένιση.... ἄλλοι σέ ἄλλα αἴτια.
Δέν μποροῦσε νά κατεβάσει παρά
λίγο ζεστό νερό μερικές μέρες καί τίς τροφές τίς πολτοποιοῦσε ἡ μητέρα της.
Περνοῦσε ἡ Ἰωσηφίνα τό μαρτύριο
τῆς πείνας καί δίψας. Ἐπειδή δέν μποροῦσε νά μείνει καθισμένη σέ ὀρθή γωνία, τό
κεφάλι ἔφευγε πρός τά πίσω καί δέν μποροῦσε οὔτε τό σάλιο της νά καταπιεῖ. Αἰσθανόταν
ὅτι ἔχει ἕνα κόμπο στό λαιμό. Εἶχε ἀδυνατίσει τόσο πολύ, πού εἶχε μείνει πετσί
καί κόκκαλο. Ἄρχισε πλέον νά μήν μπορεῖ νά κάθεται στό καρότσι, διότι πονοῦσαν
τά κόκκαλα καί εἶχε δυσκολία στήν ἀναπνοή. Ἤ θελε νά μένει ξαπλωμένη καί πότε -
πότε νά τήν πιέζουν στήν κοιλιά, γιά νά ἀναπνέει καλύτερα.
Εἶχαν ἀλλοιωθεῖ οἱ μῦς τῶν ζωτικῶν
ὀργάνων. Ἡ μητέρα της μᾶς μεταφέρει στίς τελευταῖες ὧρες της: «Λίγες μέρες πρίν
τήν κοίμησή της εἶχε ἔντονη δυσφορία, ταχυσφυγμία, μεταφέρθηκε στό Νοσοκομεῖο ΑΧΕΠΑ.
Ἀπό τίς ἐξετάσεις βρέθηκε ὅτι
ὑπολειτουργοῦσαν ὅλα τά συστήματα. Τήν 2η ἡμέρα ἔπεσε σέ κῶμα. Ὅταν τήν ἔβαλαν
σέ ὀξυγόνο, χαμογέλασε μέ βαθειές ἀναπνοές. Φωτίστηκε τό δωμάτιο ἀπό τό
χαμόγελό της. Γιά λίγο ἀνένηψε - καλά εἶμαι, εἶπε. Σέ λίγο, σάν νά εἶδε κάποιον,
προσήλωσε τό βλέμμα της καί χαμογελοῦσε. Ἀνοιγόκλεινε τό στόμα της, ὅμως μιλοῦσε
τήν ἄλλη γλώσσα, δέν ἀκουγόταν αὐτά πού ἔλεγε... Καταλάβαινα ὅτι ζεῖ, ἀπ' τήν φλέβα
πού χτυποῦσε στό λαιμό της. Ἄρχισε νά μιλάει πνευματικά, νά μιλάει μέ κάποιον πού
ἔβλεπε...
Χαμογελαστά ἔσβησε».
Μόλις μία γνωστή, τοποθέτησε στό
χέρι της ἕνα Σταυρό, ἐνῶ ἡ Ἰωσηφίνα εἶχε τόση ἀδυναμία, ἕσφιγγε τόν σταυρό.
Ὅλη τήν νύκτα δέν κινήθηκε. Τήν
ἄλλη μέρα, στίς 11 ἡ ὥρα τό πρωί πέρασε στήν ἄλλη ζωή.
Ἦταν τοῦ Λαζάρου (15 Ἀπριλίου
2006).
Ἦταν 26 ἐτῶν.
Ἡ κηδεία της ἔγινε μέσα στήν
στολισμένη μέ βάγια ἐκκλησία τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς.
Ἦταν ἄσπρο τό φέρετρο καί τά
πολλά ἄσπρα λουλούδια μέ τά βάγια ἔδιναν μία παραδείσια ὀμορφιά. Ὅσοι τήν
ἔβλεπαν μέσα στό φέρετρο, ἦταν σάν νά κοιμόταν, κι ἀκόμη διεπίστωναν ὅτι ἦταν
μαλακή, σάν κερί, σάν νά ἦταν μοναχή.
Ἦταν σάν νά ἔλεγε:
«σύ εἶ ἡ ὑπομονή μου, Κύριε·
Κύριε, ἡ ἐλπίς μου ἐκ νεότητός μου... ἐν σοί ἡ ὕμνησίς μου διαπαντός».
Ἀπό το βιβλίο «Γίνονται θαύματα
σήμερα; Φωτεινά ὑποδείγματα ἀρετῆς»
Ἐκδόσεις «Ὀρθόδοξος Κυψέλη»
https://siatistaagiosnikolaos.files.wordpress.com/2012/01/cf80cf81cf89cf84cf85cf80ceb1-cf80cf81cebfcf83-cebcceb9cebcceb7cf83ceb7.pdf