Υπήρχε κάποτε ένας νέος, που ήθελε να αφοσιωθή στην λατρεία του Θεού και αποφάσισε να γίνη μοναχός. Ανάμεσα στα πολλά πράγματα, που έμαθε στο μοναστήρι, ήταν και το ότι άμα λέγη κανείς πολλές φορές το "Μέγας είσαι Κύριε, και θαυμαστά τα έργα Σου" θα πάη κατευθείαν στον Παράδεισο. Του άρεσε πολύ αυτή η συμβουλή.
Τότε ο νέος σκέφθηκε πως μ' αυτό τον τρόπο θα μπορούσε να σώση και τον πατέρα του, ο οποίος απεχθανόταν τα θεία.
Πήγε λοιπόν στο χωριό, βρήκε τον πατέρα του και του είπε τα καθέκαστα. Αλλά ο πατέρας του δεν ενθουσιάστηκε καθόλου με τα νέα του γυιου του και του απάντησε πως αυτός κοιτάει το εμπόριό του και δεν χάνει τον καιρό του με τέτοιες ανοησίες. Η χειροπιαστή σωτηρία γι' αυτόν ήταν το χρήμα.
Ο νέος γύρισε στο μοναστήρι του απογοητευμένος.
Ο ηγούμενος παρατήρησε την κατήφεια του μοναχού του και τον ρώτησε τι συμβαίνει. Και ο νέος του διηγήθηκε το περιστατικό με τον πατέρα του:
-Η υπόθεση είναι χαμένη, αφού ο πατέρας μου αγαπάει πολύ το χρήμα, είπε ο νέος.
-Α! αναφωνεί ο ηγούμενος, υπάρχει ακόμα ελπίδα! Πήγαινε στον πατέρα σου και πες του, να λέη κάθε μέρα πολλές φορές το "Μέγας είσαι Κύριε και θαυμαστά τα έργα Σου" και το βράδυ να έρχεται στο μοναστήρι να τον πληρώνουμε τόσες δραχμές, όσες φορές θα το έχη επαναλάβει!
Αναπτερώθηκε το ηθικό του καλόγερου. Και τρέχει στον πατέρα του, να του πη τα νέα. Και ο πατέρας του, με αυτούς τους όρους, δέχθηκε. Και ανέβαινε κάθε βράδυ στο μοναστήρι και "εισέπραττε"! Κάποια βραδυά όμως ο πατέρας δεν φάνηκε, ούτε και τις επόμενες βραδυές. Ο ηγούμενος ανησύχησε. Και έστειλε το νεαρό μοναχό στο χωριό, να ιδή τι συνέβη.
Πήγε ο νέος και βρήκε τον πατέρα του, να λέη συνέχεια το "Μέγας είσαι Κύριε...", αλλά με τέτοια κατάνυξι, που ούτε καν του πέρασε από το νου του, ότι έπρεπε να πάη στο μοναστήρι να πληρωθή για την προσευχή του.
Η μεγάλη ευλογία που του συνέβη, καθώς επρόφερε τα θεία αυτά λόγια, ήταν μια αμοιβή άπειρα πλουσιώτερη από τα κέρματα.
Αρχιμ. Λαμπρόπουλου Βαρνάβα, "Μηνύματα από την ΄΄Λυχνία΄΄", Πρέβεζα 1992