Πέμπτη 10 Ιουλίου 2025

Ξυπόλητες στ’ αλάτι… «υποφέραμε απ’ τον πόνο μέχρι να στρακώσουν οι πατούσες μας…»

Από όλα τα χωριά του νησιού οι Λευκαδίτισσες, παντρεμένες, αλλά και ελεύθερα κορίτσια, πάλευαν, ουσιαστικά, να εξασφαλίσουν μια θέση στις αλυκές τους καλοκαιρινούς μήνες, προκειμένου με το λαστιχένιο ζεμπίλι ή την τσέτζερη στο κεφάλι να κουβαλήσουν το αλάτι απ’ τα αλοπήγια σε σωρούς!

Στην προσπάθειά τους αυτή χρησιμοποιούσαν ακόμη και <<μέσον>>, προκειμένου να εξασφαλίσουν τα λίγα χρήματα απ’ την σκληρή δουλειά, αλλά και να προμηθευθούν και το αλάτι της χρονιάς για το σπιτικό τους. Ξυπόλυτες πάνω στο αλάτι!!! Τι φρικτό, αλήθεια, να περπατάς ξυπόλητος πάνω στο κρυσταλλωμένο αλάτι! Διαπιστώνει και σήμερα έκπληκτος ο κάθε Λευκαδίτης, απ’ τις υπάρχουσες φωτογραφίες του Κώστα Μπαλάφα, του Αντώνη Σολδάτου και απ’ το Φωτογραφικό Λεύκωμα του βιβλιοπωλείου «Τσιρίμπασης», το ανατριχιαστικό θέαμα της ξυπολησιά τους, μια ανάγκη επιτακτική για λόγους πρακτικούς, αφού ο περιβάλλων χώρος των αλυκών ήταν κατακλυσμένος από λασπώδη νερά μέσα στα οποία δύσκολα κυκλοφορούσες με παπούτσια, ενώ και λόγοι χρείας επέβαλαν να είναι ξυπόλητες, μιας και βρισκόμαστε σε χρόνους πάμτωχους και τα παπούτσια ήταν είδος πολυτελείας…

Η βιωματική μου γνώση, αφού δούλεψα στο αλάτι, την δεκαετία του 1970, όντας φοιτητής, προκειμένου να βγάλω χρήματα για τις σπουδές μου, μου επιτρέπει να περιγράψω όχι μόνο αυτή την προσωπική εμπειρία, μα και να μεταφέρω στις μέρες μας τα αυτήκοα ακούσματα, που έχω απ’ τους παλιούς επιστάτες των αλυκών, οι οποίοι εξακολουθούσαν να εργάζονται μέχρι τα γεράματά τους εκεί στις αλυκές, μιας και η εμπειρία, η τεχνογνωσία τους, κυρίως στο κεράμωμα του αλατιού, τους καθιστούσαν υπεραπαραίτητους στον χώρο.

Μπορώ, επί πλέον, να κατανοήσω πλήρως και να μεταφέρω στον αναγνώστη παραστατικά, το επίπονο έργο αυτών των γυναικών, που ξυπόλητες, με το αλάτι να περονιάζει τις πληγές στα ματωμένα πόδια, κουβαλούσαν στο κεφάλι τους το ζεμπίλι με το φορτίο τ’ αλατιού! Αν, μάλιστα, σ’ αυτόν τον πόνο προσθέσεις ακόμη το λευκό χρώμα τ’ αλατιού, που λειτουργούσε εκτυφλωτικά στα μάτια, προκύπτει ένα μείγμα… κάτεργου γι αυτές τις τίμιες δούλεψες των γυναικών του νησιού, που αψηφούσαν τα πάντα, προκειμένου να φέρουν στο σπίτι τα λιγοστά χρήματα του μεροκάματου! Βέβαια, ειδικότερα τα πιο παλιά χρόνια, ούτε λόγος να γίνεται για οχτάωρο και συγκροτημένη δουλειά… Το ωράριο ήταν μόνο ήλιο με ήλιο! Η κούραση ήταν εξοντωτική και ο μόχθος πολλαπλάσιος, που απαλύνονταν μόνο τα βράδια, όταν κοιμούνταν σε απέραντες στρωματσάδες κάτω απ’ τις ελιές των λιοστασιών της Βράχας, της περιοχής πάνω απ’ το νέο χωριό του Καρυώτη!

<<ΥΠΟΦΕΡΑΜΕ ΜΕΧΡΙ ΝΑ ΣΤΡΑΚΩΣΟΥΝ ΟΙ ΠΑΤΟΥΣΕΣ ΜΑΣ…>>
Τα προσωπικά μου ακούσματα, ως εκ τούτου, φρονώ πως είναι και έγκυρα και αξιόπιστα, αφού, κατά πρώτον τα άκουσα απ’ τους παλιούς επιστάτες ενόσω και εγώ εργάστηκα στις αλυκές, αλλά και απ’ την συχωριανή μου θεια Μαριώ, πολλά χρόνια πριν, τα συγκινητικά μα συνάμα και γενναία λόγια της οποίας κράτησα στις φοιτητικές μου τότε λαογραφικές αναζητήσεις στα χωριά μας και σήμερα σας παρουσιάζω.

<<Σχεδόν κάθε καλοκαίρι, από ανύπαντρη ακόμη ήμουνα εκεί στις αλυκές για το μεροκάματο, άκουγα χρόνια πριν και θυμάμαι άριστα μέχρι τώρα να λέει για τις αλυκές η θεια Μαριώ απ’ το χωριό μου το Πινακοχώρι… Τι να κάμω… Είχα τόσα παιδιά και φτώχεια μεγάλη κ’ εκειά τα λίγα τα λεφτά πόβγανα ήτανε χρυσάφι… Γυναίκες παντρεμένες και ανύπαντρες είμαστε εκεί, από όλα τα χωριά του νησιού και απ’ τ’ Άλατρο ακόμη κι απ’ τ’ Αθάνι! Κβαλάγαμε χωρίς σταματημό τ’ αλάτι στα ζμπίλια! Ξπόλητες μέσα στ’ αλάτι!!! Μέχρι να στρακώσει, δηλαδή να σκληρύνει η πατούσα μας, ο πόνος πάνω στ’ αλάτι κι εκειές τις απόμπηξες πόχει ήτανε φρικτός, λες και πάταγες σε καρφιά… Όταν δε πληγιάζανε τα ποδάρια μας φανταστείτε τον αβάσταχτο πόνο…

Αλλά τι κάνομε… Έπρεπε να βγάλομε μεροκάματο και να πάρομε στο τέλος και τ’ αλάτι για την χρονιά στο σπίτι… Δουλεύαμε σκληρά και πάρα πολλές φορές και με προβλήματα πολλά… Γιατί είμαστε γυναίκες μοναχές μας χωρίς προστασία από άντρα, πατέρα ή αδερφό… Υπήρχαν και άντρες εκεί εργάτες που πολλοί ήταν και <<μουρντάρηδες>> και δε βάνανε μαξιλάρι ούτε σε παντρεμένες ούτε σε ανύπαντρες… <<Κανάτια σκέτα>> ήτανε μερικοί και μας εκβιάζανε και μας απειλούσαν κιόλας… Καταλαβαίντε τι εννοώ… Ευτυχώς και είμαστε πολλές μαζί και στήριζε η μια την άλλη… Βέβαια ήταν και καλές στιγμές, γιατί υπήρχαν και καλοί νεαροί που δουλεύανε στα τγάνια στο σκάψμο και στο σώριασμα τ’ αλατιού, αλλά και προϊστάμενοι και φύλακες και πολλές ανύπαντρες κοπέλες βρήκανε αϊτέρι στις αλυκές και παντρευτήκανε και προκόψανε…

Όταν σχολάγαμε δεν μας άφηναν να μείνομε στο χώρο των αλυκών, γιατί φοβόντανε οι φύλακες μην κλέψομε τ’ αλάτι, μας έψαχναν κιόλας ακόμη και τα κότολα σα σχολάγαμε μήπως κρύψαμε μέσα αλάτι… Ανεβαίναμε στα λιοστάσα πάνω απ’ το χωριό του Καρυώτη να φάμε μια χαψά ψωμί… Και τι να φας… Το καρβέλι τόχαμε μέρες μαζί μας, το συνοδεύαμε με καμιά ντομάτα, ή με λίγο τυρί, η με καμιά ξεροσαρδέλα και με ελιές, που τα κβαλάγαμε μέρες μαζί μας… Κάθε τόσο έρχονταν απ’ τα χωριά με τ’ άλογα οι άντρες μας ή τ’ αδέρφια μας και μας φέρνανε τίποτα νέα φαγώσιμα και καμιά νέα αλλαξά ρούχα…

Ευτυχώς και είχαμε και τη θάλασσα δίπλα, όπου πλενόμαστε και πλέναμε και τα παλιοκότολά μας, για να τάχωμε την άλλη μέρα, που κοκάλωνε τ’ αλάτι απάνω και γινότανε σα τσουκνί… Πηγαίναμε να κοιμηθούμε όλες μαζί σε μεγάλες στρωματσάδες κάτ’ απ’ τς’ ελιές εκεί στα λιοστάσα τ’ Αρνόπουλου, για να μη σκιαζόμαστε κιόλας γυναίκες μες στην ερμιά…… Θαμπά το πρωί παίρναμε και πάλι τον ίδιο δρόμο για τα αλυκές, να μπούμε και πάλι στον όργο της δουλειάς… Τριάντα κιλά λένε σήμερα πως χώραγε μέσα το ζμπίλι… Και πηγαίναμε πενήντα εξήντα φορές τη μέρα το ζμπίλι γιομάτο και το αδειάζαμε στο σωρό… Πως αντέχαμε οι μαύρες… >>

<<Πως αντέχαμε οι μαύρες…>> Σε τούτες τις τέσσερες λέξεις αυτής της βετεράνου των αλυκών, ανακαλύπτει κανείς την Λευκαδίτισσα γυναίκα του ΤΙΜΙΟΥ ΗΡΩΙΣΜΟΥ! Την βλέπεις την Λευκαδίτισσα αλατάρισσα στυλωμένη πάνω στα κρουσταλιασμένα βάθρα της δημιουργίας, σαν αχαλίνωτη Γυναίκα αυτού του τίμιου ηρωισμού, συνταιρισμένος με το εκχύλισμα της ψυχής της, πως τούτη η αποστολή τραβά το δρόμο μέχρι τέλους, που δεν είναι άλλος παρά η βελτίωση της ζωής των παιδιών της!


Απ’ τις μοίρες τ’ αλατιού βγαλμένη τούτη η ασπροθαλασσίτισσα Λευκαδίτισσα, μπροστά να δείχνει την πανώρια καλή νεράϊδα, που κατευθύνει τα βήματά της στους σωρούς τ’ αλατιού, βήματα ανυπόδητα μέσα από Ιώβειο αργαστήρι βγαλμένα, αρμαθιασμένα με τον πόνο και τον μόχθο, μα πλουμισμένα με φτερωμένο νου, αφού επιτελεί ύψιστη αποστολή και καθήκον, όταν η ξαγκούσεψη της ώρας σημάνει, που θα φέρει στο σπίτι τα ξέστα του πολύμοχθου ιδρώτα της. Είναι η ώρα της μεστωμένης σοδειάς, είναι η ώρα που τ’ όνειρο ξανοίγεται με την μορφή της ανταπόδοσης στη φαμελιά, είναι η ώρα που προσκυνάει την αλήθεια και βάζει σε σορταγιά τις τόσες οικογενειακές της ανάγκες… Και τι να πρωτοκαλύψει, αλήθεια, με <<το ματωμένο αγόϊ τ’ αλατιού>>… Όμως ξέρει καλά πως, πέρα απ’ την ηθική ανάταση που της προσπορίζει τούτο το μεροκάματο, το οποίο την γιγαντώνει ακόμη περισσότερο στα μάτια των παιδιών της, είναι και ματσέτες για τα προικιά των κοπελών, είναι και γαλότσες των παιδιών της για τις κρύες μέρες του χειμώνα, αλλά και τετράδια και βιβλία, στα μεταπολεμικά χρόνια, τα οχήματα που θα τα οδηγήσουν πέρα και μακριά απ’ την δική της τυραγνισμένη ζωή…

Το ποίημά μου, που ακολουθεί, με τίτλο ΚΑΡΥΑΤΙΔΕΣ ΣΤ’ ΑΛΑΤΙ, ιστορεί με τρόπο εύγλωττο, πιστεύω, την σκληρή ζωή της Λευκαδίτισσας στις αλυκές, όπου ξυπόλυτες, με ρούχα τριτσωμένα και με το ζεμπίλι κουβαλώντας στο κεφάλι, συγκέντρωναν σε σωρούς το αλάτι! Ξυπόλητες… Φανταστείτε την οδύνη… Αλάτι στα πληγιασμένα πόδια… Μια ζωή τραγωδία, μια ζωή τυραγνισμένη και αποτρόπαια, για να βγάλουν λίγα χρήματα, για να αναστήσουν την φαμελιά τους, στα μετεμφυλιακά χρόνια, μάλιστα, όταν οι περισσότεροι άντρες του νησιού βρίσκονταν εκτοπισμένοι στα ξερονήσια… Και τούτες, οι σύγχρονες Μπουμπουλίνες, κυριολεκτικά με ιδρώτα και αίμα, κράτησαν όρθια τα σπιτικά τους!

ΚΑΡΥΑΤΙΔΕΣ ΣΤ’ ΑΛΑΤΙ…
Δουλέψαμε κ’ εμείς στ’ αλάτι ένα κομμάτι ξοδέψαμε ψυχής, της αρμύρας τα δάκρυα βαστάμε μετρημένα όλα σ’ ολόγιομο ασκί…
Τάμα Σπονδή Αφιέρωμα Λατρεία στην πλαντάχτρα γη των αλυκών!
Λαχανιασμένες τρέξαμε στα δύσβατα του νησιού τα μονοπάτια μάνες βυζάχτρες κοριτσόπουλα αγνά τεχνουργημένες στης ζωής τ’ αμόνι,
αργάτρες κουβαλήτρες στο ματωμένο αγόϊ τ’ αλατιού…
Μια μικρή βαντάκα τα προικιά μας, στην ποδιά μπουκούνια γρανιτένιου καρβελιού, οι ποδολόγες σταφνισμένες στο κεφάλι δυο – τρία λουριδένια νυχτεριού!

Στο μέτωπο ο αριθμός της τσέτζερης γραμμένος, τον Καιάδα άδειασε του λευκού χρυσού…
Οι άντρες στα ξερόνησα διωγμένοι, πουλιά κυνηγημένα μιας Εκδικήτρας γης, κ’ εμείς στο μεροκάματο του μόχθου αντρογυναίκες στο κατόπι σου ζωή…
Νιάτα αίμα ιδρώτας πόνος ψυχή αρμαθιασμένα, ξυπόλητη ανάσα προκοπής…
Κότολα λινά και μπαλωμένα ντρεμίδια άλιωστα μιας σιδερόπλαστης γενιάς λιγνά κορμιά πόδια σπαθιά γυμνά στην άφρη σαν πατάνε,
στήλες άλατος πανώριες του Λωτ τη γυναίκα μολογούν …

Τ’ αγγειά του μόχθου στο κεφάλι μελίσσι γκαινιασμένο στη δουλειά στρατοί διαγώνιοι και λοξοφαλαγγίτρες, θάλασσες πλημμυρισμένες Γενναίων Ανίκητων Καρδιών!

Ψηλά στους σωρούς τ’ αλατιού τη ζήση κουβαλάμε, στιβάγματα λευκά! Σπαρτόθρεφτες Καρυάτιδες Μαινάδες στα Παρθένια τραγούδια του Αλκμάνα τον αιώνιο σέρνουμε χορό τον πόνο με λύσσα αψηφάμε το αιμάτινο ποτάμι των ρωγμών πληγές και άρμη σφιχτά αρμαθιασμένα, μίγμα Ιώβειας τρανής υπομονής,
όλα Θυσία Λάφυρα Μαρτύρια στης φαμελιάς το τίμιο ψωμί!
Άσωστα φεγγαρόφωτα νυχτέρια στρωματσάδες απέραντες στης Βράχας τις ελιές, λαγιάζουν τώρα οι αρμοί μας στ’ όνειρο σαν ταξιδεύουν, το χάραμα στα μάτια καρτεράμε των νιων αλατισμένων στεναγμών…
Δι ευχών, των Αγίων Μητέρων ημών…

Όσα εγεύτηκαν δάκρυα στη γη τ’ αλατιού καλόστρατη πορεία ας γενούνε στων αιώνων τον δρόμο τον αχνό, μηνύματα σ’ αυτούς που θάρθουν ιστορισμένα τίμια κι απλά στ’ ανθισμένο θαύμα σου φυλή μας…
Τούτη η γη ποτέ δε θα κιοτέψει πυρσούς και πάλι λαύρους να γεννά,
δάδες τους κραδαίνουνε τα χέρια Καρυάτιδων Ολόλαμπρων Αγνών…


(Απ’ την ανέκδοτη ποιητική μου συλλογή με τίτλο ΟΔΟΣ ΑΛΙΣΑΧΝΗΣ)
Γράφει ο Θοδωρής Γεωργάκης
https://aromalefkadas.gr/