Πατερικά

ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

Η Παιδοκτονία του Αιμοσταγούς Βασιλέως

και η Θεϊκή Παρρησία του Αγίου Βαβύλα

 Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αφηγείται μια τραγική ιστορία που συγκλονίζει την ψυχή. Ένας βασιλιάς, σκληρός και αμείλικτος, δέχεται ως ενέχυρο ειρήνης τον μικρό γιο του εχθρού του. Αντί να τιμήσει τους όρκους και τη φιλία, διαπράττει το απεχθέστερο έγκλημα: σφάζει το αθώο παιδί με τα ίδια του τα χέρια. Μόλις μετά τη σφαγή, με τα χέρια ακόμη λερωμένα από αίμα, τολμά να εισέλθει στην Εκκλησία του Θεού. Εκεί όμως τον περιμένει ο Άγιος Βαβύλας, επίσκοπος Αντιοχείας, που με ατρόμητη παρρησία και θεϊκή δύναμη τον διώχνει από τον ιερό χώρο σαν μιάσμα. Μέσα από αυτή την αφήγηση, ο Χρυσόστομος αποκαλύπτει την υπέρτατη εξουσία της αρετής πάνω στην κοσμική δύναμη και την ακατάλυτη ισχύ της θείας δικαιοσύνης.

Πρωτ. Στέφανος Στεφόπουλος

    Ὑπῆρξε κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν προγόνων μας κάποιος βασιλεύς· ποιός ἦταν ὁ βασιλεὺς αὐτὸς ὡς πρὸς τὰ ἄλλα δὲν θὰ πῶ τίποτε, ἂν ὅμως ἀκούσετε τὴ μιαρὴ πράξη ποὺ τόλμησε νὰ κάνῃ θ’ ἀντιληφθῆτε καὶ ὅλη τὴν ὑπόλοιπη σκληρότητα τοῦ χαρακτήρα του. Ποιὰ εἶναι λοιπὸν ἡ μιαρὴ πράξη του; Κάποιο ἔθνος ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ εἶχαν πόλεμο μὲ τὸν βασιλέα θέλησε νὰ τερματίσῃ τὸν πόλεμο καὶ στὸ ἑξῆς οὔτε αὐτοὶ νὰ φονεύουν ἄλλους οὔτε οἱ ἴδιοι νὰ φονεύονται ἀπὸ ἄλλους· ν’ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὰ πολεμικὰ αὐτὰ πράγματα, τοὺς κινδύνους καὶ τοὺς φόβους, καὶ ν’ ἀρκοῦνται στὰ ὑπάρχοντά τους, χωρὶς νὰ ζητοῦν περισσότερα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἔχουν γιατί εἶναι προτιμότερο ν’ ἀπολαμβάνουν χωρὶς φόβο τὰ λίγα, παρὰ, ἐπιχειρώντας ν’ ἀποκτήσουν τὰ περισσότερα, νὰ ζοῦν πάντοτε μὲ φόβο καὶ τρόμο, προξενώντας κακὰ στοὺς ἄλλους καὶ δεχόμενοι κακὰ ἀπὸ ἄλλους.

Παίρνοντας λοιπὸν τὴν ἀπόφαση αὐτὴ νὰ τερματίσουν τὸν πόλεμο καὶ νὰ ζοῦν ἀνενόχλητοι, θεώρησαν καλὸ νὰ διασφαλίσουν τὸ καλὸ αὐτὸ μὲ κάποιον ἰσχυρὸ θεσμὸ καὶ ὅρους ἀσφαλεῖς. Ἀφοῦ ἔκαμαν συνθήκη καὶ ἀντάλλαξαν ὅρκους, προσπαθοῦσαν μὲ κάθε τρόπο νὰ πείσουν τὸν βασιλέα τους νὰ παραδώσῃ τὸν υἱό του, ποὺ ἦταν ἀκόμη μικρὸ παιδί, σὰν ἀσφαλὲς ἐνέχυρο τῆς εἰρήνης, ὥστε καὶ οἱ ἐχθροὶ νὰ ἔχουν κάτι ποὺ θὰ τοὺς παρέχῃ ἐμπιστοσύνη, καὶ ὁ ἴδιος νὰ δώσῃ βεβαίωση γιὰ τὶς προθέσεις του, ὅτι χωρὶς δόλο συνῆψε τὴν εἰρήνη μαζί τους. Καὶ λέγοντας αὐτὰ τὸν ἔπεισαν καὶ παρέδωσε ὁ βασιλεὺς τὸν υἱό του, ὅπως ὁ ἴδιος βέβαια νόμιζε, στοὺς φίλους καὶ συμμάχους, ὅπως ὅμως ἀπέδειξε τὸ τέλος, στὸ πιὸ φοβερὸ ἀπὸ ὅλα θηρίο. Ἀφοῦ δηλαδὴ παρέλαβε στὸ ὄνομα τῆς φιλίας καὶ τῆς συνθήκης τὸ βασιλόπαιδο ἐκεῖνο, ἀμέσως τὰ παρέβηκε ὅλα καὶ τὰ καταπάτησε, τοὺς ὅρκους, τὶς συνθῆκες, τὴ ντροπὴ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, τὸν σεβασμὸ πρὸς τὸν θεὸ καὶ τὰ αἰσθήματα συμπάθειας ποὺ ἀπορρέουν ἀπὸ τὴν ἡλικία αὐτὴ τῶν παιδιῶν. Οὔτε λοιπὸν τὸ νεαρὸ τῆς ἡλικίας λύγισε τὸ θηρίο οὔτε ἡ τιμωρία ποὺ ἀκολουθεῖ τὶς μιαρὲς αὐτὲς πράξεις φόβισε τὸν ἄγριο ἐκεῖνον, οὔτε τὰ λόγια τοῦ πατέρα ποὺ ἐνδεχομένως εἶπε πρὸς αὐτὸν ὅταν παρέδινε σὰν παρακαταθήκη στὰ χέρια του τὸν υἱό του, ἀξιώνοντας νὰ τὸν φροντίζῃ μὲ πολλὴ ἐπιμέλεια, ἀποκαλώντας αὐτὸν πατέρα τοῦ παιδιοῦ του καὶ παρακαλώντας τον νὰ τὸ ἀναθρέψῃ καὶ νὰ τὸ μορφώσῃ σὰν νὰ τὸ εἶχε γεννήσει ὁ ἴδιος, ὥστε νὰ φανῇ ἄξιο τῆς εὐγενικῆς καταγωγῆς του, τοποθετώντας μετὰ ἀπὸ τὰ λόγια αὐτὰ τὸ δεξὶ χέρι τοῦ παιδιοῦ στὸ δεξὶ χέρι τοῦ βασιλέως καὶ ξεσπώντας σὲ λυγμούς. Τίποτε ἀπὸ αὐτὰ δὲν θυμήθηκε ὁ μιαρὸς ἐκεῖνος, ἀλλ’ ἀποβάλλοντάς τα ὅλα μέσα σὲ μιὰ στιγμὴ μέσα ἀπὸ τὴν ψυχή του, διέπραξε τὸν φόνο ἐκεῖνο τὸν πιὸ μιαρὸ ἀπ’ ὅλους τοὺς φόνους.

Πραγματικὰ αὐτὸ τὸ μίασμα εἶναι χειρότερο καὶ ἀπὸ παιδοκτονία, καὶ μάρτυρες εἶσθε σεῖς, ποὺ δὲν θὰ πονούσατε τόσο, ἂν φυσικὰ πρέπει νὰ σκεφθῶ καὶ γιὰ σᾶς ὅτι νιώσατε τὸν ἴδιο πόνο ποὺ ἔνιωσα καὶ ἐγώ, ἂν ἀκούγατε, ὅτι κατέσφαξε τὸν υἱό του. Γιατί τότε βέβαια θὰ φαινόταν ὅτι ἀνατράπηκαν μαζὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπινους νόμους καὶ οἱ θεσμοὶ τῆς φύσεως, ἐνῶ στὴν περίπτωση αὐτὴ πολλὰ μαζὶ ἔχουν συμβῆ, τὰ ὁποῖα μὲ τὸ πλῆθος τους αὐτὸ γίνονται ἰσχυρότερα καὶ ἀπὸ τὴ φυσικὴ ἀνάγκη. Ὅταν δηλαδὴ σκεφθῶ τὸ μικρὸ ἐκεῖνο παιδὶ ποὺ δὲν διέπραξε κανένα ἀδίκημα, ποὺ παραδόθηκε ἀπὸ τὸν πατέρα του, ποὺ ἀποσπάσθηκε ἀπὸ τὰ πατρικά του ἀνάκτορα, καὶ ἀντάλλαξε τὴ δική του ἀπόλαυση, τὴ δόξα καὶ τὴν τιμὴ μὲ ἕνα ἄλλο τρόπο ζωῆς στὴν ξένη χώρα, γιὰ νὰ μπορῇ ὁ μιαρὸς ἐκεῖνος βασιλεὺς νὰ ἔχῃ ἐμπιστοσύνη στὶς συνθῆκες ποὺ ἔγιναν, καὶ στὴ συνέχεια ταλαιπωρήθηκε ἀπὸ αὐτὸν καὶ ἔχασε ἐξ αἰτίας αὐτοῦ ὅλη τὴ λαμπρότητα ποὺ θὰ εἶχε στὴν πατρίδα του καὶ στὸ τέλος κατασφάχθηκε ἀπ’ αὐτόν, κυριεύομαι ἀπὸ ἕνα διπλὸ ἀντίθετο πάθος· συγχρόνως δηλαδὴ καὶ λειώνει ἡ ψυχή μου καὶ φουσκώνει· καὶ τὸ πρῶτο μου τὸ προξενεῖ ἡ λύπη, ἐνῶ τὸ δεύτερο ὁ θυμός.

Ὅταν δηλαδὴ σκεφθῶ τὸν μιαρὸ ἐκεῖνον νὰ ὁπλίζεται, νὰ σηκώνῃ τὸ ξίφος καὶ νὰ κρατᾶ τὸν λαιμὸ τοῦ παιδιοῦ καὶ τὸ δεξὶ χέρι, μὲ τὸ ὁποῖο δέχθηκε τὸ παιδὶ σὰν ἐνέχυρο, μὲ αὐτὸ νὰ βυθίζῃ τὸ ξίφος στὸ λαιμό του, σκάζω καὶ πνίγομαι ἀπὸ τὸν θυμό μου· κι ὅταν πάλι δῶ τὸ παιδὶ νὰ φοβᾶται καὶ νὰ τρέμῃ καὶ ν’ ἀφήνῃ τοὺς τελευταίους λυγμούς του καὶ νὰ καλῇ τὸν πατέρα του καὶ νὰ λέγῃ, ὅτι αὐτὸς ἔγινε αἴτιος ὅλων αὐτῶν, καὶ νὰ καταλογίζῃ τὴ σφαγὴ ὄχι σ’ αὐτὸν ποὺ βύθιζε τὸ ξίφος στὸ λαιμό του, ἀλλὰ σ’ ἐκεῖνον ποὺ τὸ γέννησε, καὶ νὰ μὴ μπορῇ νὰ ξεφύγῃ οὔτε καὶ νὰ ὑπερασπισθῇ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ νὰ κατηγορῇ ἀνώφελα πλέον τὸν πατέρα του καὶ νὰ δέχεται τὸ πλῆγμα τοῦ ξίφους καὶ νὰ σπαρταρᾶ καὶ νὰ κλωτσᾶ τὸ χῶμα καὶ νὰ μολύνῃ τὴ γῆ μὲ τοὺς κρουνοὺς τοῦ αἵματός του, ξεσχίζονται τὰ σπλάγχνα μου καὶ σκοτεινιάζει ἡ σκέψη μου καὶ ἕνα θόλωμα ἀπὸ λύπη σκεπάζει τὰ μάτια μου.

Ὅμως τὸ θηρίο ἐκεῖνο δὲν ἔπαθε κάτι τέτοιο, ἀλλὰ σὰν νὰ ἐπρόκειτο νὰ σφάξῃ ἀρνὶ ἢ μοσχάρι, μὲ τέτοια διάθεση διέπραξε τὴ μιαρὴ ἐκείνη σφαγή. Καὶ τὸ παιδὶ βέβαια ἀφοῦ δέχθηκε τὸ κτύπημα βρισκόταν κάτω νεκρό, ἐνῶ ὁ φονιὰς ἀγωνιζόταν νὰ μεγαλώσῃ τὴ βδελυρὴ πράξη του, ἐπιδιώκοντας μὲ μιὰ δεύτερη πράξη του ν’ ἀποκρύψῃ τὴν πρώτη. Ἴσως νομίζῃ κανείς, ὅτι θὰ μιλήσω γιὰ τὴ ταφή του καὶ ὅτι μετὰ τὴ σφαγὴ δὲν παρεχώρησε στὸ φονευμένο παιδὶ οὔτε ἕνα κομμάτι γης, ἐγὼ ὅμως θὰ πῶ κάτι πολὺ πιὸ τολμηρὸ ἀπὸ αὐτό. Ἀφοῦ δηλαδὴ μόλυνε τὰ ἄνομα ἐκεῖνα χέρια του μὲ τέτοιο αἷμα καὶ διέπραξε τὴν πρωτοφανῆ αὐτὴ τραγωδία, σὰν νὰ μὴν ἔκαμε τίποτε ὁ ἀναιδής, σκληρότερος καὶ ἀπὸ τὶς ἴδιες τὶς πέτρες ἀκόμη, ἔσπευδε μὲ βιασύνη νὰ πάῃ στὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἴσως ν’ ἀποροῦν μερικοί, πῶς, τολμώντας τέτοια πράγματα, δὲν δέχθηκε κάποιο Θεόσταλτο πλῆγμα ἢ πῶς δὲν ἔρριξε ὁ Θεός ἐπάνω του κεραυνὸ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ γιὰ νὰ κατακάψῃ τὸ ἀδιάντροπο πρόσωπό του προτοῦ μπῇ στὴν ἐκκλησία. Ἐγὼ ὅμως ἂν κάποιοι ἔκαναν αὐτὴ τὴ σκέψη τοὺς ἐπαινῶ καὶ τοὺς θαυμάζω γιὰ τὴ φλογερὴ αὐτὴ ἀγανάκτησή τους, ἀλλὰ νομίζω ὅτι δὲν τοὺς ταιριάζει ἐξ ὁλοκλήρου ὁ θαυμασμὸς αὐτὸς καὶ ὁ ἔπαινος. Εἶναι δικαιολογημένη βέβαια ἡ ἀγανάκτησή τους γιὰ τὴν ἄδικη σφαγὴ τοῦ παιδιοῦ, γιὰ τὸ ὅτι μὲ τόση θρασύτητα περιφρονήθηκαν οἱ νόμοι τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καταφλεγόμενοι ἀπὸ τὸ θυμό τους δὲν εἶδαν τὸ πρᾶγμα τόσο καθαρά, ὅσο ἔπρεπε νὰ τὸ δοῦν. Γιατί πάνω ἀπὸ τὸν δίκαιο αὐτὸ νόμο τῶν ἀνθρώπων ὑπάρχει στοὺς οὐρανοὺς ἄλλος νόμος πολὺ πιὸ ἀνώτερος.

Ποιός λοιπὸν εἶναι ὁ νόμος αὐτός; Νὰ μὴ καταφέρῃ ἀμέσως τὴν τιμωρία σὲ ἐκείνους ποὺ ἁμάρτησαν, ἀλλὰ νὰ δίνῃ χρόνο καὶ προθεσμία σ’ ἐκεῖνον ποὺ ἁμάρτησε, ὥστε νὰ ἐξαλείψῃ τὸ ἁμάρτημά του καὶ μὲ τὴ μετάνοιά του νὰ ἐξισωθῇ μὲ ἐκείνους ποὺ δὲν διέπραξαν κανένα κακό. Αὐτὸ ἔκαμε τότε ὁ Θεός καὶ γιὰ τὸν ἄθλιο ἐκεῖνον, κι ὅμως δὲν σημειώθηκε καμμιά μεταβολή, ἀλλὰ παρέμενε ἀδιόρθωτος. Ὁ φιλάνθρωπος ὅμως Θεός προβλέποντάς το καὶ αὐτὸ οὔτε καὶ ἔτσι τὸν παρέβλεψε οὔτε καὶ σταμάτησε νὰ κάμνῃ ὅ,τι ἐξαρτᾶται ἀπὸ αὐτόν· αὐτὸς βέβαια ἐπέδειξε ὅλη τὴ φροντίδα του πρὸς τὸν ἀσθενῆ καὶ ἔκαμε ὅλα ἐκεῖνα ποὺ θ’ ἀποκαταστοῦσαν τὴν ὑγεία του, ἐκεῖνος ὅμως δὲν θέλησε νὰ δεχθῇ τὸ φάρμακο ἀλλὰ καὶ κατέσφαξε καὶ τὸν γιατρὸ ποὺ στάλθηκε γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτό. Τὸ φάρμακο καὶ ὁ τρόπος τῆς θεραπείας ἦταν τὰ ἑξῆς.

Ἔτυχε κατὰ τὸν καιρὸ ἐκεῖνο, ποὺ διαπράχθηκε τὸ ἀπάνθρωπο καὶ ἐλεεινὸ αὐτὸ δράμα, νὰ εἶναι προϊστάμενος τῆς ποίμνης μας ἕνας μεγάλος καὶ θαυμαστὸς ἀνήρ, ἂν βέβαια πρέπει νὰ ὀνομάζω αὐτὸν ἀνδρα, ποὺ ὠνομαζόταν Βαβύλας. Αὐτὸς λοιπὸν παίρνοντας τότε στὰ χέρια, μὲ τὴ χάρη τοῦ Πνεύματος, τὴν διακυβέρνηση τῆς ἐδῶ Ἐκκλησίας, δὲν θὰ μποροῦσα βέβαια νὰ πῶ ὅτι ξεπέρασε τὸν Ἠλία καὶ τὸν μιμητή του τὸν Ἰωάννη, μήπως θεωρηθῇ πολὺ ἐνοχλητικὸς ἕνας τέτοιος λόγος, ἔφθασε ὅμως σὲ τέτοιο ὕψος, ὥστε νὰ μὴν ὑπολείπεται οὔτε ὡς πρὸς τὸ ἐλάχιστο ἀπὸ τὴν ἐλευθερία τῶν γενναίων ἐκείνων ἀνδρῶν. Γιατί αὐτὸς ὄχι τὸν διοικητὴ λίγων πόλεων οὔτε τὸν βασιλέα ἑνὸς ἔθνους, ἀλλὰ αὐτὸν ποὺ εἶχε κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσία του τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς οἰκουμένης, τὸν ἴδιο δηλαδὴ τὸν φονιὰ τοῦ παιδιοῦ, ποὺ εἶχε ὑπὸ τὴν κυριαρχία του πολλὰ ἔθνη καὶ στρατεύματα ἄπειρα, καὶ ἦταν ἐξ αἰτίας πολλῶν φοβερός, καὶ ἐξ αἰτίας τοῦ μεγέθους τῆς ἐξουσίας του καὶ ἐξ αἰτίας τῆς σκληρότητας τοῦ χαρακτήρα του, αὐτὸν λοιπὸν σὰν ἕνα δοῦλο ἀσήμο καὶ ἀνάξιο κάθε λόγου ἔτσι τὸν ἔδιωξε μέσα ἀπὸ τὴν ἐκκλησία καὶ μὲ τόση ἀταραξία καὶ ἀφοβία, μὲ ὅση ὁ βοσκὸς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸ κοπάδι τὸ ψωριασμένο καὶ ἄρρωστο πρόβατο, ἐμποδίζοντας ἔτσι τὴν νόσο τοῦ ἀρρώστου νὰ μεταδοθῇ καὶ στὰ ὑπόλοιπα. Καὶ κάμνοντας αὐτὰ ἔμπρακτα ἐπιβεβαίωνε τὸν λόγο τοῦ Κυρίου, ὅτι δοῦλος εἶναι μόνο ἐκεῖνος ποὺ διαπράττει τὴν ἁμαρτία, κι ἂν ἀκόμη ἔχῃ πάνω στὸ κεφάλι του ἄπειρα στεφάνια, καὶ ἂν ἀκόμη φαίνεται ὅτι ἐξουσιάζει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους τῆς γῆς. Ὅποιος ὅμως δὲν αἰσθάνεται βαρειὰ τὴ συνείδησή του γιὰ κάποιο κακό, κι ἂν ἀκόμη συγκαταλέγεται στὴν τάξη τῶν ὑπηκόων, εἶναι βασιλικώτερος ἀπ’ ὅλους τοὺς βασιλεῖς. Ἀμέσως λοιπὸν διέταξε ὁ ἀρχόμενος τὸν ἄρχοντα καὶ ὁ ὑπήκοος ἔκρινε τὸν ἐξουσιαστὴ ὅλων, ἐκφέροντας τὴν καταδικαστικὴ ἀπόφαση γι’ αὐτόν.

Σὺ ὅμως ἀκούοντας αὐτὰ μὴ προσπεράσῃς τὰ λεγόμενα μὲ ἐπιπολαιότητα. Βέβαια τὸ γεγονὸς αὐτὸ καθ’ ἑαυτό, τὸ ὅτι δηλαδὴ ἐξεδίωξε ἀπὸ τὰ πρόθυρα τῆς ἐκκλησίας τὸν βασιλέα κάποιος ποὺ βρισκόταν ὑπὸ τὴν ἐξουσία του, εἶναι ἱκανὸ νὰ διεγείρῃ καὶ νὰ προκαλέσῃ ἔκπληξη στὶς ψυχὲς τῶν ἀκροατῶν, ἂν ὅμως θέλῃς νὰ γνωρίσῃς μὲ ἀκρίβεια ὅλο τὸ θαῦμα, μὴν ἀρκεσθῇς στὴν ἁπλὴ σημασία τοῦ λεγομένου, ἀλλὰ φαντάσου τὴ βασιλικὴ συνοδεία, τοὺς ὑπασπιστές, τοὺς στρατηγούς, τοὺς ἄρχοντες, ἐκείνους ποὺ ζοῦν στὶς βασιλικὲς αὐλές, τοὺς διοικητὲς τῶν πόλεων, τὴν ἀλαζονεία ἐκείνων ποὺ προηγοῦνται τῆς βασιλικῆς συνοδείας καὶ ἐκείνων ποὺ ἀκολουθοῦν, τὸ πλῆθος ἐκείνων ποὺ ἐπευφημοῦν τὸν βασιλέα καθώς καὶ τὶς ἄλλες ἐκδηλώσεις.

Ἔπειτα φαντάσου τὸν βασιλέα νὰ προχωρῇ ἀνάμεσά τους γεμάτος ὑπερηφάνεια καὶ νὰ φαίνεται ἀκόμη πιὸ ἐπιβλητικώτερος ἀπὸ τὰ ἐνδύματά του καὶ τὴ βασιλικὴ πορφύρα, ἐνῶ οἱ διασκορπισμένοι παντοῦ πολύτιμοι λίθοι πάνω στὸ δεξὶ χέρι, στὸ μέρος ποὺ τελειώνει ὁ μανδύας καὶ στὸ στέμμα τῆς κεφαλῆς νὰ ἀστραφτοκοποῦν. Καὶ μὴ σταματήσῃς μέχρις ἐδῶ τὴν εἰκόνα τῆς φαντασίας, ἀλλ’ ἐπέκτεινε αὐτὴν καὶ στὸν δοῦλο τοῦ Θεοῦ, τὸν μακάριο Βαβύλα, στὸ ταπεινό του παράστημα, στὴν ἀνεπίσημη στολή του, στὴν συντετριμμένη ψυχή του, στὸ ἀπαλλαγμένο ἀπὸ θράσος φρόνημά του, καὶ ἀφοῦ ἔτσι ζωγραφίσῃς καὶ τοὺς δυὸ καὶ τοποθετήσῃς τὸν ἕνα ἀπέναντι στὸν ἄλλο, τότε θὰ κατανοήσῃς καλὰ τὸ θαῦμα, ἢ καλύτερα οὔτε καὶ τότε θὰ μπορέσῃς νὰ τὸ κατανοήσῃς μὲ ἀκρίβεια. Γιατί τὴν παρρησία ἐκείνη δὲν θὰ μποροῦσε κανεὶς λόγος οὔτε καὶ εἰκόνα νὰ τὴν παραστήσῃ, ἀλλὰ μόνο ἡ πεῖρα καὶ ἡ χρήση αὐτῆς. Καὶ τὸ παράστημα τῆς ψυχῆς τοῦ γενναίου ἐκείνου ἀνδρα μόνον ἐκεῖνος ποὺ μπόρεσε νὰ φθάσῃ στὴν ἴδια μὲ αὐτὸν κορυφὴ θάρρους μπορεῖ νὰ τὴν νιώσῃ καλά. Πῶς δηλαδὴ ὁ γέροντας πλησίασε τὸν βασιλέα; πῶς διέσχισε τὴ συνοδεία; πῶς ἄνοιξε τὸ στόμα του; πῶς μίλησε; πῶς τὸν ἐπετίμησε; πῶς ἄγγιξε μὲ τὸ δεξί του χέρι τὸ στῆθος ποὺ φλεγόταν ἀκόμη ἀπὸ τὸ θυμὸ καὶ ἦταν κατάζεστο ἀπὸ τὸ φόνο; πῶς ἀπώθησε τὸν φονιὰ τοῦ παιδιοῦ; Τίποτε ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ γίνονταν γύρω του δὲν τὸν κατέπληξε καὶ δὲν τοῦ ἄλλαξε τὴν πρόθεσή του. Πῶ πῶ ψυχὴ ἀτρόμητη καὶ διάνοια ὑψηλή! πῶ πῶ φρόνημα οὐράνιο καὶ παράστημα ἀγγελικό!

Ὅπως ἀκριβῶς λοιπὸν βλέπει κανεὶς ὅλη ἐκείνη τὴ φαντασία ἐπάνω σὲ τοῖχο ζωγραφισμένη, μὲ τέτοια ἀταραξία ὁ γενναῖος ἐκεῖνος ἀνδρας τὰ ἔπρατε ὅλα. Γιατί εἶχε διδαχθῇ ἀπὸ τὴ θεία διδασκαλία, ὅτι ὅλα τὰ πράγματα τοῦ κόσμου εἶναι σκιά καὶ ὄνειρο καὶ πιὸ μηδαμινὰ ἀκόμη ἀπὸ αὐτά. Γι’ αὐτὸ τίποτε ἀπ’ ὅλα αὐτὰ δὲν τὸν ἔκαμε νὰ φοβηθῇ, ἀλλὰ καὶ μεγαλύτερο θάρρος τοῦ ἔδιναν. Γιατί ἡ θέα ὅλων ἐκείνων ποὺ συνέβαιναν ἐκεῖ μετέφερε τὸν νοῦ του στὸν οὐράνιο βασιλέα, ποὺ κάθεται ἐπάνω στὰ Χερουβὶμ καὶ ἐπιβλέπει ἀβύσσους, στὸν θρόνο τὸν ἔνδοξο καὶ ὑψηλό, στὰ οὐράνια στρατεύματα, στὶς μυριάδες τῶν ἀγγέλων, στὶς χιλιάδες τῶν ἀρχαγγέλων, στὸ φοβερὸ ἐκεῖνο βῆμα καὶ στὸ ἀδωροδόκητο δικαστήριο, στὸν πύρινο ποταμό, σ’ αὐτὸν τὸν ἴδιο τὸν κριτή. Γι’ αὐτὸ λοιπόν, μεταφέροντας ὅλον τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανό, σὰν νὰ βρισκόταν μπροστὰ σ’ ἐκεῖνον τὸν δικαστὴ καὶ ἄκουγε νὰ τοῦ δίνῃ ἐντολὴ ν’ ἀπομακρύνῃ ἀπὸ τὴν ἱερὴ ἀγέλη τὸν βδελυρὸ καὶ μιαρό, ἔτσι τὸν ἀπομάκρυνε καὶ τὸν ξεχώρισε ἀπὸ τὰ ὑπόλοιπα πρόβατα καὶ τίποτε ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἔβλεπε καὶ φαίνονταν φοβερὰ δὲν τὸν ἔκαμαν ν’ ἀλλάξῃ γνώμη, ἀλλ’ ἀφοῦ τὸν ἀπώθησε μὲ πολὺ μεγάλη ἀνδρεία καὶ γενναιότητα, ὑπερασπίσθηκε τοὺς νόμους τοῦ Θεοῦ ποὺ καταπατοῦνταν. Ἂν καὶ βέβαια μὲ πόση παρρησία φυσικὸ ἦταν ν’ ἀντιμετωπίσῃ τοὺς ὑπόλοιπους τῆς συνοδείας;

Γιατί ἐκεῖνος ποὺ μὲ τόσο θάρρος στάθηκε μπροστὰ στὸν ἐξουσιαστή, ποιόν ἀπὸ τοὺς ἄλλους θὰ ἦταν δυνατὸ νὰ φοβηθῇ; Ὅμως ἐγὼ σκέπτομαι, ἢ καλύτερα δὲν σκέπτομαι ἀλλὰ πιστεύω, ὅτι αὐτὸς ποτὲ δὲν εἶπε ἢ ἔπραξε κάτι γιὰ νὰ πετύχῃ κάποια χάρη ἢ κινούμενος ἀπὸ ἔχθρα, ἀλλὰ στάθηκε μὲ γενναιότητα καὶ ἀνδρεία μπροστὰ στὸν φόβο καὶ στὴν κολακεία, ποὺ εἶναι ἰσχυρότερη καὶ ἀπὸ αὐτόν, καὶ σ’ ὅλα τὰ ἄλλα τὰ παρόμοια (πραγματικὰ εἶναι πολλὰ τὰ ἀνθρώπινα πάθη) καὶ δὲν ἀπομακρύνθηκε οὔτε ἐλάχιστα ἀπὸ τὴν ὀρθὴ ἐκτίμηση τῶν πραγμάτων. Γιατί ἂν «ἡ ἐνδυμασία τοῦ ἀνθρώπου, τὸ γέλιο τῶν δοντιῶν του καὶ τὸ βάδισμά του δείχνουν τί ἄνθρωπος εἶναι αὐτός», πολὺ περισσότερο τὰ τόσο μεγάλα κατορθώματα εἶναι ἱκανὰ νὰ δείξουν τὴν ἀρετὴ τοῦ ὑπόλοιπου βίου αὐτοῦ. Δὲν πρέπει δηλαδὴ νὰ τὸν θαυμάζωμε γιὰ τὸ θάρρος του μόνο, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ ὅτι ἐπεξέτεινε τὸ θάρρος του μέχρι σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο, χωρὶς ὅμως καὶ πάλι νὰ προσθέσῃ τίποτε τὸ ἐπὶ πλέον σ’ αὐτό.

Πραγματικὰ τέτοια εἶναι ἡ σοφία τοῦ Χριστοῦ· δὲν ἐπιτρέπει ν’ ἀγωνιζώμαστε οὔτε περισσότερο οὔτε λιγώτερο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ πρέπει, ἀλλὰ παντοῦ διατηρεῖ τὴ συμμετρία. Ἂν καὶ βέβαια μποροῦσε, ἂν ἤθελε, νὰ προχωρήσῃ καὶ πιὸ πέρα. Γιατί αὐτὸς ποὺ δὲν σκέφθηκε τὴ ζωή του (καὶ δὲν θὰ ἔκαμνε τὴν ἀρχή, ἂν δὲν εἶχε ὁπλίσει τὸν ἑαυτό του μὲ τέτοια ἀπόφαση) μποροῦσε μὲ πολὺ θάρρος καὶ δύναμη ὅλα νὰ τὰ κάμῃ, καὶ νὰ περιλούσῃ μὲ ὕβρεις τὸν βασιλέα, καὶ τὸ βασιλικὸ στέμμα ν’ ἀποσπάσῃ ἀπ’ τὸ κεφάλι του, καὶ νὰ τοῦ προξενήσῃ πληγὲς στὸ πρόσωπο, ὅταν πρόβαλε τὸ δεξί του χέρι πάνω στὸ στῆθος γιὰ νὰ τὸν ἀπωθήσῃ. Ἀλλὰ τίποτε ἀπὸ αὐτὰ δὲν ἔκαμε· γιατί ἡ ψυχή του ἦταν ἀρτυμένη μὲ τὸ πνευματικὸ ἁλάτι καὶ γι’ αὐτὸ τίποτε δὲν ἔκαμνε ἄσκοπα καὶ στὰ χαμένα, ἀλλ’ ὅλα τὰ ἔκαμνε μὲ κρίση ὀρθὴ καὶ βρισκόμενος σὲ κατάσταση ὑγιῆ. Ὄχι ὅπως ἀκριβῶς οἱ σοφοὶ τῶν Ἑλλήνων, ποὺ ποτὲ δὲν ἐνεργοῦν μὲ μέτρο, ἀλλὰ παντοῦ, ὅπως θὰ λέγαμε, δείχνουν περισσότερο θάρρος ἀπὸ αὐτὸ ποὺ χρειάζεται, ὥστε πουθενὰ νὰ μὴ διακρίνωνται γιὰ ἀνδρεία, ἀλλὰ παντοῦ νὰ φαίνωνται κυριευμένοι ἀπὸ παράλογα πάθη· γιὰ ὅσα ὑστέρησαν κατηγορήθηκαν ἀπὸ ὅλους γιὰ δειλία, ἐνῶ γιὰ τὰ λαμπρὰ κατορθώματά τους κατηγορήθηκαν γιὰ ἀλαζονεία καὶ φιλοδοξία.

Ὅμως ὁ μακάριος ἐκεῖνος δὲν ἐνεργοῦσε ἔτσι· γιατί δὲν ἔκαμνε τυχαῖα ἐκεῖνο ποὺ ἐρχόταν στὸ νοῦ του, ἀλλ’ ἀφοῦ πρῶτα βασάνιζε ὅλα μὲ πολλὴ προσοχὴ καὶ προσάρμοζε τὶς σκέψεις του πρὸς τοὺς θείους νόμους, τότε μετέτρεπε αὐτὲς σὲ πράξεις. Γι’ αὐτὸ καὶ τὴν τομὴ δὲν τὴν ἔκαμνε ἐπιφανειακή, γιὰ νὰ μὴ ἀπομείνῃ μεγαλύτερο τμῆμα ἀπὸ τὸ ἄρρωστο μέρος, οὔτε βαθύτερη ἀπὸ ὅ,τι ἔπρεπε, γιὰ νὰ μὴ βλάψῃ καὶ πάλι μὲ τὴν περιττὴ πληγὴ τὴν ὑγεία, ἀλλὰ ἐνεργώντας τὴ τομὴ κατὰ συμμετρία μὲ τὴν ἀσθένεια, ἔτσι κατόρθωσε τὴν ἀρίστη θεραπεία. Γι’ αὐτὸ καὶ εἶπα χωρὶς ἐνδοιασμούς, ὅτι αὐτὸς ἦταν ἀπαλλαγμένος καὶ ἀπὸ θυμὸ καὶ ἀπὸ δειλία καὶ ἀπὸ ἀλαζονεία καὶ ἀπὸ δοξομανία καὶ ἀπὸ μῖσος καὶ ἀπὸ φόβο καὶ ἀπὸ κολακεία· καὶ ἂν πρέπει νὰ πῶ καὶ κάτι τὸ παράδοξο, δὲν θαυμάζω τόσο πολὺ τὴν τόλμη τοῦ μακαρίου ἐναντίον τῆς μανίας τοῦ βασιλέως, ὅσο τὸ ὅτι ἔκρινε μὲ μεγάλη περισκέψια μέχρι ποὺ ἔπρεπε νὰ προχωρήσῃ ἡ ἐνέργειά του, χωρὶς νὰ κάμῃ ἢ νὰ πῇ τίποτε τὸ περιττό. Καὶ ὅτι αὐτὸ εἶναι πιὸ θαυμαστὸ ἀπὸ ἐκεῖνο ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὸ ὅτι μπορεῖ κανεὶς νὰ βρῇ πολλοὺς ποὺ κατόρθωσαν βέβαια αὐτό, ἀλλὰ ἀπέτυχαν στὸ ἄλλο. Γιατί τὸ νὰ ἔχῃ κανεὶς θάρρος αὐτὸ πολλὲς φορὲς εἶναι γνώρισμα καὶ τοῦ ὁποιουδήποτε, τὸ νὰ δείξῃ ὅμως τὸ θάρρος αὐτὸ ἐκεῖ ποὺ πρέπει, στὸν κατάλληλο καιρὸ καὶ μὲ τὴν πρέπουσα συμμετρία καὶ σύνεση ποὺ ἀπαιτεῖται, αὐτὸ χρειάζεται πολὺ μεγάλη καὶ θαυμαστὴ ψυχή. Καθ’ ὅσον καὶ τὸν μακάριο Δαυίδ μὲ πολλὴ θάρρος τὸν ἐξύβρισε ὁ Σεμεΐ καὶ τὸν ἀποκάλεσε ἀνδρα αἱμάτων, ἀλλ’ ὅμως δὲν θὰ μποροῦσα ἐγὼ νὰ τὸ ὀνομάσω αὐτὸ θάρρος, ἀλλὰ ἀκολασία γλώσσας καὶ θρασύτητα τῆς διάνοιας καὶ ἔλλειψη ἀγωγῆς καὶ ἀνοησία καὶ πολὺ περισσότερο ὅλα τὰ ἄλλα, παρὰ θάρρος.

 

ΠΗΓΗ: ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ- ΑΠΑΝΤΑ ΤΑ ΕΡΓΑ-34- ΕΙΣ ΤΟΝ ΜΑΚΑΡΙΟΝ ΒΑΒΥΛΑΝ – ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

entaksis