Πέμπτη 17 Ιουλίου 2025

Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης: «Περί διόρθωσης τῶν πέντε αἰσθήσεων»

 Στὰ προηγούμενα κεφάλαια ἀνέφερα τρεῖς τρόπους γιὰ νὰ διορθώνουν τις αἰσθήσεις τοὺς γιὰ ἐκείνους ποῦ ἔχουν γνώση, ἱκανότητα διάκρισης καὶ δύναμη στὸ λογισμό. Ὅσοὶ ὅμως δὲν ἔχουν τέτοια γνώση καὶ δύναμη, αὐτοὶ μποροῦν νὰ διορθώνουν τις αἰσθήσεις τους μὲ ἄλλο τρόπο, δηλαδὴ μὲ ὅλη τους τὴ δύναμη ν’ ἀποφεύγουν ὅλα ἐκεῖνα τὰ αἰσθητὰ ποῦ μποροῦν νὰ βλάψουν τὴν ψυχή τους. Ἔτσι λοιπὸν ἐσὺ ἀδερφέ μου:

Α. Πρέπει νὰ ἐπιτηρεῖς μὲ μεγάλη προσοχὴ τοὺς κακοὺς καὶ γρήγορους κλέφτες ποῦ ἔχεις, δηλαδὴ τὰ μάτια σου, καὶ νὰ μὴν τὰ ἀφήνεις νὰ τεντώνονται καὶ νὰ βλέπουν μὲ περιέργεια τὰ πρόσωπα τῶν γυναικῶν, τόσο τὰ ὄμορφα, ὅσο καὶ τὰ ἄσχημα, ἢ τὰ πρόσωπα τῶν ἀνδρῶν καὶ κυρίως τῶν νέων καὶ ἀμούστακων. Ἡ νὰ βλέπουν τὴ γύμνια ὄχι μόνο τῶν ξένων σωμάτων ἀλλὰ καὶ τοῦ ἴδιου τοῦ δικοῦ τους σώματος. Ἀπ’ αὐτὴ τὴν περιέργεια καὶ τὸ παθιασμένο βλέμμα ἡ καρδιὰ συλλαμβάνει τὴν ἡδονὴ καὶ τὴν ἐπιθυμία τῆς πορνείας καὶ τῆς ἀρσενοκοιτίας. Καθὼς εἶπε ὁ Κύριος, «Αὐτὸς ποῦ στρέφει τὸ βλέμμα του σὲ γυναῖκα μὲ ἐπιθυμία γι’ αὐτήν, ἤδη διέπραξε μοιχεία στὴν καρδιά του» (Μάτθ. 5, 28). Καὶ κάποιος σοφὸς εἶπε: «ἀπὸ τὸ κοίταγμα γεννιέται ἡ ἐρωτικὴ ἐπιθυμία»1.

Γι’ αὐτὸ κι ὁ Σολομῶν συμβουλεύει νὰ μὴν πιαστοῦμε θύματα ἐξαιτίας τῶν ματιῶν μας, οὔτε νὰ νικηθοῦμε ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία τῆς ὀμορφιᾶς: «παιδί μου, μὴ σὲ νικήσει ἡ ἐπιθυμία τῆς ὀμορφιᾶς, οὔτε νὰ πιαστεῖς θῦμα ἐξαιτίας τῶν ματιῶν σοῦ» (Παρ. 6, 25).

Ἐπιπλέον, πρόσεχε νὰ μὴ κοιτᾶς μὲ περιέργεια τὰ ὡραῖα φαγητὰ καὶ ποτά, ἔχοντας στὴ μνήμη σου τὴν προμήτορά μας Εὔα, ἡ ὁποία, ὅταν εἶδε τὸν καρπὸ τοῦ ἀπαγορευμένου δέντρου στὸν Παράδεισο, τὸν ὀρέχτηκε, τὸν πῆρε, τὸν ἔφαγε κι ἔτσι πέθανε. Οὔτε νὰ κοιτᾶς μὲ ἡδονὴ τὰ ὡραῖα ροῦχα ἢ τὰ χρήματα καὶ τὸ χρυσάφι ἢ τὶς λαμπρὲς δόξες τοῦ κόσμου, γιὰ νὰ μὴν περάσει ἀπ’ τὰ μάτια σου μέσα στὴν ψυχή σου τὸ πάθος τῆς φιλοδοξίας καὶ τῆς φιλαργυρίας: «Ἀπόστρεψε, εἶπε, τὰ μάτια σου γιὰ νὰ μὴ δοῦν τὴ ματαιότητα» (Ψάλμ. 118, 37).

Καὶ γενικὰ πρόσεχε νὰ μὴν κοιτᾶς χορούς, παιχνίδια, τραπέζια, ξεφαντώματα, μαλώματα, παλέματα, τρεχαλητὰ κι ὅλα τὰ ἄλλα ἄσεμνα καὶ ἄτακτα πράγματα ποῦ ἀγαπᾶ ὁ ἀνόητος κόσμος καὶ τὰ ἀπαγορεύει ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ. Νὰ φεύγεις καὶ νὰ κλείνεις τὰ μάτια σοῦ σ’ αὐτά, γιὰ νὰ μὴ γεμίσεις τὴν καρδιά σου καὶ τὴ φαντασία σου μὲ αἰσχρὲς εἰκόνες καὶ πάθη καὶ σηκώσεις ταραχὴ καὶ νέο πόλεμο καταπάνω σου, ἀφήνοντας τὸν ἀγῶνα ποῦ κάνεις ἐναντίον τῶν παλιῶν σοῦ παθῶν. Ν’ ἀγαπᾶς νὰ κοιτᾶς τὶς ἐκκλησίες, τὶς ἅγιες εἰκόνες, τὰ ἱερὰ βιβλία, τὰ κοιμητήρια, τοὺς τάφους2 κι ὅσα ἄλλα εἶναι σεμνὰ καὶ ἅγια καὶ τῶν ὁποίων ἡ θέα σὲ ὠφελεῖ.

Β. Πρέπει νὰ προσέχεις τὰ αὐτιά σου.
Πρῶτον, νὰ μὴν ἀκοῦς τὰ αἰσχρὰ καὶ ἐρωτικὰ λόγια, τὰ τραγούδια καὶ τὰ μουσικὰ ὄργανα, ἀπ᾿ τὰ ὁποῖα γλυκαίνεται ἡ ψυχή σου καὶ ἡ καρδιά σου ἀνάβει ἀπὸ τὴ σαρκικὴ ἐπιθυμία. Γιατί εἶναι γραμμένο, «ἀπόστρεψε ἀπὸ σένα τὰ αἰσχρὰ λόγια» (Παρ. 27, 11).

Δεύτερον, νὰ μὴν ἀκοῦς εὐτράπελους τύπους καὶ γελοῖα λόγια, ὅπως εἶναι κυρίως οἱ μυθολογίες καὶ τὰ ποικίλα ψέματα τοῦ κόσμου, ὀρεγόμενος καὶ γλυκαινόμενος μὲ αὐτά. Ἐπειδῆ δὲν ταιριάζει ὁ χριστιανὸς ν’ ἀκούει μὲ εὐχαρίστηση αὐτά, ἀλλὰ εἶναι χαρακτηριστικὸ ἐκείνων τῶν διεφθαρμένων ἀνθρώπων γιὰ τοὺς ὁποίους ὁ Παῦλος εἶπε ὅτι «καθὼς ἐρεθίζεται ἡ ἀκοή τους, θὰ κλείσουν τὰ αὐτιὰ τοὺς στὴν ἀλήθεια καὶ θὰ στραφοῦν στὰ παραμύθια» (Β’ Τίμ. 4, 4)3.

Τρίτον, νὰ μὴν ἀκοῦς μὲ εὐχαρίστηση τὶς ἐπικρίσεις καὶ τὶς συκοφαντίες ποῦ κάνουν οἱ ἄλλοι ἐναντίον τοῦ πλησίον τους, ἀλλὰ ἢ νὰ τὶς ἐμποδίζεις, ἂν μπορεῖς, ἢ νὰ μὴ στέκεσαι νὰ τὶς ἀκοῦς. Ἐπειδῆ ὁ μέγας Βασίλειος θεωρεῖ ἄξιους ἀφορισμοῦ τόσο ἐκείνους ποῦ συκοφαντοῦν, ὅσο κι ἐκείνους ποὺ στέκονται κι ἀκοῦν τὶς συκοφαντίες: «Ἂν κάποιος βρεθεῖ νὰ συκοφαντεῖ κάποιον ἢ νὰ ἀκούει κάποιους ἄλλους νὰ συκοφαντοῦν καὶ δὲν τὸὺς ἐπικρίνει, ν’ ἀφορίζεται μαζὶ μὲ αὐτούς»4.

Τέταρτον, πρόσεχε νὰ μὴ γλυκαίνεσαι κι ἀκοῦς τὰ ἄχρηστα καὶ μάταια λόγια καὶ τὶς φλυαρίες μὲ τὶς ὁποῖες ἀσχολεῖται ὁ περισσότερος κόσμος. Γιατί εἶναι γραμμένο, «Νὰ μὴν ἀποδέχεσαι τὰ μάταια ἀκούσματα» (Ἔξοδ. 23, 1). Καὶ ὁ Σολομῶν εἶπε, «ἀπομάκρυνε ἀπὸ μένα τὰ μάταια λόγια» (Παρ. 24, 28). Καὶ ὁ Κύριος εἶπε, «γιὰ κάθε ἄχρηστη λέξη τὴν ὁποία τυχὸν ξεστομίσουν οἱ ἄνθρωποι, θὰ δώσουν λόγο γι’ αὐτήν, τὴ μέρα τῆς κρίσεως» (Μάτθ. 12, 36).

Καὶ ἐν συντομία, πρόσεχε νὰ μὴν ἀκοῦς ὅλα ἐκεῖνα τὰ λόγια καὶ τὰ ἀκούσματα ποῦ μποροῦν νὰ βλάψουν τὴν ψυχή σου.
Αὐτὰ εἶναι κυρίως οἱ κολακεῖες καὶ οἱ ἔπαινοι, γιὰ τοὺς ὁποίους εἶπε ὁ Ἡσαΐας «Λαέ μου, αὐτοὶ πὸὺ σᾶς ἐπαινοῦν, σᾶς παραπλανοῦν» (Ἠσ. 3, 12). Νὰ προτιμᾶς ν’ ἀκοῦς τὰ θεῖα λόγια, τὶς ἱερὲς μελωδίες καὶ ψαλμωδίες κι ὅλα ὅσα εἶναι σεμνά, ἅγια, σοφὰ καὶ ψυχωφελῆ. Κυρίως ὅμως ἀγάπα νὰ ἀκοῦς τὶς ἀτιμίες καὶ τὶς ὕβρεις ποῦ σοῦ κάνουν οἱ ἄλλοι.

Γ. Πρόσεχε τὴν ὄσφρησή σου ἀπὸ τὰ μύρα, τὰ λουλούδια κι ἄλλα εὐωδιαστὰ ἀρώματα, τὰ ὁποῖα δὲν πρέπει οὔτε πάνω σου νὰ τὰ ἔχεις ἢ νὰ τὰ ἀλείφεις, οὔτε νὰ τὰ μυρίζεις ὑπερβολικά. Ὅλὰ αὐτὰ εἶναι γνωρίσματα τῶν ἄσεμνων γυναικῶν κι ὄχι τῶν σωφρόνων ἀνδρῶν. Αὐτοὶ ποῦ τὰ χρησιμοποιοῦν, ἀποδυναμώνουν καὶ ναρκώνουν τὴν ἀνδρεία τῆς ψυχῆς καὶ βυθίζονται σὲ πορνικὰ πάθη καὶ ἐπιθυμίες καὶ κάνουν νὰ ἔρχονται ἐπάνω τους ἐκεῖνες οἱ κατάρες ποῦ λένε, «καὶ ἀντὶ γιὰ τὴν εὐχάριστη μυρωδιά, θὰ ὑπάρχει σύννεφο σκόνης» (Ἠσ. 3, 24), «ἀλοίμονο σὲ αὐτοὺς ποῦ ἀλείφονται μὲ τὰ καλύτερα ἀρώματα» (Ἄμ. 6, 6).

Δ. Πρόσεχε τὴ γεύση σου καὶ τὴν κοιλιά σου, γιὰ νὰ μὴν ὑποδουλώνεται στὰ βαριά, εὔγευστα καὶ πολυποίκιλα φαγητὰ καὶ τὰ νόστιμα καὶ εὐωδιαστὰ ποτά. Γιατί αὐτὰ τὰ τρυφηλὰ τραπέζια, προκειμένου νὰ τὰ ἀποκτήσεις, θὰ σὲ κάνουν νὰ πέσεις σὲ κλεψιές, ψεύδη κι ἄλλα μύρια δουλικὰ πάθη καὶ κακά, ὥστε νὰ ἀποκτήσεις λεφτὰ καὶ νὰ ξοδεύεις γιὰ τραπεζώματα. Κι ἀφοῦ ἀποκτήσεις καὶ γευθεῖς τὰ πλούσια τραπέζια, θὰ σὲ ρίξουν στὸ λάκκο τῶν σαρκικῶν ἡδονῶν καὶ τῶν κτηνωδῶν ὀρέξεων, καθὼς ἐκδηλώνουν τὴν ἐνέργειά τους στὸ μέρος κάτω ἀπὸ τὴν κοιλιὰ καὶ θὰ φέρουν καταπάνω σου ἐκεῖνες τὶς προφητικὲς κατάρες τοῦ Ἀμώς: «ἀλοίμονο, σὲ αὐτοὺς ποῦ ἔφαγαν τὰ ἐρίφια ἀπὸ τὰ κοπάδια καὶ τὰ μικρὰ μοσχάρια τοῦ γάλακτος ἀπὸ τὰ βοσκοτόπια…. γιατί σκέφτηκαν νὰ καθίσουν στὸ φαγοπότι κι ὄχι νὰ τὸ ἀποφύγουν, ἀλοίμονο σὲ αὐτοὺς ποῦ πίνουν ἀποσταγμένο κρασὶ» (Ἄμ. 6, 4-6).

Ε. Πρέπει νὰ προσέχεις νὰ μὴν πιάνεις μὲ τὸ χέρι ὄχι μόνο τὸ ξένο σῶμα, γυναικεῖο ἢ ἀνδρικό, γέροντα ἢ νεότερου, ἀλλὰ οὔτε τὸ δικό σου σῶμα καὶ μάλιστα τὰ ἀπόκρυφα μέρη σου χωρὶς ἀνάγκη. Γιατί, ὅσο πιὸ χονδροειδὴς εἶναι αὐτὴ ἡ αἴσθηση τῆς ἁφῆς, τόσο πιὸ αἰσθησιακὰ καὶ ἔντονα κινεῖ τὰ πάθη τῆς σάρκας καὶ γκρεμίζει τὸν ἄνθρωπο ὥς καὶ σ’ αὐτὴ τὴν πράξη τῆς ἁμαρτίας. Ὅλὲς οἱ ἄλλες αἰσθήσεις ὑπηρετοῦν τὴν ἁφὴ καὶ κατὰ κάποιο τρόπο προετοιμάζουν ἀπὸ μακριὰ τὴν ἁμαρτία. Ἀλλὰ μόλις κάποιος φτάσει στὴν ἁφή, δηλαδὴ φτάσει στὸ σημεῖο ν’ ἀγγίξει, δύσκολα πλέον μπορεῖ νὰ συγκρατηθεῖ καὶ νὰ μὴ διαπράξει τὴν ἁμαρτία.

Μὲ τὴν ἁφὴ σχετίζεται κι ὁ στολισμὸς τοῦ κεφαλιοῦ καὶ τοῦ σώματος καὶ τῶν ποδιῶν. Γι’ αὐτό, πρόσεχε νὰ μὴ στολίζεις τὸ σῶμα σου μὲ μαλακὰ καὶ πολύχρωμα καὶ λαμπρὰ ροῦχα ἢ μὲ πολυέξοδα καλύμματα τοῦ κεφαλιοῦ ἢ μὲ πολύτιμα ὑποδήματα.

Γιατί αὐτὰ εἶναι γυναικοπρεπῆ κι ἀταίριαστα στοὺς ἄντρες. Νὰ φορᾶς μόνο σεμνὰ καὶ ταπεινὰ κι ὅσα εἶναι ἀναγκαῖα καὶ χρήσιμα στὸ κρύο τοῦ χειμῶνα καὶ στὴ ζέστη τοῦ καλοκαιριοῦ γιὰ τὴ συντήρηση τοῦ σώματος. Γιὰ νὰ μὴν ἀκούσεις καὶ σὺ ἐκεῖνο πὸὺ ἄκουσε ὁ πλούσιος, ποῦ ἦταν ντυμένος μὲ πορφύρα καὶ δέρμα, δηλαδὴ τὸ «ἀπόλαυσες τὰ ἀγαθὰ σοῦ στὴ ζωὴ σοῦ» (Λούκ. 16, 25), καὶ πέσει πάνω σου ἡ κατάρα ποῦ λέει ὁ Ἰἐζεκιήλ: «καὶ θὰ ἀφαιρεθεῖ τὸ κάλυμμα ἀπὸ τὰ κεφάλια τους καὶ θὰ γδυθοῦν ἀπὸ τὸν πολυποίκιλο ἱματισμὸ τοὺς» (Ἴεζ. 26, 16).

Μὲ τὴν ἁφὴ σχετίζονται ἀκόμα καὶ οἱ ἄλλες ἀναπαύσεις τοῦ σώματος, ὅπως εἶναι ὁ καλλωπισμὸς στὰ μαλλιά, στὰ γένεια, τὰ συχνὰ λουτρά, τὰ λαμπρὰ καὶ πολύτιμα σπίτια, τὰ πολυέξοδα καὶ μαλακὰ στρωσίδια καὶ τὰ καθίσματα. Ἀπ’ ὅλα αὐτὰ νὰ φυλάγεσαι, θεωρῶντας ὅτι εἶναι βλαβερὰ γιὰ τὴ σωφροσύνη σου καθὼς καὶ αἰτία τῆς πορνείας καὶ τῶν σαρκικῶν παθῶν. Γιὰ νὰ μὴν κληρονομήσεις τὸ ἀλοίμονο τοῦ Ἀμὼς ποῦ λέει, «ἀλοίμονο σ’ αὐτοὺς ποῦ κοιμοῦνται σὲ ἐλεφάντινα κρεβάτια καὶ καταξοδεύονται γιὰ τὰ στρωσίδια» (Ἄμ. 6, 4).

Αὐτὰ ποῦ σοῦ εἶπα ὡς τώρα, εἶναι τὸ χῶμα τὸ ὁποῖο καταδικάστηκε νὰ τρώει ὁ νοητὸς ὄφις, ὁ διάβολος. Αὐτὰ εἶναι ἡ ὕλη, ἡ τροφὴ μὲ τὴν ὁποία τρέφονται ὅλα τὰ πάθη τῆς σάρκας. Λοιπόν, ἂν ἐσὺ δὲν τὰ περιφρονήσεις μὲ τὴν ἰδέα ὅτι εἶναι ἀσήμαντα, ἀλλὰ πολεμήσεις μὲ γενναιότητα καὶ δὲν τὰ ἀφήσεις νὰ μποῦν διαμέσου τῶν αἰσθήσεων στὴν ψυχὴ καὶ τὴν καρδιά σου, σὲ πληροφορῶ ὅτι στ’ ἀλήθεια εὔκολα θὰ ἀποδυναμώσεις τὸ διάβολο καὶ τὰ πάθη, ἐπειδὴ δὲν τὰ τρέφεις, καὶ σὲ λίγο καιρὸ θὰ φανεῖς ἄριστος νικητὴς σ’ αὐτὸν τὸν ἀόρατο πόλεμο. Γιατί εἶναι γραμμένο στόν Ἰὤβ ὅτι ὁ μυρμηκολέων (δηλ. ὁ διάβολος), ἀφανίστηκε καὶ χάθηκε μὲ τὸ νὰ μὴν ἔχει τροφὴ νὰ φάει: «Ὁ μυρμηκολέων χάθηκε ἐπειδὴ δὲν εἶχε τροφή» (Ἰὤβ, 4, 11)5.

Σημειώσεις:Αὐτὸ εἶναι φανερὸ κι ἀπὸ τὰ παραδείγματα τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Γιατί οἱ γιοὶ τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ ὁ Σὴθ καὶ ὁ Ἑνώς, μὲ τὸ νὰ δοῦν ὅτι οἱ κόρες τῶν ἀνθρώπων, δηλαδὴ τῶν ἀπόγονων τοῦ Κάϊν, ἦταν ὄμορφες, τὶς πῆραν γιὰ γυναῖκες τους καὶ τὶς διέφθειραν καὶ ἐξαιτίας αὐτοῦ ἐπακολούθησε ἐκεῖνος ὁ παγκόσμιος Κατακλυσμὸς (Γέν. 6, 1-22). Ὁ Συχέμ, ὁ γιὸς τοῦ Ἐμμὼρ στὰ Σίκιμα, μόλις εἶδε τὴ Δεῖνα, τὴν κόρη τοῦ Ἰἀκώβ, τὴν ἐρωτεύτηκε κι ἔτσι τὴ διέφθειρε. Καὶ ἀπ’ αὐτὴ τὴ διαφθορὰ ἔγινε ἐκεῖνος ὁ ὀλέθριος ἀφανισμὸς τῶν Σικίμων, ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους μέχρι τὰ ζῶα. (Γέν. 34, 1-31). Ὁ Σαμψῶν εἶδε γυναῖκες τόσο στὴ Θαμναθὰ ὅσο καὶ στὴ Γάζα καί τις ἀγάπησε καὶ κοιμήθηκε μ’ αὐτὲς (Κρίτ. 14, 1. 16,1). Ὁ βασιλιᾶς Δαυὶδ εἶδε τὴν Βηρσαβεὲ νὰ λούζεται καὶ τὴν ἐρωτεύτηκε κι ἔτσι διέπραξε μοιχεία. (Β’ Βασ. 12, 2). Ἀντίκρυσαν κι ἐκεῖνοι οἱ δυὸ πρεσβύτεροι καὶ κριτὲς τοῦ λαοῦ τὴ Σωσάννα καὶ τὴν ἐπιθύμησαν (Δανιήλ, Ἱστορία τῆς Σωσσάνας, 9). Κι ἄλλα τέτοια ἀναρίθμητα.

Μὲ αὐτὴν τὴ ματιὰ καλὸ εἶναι νὰ ἔρχονται στὸν νοῦ μᾶς οἱ ἐξῆς λογισμοί: Ὅτί «ἡ Ζωὴ ἐκ τοῦ παναγίου Τάφου ἀνέτειλε» ἢ ὁ Κύριος θὰ ἀναστήσει ὅλους τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως, ἢ ἄλλους λογισμοὺς ὅπως, ἡ ματαιότητα τοῦ κόσμου, ἢ ἡ μνήμη τοῦ θανάτου.
Εἶναι καὶ σύγχρονο φαινόμενο ἡ ἐπιστροφὴ στοὺς μύθους-παραμύθια. Πλῆθος κόσμου καταναλώνει τὸ χρόνο του στοὺς μύθους, γιὰ νὰ μορφωθεῖ, νὰ διασκεδάσει, νὰ πληροφορηθεῖ ἢ νὰ γεμίσει μὲ νόημα τὴν ὕπαρξή του. Μάλιστα, πολλοὶ μῦθοι ποῦ διαφημίζονται ἔντονα εἶναι διασκευὲς ἀπὸ τοὺς παλαιοὺς εἰδωλατρικοὺς μύθους ἢ νεώτερες δημιουργίες μυθολογικὲς γεμᾶτες ἀνυπόστατες ψευτιὲς ντυμένες μὲ ψευδοεπιστημονικὸ λόγο καὶ δράση γύρω ἀπὸ πάθη.

Οἱ περισσότεροι ὅταν ἀκοῦν «ἀφορισμὸς» νομίζουν ὅτι εἶναι κάποια ποινικὴ βίαιη πράξη. Ὅτὰν ἐγὼ πέφτω σ’ ἕνα λάθος καὶ κολάω σ’ αὐτὸ τὸ λάθος καὶ πιάνω φιλία μὲ ἀνθρώπους ποὺ κάνουν συχνὰ αὐτὸ τὸ λάθος τότε ἀφορίζομαι. Δηλαδή: ἐνῶ πιὸ μπροστὰ εἶχα στὸ νοῦ μοῦ τοὺς ὁρισμούς – νόμους τοῦ Κυρίου, τώρα μὲ τὸ λάθος ἀπαρνοῦμε τὸν νόμο τοῦ Κυρίου καὶ αὐτοπροσδιορίζω καινούργιους νόμους γιὰ τὴν ψυχή μου καὶ ἀποκόπτομαι ἀπὸ αὐτοὺς ποῦ εἶναι φίλοι τοῦ πνευματικοῦ νόμου τοῦ Κυρίου.

Ὁ μοναχός Ἰὤβιος στὴ Μυριόβιβλο τοῦ Φώτιου λέει ὅτι ὁ διάβολος ὀνομάζεται μυρμηκολέων, γιατί ἀρχίζει πρῶτα νὰ ρίχνει τον ἄνθρωπο σὲ μικρὰ ἁμαρτήματα κι ἔπειτα τὸν ρίχνει στὰ μεγάλα. Καὶ στὴν ἀρχὴ φαίνεται ἀδύναμος καὶ μικρὸς σὰ μυρμήγκι, ἀλλὰ ὕστερα φαίνεται στὸν ἁμαρτωλὸ σὰν ἀνδρειωμένο καὶ μεγάλο λιοντάρι.

«Ἀόρατος Πόλεμος» Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, ἐκδ. Νέστωρ, σέλ.135-141
filippiaven/orthodoxia.gr