Ἡ προτομὴ τοῦ Ἀναστασίου Γορδίου στὸν αὔλειο χῶρο τοῦ ἱστορικοῦ ναοῦ τῆς Ἀγίας Παρασκευῆς τῆς Γούβας τῶν Μεγ. Βραγγιανῶν.
Στὴ βάση της ὑφίσταται, ἐγχαράκτως,ἡ γνωστὴ περὶ τῶν βιβλίων ἄποψη
( «Ἐγώ, ἕως ὁποῦ ἀναπνέω....»)τοῦ Ἀναστασίου Γορδίου
Μὲ τὴν στάμπαν τῆς Βλαχίας
Ἀναστάσιος ὁ Γόρδιος: «Ἐγώ, ἕως ὁποῦ ἀναπνέω, βιβλίοις προσκεῖσθαι βούλομαι».
Βιβλιοφιλική,
παθιασμένη δήλωση ἀγάπης, ἔρωτα, στοργῆς γιὰ τὸ βιβλίο, γιὰ τὴ μελέτη,
εἶναι ἡ γραπτὴ αὐτὴ ἀναφορὰ τοῦ Ἀναστασίου Γορδίου, τοῦ ἐξ Ἀγράφων
ὁρμωμένου ταπεινοῦ λογίου ἱερομονάχου τῆς ἐποχῆς τῆς Τουρκοκρατίας.
Μάλιστα, δὲν σταματᾶ ἐκεῖ. Ὑπερακοντίζοντας σὲ βιβλιοφιλικὴ κατάθεση
ψυχῆς συνεχίζει σημειώνοντας ὅτι:
«Καὶ ἂν εἶχα θησαυρὸν χρημάτων, ἤθελα τὸν ἐξοδιάσῃ εἰς θησαυρὸν βιβλίων»
Αὐτά, λοιπόν, τὰ δηλώνει γραπτῶς πρὶν ἀπὸ τρεῖς καὶ πλέον αἰῶνες, στὶς 20 Σεπτεμβρίου 1717 σὲ ἐπιστολή του, ποὺ στέλνει ἀπὸ τὴ γενέτειρά του, τὰ Βρανιανὰ τῶν Ἀγράφων, πρὸς τὸν ἱερομόναχο Χριστοφόρο, συμμαθητή του κοντὰ στὸν Εὐγένιο Γιαννούλη, μιὰ ἄλλη σπουδαία μορφὴ τῶν Γραμμάτων τῆς ἴδιας ἐποχῆς. Ὁ Χριστοφόρος βρίσκεται στὴν Καστανιά, ἕνα κοντινὸ στὴ γενέτειρα τοῦ Γορδίου χωριό, στὰ ἀνατολικὰ τῶν Ἀγράφων. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ κοινοῦ διδασκάλου τους, ὁ Γόρδιος ζητεῖ, ἀπαιτεῖ τὸ μερίδιό του ἀπὸ τὰ βιβλία τῆς βιβλιοθήκης τοῦ Γιαννούλη. Ὁ Γόρδιος ἦλθε σχεδὸν σὲ σύγκρουση μὲ τὸν Χριστοφόρο γιὰ νὰ τοῦ δοθοῦν τὰ βιβλία, τὰ ὁποῖα ἐδικαιοῦτο βάσει ‒ὅπως ὑποστήριζε‒ τῆς διαθήκης τοῦ Εὐγενίου, ἀλλὰ ὁ Χριστοφόρος τὰ παρακρατοῦσε.
«Καὶ ἂν εἶχα θησαυρὸν χρημάτων, ἤθελα τὸν ἐξοδιάσῃ εἰς θησαυρὸν βιβλίων»
Αὐτά, λοιπόν, τὰ δηλώνει γραπτῶς πρὶν ἀπὸ τρεῖς καὶ πλέον αἰῶνες, στὶς 20 Σεπτεμβρίου 1717 σὲ ἐπιστολή του, ποὺ στέλνει ἀπὸ τὴ γενέτειρά του, τὰ Βρανιανὰ τῶν Ἀγράφων, πρὸς τὸν ἱερομόναχο Χριστοφόρο, συμμαθητή του κοντὰ στὸν Εὐγένιο Γιαννούλη, μιὰ ἄλλη σπουδαία μορφὴ τῶν Γραμμάτων τῆς ἴδιας ἐποχῆς. Ὁ Χριστοφόρος βρίσκεται στὴν Καστανιά, ἕνα κοντινὸ στὴ γενέτειρα τοῦ Γορδίου χωριό, στὰ ἀνατολικὰ τῶν Ἀγράφων. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ κοινοῦ διδασκάλου τους, ὁ Γόρδιος ζητεῖ, ἀπαιτεῖ τὸ μερίδιό του ἀπὸ τὰ βιβλία τῆς βιβλιοθήκης τοῦ Γιαννούλη. Ὁ Γόρδιος ἦλθε σχεδὸν σὲ σύγκρουση μὲ τὸν Χριστοφόρο γιὰ νὰ τοῦ δοθοῦν τὰ βιβλία, τὰ ὁποῖα ἐδικαιοῦτο βάσει ‒ὅπως ὑποστήριζε‒ τῆς διαθήκης τοῦ Εὐγενίου, ἀλλὰ ὁ Χριστοφόρος τὰ παρακρατοῦσε.
Διαφωνεῖ μάλιστα μὲ τὴν πρόταση τοῦ Χριστοφόρου νὰ πωληθοῦν τὰ βιβλία:
«Λέγεις. Νὰ τὰ πουλήσωμεν· καὶ τί νὰ κάμωμεν; [...] Πνευματικῶς λέγεις, μὲ συμβουλεύεις νὰ κάμωμεν ἐκεῖνο ὁποῦ σοῦ ἀρέσει, καὶ νὰ σοῦ ἀποκριθῶ. Ἀλλὰ δὲν ἠξεύρω τί νὰ ἀποκριθῶ εἰς τέτοιαις πνευματικαῖς συμβουλαῖς καὶ ἀπνευματίκευταις».
«Λέγεις. Νὰ τὰ πουλήσωμεν· καὶ τί νὰ κάμωμεν; [...] Πνευματικῶς λέγεις, μὲ συμβουλεύεις νὰ κάμωμεν ἐκεῖνο ὁποῦ σοῦ ἀρέσει, καὶ νὰ σοῦ ἀποκριθῶ. Ἀλλὰ δὲν ἠξεύρω τί νὰ ἀποκριθῶ εἰς τέτοιαις πνευματικαῖς συμβουλαῖς καὶ ἀπνευματίκευταις».
«Ἐγώ, ἕως ὁποῦ ἀναπνέω,βιβλίοις προσκεῖσθαι βούλομαι.
Καὶ ἂν εἶχα θησαυρὸν χρημάτων,ἤθελα τὸν ἐξοδιάσῃεἰς θησαυρὸν βιβλίων».
Γενικὰ Ἀρχεῖα τοῦ Κράτους,κώδ. 171, σ. 1201.
Ὁ
Γόρδιος ἐπιμένει στὴν πιστή, περὶ τῆς διανομῆς τῶν βιβλίων, ἐφαρμογὴ
τῆς ἐπιθυμίας τοῦ «ἀποθαμένου οἰκοκύρη» ὅπως ἀποκαλεῖ τὸν διδάσκαλό τους
Εὐγένιο Γιαννούλη:
«Καὶ εἰ μὲν πέμπεις, πέμψον. Εἰ δὲ μή, αὐτὸ τοῦτο δήλωσον, καὶ μετ’ αὐτοῦ τὴν αἰτίαν, ἵνα μή [...] ἐνοχλοῦντές σοι κράζωμεν».
Γενικὰ Ἀρχεῖα τοῦ Κράτους, κώδ. 171, σ. 1201.
«Καὶ εἰ μὲν πέμπεις, πέμψον. Εἰ δὲ μή, αὐτὸ τοῦτο δήλωσον, καὶ μετ’ αὐτοῦ τὴν αἰτίαν, ἵνα μή [...] ἐνοχλοῦντές σοι κράζωμεν».
Γενικὰ Ἀρχεῖα τοῦ Κράτους, κώδ. 171, σ. 1201.
Ἀκόμη, ὁ Γόρδιος, ὡς φίλος τοῦ βιβλίου, γνώριζε ὀνομαστὲς βιβλιοθῆκες τῆς ἐποχῆς ὅπως ἡ Βατικανή, ἡ Μαρκιανή, ἀλλὰ καὶ βιβλιοθῆκες τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Μάλιστα, ἐντυπωσιασμένος, ἐνθουσιασμένος ἀπὸ τὴ βιβλιοθήκη τοῦ λογίου προεστοῦ τῆς Ζακύνθου Ἄγγελου Σουμάκιου, συνθέτει ἐπίγραμμα ἰαμβικὸν γι αὐτήν:
«Σιὼν Σίναιον ὧδε διττοῖς τοῖς νόμοις
χορός τε μουσῶν τῶν Ἑλικωνιάδων.
Ἐνταῦθα πᾶσα βίβλος ἱερὰ πέλει
σύμπας χορός τε τῶν Ἑλικωνιάδων».
Ὁ ἴδιος ὁ Γόρδιος φέρεται ὡς κάτοχος βιβλιοθήκης μὲ σημαντικὸ ἀριθμὸ βιβλίων. Ὁ διακαὴς πόθος του γιὰ βιβλία ἔχει δώσει τροφὴ στὸν θρύλο, στὴν ὑπερβολικὴ ἐκτίμηση, ὅτι ἡ βιβλιοθήκη του ἴσως ἀριθμεῖ περὶ τὰ 4.000 βιβλία! Ὅμως, σύμφωνα μὲ κάποιες γραπτὲς μαρτυρίες γιὰ τὰ βιβλία ποὺ κατεῖχε, ἕνας ἀριθμός περὶ τὰ 800 βιβλία θὰ ἦταν ἀρκετὰ λογικὴ καὶ κοντὰ στὴν πραγματικότητα ἐκτίμηση γιὰ τὸν ὄγκο τῆς βιβλιοθήκης του· καθόλου μικρὸς ἀριθμὸς βιβλίων σὲ μία, οὐσιαστικά, προσωπικὴ βιβλιοθήκη, στὰ δυσπρόσιτα, ἕως καὶ ἀπρόσιτα Ἄγραφα τοῦ 18ου αἰ. ἐντὸς ἑνὸς τουρκοκρατούμενου Ἑλλαδικοῦ χώρου.
--Γιὰ τὴν διάπυρη ἀγάπη του καὶ τὴν ἰδιαίτερη, τὴ σχεδὸν ἐμμονικὴ σχέση του, τὸ σφοδρὸ πάθος του μὲ τὰ βιβλία, ὁ Κ. Θ. Δημαρᾶς γράφει :
«Μὰ τὸ θέμα ποὺ τὸν κατέχει εἶναι τὸ βιβλίο· ἕνα πρωτογονικὸ ἀκόμη πάθος· ζήτηση βιβλίων, δανεισμοί, ἀνταλλαγές, βιβλιοδεσίες, περνοῦν καὶ ξαναπερνοῦν μέσα στὰ γράμματά του».
Ὀ Γόρδιος ἐπέλεγε ἢ πρότεινε, γιὰ τὴν ἀποφυγὴ ἀπώλειας βιβλίων, ἔμπιστους διακομιστὲς γιὰ τὴν ἀποστολὴ ἢ τὴν παραλαβὴ βιβλίων:
«Καὶ εἴ γε δέ, ὣς ἔφην, καὶ τούτων τυχεῖν, μὴ ἀπαξιωσάτω με, παρακαλῶ, κομιστῇ τῷ αὐτῷ οἵα καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων χρησαμένη, πιστῷ γε ὄντι τὰ μάλιστα καὶ θεοφιλεῖ».
Ἀκόμη, δανείζεται βιβλία ἀλλὰ εἶναι συνεπὴς στὴν ἐπιστροφὴ τῶν βιβλίων αὐτῶν:
«Τὰ βιβλία τοῦ μοναστηρίου ἢ θέλω τὰ φέρει μοναχός μου εἰς ὀλίγον καιρόν· ἢ θέλω τὰ πέμψει μὲ πιστὸν διακομιστὴν».
Φροντίζει νὰ βιβλιοδετοῦνται καὶ νὰ συντηροῦνται τυχὸν φθαρμένα βιβλία ἀπὸ ἔμπειρους καὶ ἐπιμελεῖς βιβλιοδέτες:
«Ὁ εὐλαβέστατος ἐν ἱερεῦσι οὗτος [... ] εἶναι μὲ πολλὰ προτερήματα κεκοσμημένος [...] Εἶναι πρὸς τούτοις καὶ τεχνίτης ἐπιτηδειότατος νὰ ἀνακαινίζῃ καὶ νὰ δένῃ βιβλία».
Παραπονεῖται ὅταν τὰ βιβλία ποὺ στέλνει γιὰ βιβλιοδεσία δὲν εἶναι σωστὰ δεμένα, παρὰ τὰ χρήματα ποὺ διαθέτει γι αὐτὸν τὸν σκοπό:
«Μοῦ ἤφεραν τὰ βιβλία, δύο ἥμισυ ρεάλια δετικά, ἀλλὰ καὶ κακὰ δεμένα. Ἂν ἤξερα πῶς ἔτζη θέλει τὰ δέσει, δὲν ἤθελα οὐδὲ κἂν νὰ τὰ πιάσῃ».
Ἀκόμη, ὁ Ἀναστάσιος Γόρδιος προσέχει τὰ βιβλία ποὺ προμηθεύεται νὰ εἶναι τυπωμένα σὲ ἀξιόπιστα τυπογραφεῖα ὅπως αὐτὰ τοῦ Βουκουρεστίου, δηλαδὴ μὲ τὴν «στάμπαν τῆς Βλαχίας»:
«Ἀκόμη τὸν παρακαλῶ καὶ τοῦ δίδω ἐνόχλησιν νὰ μοῦ πέμψῃ δύο βιβλία ἀπὸ κεῖνα τῆς σ τ ά μ π α ς τ ῆ ς Β λ α χ ί α ς».
Πάντως,
ὁ Ἀναστάσιος Γόρδιος, ἀρκετὰ χρόνια νωρίτερα ἀπὸ τὴν ἀντιδικία του μὲ
τὸν Χριστοφόρο γιὰ τὰ βιβλία τοῦ Εὐγενίου, ὅπως ὁ ἴδιος δηλώνει στὴν
βιογραφία τοῦ διδασκάλου του Εὐγενίου Γιαννούλη, ‒στὰ 1703, στὸ
Αἰτωλικό, ὅπου γράφει τὸ ἔργο του «Βίος τοῦ ἐν μακαρίᾳ τῇ λήξει
γενομένου σοφωτάτου καὶ λογιωτάτου ἐν ἱερομονάχοις κυρίου Εὐγενίου
Ἰωαννουλίου τοῦ ἐξ Αἰτωλίας ...»‒, φέρεται ὡς κάτοχος τῶν βιβλίων τῆς
βιβλιοθήκης τοῦ Εὐγενίου. Στὸ ἔργο του αὐτὸ οὐδὲν ἀναφέρει περὶ διαθήκης
τοῦ Εὐγενίου Γιαννούλη. Ὅμως, ὅπως σημειώνει, ἴσως κατεῖχε τὸ
σημαντικότερο ἀπὸ συναισθηματικῆς ἀπόψεως βιβλίο τοῦ Εὐγενίου. Πρόκειται
γιὰ τὸ ἔργο:
«Θεοφυλάκτου Ἀρχιεπισκόπου Βουλγαρίας, Ἑρμηνεία εἰς τὰ τέσσαρα Εὐαγγέλια».
Ἦταν δῶρο τοῦ μαρτυρικοῦ πάπα καὶ πατριάρχη Ἀλεξανδρείας καὶ μετέπειτα πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, Κύριλλου Λούκαρη, γιὰ τὴν εἰς πρεσβύτερον χειροτονία τοῦ Εὐγενίου Γιαννούλη ἀπὸ τὸνΛούκαρη στὴν Ἀλεξάνδρεια τῆς Αἰγύπτου στὰ 1619:
«Κύριλλος πάπας καὶ πατριάρχης καὶ κριτὴς τῆς οἰκουμένης διὰ χειρῶν τῶν ἡμετέρων ἀναβιβασθεὶς ἐξ ἱεροδιακόνου εἰς τὸν τοῦ ἱερέως βαθμόν [...] Ἐν Αἰγύπτῳ ‚αχιθῳ».
Καὶ συνεχίζει ὁ Γόρδιος:
″Δέδωκε δὲ δῶρον αὐτῷ μνήμης ἕνεκα τὴν Θεοφυλάκτου Βουλγαρίας βίβλον, τὴν εἰς τὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια συνοπτικὴν περιέχουσαν ἑρμηνείαν, ἥτις καὶ νῦν εἰσέτι μετὰ τῶν ἄλλων αὐτοῦ βιβλίων σώζεται παρ’ ἡμῖν″.
Τέλος, σύμφωνα μὲ τὴν ἕως τώρα γνωστὴ διαθήκη τοῦ Εὐγενίου Γιαννούλη, γραμμένη στὶς 18 Ἰουλίου 1669, ὅταν ὁ Γόρδιος ἦταν μόλις πέντε ἐτῶν, ἀναφέρει ὅτι ἀφήνει τὰ βιβλία του στὸν προσφιλή του ναὸ τῆς Ἁγίας Τριάδος Καρπενησίου:
« [...] Τοὺς μὲν οὖν ὀκτὼ τόμους τοῦ Χρυσοστόμου, ὁμοίως καὶ τὸν Ὅμηρον μετὰ τῶν σχολίων καὶ τὸν Ἰσοκράτην τὰ ἀφήνω καὶ αὐτὰ εἰς τὴν ἐκκλησίαν τῆς παναγίας μου Τριάδος εἰς τὸ Καρπενήσι».
«Θεοφυλάκτου Ἀρχιεπισκόπου Βουλγαρίας, Ἑρμηνεία εἰς τὰ τέσσαρα Εὐαγγέλια».
Ἦταν δῶρο τοῦ μαρτυρικοῦ πάπα καὶ πατριάρχη Ἀλεξανδρείας καὶ μετέπειτα πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, Κύριλλου Λούκαρη, γιὰ τὴν εἰς πρεσβύτερον χειροτονία τοῦ Εὐγενίου Γιαννούλη ἀπὸ τὸνΛούκαρη στὴν Ἀλεξάνδρεια τῆς Αἰγύπτου στὰ 1619:
«Κύριλλος πάπας καὶ πατριάρχης καὶ κριτὴς τῆς οἰκουμένης διὰ χειρῶν τῶν ἡμετέρων ἀναβιβασθεὶς ἐξ ἱεροδιακόνου εἰς τὸν τοῦ ἱερέως βαθμόν [...] Ἐν Αἰγύπτῳ ‚αχιθῳ».
Καὶ συνεχίζει ὁ Γόρδιος:
″Δέδωκε δὲ δῶρον αὐτῷ μνήμης ἕνεκα τὴν Θεοφυλάκτου Βουλγαρίας βίβλον, τὴν εἰς τὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια συνοπτικὴν περιέχουσαν ἑρμηνείαν, ἥτις καὶ νῦν εἰσέτι μετὰ τῶν ἄλλων αὐτοῦ βιβλίων σώζεται παρ’ ἡμῖν″.
Τέλος, σύμφωνα μὲ τὴν ἕως τώρα γνωστὴ διαθήκη τοῦ Εὐγενίου Γιαννούλη, γραμμένη στὶς 18 Ἰουλίου 1669, ὅταν ὁ Γόρδιος ἦταν μόλις πέντε ἐτῶν, ἀναφέρει ὅτι ἀφήνει τὰ βιβλία του στὸν προσφιλή του ναὸ τῆς Ἁγίας Τριάδος Καρπενησίου:
« [...] Τοὺς μὲν οὖν ὀκτὼ τόμους τοῦ Χρυσοστόμου, ὁμοίως καὶ τὸν Ὅμηρον μετὰ τῶν σχολίων καὶ τὸν Ἰσοκράτην τὰ ἀφήνω καὶ αὐτὰ εἰς τὴν ἐκκλησίαν τῆς παναγίας μου Τριάδος εἰς τὸ Καρπενήσι».
Ἐνδεχομένως, ἀργότερα, ὁ ὅσιος πλέον Εὐγένιος Γιαννούλης ὁ Αἰτωλὸς συνέταξε νέα ‒ἄδηλη‒ διαθήκη· αὐτὴν στὴν ὁποία ἀναφέρεται ὁ Γόρδιος ὅταν ἀπαιτεῖ τὸ μερίδιό του ἐκ τῶν βιβλίων τῆς βιβλιοθήκης τοῦ Εὐγενίου Γιαννούλη ἀπὸ τὸν συμμαθητή του Χριστοφόρο. Ἴσως, πάλι, νὰ ὑπῆρξε προφορικὴ ἐντολὴ τοῦ Εὐγενίου, γιὰ τὸν τρόπο διαμοιρασμοῦ τῶν βιβλίων του, πρὸς τοὺς δύο μαθητές του.
*Πρώτη ἔντυπη δημοσίευση στὴν ἐφημερίδα ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΒΡΑΓΓΙΑΝΑ (ΕΛΛΗΝΟΜΟΥΣΕΙΟΝ ΑΓΡΑΦΩΝ), φ. 102, Ἀπρ., Μάιος, Ἰούν. 2025, σ. 3-4.
Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης