Αρχιμ. Θεοφίλου Λεμοντζή Δρ.Θ.
Η αντιμετώπιση των αρειανοφρόνων
από τον Επιφάνιο Σαλαμίνος
Εισήγησις εις το Συνέδριον των ΛΑ΄ Παυλείων της Ι.Μ.Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας:
«Ο απόστολος Παύλος και η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος»
Ο απόστολος Παύλος, απευθυνόμενος στους μαθητές του Τιμόθεο(1) και Τίτο(2), τονίζει την ανάγκη για προφύλαξη του ποιμνίου από τους ψευδοδιδασκάλους. Πράγματι, διά μέσου των αιώνων η Εκκλησία αντιπαρατέθηκε απέναντι στην αίρεση(3), με την διδαχή, το κήρυγμα και την συγγραφή αντιρρητικών κειμένων.
Αντιρρητικός συγγραφέας του 4ου αιώνα, ο άγιος Επιφάνιος(4) (περ. 315-403 μ.Χ.), επίσκοπος Σαλαμίνος Κύπρου (367-403 μ.Χ.),(5) ανασκευάζει στα έργα του(6) την αιρετική κακοδοξία(7) και προσδιορίζει τα όρια της αποστολικής παράδοσης απέναντι στην αίρεση(8).
Ζει σε μια ταραγμένη θεολογικά και εκκλησιαστικά εποχή καθώς η εμφάνιση της αίρεσης του Αρειανισμού κλονίζει συθέμελα την Εκκλησία.
Ο πρεσβύτερος της Αλεξάνδρειας Άρειος(9), υποστήριζε ότι ο Υιός του Θεού δεν είναι ομοούσιος με τον Θεό Πατέρα αλλά κτίσμα, δημιούργημα του Θεού και αρνούνταν την τριαδικότητα του Θεού. Όλα αυτά ήχησαν στην καρδιά και το μυαλό των Πατέρων της Εκκλησίας ως αλλότρια της αποστολικής παραδόσεως και για αυτό η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος (325) η οποία «απετέλεσε την αναντίρρητη εκκλησιολογική έκφραση της αυθεντίας της Καθολικής Εκκλησίας σε θέματα κανονικής τάξεως και κανονικής παραδόσεως», όπως επισημαίνει ο σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος(10), καταδίκασε αυτές τις καινοφανείς δοξασίες και συνέταξε το ομώνυμο Σύμβολο(11).
Όμως η λαίλαπα του Αρειανισμού δεν σταμάτησε και οι κακοδοξίες του διαδίδονταν με μεγάλη ταχύτητα. «Καί ἀνάπτεται ἀπό μικροῦ σπινθῆρος μέγα πῦρ», μας λέγει ο ιστορικός Σωκράτης(12). Και αυτό συνέβη διότι αφενός η αρειανική αίρεση δεν οργανώθηκε παρασυναγωγικά, όπως άλλες αιρέσεις, αλλά προσηλύτισε επισκόπους μέσα από την Εκκλησία και απείλησε να καταλάβει όλον τον εκκλησιαστικό οργανισμό(13) απομακρύνοντας βίαια τους αντιπάλους(14). Αφετέρου, διέθετε πολιτικά ερείσματα στην αυτοκρατορική αυλή και αυτοκράτορες όπως ο Κωνστάντιος και ο Ουάλης την ευνόησαν(15).
Aν και το αρειανικό οικοδόμημα σε ορισμένες περιόδους φαινόταν μεγαλοπρεπές όμως ήταν επισφαλούς κατασκευής, και αυτό διότι είτε αντλούσε τη δύναμη του από πολιτικούς παράγοντες, είτε οι αρειανικές φατρίες (Ανόμοιοι, Όμοιοι και Ομοιουσιανοί) δεν παρουσίαζαν ένα ενιαίο θεολογικό μέτωπο αλλά είχαν πολλές θεολογικές διαφορές μεταξύ τους(16) ούτως ώστε όλο αυτό το οικοδόμημα να καταρρεύσει παταγωδώς μετά τον θρίαμβο της νικαιϊκής Θεολογίας στην Β΄ Οικουμενική Σύνοδο(381).
Ο άγιος Επιφάνιος κατά τον χρόνο σύγκλησης της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου ήταν ακόμη σε νεαρή ηλικία όμως όταν ανέλαβε την επισκοπή της Σαλαμίνος, το 367, βρέθηκε μέσα στη δίνη των αρειανικών ερίδων. Από τον Μέγα Αθανάσιο, υιοθετεί το σύνολο σχεδόν των θεολογικών του προϋποθέσεων. Ταυτόχρονα επηρεάζεται από τους συγχρόνους του Καππαδόκες Πατέρες. Η σύγκρουση με τον Αρειανισμό και τους επιγόνους του αμείλικτη και αδυσώπητη, και η προσήλωσή του στην θεολογία της Α’ Οικουμενικής Συνόδου αμετακίνητη.
Το επίμαχο αγιογραφικό χωρίο το οποίο πυροδότησε την έναρξη της αρειανικής έριδας, ήταν η ερμηνεία του Παροιμιών 8, 22: «Κύριος ἔκτισέ με ἀρχήν ὁδῶν αύτοῦ εἰς ἔργα αὐτοῦ»(17). Επίσης, και άλλα χωρία που έκαναν λόγο για την χρίση του Λόγου(18), τη δημιουργία του αρχιερέα Ιησού(19) και την υπερύψωση Του(20), προσκομίζονταν από τον Άρειο ως τρανή απόδειξη ότι ο Υιός του Θεού είναι κτίσμα. Μάλιστα, αρνούνταν την πληρότητα της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού, υποστηρίζοντας ότι ο Υιός του Θεού δεν προσέλαβε ψυχή κατά την ενσάρκωση με σκοπό να αποδώσει όλες τις ψυχικές ιδιότητες της ανθρωπίνης φύσεως στον Υιό του Θεού (αγωνία, άγνοια, κ.ο.κ.) ώστε να αποδείξει την κτιστότητά Του(21).
Φαινομενικά τα συγκεκριμένα χωρία έδιναν την εντύπωση ότι ο Άρειος είχε δίκιο, όμως οι αρειανόφρονες έπεφταν σε ένα βασικό λάθος θεολογικής μεθοδολογίας: δεν διέκριναν τη Θεολογία από την Οικονομία, την αΐδια από την οικονομική Τριάδα(22). Ως εκ τούτου, εσφαλμένα υποστήριζαν ότι τα παραπάνω χωρία αναφέρονται στον άσαρκο και προαιώνιο Λόγο, διότι αυτά τα χωρία αναφέρονται στον ενσαρκωμένο Λόγο(23).
Για τον άγιο Επιφάνιο η ερμηνεία των συγκεκριμένων χωρίων γίνεται μονάχα με βάση τη διάκριση Θεολογίας και Οικονομίας, την διαστολή μεταξύ αΐδιας και οικονομικής Τριάδας. Έτσι η χρίση(24), η δημιουργία(25), η υπερύψωση(26) των αγιογραφικών χωρίων αναφέρονται στην ενανθρώπηση του Λόγου(27), ο οποίος προσέλαβε πλήρη και τέλεια ανθρώπινη φύση, σώμα και ψυχή(28), η οποία δημιουργήθηκε(29), χρίστηκε, υπερυψώθηκε και θεώθηκε(30). Και όλα αυτά συντελέστηκαν για την σωτηρία του ανθρώπου(31), και όχι για τον Υιό του Θεού ο οποίος ούτε δημιουργήθηκε, ούτε θεώθηκε(32).
Ο άγιος Επιφάνιος, όπως και όλοι οι νικαιϊκοί Πατέρες , με τη διάκριση Θεολογίας και Οικονομίας και τη θεώρηση της αϊδιας σχέσης των προσώπων της αγίας Τριάδος ανεξάρτητα από τα κοσμολογικά πλαίσια, θα απογυμνώσουν τη διδασκαλία των αρειανοφρόνων από το βιβλικό περίβλημα με το οποίο πάσχιζαν να την επενδύσουν(33). Έτσι η αΐδια σχέση των προσώπων της αγίας Τριάδος δεν σχετίζεται με την δημιουργία του κόσμου: ο Πατήρ γεννά τον Υιό και εκπορεύει το άγιο Πνεύμα, γιατί έτσι είναι ως Θεός, ανεξάρτητα από το έργο της Θείας Οικονομίας(34).
Υποστηρίζοντας όμως ο Άρειος ότι ο Υιός του Θεού είναι κτίσμα, βρισκόταν σε αμηχανία διότι θα έπρεπε να δικαιολογήσει την εμφανή υπεροχή του Υιού έναντι των δημιουργημάτων που διατρανώνεται στην Αγία Γραφή. Για αυτό το λόγο διακήρυττε ότι ο Υιός του Θεού είναι μεν «κτίσμα τοῦ Θεοῦ τέλειον, ἀλλ’ οὐχ ὡς ἓν τῶν κτισμάτων»(35).
Όμως και πάλι ο Άρειος έπεφτε σε σφάλμα, σε οντολογικό επίπεδο αυτή τη φορά. Αν και αποδέχονταν ότι υπάρχουν δύο οντολογικές κατηγορίες, ο άκτιστος Θεός και ο «ἐξ οὐκ ὄντων» δημιουργημένος κτιστός κόσμος(36), όμως η παραπάνω φράση δεν ήταν σε θέση να διαφοροποιήσει ουσιαστικά τον Υιό από τα δημιουργήματα(37). Ο λόγος ήταν ότι η διάκριση αυτή που έκανε δεν ήταν οντολογική αλλά αξιολογική και εκ του αποτελέσματος οδηγούσε σε λογικό ατόπημα.
Για να καταδείξει ο άγιος Επιφάνιος το φιλοσοφικό ατόπημα της παραπάνω αρειανικής φράσης επιστρατεύει παραδείγματα όπως αυτό του ήλιου ο οποίος αν και υπερέχει σε λαμπρότητα έναντι των άλλων κτισμάτων όμως οντολογικά παραμένει κτίσμα(38) και του βασιλιά ο οποίος αν και υπερέχει σε δύναμη έναντι των υπηκόων του όμως παραμένει θνητός ως κτίσμα όπως και οι υπήκοοί του(39).
Δεν είναι λογικά αποδεκτό ο Υιός από τη μια να είναι κτίσμα, όπως ήθελε ο Άρειος, και ταυτόχρονα να υπερέχει οντολογικά από τα κτίσματα χωρίς να είναι άκτιστος. Αντιφατικές ιδιότητες που φανερώνουν την ουσία ενός όντος δεν είναι δυνατόν να αληθεύουν για το ίδιο υποκείμενο, δηλαδή κάποιο ον να είναι και ταυτόχρονα να μην είναι κτίσμα, όπως διατυμπάνιζε εσφαλμένα ο Άρειος.
Απέναντι στο εκβιαστικό δίλημμα, εάν ο Θεός Πατέρας «θέλων ἐγέννησεν ἢ μὴ θέλων;»(40) τον Υιό, που έθεταν οι αρειανόφρονες προς τους Ορθοδόξους(41) για να τους εξαναγκάσουν να δεχτούν ότι ο Υιός του Θεού είναι αποτέλεσμα της βουλήσεως του Πατρός και άρα είναι κτίσμα, ο άγιος Επιφάνιος, διακρίνοντας τη φύση από τη βούληση, αποδεικνύει ότι αυτό είναι ψευδοδίλλημα διότι ο Πατήρ «οὔτε θέλων ἐγέννησεν, οὔτε μὴ θέλων» καθώς η θεία φύση υπέρκειται της οποιασδήποτε αναγκαιότητας ή βουλητικής κίνησης(42). Οι άνθρωποι πρώτα «βουλευόμεθα» και μετά πράττουμε(43), αντίθετα στον άχρονο Θεό δεν υπάρχει ούτε «χρόνος εἰς βουλὴν» ούτε «βούλησις εἰς διανόησιν»(44) και για αυτό το δίλημμα των αρειανοφρόνων εκ των πραγμάτων δεν υφίσταται.
Ο «ἐνυπόστατος Λόγος»(45), όπως λέγει ο άγιος, δεν είναι αποτέλεσμα της βουλήσεως του Πατρός, όπως τα δημιουργήματα, αλλά γεννάται εκ της ουσίας του Πατρός, δεν προέρχεται «ἐξ οὐκ ὄντων» αλλά εκ του «ὄντος» Πατρός(46), και ο όρος «ομοούσιος» εκφράζει αυτήν την αλήθεια(47). Ο όρος αυτός δεν υπονοεί σωματική-υλική κίνηση διότι ο Υιός γεννάται με υπερβατικό τρόπο(48). Επίσης δεν υπονοεί σύγχυση υποστάσεων(49) διότι το «ὁμοῦ», ως πρώτο συνθετικό της λέξης, υποδεικνύει την ύπαρξη δυο διακριτών υποστάσεων(50).
Απέναντι στην άρνηση των αρειανοφρόνων να αποδεχτούν το «ομοούσιο» επειδή δεν μαρτυρείται στην αγία Γραφή, αντιπαραθέτει το γεγονός ότι οι αρειανόφρονες τουναντίον αποδέχονται τον όρο αγέννητος για τον Θεό Πατέρα ο οποίος ούτε αυτός μαρτυρείται στην αγία Γραφή(51). Επίσης, το «ὁμοούσιο» δεν ταυτίζεται με το «ὁμοιοούσιο», διότι, όπως χαρακτηριστικά λέγει, και η ουσία του χαλκού είναι όμοια με αυτή του χρυσού, όμως ο χαλκός δεν είναι χρυσός(52).
Απέναντι στις πνευματομαχικές αντιλήψεις των αρειανοφρόνων ο άγιος Επιφάνιας τονίζει το άκτιστο και ομοούσιο του αγίου Πνεύματος με τον Πατέρα και τον Υιό(53). Η ταυτότητα των ενεργειών του αγίου Πνεύματος με τα άλλα δύο πρόσωπα της αγίας Τριάδος, τόσο στη δημιουργία όσο και στην σωτηριώδη Οικονομία, εκφαίνει και την ταυτότητα της Ουσίας τους(54).
Οι επίγονοι του Αρείου, ακραίοι αρειανόφρονες, όπως οι Ανόμοιοι με αρχηγό τον Αέτιο και τον μαθητή του Ευνόμιο(55) θέλοντας να περισώσουν τον Αρειανισμό από το τέλμα που είχε περιπέσει εξαιτίας της επιχειρηματολογίας των νικαιϊκών Πατέρων(56) τροποποίησαν ριζικά την αρειανικὴ οντολογία(57).
Ο Αέτιος, παρακολούθησε μαθήματα αριστοτελικής φιλοσοφίας κοντά σε έναν αλεξανδρινό φιλόσοφο και αφού έγινε «δῆθεν»(58) γνώστης της αριστοτελικής διαλεκτικής(59), όπως λέγει ο άγιος Επιφάνιος υπονοώντας την ημιμάθειά του, προσπάθησε να την εφαρμόσει στην Θεολογία για να αποδείξει την ετερουσιότητα των προσώπων της αγίας Τριάδος.
Υποστήριξε ότι το όνομα «ἀγέννητος» που προσιδιάζει στον Θεό Πατέρα συνιστά την ουσία του Θεού, και ταυτίζεται με αυτήν, όπως επίσης και το όνομα «γεννητός», που προσιδιάζει στον Υιό, συνιστά την ουσία Του και ταυτίζεται με αυτήν. Κατά συνέπεια, η διαφορὰ των ονομάτων, «ἀγέννητος» και «γεννητός», δηλώνει και τη διαφορά ουσίας μεταξύ Πατρὸς και Υιού προσδιορίζοντας την διαφορετική τους οντολογική κατηγορία(60).
Για να στηρίξουν φιλοσοφικά τις απόψεις τους υποστήριξαν ότι όλα τα ονόματα των όντων δόθηκαν από το Θεό κατά τη δημιουργία και αποκαλύφθηκαν κατόπιν στους ανθρώπους και γι’ αυτό όταν αποδίδονται στα πράγματα δηλώνουν και την ουσία τους(61).Ταυτόχρονα, η γνώση των ονομάτων οδηγεί και στην γνώση της ουσίας τους(62).
Αντίθετα, για τον άγιο Επιφάνιο η διαφορά των ονομάτων δεν υποδηλώνει και διαφορά ουσίας(63), ούτε η γνώση των ονομάτων οδηγεί στην γνώση της ουσίας(64) διότι ο Θεός είναι ακατάληπτος(65).
Σε αντίθεση με τον Αέτιο, ο άγιος Επιφάνιος δέχεται δύο οντολογικές κατηγορίες: το άκτιστο που προσιδιάζει στον Θεὸ και το κτιστὸ που προήλθε στο εἶναι «ἐκ τοῦ μὴ ὄντος» καὶ προσιδιάζει σε όλα τα δημιουργήματα(66). Το γεγονός ότι ο Υιός είναι γεννητός αυτό δεν σημαίνει ότι είναι και κτιστός(67). Ο Υιός γεννάται εκ της ουσίας του Πατρός ο οποίος «γεννητῶς ἐγέννησε καὶ οὐκ ἔκτισεν» τον Υιό(68).
Προτρέπει ο Επιφάνιος τον Αέτιο να παύσει την «διαλεκτική κομπία»(69) και τον καλεί να προστρέξει στην του Κυρίου αληθινή διδασκαλία που μάς αποκάλυψε την αΐδια γέννησή Του λέγοντας: «ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐγὼ ἐξῆλθον καὶ ἥκω» (Ιω.8,42)(70).
Αντιμετωπίζοντας τις προκλήσεις παλαιών και νέων αρειανοφρόνων, ο άγιος Επιφάνιος, ακολουθεί τόσο την εννοιολογική διατύπωση σχετικά με την ταύτιση των όρων «ουσία» και «υπόσταση» που ίσχυε κατά τους χρόνους της Σύνοδου της Νικαίας(71), όσο και την ορολογία των Καππαδοκών και τις αποφάσεις της συνόδου της Αλεξάνδρειας (362). Χρησιμοποιεί τους όρους «ουσία» και «υπόσταση» για να διατυπώσει αφενός το κοινό των προσώπων της αγίας Τριάδος και αφετέρου το ίδιο-διακεκριμένο(72).
Στην σύνοδο της Αλεξάνδρειας (362) αναγνωρίστηκε ως ορθόδοξη η έκφραση «τρεις υποστάσεις» υπό τον όρο ότι δεν θα εκλαμβάνονταν ως τρεις διαφορετικές ουσίες και η φράση «μια υπόστασις» υπό τον όρο να εκλαμβάνονταν ως ταυτόσημη με τη φράση «μια ουσία»(73). Τη διάκριση ουσίας και υποστάσεως, που πρώτος, σύμφωνα με τον καθηγητή Γεώργιο Μαρτζέλο επιχείρησε ο Μ. Βασίλειος(74), την ακολουθεί ανεπιφύλακτα ο άγιος Επιφάνιος(75). Την νέα ορολογία την μπολιάζει στο δένδρο της νικαιϊκής Θεολογίας λέγοντας ότι όταν ομολογούμε «ὁμοούσιον Πατέρα καὶ Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα, τρεῖς ὑποστάσεις, μίαν οὐσίαν, μίαν θεότητα», ομολογούμε την αληθινή πίστη την «προφητική τε καὶ εὐαγγελικὴ καὶ ἀποστολική» η οποία διατυπώθηκε «ἐν τῇ Νικαίᾳ συνόδῳ ἐπὶ Κωνσταντίνου τοῦ μεγάλου καὶ μακαριωτάτου βασιλέως»(76).Ταυτόχρονα χρησιμοποιεί και τον όρο «πρόσωπον» ως συνώνυμο του όρου «υπόσταση», απογυμνώνοντάς τον από τον σαβελλιανικό του περιεχόμενο(77). Στην Αγία Τριάδα δεν υπάρχει ούτε ετεροουσιότητα, ούτε σύγχυση των υποστάσεων(78).
Αυτή η ρωμαλεότητα της σκέψης των Πατέρων, την οποία ακολουθεί πιστά ο άγιος Επιφάνιος, να υπερβούν τους όρους και τις λέξεις χάριν της αληθείας, όπως χαρακτηριστικά τόνιζε ο άγιος Γρηγόριος Θεολόγος «μὴ ἐν ὀνόμασιν, ἀλλ’ ἐν πράγμασίν ἐστιν ἡμῖν ἡ ἀλήθεια»(79), όλες αυτές οι εννοιολογικές διασαφηνίσεις και επεξηγήσεις που κατόρθωσε η Ορθόδοξη Θεολογία, για να ανταποκριθεί στα νέα δεδομένα που έθεταν οι αρειανόφρονες, τής έδωσαν το συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι της αρειανικής κακοδοξίας στο επίπεδο της θεολογικής επιχειρηματολογίας, ώστε αμέσως μετά την Β΄ Οικουμενική Σύνοδο(381) το αρειανικό οικοδόμημα να καταρρεύσει συμπαρασύροντας τους ηγέτες του.
Απέναντι στο πονηρό και έωλο επιχείρημα των Πνευματομάχων(80), ότι δήθεν στο Σύμβολο της Νικαίας δεν συναριθμείται το άγιο Πνεύμα εντός της Θεότητας απαντά ο άγιος Επιφάνιος ότι σε εκείνους τους χρόνους «οὐ γέγονε περὶ τοῦ Πνεύματος ἡ ζήτησις» διότι όλο το ενδιαφέρον των Πατέρων επικεντρώθηκε στην ανατροπή της αρειανικής κακοδοξίας περί του Υιού και αρκέστηκαν για το άγιο Πνεύμα στη φράση «καὶ εἰς τὸ ἅγιον Πνεῦμα»(81).
Όμως αργότερα, «ἐν τῇ ἡμετέρᾳ γενεᾷ», όπως λέγει ο ίδιος, «ἀνέκυψαν ἄλλαι τινὲς αἱρέσεις»(82), οι οποίες δεν αποκλείονταν ρητώς από το Σύμβολο της Νικαίας, όπως αυτή των Πνευματομάχων. Και για να ανταποκριθεί ο άγιος Επιφάνιος στις προκλήσεις των καινοφανών αιρέσεων, χρησιμοποιεί στον Αγκυρωτό, ως βαπτισματική Ομολογία πίστεως(83), το κείμενο που συνέταξε η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος, το επονομαζόμενο Σύμβολο Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως και το οποίο δεν είχε λάβει ακόμη οικουμενική αναγνώριση(84). Με την πράξη αυτή, όπως επισημαίνει ο καθηγητής Βλάσιος Φειδάς, ο άγιος Επιφάνιος προσέφερε την παλαιότερη μαρτυρία για την ευρύτερη χρήση του συγκεκριμένου κειμένου της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου ως Ομολογία Πίστεως. Η ευρεία αυτή χρήση προσέδωσε τελικώς στο κείμενο το χαρακτήρα επισήμου Συμβόλου Πίστεως από την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο (451)(85), καθώς κάλυπτε τόσο το Σύμβολο της Νικαίας όσο και τις καινοφανείς αιρέσεις(86), το ευρέως γνωστό ως Σύμβολο Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως.
Απέναντι στην «συλλογιστική ματαιοπονία»(87) των αρειανοφρόνων, ο άγιος Επιφάνιος, αντιπαραθέτει την εμπειρία της σωτηρίας της Εκκλησίας. Όπως ο Μέγας Αθανάσιος(88), έτσι και ο άγιος Επιφάνιος υπογραμμίζει ότι ένα κτίσμα δεν έχει τη φυσική δύναμη να χορηγήσει τη λύτρωση από τη φθορά και το θάνατο παρά μόνο ο άκτιστος Θεός(89). Όπως χαρακτηριστικά τόνιζε επανειλημμένως στις πανεπιστημιακές του παραδόσεις ο αείμνηστος καθηγητής Νικόλαος Ματσούκας, ο Ιησούς Χριστός δεν είναι απλώς ένα ηθικό πρότυπο αλλά εξάπαντος ένα απολυτρωτικό πρότυπο(90). Για αυτό ο Λυτρωτής δεν αρκεί να έχει μόνο αξιολογική και ηθική υπεροχή έναντι των δημιουργημάτων, όπως ήθελαν οι αρειανόφρονες, αλλά οντολογική(91) ώστε να πραγματώσει τη λύτρωση(92). Αυτό το σωτηριολογικό επιχείρημα του αγίου Επιφανίου και όλων των νικαιϊκών Πατέρων αντιπαρέταξε η Εκκλησία απέναντι στους αρειανόφρονες, αυτό θα αντιπαρατάξει και τον επόμενο αιώνα, τον 5ο αιώνα, για να αντιμετωπίσει τις χριστολογικές αιρέσεις, αυτό το επιχείρημα πρέπει να διατρέχει και την σύγχρονη αντιρρητική θεολογία και ποιμαντική.
(1) Α΄ Τιμ. 1, 6-7.
(2) Τιτ.1,10. Ο καθηγητής Γεώργιος Γαλίτης αναφέρει: «Δια τον Παύλον η αίρεσις είναι η κατεξοχήν αμαρτία. Ουδεμία άλλη αμαρτία οδηγεί εις την διακοπήν της κοινωνίας του αμαρτανοντός μετά της εκκλησίας. Ο μετά τας επανειλημμένας νουθεσίας επιμένων εις την αίρεσιν δεν έχει πλέον την δικαιολογίαν της αγνοίας. Ούτως η πλάνη δεν είναι πλέον συγγνωστή και ακούσια, αλλά εκούσια και ασύγγνωστος. Ο πλανώμενος κινείται πλέον εντός της περιοχής της αμαρτίας». Βλ., Η προς Τίτον επιστολή του αποστόλου Παύλου, Θεσσαλονίκη 1985, σελ. 361 – 362.
(3) Ο Ιερός Χρυσόστομος επισημαίνει ότι η Εκκλησία αποδοκιμάζει πρώτιστα «οὐ τὸν αἱρετικὸν, ἀλλὰ τὴν αἵρεσιν, οὐ τὸν ἄνθρωπον, ἀλλὰ τὴν πλάνην». Βλ.Εἰς τὸν ἅγιον ἱερομάρτυρα Φωκᾶν, καὶ κατὰ αἱρετικῶν, καὶ εἰς τὸν ρμα´ Ψαλμόν, «Φωνῇ μου πρὸς Κύριον ἐκέκραξα, Φωνῇ μου πρὸς τὸν Θεὸν ἐδεήθην», PG 50, 700-701.
(4) Ὁ άγιος Επιφάνιος γεννήθηκε περίπου το 315 στην Βησανδούκη της Ελευθερούπολης της Παλαιστίνης. Στ. Παπαδόπουλου, Πατρολογία, τ.Β’,Αθήνα 1990,σελ. 723. Στην έρευνα υπάρχουν ποικίλες απόψεις για την καταγωγή του. Ο αρχιεπίσκοπος Τσερνιγόβου Φιλάρετος, υποστηρίζει ότι ο Επιφάνιος ήταν ιουδαϊκής καταγωγής. Βλ. Ἱστορική Διδασκαλία περὶ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας (μετάφρ. Νικοδήμου, πατριάρχου Ἱεροσολύμων), Ἱεροσόλυμα 1886, σελ.351. Η συγκεκριμένη άποψη υπάρχει και στην υμνογραφία: «Εἰ καὶ Μωσαϊκοῖς νόμοις ὑπέκυψας, τῆς ἰουδαϊκῆς λατρείας ὑπάρχων βλάστημα, ἀλλ‘ ἡ χάρις Πάτερ ἡ τοῦ Χριστοῦ ἐν σοὶ ἐπιλάμψασα, μαθητὴν τῆς εἰρήνης τοῦ Εὐαγγελίου σαφῶς ἀπειργάσατο...». Βλ.Κύπρια Μηναῖα (Ἤτοι Ἀκολουθίαι ψαλλόμεναι ἐν Κύπρῳ), τόμος Ζ´, Μήν Μάϊος, Λευκωσία 2000, σελ. 79. Ο Ι. Χατζηουρανίου υποστηρίζει ότι ήταν χριστιανός όπως και η οικογένειά του. Προς απόδειξη αυτού επικαλείται απόσπασμα επιστολής του αγίου Επιφανίου πρός τον Μ. Θεοδόσιο, όπου επισημαίνει τα εξής: «οἷς καὶ ἡμεῖς ὡς υἱοὶ ἀκολουθοῦντες ἀπὸ νέας ἡλικίας, αὐτοί τε καὶ οἱ ἡμῶν γονεῖς ἐν αὐτῷ γεγενημένοι, τὴν αὐτὴν ὁμολογοῦμεν τε καὶ κατέχομεν· ὡς καὶ σύ, εὐσεβέστατε βασιλεῦ». Στην εν λόγω επιστολή ο Επιφάνιος, θέλοντας να γίνει πειστικός για τίς θέσεις του και τη σοβαρότητα των θεμάτων που αναφέρει στον επικαλείται την οικογενειακή του χριστιανική παράδοση. Βλ., Επιφανίου «Πανάριον». Έρευνα επί των πηγών του έργου, Θεσσαλονίκη 2017, σελ.68.υπ.2. Για να συγκεράσουμε και τις δυο απόψεις έχουμε την γνώμη ότι κατά πάσα πιθανότητα οι γονείς του ήταν εβραϊκής καταγωγής αλλά ασπάστηκαν τον Χριστιανισμό. Βλ. Αρχιμ. Θεοφίλου Λεμοντζή, Η χρήση της Αγίας Γραφής εναντίον των αιρέσεων από τον Άγιο Επιφάνιο Κύπρου (διδακτορική διατριβή), Θεσσαλονίκη 1998,σελ.25.Από νεαρή ηλικία επιδόθηκε με ιδιαίτερο ζήλο στις σπουδές, όπου αποκόμισε μεγάλη παιδεία, ιδιαίτερα λόγω των ταξιδιών του κυρίως στην Αλεξάνδρεια. Ήταν ευφυής, πολύγλωσσος καθώς διακρίθηκε για την εκμάθηση πέντε γλωσσών(ελληνικής,εβραϊκής, συριακής, κοπτικής και λατινικής). Πολύ νέος κατέφυγε σε ασκητές της ερήμου, όπου και μυήθηκε στον ασκητικό βίο κοντά στο διάσημο ερημίτη της Γάζας Ιλαρίωνα. Περιήλθε πολλά μοναστήρια για να γνωρίσει όλες τις μορφές της χριστιανικής σκέψης και ζωής. Απέκτησε κλασσική παιδεία στην Αλεξάνδρεια, όπου συμμερίστηκε τον αντιαρειανισμό των μοναχών και τον αντιωριγενισμό μερικών από αυτούς. Γνώρισε και σεβάσθηκε απόλυτα το πρόσωπο και τη θεολογία του Μ. Αθανασίου, τον οποίο θεωρούσε κανόνα Ορθοδοξίας. Το 362 πήρε θέση στο αντιοχειανό σχίσμα αναγνωρίζοντας ως επίσκοπο Αντιοχείας όχι τον Μελέτιο, αλλά τον Παυλίνο, επειδή τον θεωρούσε ακραιφνή υποστηρικτή του «ομοουσίου» και επειδή αυτόν αναγνώριζε και ο Μ. Αθανάσιος. Το 366 βρέθηκε για κάποιο χρονικό διάστημα στην Κύπρο. Πιθανόν ήρθε στην Κύπρο, λόγῳ της παρουσίας στο νησί του μεγάλου ασκητή Ιλαρίωνα, με τον οποίο συνδεόταν πνευματικώς. Το επόμενο έτος, 367 αποδέχτηκε την εκλογή του ως επισκόπου Σαλαμίνος της Κύπρου, έδρα την οποία ποίμανε επί 36 έτη. Βλ. περισσότερα, Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, τ. Δ´, Θεσσαλονίκη 1989, σελ. 498, Κ. Σκουτέρη, Ιστορία Δογμάτων, τ. Β´, Αθήνα 2004,σελ.564 και Δ. Μπαλάνου, Ἐπιφάνιος ὁ Κωνσταντίας ἐν Κύπρῳ, Πατρολογία, Ἀθῆναι 1930, σελ. 378-384.
(5)Επίσκοπος Σαλαμίνος ή Κωνσταντίας, διότι η Σαλαμίς στα βυζαντινά χρόνια ονομάστηκε Κωνσταντία, μετά από σεισμό (342) και την ανοικοδόμησή της από τον αυτοκράτορα Κωνστάντιο, ή Κύπρου διότι εκείνη την εποχή η επισκοπή Σαλαμίνος ήταν η πρωτόθρονη, ως πρωτεύουσα του νησιού. Σχετικά με την ίδρυση της βυζαντινής πόλεως Κωνσταντίας στην ίδια ακριβώς περιοχή της τότε πρωτεύουσας της Κύπρου Σαλαμίνας, βλ. Στ. Παπαδόπουλου, Πατρολογία, ο.π., σελ. 724, Κ. Σκουτέρη, Ιστορία Δογμάτων,ο.π.,σελ. 563 και επίσης A. H. M. Jones, The cities of the Easter Roman, Oxford: At the Clarendon Press 1971, σελ. 372-373.
(6) Τα βασικά δογματικά του έργα είναι ο «Αγκυρωτός»(374) και το «Πανάριον»(374-377). Βλ. περισσότερα Στ. Παπαδόπουλου, Πατρολογία, ο.π.,,σελ. 727 και Ν. Νικολαίδη, Η Τριαδολογική διδασκαλία του Αγίου Επιφανίου Κύπρου(διδακτορική διατριβή), Λευκωσία 1996,σελ. 12εξ.Περισσότερα για το συγγραφικό του έργο βλ. Ηλ.Μουτσούλα, Ἐπιφάνιος Σαλαμῖνος Κύπρου: Α´ Βίος, Β´ Συγγράμματα, Γ´ Διδασκαλία, Δ´ Βιβλιογραφία: ΒΕΠ 74 (1997), σελ.11-42, του ιδίου, Ἐπιφάνιος, ἐπίσκοπος Σαλαμῖνος Κύπρου (Βίος, Συγγράμματα, Διδασκαλία): ΘΗΕ 5 (1964) 800-808 και Αρχιμ. Θεοφίλου Λεμοντζή, Η χρήση της Αγίας Γραφής εναντίον των αιρέσεων από τον Άγιο Επιφάνιο Κύπρου, ο.π.,σελ31εξ.
(7) Βλ. αναλυτικά Αρχιμ. Θεοφίλου Λεμοντζή, Η χρήση της Αγίας Γραφής εναντίον των αιρέσεων από τον Άγιο Επιφάνιο Κύπρου, ο.π.,σελ.43εξ. και Ν. Νικολαΐδη, Οἱ αἱρέσεις καὶ ἡ ποιμαντικὴ ἀντιμετώπισή τους κατὰ τὸν ἅγιο Ἐπιφάνιο Κύπρου: Ἀνάλεκτα (Περὶ τοῦ ὄντως Ὄντος καὶ τῶν ὄντων), Α´: Φιλοσοφικὴ καὶ Θεολογικὴ Βιβλιοθήκη – 50, Θεσσαλονίκη 2002.
(8) Ο ενθουσιαστικός του ζήλος για την υπεράσπιση της Ορθοδοξίας της πίστεως έναντι των αιρετικών δεν του επέτρεπε να διακρίνει πάντοτε τις σοβαρές από τις σκόπιμες και επιπόλαιες καταγγελίες, τις οποίες αποδεχόταν ακρίτως και αντιδρούσε με παρορμητικό ή και βίαιο τρόπο, όπως λ.χ. στην περίπτωση της συγκρούσεως του με τον Ιερό Χρυσόστομο για το ζήτημα των «Μακρών αδελφών». Βλ.Φειδά, Το Σύμβολο της πίστεως η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος και ο άγιος Επιφάνιος, στο Θεολογία 1(2014),σελ.143.Συμφωνα με τον Βλ. Φειδα, οι αρειανικές έριδες επανέφεραν το θέμα του Ωριγενισμού καθώς πολλοί αρειανόφρονες ήταν ωριγενιστές. Αν και οι Πατέρες του 4ου αιώνα, όπως οι Καππαδόκες, χρησιμοποιούσαν εκλεκτικώς τα έργα του Ωριγένη όμως οι αρειανόφρονες χρησιμοποιούσαν το σύνολο της διδασκαλίας του. Βλ. αγίου Επιφανίου Σαλαμίνος, Πανάριον, PG 42, 520D. Όταν ωριγενιστές μοναχοί, οι λεγόμενοι «Μακροί αδελφοί», από την Αίγυπτο ζήτησαν την προστασία του αρχιεπισκόπου Κων/πόλεως Ιωάννου Χρυσοστόμου, καταδιωγμένοι από τον Θεόφιλο Αλεξανδρείας, αυτό έδωσε την ευκαιρία στον Θεόφιλο να καθαιρέσει το 404 τον Ιερό Χρυσόστομο για αντικανονικές ενέργειες, συνεπικουρούμενος από τον σφοδρό αντιωριγενιστή άγιο Επιφάνιο. Βλ. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, τ.Α’, Αθήνα 1994,σελ. 542-552. Έχουμε την γνώμη ότι ήταν ο έντονος αντιωριγενισμός και αντιαρειανισμός που ώθησαν τον άγιο Επιφάνιο να συναινέσει στην καθαίρεση του αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου. Ο Ωριγένης με τη θεωρία περί υποταγής έδινε επιχειρήματα στους αρειανόφρονες, κάτι που εξόργιζε τον άγιο Επιφάνιο ο οποίος δεν μπόρεσε να διακρίνει ότι η προστασία που προσέφερε ο Ιερός Χρυσόστομος στους «Μακρούς αδελφούς» δεν σήμαινε και τον ενστερνισμό των απόψεων τους καθώς πολλοί Πατέρες χρησιμοποιούσαν εκλεκτικώς τα έργα του Ωριγένη.
(9) Ο Άρειος, πρεσβύτερος της Αλεξάνδρειας (περ.260–335), Βλ. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, ο.π., σελ.377εξ, γεννήθηκε στη Λιβύη, Πανάριον, PG 42, 201D. Βλ. και Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, τ. Γ´, Θεσσαλονίκη 1987, σελ. 394. Δεν ήταν σπουδαίος θεολόγος, αλλά εύστροφος και πειστικός, μορφωμένος και ασκητικός, δραστήριος και οργανωτικός. Βλ. Στ. Παπαδόπουλου, Πατρολογία, ο.π., σελ.114. Ενεπλάκη στη διαμάχη μεταξύ του αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας Πέτρου (300 – 311) και του επισκόπου Λυκοπόλεως Μελιτίου, εισηγητού του μελιτιανού σχίσματος, αιτία της οποίας ήταν η διαφωνία ως προς τον τρόπο αποδοχής των πεπτωκότων στους κόλπους της Εκκλησίας κατά το διωγμό του 305. Βλ.Σωζομένου, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, PG 67, 904C. Ο πρώτος είχε ταχθεί υπέρ της επιείκειας που η Εκκλησία καθιέρωσε προοδευτικά, ενώ ο δεύτερος τάχθηκε υπέρ της αρχαίας αυστηρότητας. Βλ. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, ο.π., σελ.302. Ο Θεοδώρητος Κύρου αποδίδει το μελιτιανό σχίσμα στη φιλαρχία του Λυκοπόλεως. Σύμφωνα με τον Μ. Αθανάσιο η σύγκρουση των δυο αντρών είχε ως βαθύτερο αίτιο αντικανονικές χειροτονίες επισκόπων από το Μελίτιο σε χηρεύουσες επισκοπές. Βλ. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, ο.π., σελ.302–306, Κων. Καρακόλη, Η Εκκλησιολογία του Μεγάλου Αθανασίου(διδακτορική διατριβή), Θεσσαλονίκη 1968, σελ. 118 και Αρχιμ. Θεοφίλου Λεμοντζή, Η χρήση της Αγίας Γραφής εναντίον των αιρέσεων από τον Άγιο Επιφάνιο Κύπρου, ο.π., σελ.198εξ.Προσχώρησε στο σχίσμα τού Μελιτίου (περί το 305), από το οποίο όμως σύντομα αποχώρησε για να επανέλθει στην Εκκλησία. Ο διάδοχος του Πέτρου Αλεξανδρείας, Αχιλλάς Αλεξανδρείας ( 311- 313) τον χειροτόνησε πρεσβύτερο. Βλ. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, ο.π., σελ.378. Τού ανέθεσε μάλιστα έργο διδακτικό και ερμηνευτικό των Γραφών, το οποίο ασκούσαν κατ’ εξοχήν οι πεπαιδευμένοι πρεσβύτεροι.Βλ. Στ. Παπαδόπουλου, Πατρολογία, ο.π., σελ.116. Μετά την ολιγόμηνη πατριαρχία του τελευταίου, πατριάρχης εκλέχθηκε ο Αλέξανδρος(313 – 328), και το 318 περίπου, καταγγέλθηκε ο Άρειος από τον πρεσβύτερο Κόλλουθο ως κακόδοξος. Βλ. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, ο.π., σελ.382. Σύμφωνα με τον Θεοδώρητο Κύρου, από φθόνο για την αναρρίχηση του Αλεξάνδρου στο θρόνο, ο Άρειος θα προκαλέσει το γνωστό τριαδολογικό ζήτημα περί των σχέσεων Πατρός και Υιού, αντιτιθέμενος στην αποστολική διδασκαλία του Αλεξάνδρου. Βλ., Εκκλησιαστική Ιστορία, PG 82, 885ΑΒ και Φιλοστοργίου, Ἐκ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν ἱστοριῶν, Ἐπιτομή, ἀπό φωνῆς Φωτίου Πατριάρχου, PG 65, 461C – 464Α. Για τη θεολογική διαμάχη Αλεξάνδρου Αλεξανδρείας και Αρείου βλ. Ν. Νικολαΐδη, Θέματα Πατερικής Θεολογίας, Θεσσαλονίκη 2009, σελ. 120 – 121. Η αιρετική διδασκαλία του Αρείου συνιστά ριζική αναίρεση της Εκκλησίας, εφόσον ο Υιός είναι γι’ αυτόν κτίσμα και όχι φύσει Θεός. Στ. Παπαδόπουλου, Πατρολογία, ο.π., στλ. 115. Αναλυτικά περί της διδασκαλίας του Αρείου βλ. Ηλ. Δ. Μουτσούλα, Η Αρειανική έρις και ο Άρειος. Μέρος Α’, Ο Άρειος, τ. Α’, Αθήνα 1977 και Ν.Ζαίμη, Η αίρεση του Αρείου, Ιστορική προσέγγιση του προσώπου του Αρείου και η διδασκαλία του, στο https://www.pemptousia.gr/vivliothiki/zaimis_book/mobile/index.html
(10) Μητροπολίτη Μεσσηνίας Χρυσοστόμου, Ἡ ἀποδοχή τῆς θεολογίας καί τοῦ ἔργου τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στό πλαίσιο τῆς παράδοσης τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, Εἰσήγηση στήν Πανηγυρική Συνεδρία τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος γιά τήν συμπλήρωση 1.700 ἐτῶν ἀπό τῆς συγκλήσεως τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (Αἴθουσα Συνεδριῶν, Ἀθήνα, Ἱερά Σύνοδος, 2 Ἰουνίου 2025).Βλ. επίσης του ιδίου, Η Α‘ Οικουμενική Σύνοδος,Νίκαια της Βιθυνίας – 325 μ.Χ. Ιστορικοδογματική θεώρηση, Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 2024.
(11)Αναλυτικά για το έργο της Α’ Οικουμενικής Συνόδου βλ. Μητροπολίτου Κυζίκου Καλλινίκου, Η πρώτη εν Νικαία Οικουμενική Σύνοδος, Ιστορική μελέτη, Κωνσταντινούπολη 1930,σελ. 45εξ.,Στ. Παπαδόπουλου, Πατρολογία, ο.π., σελ.90-95 και Βλ. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, ο.π.,σελ.413-469.
(12) Εκκλησιαστική Ιστορία, PG 57, 41C.
(13) Αθανασίου Αλεξανδρείας του Μεγάλου, Άπαντα τα έργα, τ.2, επιμέλεια Π. Χρήστου & Στ. Σάκκου, Εισαγωγή, κείμενον, μετάφρασις, σχόλια υπό Β. Φανουργάκη, ΕΠΕ, Πατερικαί Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς», Θεσσαλονίκη 1974,σελ.17.
(14) Αθανασίου Αλεξανδρείας του Μεγάλου, Άπαντα τα έργα, τ.2, ο.π.,σελ.20-21 και Μητροπολίτου Κυζίκου Καλλινίκου, Η πρώτη εν Νικαία Οικουμενική Σύνοδος, Ιστορική μελέτη, ο.π., σελ.198εξ.
(15)Πανάριον, PG 42,221B-224A..Βλ. Μητροπολίτου Κυζίκου Καλλινίκου, Η πρώτη εν Νικαία Οικουμενική Σύνοδος, Ιστορική μελέτη, ο.π.,σελ.221εξ.,277εξ.
(16) Η διαμάχη των αρειανοφρόνων μεταξύ τους ήταν τόσο μεγάλη σε σημείο που οι Ευνομιανοί αναβάπτιζαν ακόμη και τους Αρειανούς. Βλ. Πανάριον, PG 42,637B: « Εὐνόμιός τις ψευδωνύμως καλούμενος, ἔτι καὶ δεῦρο περιὼν τῷ βίῳ μέγα κακόν τόλμημα· ἀναβαπτίζει γὰρ τοὺς ἤδη βαπτισθέντας, οὐ μόνον τοὺς ἀπὸ ὀρθοδόξων πρὸς αὐτὸν ἐρχομένους καὶ αἱρέσεων, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἀπ‘ αὐτῶν τῶν Ἀρειανῶν. Ἀναβαπτίζει δὲ αὐτοὺς εἰς ὄνομα Θεοῦ ἀκτίστου καὶ εἰς ὄνομα Υἱοῦ κεκτισμένου καὶ εἰς ὄνομα Πνεύματος ἁγιαστικοῦ καὶ ὑπὸ τοῦ κεκτισμένου Υἱοῦ κτισθέντος».
(17) Πανάριον, PG 42,221A.Βλ.Αρχιμ. Θεοφίλου Λεμοντζή, Η χρήση της Αγίας Γραφής εναντίον των αιρέσεων από τον Άγιο Επιφάνιο Κύπρου, ο.π., σελ.201, Π. Οβρένοβιτς, Η θεολογία των Κατά Αρειανών Λόγων του Μεγάλου Αθανασίου, Θεσσαλονίκη 2012,σελ. 13, Α. Θεοχάρη, «Η θέσις του Παροιμ. 8, 22 εις τας χριστολογικάς ερίδας του Δ’ αι.», στο Κληρονομία 2, Θεσσαλονίκη 1970, σελ. 334 – 346 και Ν. Ζαΐμη, Η προσωπικότητα του Αρείου, Βίος και δράση, στο https://www.pemptousia.gr/2020/06/i-prosopikotita-tou-ariou-vios-ke-drasi/
(18) Ψαλμ. 44, 8: «ἠγάπησας δικαιοσύνην καὶ ἐμίσησας ἀνομίαν· διὰ τοῦτο ἔχρισέ σε ὁ Θεὸς ὁ Θεός σου ἔλαιον ἀγαλλιάσεως παρὰ τοὺς μετόχους σου». Βλ.Πανάριον, PG 42,292AB
(19) Εβp. 3,1-2: «ὅθεν ἀδελφοὶ ἅγιοι, κλήσεως ἐπουρανίου μέτοχοι, κατανοήσατε τὸν ἀπόστολον καὶ ἀρχιερέα τῆς ὁμολογίας ἡμῶν ᾿Ιησοῦν Χριστόν, πιστὸν ὄντα τῷ ποιήσαντι αὐτόν, ὡς καὶ Μωϋσῆς ἐν ὅλῳ τῷ οἴκῳ αὐτοῦ». Βλ.Πανάριον, PG 42,224B,260Α
(20) Φιλ. 2,9: «διὸ καὶ ὁ Θεὸς αὐτὸν ὑπερύψωσε καὶ ἐχαρίσατο αὐτῷ ὄνομα τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα», Πράξ. 2,36 : «ἀσφαλῶς οὖν γινωσκέτω πᾶς οἶκος ᾿Ισραὴλ ὅτι καὶ Κύριον καὶ Χριστὸν αὐτὸν ὁ Θεὸς ἐποίησε, τοῦτον τὸν ᾿Ιησοῦν ὃν ὑμεῖς ἐσταυρώσατε». Βλ. Πανάριον, PG 42,224C,268Α.
(21)Πανάριον, PG 42, 232BC: «Οὐ μόνον δὲ τοῦτο, ἀλλὰ καὶ ἀρνοῦνται ψυχήν αὐτὸν ἀνθρωπείαν εἰληφέναι». Βλ. Π. Οβρένοβιτς, Η θεολογία των Κατά Αρειανών Λόγων του Μεγάλου Αθανασίου, ο.π.,σελ.57.
(22) Πρώτος ο Μ. Αθανάσιος δίνει έμφαση στη διάκριση Θεολογίας και Οικονομίας. Βλ.Γ., Μαρτζέλου, Ουσία και ενέργειαι του Θεού κατά τον Μέγαν Βασίλειον. Συμβολή εις την ιστορικοδογματικήν διερεύνησιν της περί ουσίας και ενεργειών του Θεού διδασκαλίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Θεσσαλονίκη 1984,σελ.24.
(23)Πανάριον, PG 42,261B: «οὐδὲν εἰς τὴν Θεότητα ἐν τῷ ῥητῷ τούτῳ ἀναλογεῖται, ἀλλὰ εἰς τὴν ἔνσαρκον παρουσίαν καὶ οὐδὲ ὡς περὶποιήσεως ἢ κτίσματος, ἀλλ‘ ὡς περὶ ἀξιώματος μετὰ τὴν παρουσίαν τὸ “ἐποίησεν αὐτόν”» και PG 42,244B.
(24) Πανάριον, PG 42,292AB.
(25) Πανάριον, PG 42,240C: «Τὸ μὲν γὰρ “Κύριος ἔκτισέ με” ἡ ἐνανθρώπησις λέγει ἡ ἔνσαρκος, ἐάν γε καὶ οὕτω νοοῖτο. Τὸ δὲ «ἐθεμελίωσεν», ὡς ἐν τῇ ψυχῇ ἐθεμελιώθη. τὸ δὲ “πρὸ πάντων βουνῶν γεννᾷ με”, ἵνα δείξῃ τὴν γέννησιν ἄνωθεν. Καὶ ταῦτα εἴπομεν, οὐχ οὕτως πάντως ὁριζόμενοι, εὐσεβῶς δὲ μᾶλλον εἰς τὴν ἔνσαρκον παρουσίαν διανοηθέντες» και PG 42,260Α.
(26) Πανάριον, PG 42,224C,268Α.
(27) Πανάριον, PG 42,236AB,240A.
(28) Πανάριον, PG 42, 281ΑΒ,241A.
(29) Πανάριον, PG 42, 281B: «Διὰ τὴν ἔνσαρκον ἐνανθρώπησιν καὶ τὸ διψῆσαι καὶ τὸ πεινᾶσαι καὶ τὸ πιεῖν καὶ ἐσθίειν καὶ τὸ ὑπνοῦν καὶ ἀδημονεῖν πληρωθήσεται, ἀπαθοῦς οὔσης τῆς αὐτοῦ Θεότητος».
(30)Πανάριον, PG 42, 42, 268D-269A. Βλ., Ν. Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία,τ. Β΄, Θεσσαλονίκη 1996, σελ.98.
(31)Πανάριον, PG 42, 257AB.
(32)Πανάριον, PG 42, 552A, 260AD, 232C,285Α.
(33)Βλ. Αρχιμ. Θεοφίλου Λεμοντζή, Η χρήση της Αγίας Γραφής εναντίον των αιρέσεων από τον Άγιο Επιφάνιο Κύπρου, ο.π., σελ.198εξ.
(34)Βλ.Γ. Μαρτζέλου, Ιστορία της Ορθόδοξης Θεολογίας και Πνευματικότητας, ο.π., σελ.23.
(35) Πανάριον, PG 42, 225C: «“κτίσμα μὲν λέγομεν, ἀλλ‘ οὐχ ὡς ἓν τῶν κτισμάτων, καὶ ποίημα, καὶ οὐχ ὡς ἓν τῶν ποιημάτων, καὶ γέννημα, καὶ οὐχ ὡς ἓν τῶν γεννημάτων”, ἵνα ἐν τῷ εἰπεῖν, “οὐχ ὡς ἓν τῶν γεννημάτων”, ἀποστερήσωσιν αὐτὸν τῆς κατὰ φύσιν γεννήσεως, καὶ ἐν τῷ εἰπεῖν, “οὐχ ὡς ἓν τῶν κτισμάτων”, ἵνα ἀληθινὸν κτίσμα αὐτὸν ἀποφάνωσιν. Οἷον γὰρ ἐὰν ᾖ κτίσμα, κτίσμα ὑπάρχει, κἄν τε μυριονταπλάσιον ἐπάνω εἴη ὄνομα ἔχον, τὸ αὐτό ἐστι τοῖς πᾶσι κτίσμασιν ἐξισαζόμενον. Οὐ γὰρ ὅτι ἥλιος φαιδρότερος τῶν ἄλλων ἐστί, δύναται μὴ εἶναι κτίσμα, ὥσπερ καὶ ὁ λίθος· οὐδὲ ὅτι ἡ σελήνη ὑπερπαίει τὰ ἄστρα, παρὰ τοῦτο οὐκ ἔστι τῶν κτισμάτων».
(36)Σύμφωνα με τον Γ.Μαρτζέλο οι αρειανόφρονες δέχονταν δύο οντολογικὲς κατηγορίες: την κατηγορία του αγεννήτου ή ακτίστου για τὸν Πατέρα και την κατηγορία του γεν(ν)ητού ή κτιστού. Αντίθετα, μεταγενέστερα οι Ευνομιανοὶ διέκριναν σαφώς την οντολογικὴ κατηγορία του Υιού από την οντολογικὴ κατηγορία του αγίου Πνεύματος. Βλ. Τὸ οντολογικὸ πρόβλημα στὴν πατερικὴ παράδοση, στο Θεολογία 93, 4 (2022), σελ.245.
(37) Γ. Μαρτζέλου, Ιστορία της Ορθόδοξης Θεολογίας και Πνευματικότητας, Θεσσαλονίκη, 1991-1992,σελ.27.
(38) Πανάριον, PG 42, 345A: «οἷον γὰρ ἐὰν ᾖ κτίσμα, κτίσμα ὑπάρχει, κἄν τε μυριονταπλάσιον ἐπάνω εἴη ὄνομα ἔχον, τὸ αὐτό ἐστι τοῖς πᾶσι κτίσμασιν ἐξισαζόμενον. Οὐ γὰρ ὅτι ἥλιος φαιδρότερος τῶν ἄλλων ἐστί, δύναται μὴ εἶναι κτίσμα, ὥσπερ καὶ ὁ λίθος· οὐδὲ ὅτι ἡ σελήνη ὑπερπαίει τὰ ἄστρα, παρὰ τοῦτο οὐκ ἔστι τῶν κτισμάτων».
(39)Πανάριον, PG 42,228C: «οὐ γὰρ ὅτι ὁ βασιλεὺς ὑπερέχει τῶν ἐπάρχων καὶ στρατηλατῶν, οὐ παρὰ τοῦτο οὐκ ἔστιν ὁμοιοπαθὴς τῶν ἄλλων καὶ σύνδουλος τῆς αὐτῆς κτίσεως, θνητός τις ὤν, ὥσπερ καὶ οἱ ὑπ‘ αὐτοῦ ἀρχόμενοι. Καὶ οὐχ ὅτι ὁ ἥλιος ὑπερέχει τῶν ἄλλων ἄστρων καὶ ἡ σελήνη ἐν μέρει, οὐ παρὰ τοῦτο οὐκ εἰσὶν ὑποτεταγμένα στοιχεῖα καὶ τῇ τοῦ ἑνὸς διατάξει δημιουργοῦ τε καὶ κτίστου, Πατρὸς καὶ Υἱοῦ καὶ ἁγίου Πνεύματος, ὑπείκοντα. Καὶ οὐχ ὅτι ἄγγελοι ὑπερέχουσι τῶν ὁρατῶν καὶ ἐν τάξει τῶν ἄλλων μείζους πάντων εἰσίν».Πρβλ. Μεγάλου Ἀθανασίου, Κατὰ Ἀρειανῶν, PG 26 185BC – 188A: «Τίς οὖν χρεία τῆς ὑποκρίσεως, ὥστε λέγειν μὲν αὐτὸν κτίσμα, λέγειν δὲ αὐτὸν μὴ κτίσμα; Καὶ γὰρ καὶ ἐὰν λέγητε, οὐχ ὡς ἕν τῶν κτισμάτων, ἀνόητον ὑμῶν τὸ τοιούτων σόφισμα δειχθήσεται. ἕν γὰρ πάλιν τῶν κτισμάτων αὐτὸν εἶναι λέγετε».
(40) Πανάριον, PG 42, 316Α.
(41) Ο στόχος ήταν προφανής. Αν οι Ορθόδοξοι απαντούσαν ότι ο Πατήρ γέννησε τον Υιό με τη θέλησή του («θέλων»), τότε θα έπρεπε να δεχτούν ότι ο Υιός δεν διαφέρει οντολογικά σε τίποτε από τα κτίσματα. Αν πάλι απαντούσαν ότι ο Πατήρ γέννησε τον Υιό χωρίς τη θέλησή του («μη θέλων»), τότε θα έπρεπε να δεχτούν ότι ο Υιός γεννήθηκε κατ’ ανάγκην από τον Πατέρα. Βλ.Πανάριον, PG 42, 245A και Αγκυρωτός, PG 43,108ΑΒ. Η απάντηση του αγίου Επιφανίου απέναντι σε αυτό το εκβιαστικό δίλημμα ήταν καταλυτική: «οὔτε θέλων τοίνυν ἐγέννησεν οὔτε μὴ θέλων, ἀλλ‘ ὑπερβολῇ φύσεως. ὑπερβαίνει γὰρ ἡ θεία φύσις βουλὴν καὶ οὐχ ὑποπίπτει χρόνῳ οὔτε ἀνάγκῃ ἄγεται»: Αγκυρωτός, PG 43,108Β. Αναλυτικά για το θέμα βλ. Γεωργίου Δ. Μαρτζέλου, Η γέννηση του Υιού και η ελευθερία του Πατέρα κατά την πατερική παράδοση του Δ’ αιώνα, Πρακτικά Θεολογικού Συνεδρίου με θέμα: «Ο Επουράνιος Πατήρ» (10-13 Νοεμβρίου 1992). Ι. Μητρόπολις Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1993,σελ. 289-310. Και άλλοι νικαιϊκοί Πατέρες απάντησαν στην συγκεκριμένη αρειανική πρόκληση. Βλ. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 29, Περί Υιού, PG 36, 80C, Διδύμου του Τυφλού, Περί Αγίας Τριάδος, PG 39, 281BC, Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Διάλογος περί Αγίας τε και Ομοουσίου Τριάδος, PG 75, 773D-776A.
(42)Πανάριον, PG 42,316AB.Βλ. Ν. Νικολαΐδη, Η Τριαδολογική διδασκαλία του Αγίου Επιφανίου Κύπρου(διδακτορική διατριβή), ο.π., σελ. 53.
(43) Αγκυρωτός, PG43,108Β.
(44) Πανάριον, PG 42, 245A και Αγκυρωτός, PG 43,105D-108Β.
(45) Πανάριον, PG 42,588D.
(46) Πανάριον, PG 42,620CD: «Διὸ ὁ γεγεννημένος Υἱὸς οὐκ ἐξ οὐκ ὄντων, ἀλλὰ ἐκ τοῦ ὄντος, συμπρεπόντως ἅμα θεωρεῖται, οὔτε παρατεινομένης τῆς οὐσίας οὔτε συστελλομένης, ἀλλὰ πνεῦμα ὢν ὁ Πατὴρ πνεῦμα ἀληθινῶς τὸν Υἱὸν ἐγέννησεν, καὶ ἐξ ἑαυτοῦ ἐξήνεγκε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον». Πρβλ. Μ. Αθανασίου, Κατὰ Αρειανών, PG 26, 28D: «Υἱὸς ἀληθινὸς φύσει καὶ γνήσιός ἐστι τοῦ Πατρὸς, ἴδιος τῆς οὐσίας αὐτοῦ, Σοφία μονογενὴς, καὶ Λόγος ἀληθινὸς καὶ μόνος τοῦ Θεοῦ οὗτός ἐστιν· οὐκ ἔστι κτίσμα οὔτε ποίημα, ἀλλ‘ ἴδιον τῆς τοῦ Πατρὸς οὐσίας γέννημα. ∆ιὸ Θεός ἐστιν ἀληθινὸς, ἀληθινοῦ Πατρὸς ὁμοούσιος ὑπάρχων».
(47) Πανάριον, PG 42, 25ΑΒ: «οὐ γάρ ἐστιν ἑτεροούσιος ὁ Υἱὸς τοῦ Πατρός, ἀλλὰ ὁμοούσιος τῷ Πατρί· οὐ δύναται δὲ εἶναι ἑτεροούσιος τῷ γεγεννηκότι οὐδὲ ταυτοούσιος, ἀλλὰ ὁμοούσιος. Οὐδὲ πάλιν λέγομεν αὐτὸν μὴ εἶναι ταὐτὸν τῇ οὐσίᾳ τῷ Πατρί· ἔστι γὰρ ταὐτὸν τῇ Θεότητι καὶ τῇ οὐσίᾳ ὁ Υἱὸς πρὸς τὸν Πατέρα, καὶ οὐκ ἀλλοῖος παρὰ τὸν Πατέρα οὐδὲ ἀπὸ ἄλλης ὑποστάσεως, ἀλλὰ ὡς ἀληθῶς Υἱὸς Πατρὸς τῇ τε οὐσίᾳ καὶ τῇ ὑποστάσει καὶ τῇ ἀληθείᾳ. Ἀλλ‘ οὐχ ὁ Πατήρ ἐστιν ὁ Υἱός, οὐδὲ ὁ Υἱός ἐστιν ὁ Πατήρ, ἀλλὰ Υἱὸς ἀληθῶς ἐκ Πατρὸς γεγεννημένος. Διὸ οὔτε δύο θεοὶ οὔτε δύο υἱοὶ οὔτε δύο ἅγια πνεύματα, ἀλλὰ μία Θεότης ἡ Τριάς, Πατήρ, Υἱὸς καὶ ἅγιον Πνεῦμα, ὁμοούσιος οὖσα».
(48) Πανάριον, PG 42,413A,257CD,620C,604A,580CD και 525C.Βλ. αναλυτικά Γ. Μαρτζέλου, Ιστορία της Ορθόδοξης Θεολογίας και Πνευματικότητας, ο.π., σελ 28.
(49)Πανάριον, PG 42,25Β: «ὅταν γὰρ εἴπῃς ὁμοούσιον, οὐ συναλοιφὴν σημαίνεις. Τὸ γὰρ ὁμοούσιον οὐχ ἑνός ἐστι σημαντικόν, οὐδὲ τοῦ ὄντος Υἱοῦ πρὸς Πατέρα γνησίου τὴν οὐσίαν διίστησι καὶ τὴν ὑπόστασιν ἀπαλλοτριοῖ διὰ τὸ ὁμοούσιον. Οὐ γὰρ ἀρχὰς δύο κηρύττει ὁ θεῖος λόγος, ἀλλὰ μίαν ἀρχήν».
(50)Πανάριον, PG 42,469B: «τὸ γὰρ ὁμοῦ δύο μὲν ὑποστάσεών ἐστι σημαντικόν, οὐκ ἀλλοτρίων δὲ τῇ φύσει», Πανάριον, PG 42,317D-320A: «Τὸ δὲ ὁμοούσιον οὐχ ἕνα πάλιν σημαίνει, ἀλλ‘ ἀπὸ τοῦ ὁμοῦ δύο σημαίνει τέλεια· ἀλλ‘ οὐκ ἀλλοῖα ἀλλήλων ἐστὶν οὐδὲ ἀλλότρια τῆς αὐτῶν ἑνότητος» και PG 42,528D.
(51)Πανάριον, PG 42,320ΑΒ.
(52)Πανάριον, PG 42,468D-469A: «τί ἐλύπει λέγειν τὸ ὁμοιοούσιον ὁμοούσιον; σαφῶς ἡμῖν ὁμολογήσατε, ἵνα καὶ ὑμᾶς ἐπιγνῶμεν ἰδίους ὄντας καὶ μὴ ἀλλοτρίους. Δύναται γὰρ καὶ ὁμοιοούσιον εἶναι πρὸς χρυσὸν χαλκός, πρὸς ἄργυρον κασσίτερος, πρὸς σίδηρον ὁ μόλιβδος. Αλλ‘ οὐκ ἀπατήσει ἡμᾶς ἡ ὑμῶν ἐπιτετηδευμένη καὶ τετορνευμένη μυθοπλαστία». Περισσότερα βλ. Γ. Μαρτζέλου, Ιστορία της Oρθόδοξης Θεολογίας και Πνευματικότητας, ο.π., σελ.33.
(53) Πανάριον, PG 42,496Β. Πρβλ. Μεγάλου Ἀθανασίου, Πρὸς Σεραπίωνα, PG 26, 648B. Αναλυτικά για την πνευματολογία του Μ. Αθανασίου βλ. Χ. Φιλιώτη – Βλαχάβα, Ἡ περὶ Ἁγίου Πνεύματος διδασκαλία τοῦ Μ. Ἀθανασίου, (Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία), Τμ. Ποιμαντικῆς καὶ Κοινωνικῆς Θεολογίας Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη 1995.
(54) Πανάριον, PG 42,488B: «Συνεργεῖ τοίνυν, ὡς ἀποδέδεικται, τῷ Πατρὶ ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον· “τῷ λόγῳ γὰρ Κυρίου οἱ οὐρανοὶ ἐστερεώθησαν, καὶ τῷ πνεύματι τοῦ στόματος αὐτοῦ πᾶσα ἡ δύναμις αὐτῶν”. Προσκυνητὸν δὲ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον· “τοὺς γὰρ προσκυνοῦντας Θεῷ ἐν Πνεύματι δεῖ προσκυνεῖν καὶ ἀληθείᾳ”. Εἰ δὲ συνεργεῖ ταῦτα, κτίσις κτίσιν οὐκ ἐργάζεται οὐδὲ κτιστὴ ἡ Θεότης γίνεται οὐδὲ ἐν μέτρῳ ἢ περιοχῇ Θεὸς γινώσκεται». Πρβλ. Μ.Αθανασίου, Πρὸς Σεραπίωνα, PG 26, 593C-605Α. Βλ. και την μελέτη του Α. Θεοδώρου, Η περί εκπορεύσεως του αγίου Πνεύματος διδασκαλία Κυρίλλου Αλεξανδρείας και Επιφανίου Κύπρου, στο Θεολογία (1974)σελ.80-101 και 478-510.
(55)Περισσότερα για τις συγκεκριμένες αιρέσεις βλ. Αρχιμ. Θεοφίλου Λεμοντζή, Η χρήση της Αγίας Γραφής εναντίον των αιρέσεων από τον Άγιο Επιφάνιο Κύπρου, ο.π.,σελ.221εξ.
(56) Ο Αέτιος ο σοφιστής, άνθρωπος φιλόδοξος, αναμείχθηκε με τα θέματα της θρησκείας και της φιλοσοφίας, χωρίς να έχει ευρεία θεολογική παιδεία. Γεννήθηκε στην Κοίλη Συρία περί το 300 μ.Χ. Βλ. Ι. Χατζηουρανίου, Επιφανίου «Πανάριον». Έρευνα επί των πηγών του έργου, ο.π., σελ.365.Επί αυτοκράτορα Ιουλιανού του Παραβάτη έγινε επίσκοπος. Μαζί με τον μαθητή του και κατόπιν συνεχιστή του έργου του, Ευνόμιο Κυζίκου, υπήρξαν μετά το θάνατο του Αρείου οι συνεχιστές του έργου του, επικεφαλής των πιο ακραίων Αρειανοφρόνων, των Ανομοίων. Γράφει για αυτόν ο άγιος Επιφάνιος: «Ἐτόλμησε γὰρ εἰπεῖν ἀνόμοιον τὸν Υἱόν τῷ Πατρί ὑπάρχειν καὶ οὐ ταὐτὸν εἶναι τῇ Θεότητι πρὸς τὸν Πατέρα», Πανάριον,PG 42, 517D. Το ίδιο πρέσβευε και για το Άγιο Πνεύμα: Πανάριον, PG 42, 520B. Έγραφε σύντομα κεφάλαια λίγων σειρών και παρουσίαζε τίς απόψεις του σέ διαλεκτικά σχήματα, που στηρίζονταν σέ «κοινές» φιλοσοφικές έννοιες, ώστε και να πείθει και να μην χρειάζεται πολλές αναλύσεις. Βλ. αναλυτικά: Στ. Παπαδόπουλου, Πατρολογία, ο.π., σελ. 234-238. Επίσης για τον μαθητή του Ευνόμιο βλ. Στ. Παπαδόπουλου, Πατρολογία, ο.π., σελ. 579-585. Αναλυτικότερα βλ. και την μελέτη του Γ., Μαρτζέλου, Ουσία και ενέργειαι του Θεού κατά τον Μέγαν Βασίλειον. Συμβολή εις την ιστορικοδογματικήν διερεύνησιν της περί ουσίας και ενεργειών του Θεού διδασκαλίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Θεσσαλονίκη 1984.
(57) Γ., Μαρτζέλου , Το οντολογικὸ πρόβλημα στην πατερικὴ παράδοση, ο.π.,σελ.245.
(58)Πανάριον, PG 42, 517BC: «Οὗτος ὁ Ἀέτιος καὶ κατὰ τὸν κοσμικὸν λόγον ἀπαίδευτος ἦν ἕως τῆς τελείας αὐτοῦ ἡλικίας, ὡς ὁ λόγος. Επενόησε δέ, ὑποβὰς καὶ σχολάσας ἐν Ἀλεξανδρείᾳ Ἀριστοτελικῷ φιλοσόφῳ καὶ σοφιστῇ καὶ τὰ τῆς διαλεκτικῆς δῆθεν ἐκείνων μαθών, οὐδὲν ἕτερον πλὴν σχηματοποιεῖν τὴν περὶ τοῦ Θεοῦ Λόγου ἀπόδοσιν».
(59)Πανάριον, PG 42,533C.
(60) Πανάριον, PG 42,612B.
(61) Πανάριον, PG 42,612AB, 581D, 525Α. Βλ. αναλυτικά Γ. Μαρτζέλου, Ιστορία της Ορθόδοξης Θεολογίας και Πνευματικότητας, ο.π., σελ 29 -30 Βλ. και τις θέσεις του μαθητή του Ευνομίου: Γ., Μαρτζέλου, Ουσία και ενέργειαι του Θεού κατά τον Μέγαν Βασίλειον. Συμβολή εις την ιστορικοδογματικήν διερεύνησιν της περί ουσίας και ενεργειών του Θεού διδασκαλίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ο.π., σελ.37εξ., 149εξ. και Π.Λάζου, Έννοια και σημασία της επίνοιας κατά τους Καππαδόκες Πατέρες, Θεσσαλονίκη 2017, σελ.18.
(62) Βλ. Πανάριον, PG 42, 633BC, Σωκράτους Σχολαστικοῦ, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, PG 67, 473Β. Βλ. αναλυτικά Γ. Μαρτζέλου, Το οντολογικὸ πρόβλημα στὴν πατερικὴ παράδοση, ο.π., σελ. 230εξ.
(63) Πανάριον, PG 42, 525Α,576D. Η χρήση των ονομάτων ως δηλωτικά των ιδιοτήτων και όχι της ουσίας του Θεού οφείλεται στον Μ. Αθανάσιο και η συστηματική ανάπτυξή της στον Μ. Βασίλειο. Βλ.Γ., Μαρτζέλου, Ουσία και ενέργειαι του Θεού κατά τον Μέγαν Βασίλειον. Συμβολή εις την ιστορικοδογματικήν διερεύνησιν της περί ουσίας και ενεργειών του Θεού διδασκαλίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ο.π., σελ.57. Οι Καππαδόκες Πατέρες υποστηρίζουν ότι κανένα όνομα δεν είναι σε θέση να περιγράψει και να δηλώσει την οντολογική της σύσταση της θείας Ουσίας. Βλ. Μ. Βασιλείου, Ἀνατρεπτικὸς τοῦ Ἀπολογητικοῦ τοῦ δυσσεβοῦς Εὐνομίου, PG 29, 545Α, Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 28, Περὶ θεολογίας, PG 36, 48C-49A, Γρηγορίου Νύσσης, Κατὰ Εὐνομίου 1, PG 45, 461Β, PG 45, 761D-763A, PG 45, 873Α και PG 45, 913D. Βλ.αναλυτικά Γ., Μαρτζέλου, Το οντολογικὸ πρόβλημα στὴν πατερικὴ παράδοση, ο.π., σελ 230.
(64) Πανάριον, PG 42, 633BC και 585D
(65) Πανάριον, PG 42, 636A: «μάλιστα πάντη τῶν θείων γραφῶν σαφῶς περὶ Θεοῦ κηρυττουσῶν τὸ ἀόρατον αὐτὸν εἶναι καὶ ἀκατάληπτον καὶ ἀπερινόητον, μόνον δὲ πίστει ἐν ἀληθείᾳ γινωσκόμενον ὅτι «ἔστι καὶ τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτὸν μισθαποδότης γίνεται» και PG 42, 633C.
(66) Πανάριον, PG 42,612D: «σαφῶς ἐν τῇ ἁγίᾳ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ ὀρθοδόξως ὁμοούσιος ἡ Τριὰς κηρύττεται, μηδενὸς τῶν κεκτισμένων δυναμένου τῷ ὀνόματι τούτῳ καλεῖσθαι, διὰ τὸ μηδὲ κατὰ φύσιν εἶναί τι ὅμοιον τῷ Μονογενεῖ καὶ τῷ ἁγίῳ Πνεύματι μήτε κατὰ τὸ σέβας. Τὰ μὲν γάρ ἐστιν ἐξ οὐκ ὄντων κεκτισμένα καὶ οὐ προσκυνητά, ἡ δὲ Τριὰς ἀεί ἐστιν, ὁ Πατὴρ Πατὴρ τέλειος καὶ ὁ Υἱὸς υἱὸς τέλειος ἐκ Πατρὸς γεννηθεὶς καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον Πνεῦμα τέλειον ἐκ πατρὸς προελθὸν καὶ τοῦ Υἱοῦ λαμβάνον». Πανάριον, PG 42,625ΑΒ, Αγκυρωτός, PG 43, 32Α.Πρβλ. Μ. Βασιλείου, Ἀνατρεπτικὸς τοῦ Ἀπολογητικοῦ τοῦ δυσσεβοῦς Εὐνομίου, PG 29, 644C, PG 29, 660A, Γρηγορίου Νύσσης, Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 184CD και Κατὰ Εὐνομίου, PG 45, 333ΒC.
(67)Πανάριον, PG 42, 576A.
(68)Πανάριον, PG 42, 576Α: «γεννητὸν δὲ τὸν Υἱὸν οὐκ ἀρνούμεθα, ἀλλ‘ οὐχὶ κτιστόν. Οὔτε γάρ, ἐὰν τὸν Υἱὸν γεννητὸν ὁρισώμεθα, ἐκ Θεοῦ Πατρὸς τὴν οὐσίαν ἔχειν ἀρνεῖσθαι δυνάμεθα· γεννητῶς γὰρ ἐγέννησε καὶ οὐκ ἔκτισεν».
(69)Πανάριον, PG 42, 545D,
(70)Πανάριον, PG 42, 569CD: «Πέπαυσο οὖν, ὦ Ἀέτιε, κενὰς ἡμῖν καὶ Ἀριστοτελικὰς λέξεις φέρων, ἀρκετῶς ἐχόντων ἡμῶν καὶ μὴ ἀπατωμένων τὴν τοῦ Κυρίου ἡμῶν ἀληθινὴν διδασκαλίαν, τὴν λέγουσαν ὅτι “ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐγὼ ἐξῆλθον καὶ ἥκω”, (καὶ) οὐ καταχρηστικῶς ἐχούσης τῆς λέξεως κατὰ τὴν δύναμιν, ἀλλὰ τελειότητος καὶ ἀξίας Θεοῦ σημαινούσης τὴν οὐσίαν».
(71)Πανάριον, PG 42,317D-320A: «οὐκ ἴσασι δὲ ὅτι καὶ ὑπόστασις καὶ οὐσία ταὐτόν ἐστι τῷ λόγῳ. ἔστι γὰρ Κύριος ἐν τῇ ὑποστάσει αὐτοῦ, καὶ τὸ “ἀπαύγασμα τῆς δόξης καὶ χαρακτὴρ τῆς ὑποστάσεως αὐτοῦ”. Οὐσία οὖν ἐστιν· οὐχὶ περιουσία, ἀλλὰ αὐτὸ τοῦτο ὄν, ὥς φησι Μωυσῆς “ὁ ὢν ἀπέσταλκέ με” εἰπὼν τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ. ὁ ὢν οὖν ἐστι τὸ ὄν, τὸ δὲ ὂν ἡ οὖσα οὐσία τυγχάνει. Τὸ δὲ ὁμοούσιον οὐχ ἕνα πάλιν σημαίνει, ἀλλ‘ ἀπὸ τοῦ ὁμοῦ δύο σημαίνει τέλεια· ἀλλ‘ οὐκ ἀλλοῖα ἀλλήλων ἐστὶν οὐδὲ ἀλλότρια τῆς αὐτῶν ἑνότητος» .
(72) Πανάριον, PG 42,468Α. Βλ. Ν. Νικολαΐδη, Η Τριαδολογική διδασκαλία του Αγίου Επιφανίου Κύπρου, ο.π., σελ. 128.
(73)Γ. Μαρτζέλου, Ιστορία της Ορθόδοξης Θεολογίας και Πνευματικότητας, ο.π., σελ. 33.
(74) Γ. Μαρτζέλου, Ουσία και ενέργειαι του Θεού κατά τον Μέγαν Βασίλειον. Συμβολή εις την ιστορικοδογματικήν διερεύνησιν της περί ουσίας και ενεργειών του Θεού διδασκαλίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ο.π., σελ.61.
(75) Πανάριον, PG 42, 332D-333A: «τῶν τριῶν οὐσῶν τελείων ὑποστάσεων, μιᾶς δὲ Θεότητος, Πατρὸς καὶ Υἱοῦ καὶ ἁγίου Πνεύματος, καὶ τῆς ἐνσάρκου πάλιν παρουσίας προσλαμβανούσης μετὰ τῆς Θεότητος τὴν ἀπὸ Πατρὸς καὶ Υἱοῦ κεχαρισμένην αὐτῇ τοῦ ἀξιώματος δωρεάν τε καὶ ἐξουσίαν καὶ τελειότητα, καὶ εἰς μίαν Θεότητος πνευματικὴν συνένωσιν συνηνωμένης.».Βλ. Ν. Νικολαΐδη, Η Τριαδολογική διδασκαλία του Αγίου Επιφανίου Κύπρου, ο.π., σελ.134.
(76) Πανάριον, PG 42,468Α. Ν. Νικολαΐδη, Η Τριαδολογική διδασκαλία του Αγίου Επιφανίου Κύπρου, ο.π., σελ.129εξ.
(77) Αγκυρωτός, PG 43,88Α και 140Α.
(78) Πανάριον, PG 42, 481Α,468Α, 313CD και PG 41,1053C. Βλ. Ν. Νικολαΐδη, Η Τριαδολογική διδασκαλία του Αγίου Επιφανίου Κύπρου, ο.π., σελ. 105.
(79) Λόγος ΚΘ΄, Θεολογικός Τρίτος, Περί Υιού, PG 36, 92A.
(80) Ο άγιος Επιφάνιος διακρίνει δύο κατηγορίες Πνευματομάχων: αυτοί οι οποίοι αρνούνταν τη θεότητα του Υιού και του αγίου Πνεύματος και αυτοί οι οποίοι ναι μεν αποδέχονταν την θεότητα του Υιού αλλά αρνούνταν την θεότητα του αγίου Πνεύματος. Όλοι όμως οι Πνευματομάχοι «εἰς τὸ Πνεῦμα δὲ τὸ ἅγιον πάντες οὗτοι βλασφημοῦσι, μὴ συναριθμοῦντες αὐτὸ Πατρὶ καὶ Υἱῷ ἐν τῇ Θεότητι»:Παναριον, PG 42,473CD.
(81)Πανάριον, PG 42, 501BC: «κἄν τε γὰρ ἐξ αὐτῶν τινες θελήσειαν λέγειν ὅτι “τὴν μὲν πίστιν τὴν ἐκτεθεῖσαν κατὰ Νίκαιαν καὶ αὐτοὶ ὁμολογοῦμεν· δεῖξον δέ μοι ἀπ‘ αὐτῆς ὅτι τὸ ἅγιον Πνεῦμα ἐν τῇ Θεότητι συναριθμεῖται”, εὑρεθήσονται καὶ ἀπ‘ αὐτῆς ἐλεγχόμενοι. Οὐ γέγονε δὲ τότε περὶ τοῦ Πνεύματος ἡ ζήτησις. Πρὸς γὰρ τὸ ὑποπῖπτον ἐν καιρῷ καὶ καιρῷ αἱ σύνοδοι τὴν ἀσφάλειαν ποιοῦνται. Επεὶ οὖν ὁ Ἄρειος εἰς τὸν Υἱὸν τὴν δυσφημίαν ἀπετείνετο, τούτου ἕνεκα μετὰ περισσῆς διαλογῆς ἀκρίβεια τῶν λόγων γεγένηται. Όρα δὲ ἀπ‘ αὐτῆς τῆς ὁμολογίας ὅτι οὔτε ἐν τούτῳ εὑρεθήσονταί τι λέγοντες οἱ εἰς τὸ Πνεῦμα βλασφημοῦντες, οἱ Πνευματομάχοι καὶ ἀλλότριοι τῆς αὐτοῦ δωρεᾶς καὶ ἁγιαστείας. Εὐθὺς γὰρ ἡ ἔκθεσις ὁμολογεῖ καὶ οὐκ ἀρνεῖται· “πιστεύομεν γὰρ εἰς ἕνα Θεὸν Πατέρα παντοκράτορα”. Τὸ δὲ πιστεύομεν οὐχ ἁπλῶς εἴρηται, ἀλλὰ ἡ πίστις εἰς τὸν Θεὸν “καὶ εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν”· καὶ οὐχ ἁπλῶς εἴρηται, ἀλλ‘ εἰς Θεὸν ἡ πίστις “καὶ εἰς τὸ ἅγιον Πνεῦμα”· καὶ οὐχ ἁπλῶς εἴρηται, ἀλλ‘ εἰς μίαν δοξολογίαν καὶ εἰς μίαν ἕνωσιν Θεότητος καὶ μίαν ὁμοουσιότητα, εἰς τρία τέλεια, μίαν δὲ Θεότητα, μίαν οὐσίαν».
(82)Αγκυρωτός, PG 43,233A.
(83)Αγκυρωτός, PG 43,233A-236C: «Ἐπειδὴ δὲ ἐν τῇ ἡμετέρᾳ γενεᾷ ἀνέκυψαν ἄλλαι τινὲς αἱρέσεις ἀλλεπάλληλοι, τουτέστιν ἐπὶ χρόνου Οὐαλεντινιανοῦ καὶ Οὐάλεντος τῶν βασιλέων κατὰ τὸ δέκατον αὐτῶν τῆς βασιλείας ἔτος καὶ πάλιν κατὰ τὸ ἕκτον ἔτος Γρατιανοῦ, τουτέστιν ἐν τῷ ἐνενηκοστῷ ἔτει ∆ιοκλητιανοῦ τοῦ τυράννου, τούτου χάριν ὑμεῖς τε καὶ ἡμεῖς καὶ πάντες οἱ ὀρθόδοξοι ἐπίσκοποι καὶ συλλήβδην πᾶσα ἡ ἁγία καθολικὴ ἐκκλησία πρὸς τὰς ἀνακυψάσας αἱρέσεις ἀκολούθως τῇ τῶν ἁγίων ἐκείνων Πατέρων προτεταγμένῃ πίστει οὕτως λέγομεν, μάλιστα τοῖς τῷ ἁγίῳ λουτρῷ προσιοῦσιν, ἵνα ἀπαγγέλλωσι καὶ λέγωσιν οὕτως· Πιστεύομεν εἰς ἕνα Θεόν, Πατέρα παντοκράτορα….». Αν και ο Αγκυρωτός γράφτηκε το 374, όμως φέρεται ο άγιος Επιφάνιος να παραθέτει στο 119ο κεφάλαιο το Σύμβολο Νικαίας-Κωνσταντινούπολης που συντάχθηκε το 381.Βλ.Αγκυρωτός, PG 43,232B-233A. Το γεγονός αυτό έχει προβληματίσει την επιστημονική έρευνα και πολλοί υποστηρίζουν ότι αυτό ήταν το επίσημο Σύμβολο της Εκκλησίας της Κύπρου ή ένα ιεροσολυμίτικο Σύμβολο το οποίο υιοθετήθηκε από την Β’ Οικουμενική Σύνοδο κάτι το οποίο όμως δεν γίνεται αποδεκτό από τον καθηγητή Βλάσιο Φειδά. Υποστηρίζει ο Βλάσιος Φειδάς ότι μεταγενέστερος αντιγραφέας το προσέθεσε αντικαθιστώντας το Σύμβολο της Νικαίας που υπήρχε στη θέση του και το οποίο είχε παραθέσει ο άγιος Επφάνιος. Όμως ο εν λόγω καθηγητής υποστηρίζει ότι το 120ο κεφάλαιο του Αγκυρωτού προστέθηκε από τον ίδιο τον άγιο Επιφάνιο, μετά το 381, καθώς σε αυτό εμμέσως χρησιμοποιείται και αναπτύσσεται εμφανώς το Σύμβολο Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως που συντάχθηκε μεταγενέστερα από την Β΄ Οικουμενική Σύνοδο. Βλ.Φειδά, Το Σύμβολο της πίστεως, η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος και ο άγιος Επιφάνιος, στο Θεολογία 1/2014,σελ.141- 157.
(84)Βλ.Φειδά, Το Σύμβολο της πίστεως, η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος και ο άγιος Επιφάνιος, ο.π.,σελ.156-157. Ο καθηγητής Βλάσιος Φειδάς επισημαίνει ότι η Β’ Οικουμενική Σύνοδος δεν είχε σκοπό να συντάξει νέο Σύμβολο πίστεως αλλά το κείμενο το επονομαζόμενο Σύμβολο Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως ήταν μια Ομολογία πίστεως, ένας Λίβελλος Πίστεως που έπρεπε να ομολογήσουν οι αιρετικοί ώστε να γίνουν αποδεκτοί από την Εκκλησία και δεν καλύπτονταν από το Σύμβολο Νικαίας (Πνευματομάχοι, Μαρκελλιανοί, Ευνομιανοί, Απολλιναριστές). Όμως η συνεχόμενη χρήση του κειμένου αυτού ήδη το είχε καθιερώσει στην εκκλησιαστική συνείδηση ως βαπτιστήριο Σύμβολο, τού προσέδωσε το κύρος επισήμου Συμβόλου από την Εκκλησία κάτι το οποίο αναγνωρίστηκε στην Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο. Βλ.Φειδά, Το Σύμβολο της πίστεως η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος και ο άγιος Επιφάνιος, ο.π.,σελ.142,146,149,153 και του ιδίου, Εκκλησιαστική Ιστορία, ο.π., σελ.532-542.
(85) Βλ. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, ο.π., σελ.538.
(86) Αγκυρωτός, PG 43,233A
(87)Πανάριον, PG 42, 545D, 576Α.
(88) Μεγάλου Αθανασίου, Κατὰ Αρειανῶν, PG 26, 289BC: «Εἰ γὰρ κτίσμα ὢν ἐγεγόνει ἄνθρωπος, ἔμενεν οὐδὲν ἧττον ὁ ἄνθρωπος, ὥσπερ καὶ ἦν, οὐ συναφθεὶς τῷ Θεῷ. Πῶς γὰρ ἂν ποίημα ὢν, διὰ ποιήματος συνήπτετο τῷ Κτίστῃ; Ἢ ποία βοήθεια παρὰ τῶν ὁμοίων τοῖς ὁμοίοις γένοιτ‘ ἂν, δεομένων καὶ αὐτῶν τῆς αὐτῆς βοηθείας; Πῶς δὲ, εἴπερ κτίσμα ἦν ὁ Λόγος, τὴν ἀπόφασιν τοῦ Θεοῦ λῦσαι δυνατὸς ἦν, καὶ ἀφεῖναι τὴν ἁμαρτίαν, γεγραμμένου παρὰ τοῖς προφήταις, ὅτι τοῦτο Θεοῦ ἐστι; Τίς γὰρ Θεὸς ὥσπερ σὺ ἐξαίρων ἁμαρτίας, καὶ ὑπερβαίνων ἀνομίας; Ὁ μὲν γὰρ Θεὸς εἶπε· Γῆ εἶ, καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ· οἱ δὲ ἄνθρωποι γεγόνασι θνητοί. Πῶς τοίνυν οἷον τε ἦν παρὰ τῶν γενητῶν λυθῆναι τὴν ἁμαρτίαν; ἀλλ‘ ἔλυσέ γε αὐτὸς ὁ Κύριος, ὡς εἶπεν αὐτὸς, Ἐὰν μὴ ὁ Υἱὸς ὑμᾶς ἐλευθερώσῃ· καὶ ἔδειξεν ἀληθῶς ὁ Υἱὸς ὁ ἐλευθερώσας, ὡς οὐκ ἔστι κτίσμα, οὐδὲ τῶν γενητῶν, ἀλλὰ ἴδιος Λόγος, καὶ εἰκὼν τῆς τοῦ Πατρὸς οὐσίας, τοῦ καὶ κατὰ τὴν ἀρχὴν ἀποφηναμένου καὶ ἀφιέν τος μόνου τὰς ἁμαρτίας» και PG 26, 101CD – 104A: «Κατέβη γὰρ σωματικῶς, ἀνέστη δέ, ὅτι Θεὸς ἦν αὐτὸς ἐν σώματι» και PG 26, 104BC: «Ἀνθρώπῳ δὲ δυνατὸν οὐκ ἦν τοῦτο κατορθῶσαι, ἴδιον γὰρ τῶν ἀνθρώπων ὁ θάνατος, διὰ τοῦτο Θεὸς ὤν ὁ Λόγος γέγονε σάρξ, ἵνα θανατωθεὶς σαρκὶ ζωοποιήσῃ πάντας τῇ ἑαυτοῦ δυνάμει». Ο Μ. Αθανάσιος παίρνει αφορμή από την αίρεση του Αρείου, για να υπερασπιστεί τη θεότητα του Υιού, πίστη η οποία αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη σωτηρία του ανθρώπου. Βλ. Η. Μουτσούλα, Ἡ ἀρειανική ἔρις καί ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, Μέρος Β´, Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, τόμ. Α´, Ἀθῆναι 1978, σελ. 137.
(89)Πανάριον, PG 42, 257BC: «Τί οὖν τὸ κτίσμα ὠφελήσειεν ἢ ποίαν χρῆσιν ποιεῖται πρὸς τὴν ἡμῶν σωτηρίαν καὶ πρὸς τὴν τοῦ Θεοῦ Λόγου ἔνσαρκον δοξολογίαν καὶ τελείαν Θεότητα; Τί ὠφελεῖ ἡμᾶς τὸ λέγειν αὐτὸν κτίσμα; Τί κτίσμα ταῖς κτίσεσιν ἐργάζεται; Τί κτίσμα ὠφελεῖ τὰς κτίσεις; Πῶς δὲ ἔκτισεν ὁ Θεὸς Υἱόν, Θεὸν εἰς προσκύνησιν αὐτὸν διδούς, ὁπότε λέγει “μὴ ποιήσῃς σεαυτῷ πᾶν ὁμοίωμα μήτε ἐπὶ γῆς μήτε ἐν οὐρανῷ καὶ μὴ προσκυνήσεις αὐτῷ;” Πῶς οὖν ἔκτισεν ἑαυτῷ Υἱὸν καὶ ἐπέταξε προσκυνεῖσθαι; Μάλιστα τοῦ ἀποστόλου λέγοντος “καὶ ἐλάτρευσαν τῇ κτίσει παρὰ τὸν κτίσαντα, καὶ ἐμωράνθησαν”. Μωρὸν γὰρ τὸ κτίσιν θεολογεῖν, ἀθετεῖν δὲ πρώτην ἐντολὴν τὴν λέγουσαν «Κύριον τὸν Θέον σου προσκυνήσεις καὶ αὐτῷ μόνῳ λατρεύσεις». Διὸ ἡ ἁγία τοῦ Θεοῦ ἐκκλησία οὐ κτίσμα προσκυνεῖ, ἀλλὰ Υἱὸν γεννητόν, Πατέρα ἐν Υἱῷ, Υἱὸν ἐν Πατρί, σὺν ἁγίῳ Πνεύματι».
(90)Βλ. Ν. Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β΄, ο.π., σελ.283-284.
(91) Πανάριον, PG 42, 100A.
(92) Σύμφωνα με τον μακαριστό π. Ι.Ρωμανίδη, η σωτηρία καὶ η θέωση του ανθρώπου, ως απαλλαγή από τις δυνάμεις της φθοράς και του θανάτου, δεν μπορεί να επιτευχθεί με τις ανθρώπινες δυνάμεις, αλλὰ διὰ μέσου της μετοχής του ανθρώπου στη ζωοποιὸ καὶ αφθαρτοποιὸ ενέργεια του Θεού. Βλ. Τὸ προπατορικὸν ἁμάρτημα, Ἀθῆναι 1957, σελ. 57ἑξ.