Κυριακή 8 Ιουνίου 2025

ΑΡΧΗ ΚΑΙ ΤΕΛΟΣ ΤΩΝ ΜΟΝΑΧΙΚΩΝ ΑΓΩΝΩΝ Η ΑΓΙΑ ΤΑΠΕΙΝΩΣΙΣ

Δέν πρέπει νά προσευχώμεθα μέ τόν λογισμό νά λάβουμε τήν Θεία Χάρι, διότι αὐτή ἡ πρόθεσίς μας θά εἶναι ἐγωϊστική. Θά πρέπει μέσα μας νά δεσπόζει σέ ὅλη τήν ὕπαρξί μας ὁ λογισμός καί τό βίωμα ὅτι δέν εἴμεθα ἄξιοι τῆς θείας Χάριτος, λόγω τῶν πολλῶν ἁμαρτιῶν μας. Μία νύκτα, νομίζοντας ὅτι θά κατακτήσω τήν Χάρι, ἔπαυσα νά ἐνθυμοῦμαι καί νά μνημονεύω μέσα μου τήν ἁμαρτωλότητά μου μέ ἀποτέλεσμα νά πέσω στό κενό, δηλαδή στήν νοερά ξηρασία τῆς ψυχῆς μου.

Εἶναι πολύ εὔκολο νά παρασυρθῆ ὁ ἀγωνιστής μοναχός, ἀπό τόν πόθο νά ἁρπάξει καί νά κρατήσει μέσα του τήν Χάρι, καί νά εὑρεθῆ ἔξω ἀπό τά πνευματικά του χαρακώματα. Ἐνῶ ἡ ἀληθινή θεία Χάρις, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τήν βάσι, διά τήν θεοποιό Χάρι, εἶναι ἡ ἁγία ταπείνωσις. Ἀπωλέσαμε τήν ταπείνωσι, σημαίνει ὅτι ἀπωλέσαμε κάθε προσπάθεια στόν ἀγῶνα μας γιά τήν ἕλξι καί διαμονή ἐντός μας τῆς Θείας Χάριτος.

Χωρίς τήν ταπείνωσι, ἡ πνευματική μας ἀνοικοδόμησις στερεῖται θεμελίων, καί ἀργά ἤ γρήγορα σωριάζεται κάτω καί γινόμεθα περίγελως δαιμόνων καί ἀνθρώπων. Ὁπότε στήν μοναχική μας πορεία, νομίζω, ὅτι ἡ ὅλη ἀγωνιστική μας προσπάθεια, θά πρέπει νά ἐπικεντρώνεται στήν ἀπόκτησι τῆς ἁγίας ταπεινώσεως.

Εἶναι τό ὅπλον διά τοῦ ὁποίου συντρίβονται τά συντάγματα τῶν δαιμόνων. Εἶναι τό πλουμιστό χαλί τῆς ψυχῆς μας, ὅπου ἐπάνω σ᾿ αὐτό τοποθετοῦμε ὅλο τόν πνευματικό ἐξοπλισμό τῆς ψυχῆς μας. Εἶναι τό ὄχημα στό ὁποῖον ἐπιβαίνομεν γιά νά συναντήσωμεν τόν Νυμφίον μας Χριστόν μέσω τῆς προσευχῆς. Εἶναι τό σύννεφο, πού ἐπικάθηται στά κατάρτια τοῦ πλοίου τῆς ψυχῆς μας καί μᾶς δροσίζει τό κατάστρωμα τῆς ψυχῆς μας μέ τό ἄφθονο νερό τῆς Χάριτος. Ὁμοιάζει ἡ ἁγία ταπείνωσις μέ τόν Τίμιον Πρόδρομο, πού καί αὐτός ὑπῆρξεν ὁ πρύτανις τῆς ταπεινώσεως, καί ἑκουσίως κατέβηκε χαμηλά διά νά ἀνέλθη ὑψηλά ὁ Υἱός τῆς Ἀειπαρθένου, ὁ Σωτῆρας μας Χριστός.

Δέν θά γνωρίσει ποτέ ὁ μοναχός τήν ἁγία ταπείνωσι, οὔτε ποσῶς καί τήν προσευχή, ἐάν δέν βάλει θεμέλιο τοῦ μοναχικοῦ του διαύλου, τήν ὑπακοή καί τήν ἐκκοπή τοῦ θελήματός του. Γι’αὐτό καί ἡ συμμετοχή του στήν κοινή προσευχή τῆς ἐκκλησίας εἶναι τυπική ἀφοῦ ἡ ψυχή του μένει ἄνυδρος καί ξηραμένη ἀπά τά ἁμαρτωλά της θελήματα.

Εἶναι τρομερό σχεδόν ὅλη ἡ ζωή μας νά δαπανᾶται στήν καθημερινή φοίτησί μας στίς ἀκολουθίες τῆς ἐκκλησίας καί καρπός πνευματικός νά μή συγκεντρώνεται στίς ἀποθῆκες τῆς ψυχῆς μας. Εἶναι φοβερό, διότι δεκαετίες στήν μονή, ἄσπρισαν τά γένεια μας, ἦλθαν τά προμηνύματα γιά τό αἰώνιο ταξίδι μας καί ἐμεῖς δέν κατωρθώσαμε ὄχι νά ἁγιασθοῦμε, ἀλλά οὔτε νά περικόψουμε τουλάχιστον τά σκληρά μας θελήματα! Καί μένομεν μέ τόν ἐλπιδοφόρο λογισμό: «Ἡ Βασίλισσα τοῦ Ὄρους θά μᾶς σώσει δωρεάν μέ τίς πρεσβεῖες της πρός τόν Υἱόν της».

Ἀδελφοί καί Πατέρες, ποτέ δέν εἶναι ἀργά. Ὁ νεαρός μοναχός Δοσίθεος, ἔγινε μέγας ἀββᾶς, διότι μέ τήν ἀκριβῆ ὑπακοή του εὐαρέστησε τόν Θεόν. Ἐκοιμήθη μετά ἀπό πέντε χρόνια ἀγώνων στήν ὑπακοή καί ὁ Θεός τόν κατέταξε ἀνάμεσα στούς μεγάλους ἀββᾶδες τῆς ἐρήμου.

Ὁ ἅγιος ὑποτακτικός πού ἀναφέρει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, δεχόταν καθημερινά τήν ὀργή καί τά κτυπήματα τοῦ αὐστηροῦ Γέροντός του. Ἐκοιμήθη, ἐν ἀπουσίᾳ τοῦ Γέροντός του, ὁ ὁποῖος καί ἐπῆγε στόν τάφο του νά διαβεβαιωθῆ, περί τοῦ θανάτου καί τῆς ταφῆς του. Καί τόν ἐρώτησε: Ἀπέθανες παιδί μου, Ἀκάκιε; Καί ὁ καλός ὑποτακτικός τοῦ ἀπήντησε ἀπό τόν τάφο μέσα:  «Ὅσοι κάνουν ὑπακοή δέν ἀποθνήσκουν, γέροντα».

Ὁ μοναχός πού δέν ἔρχεται στίς ἀκολουθίες τῆς ἐκκλησίας, παραβαίνει τό μεγαλύτερο μοναχικό του καθῆκον. Μέ τήν ἀποχή του αὐτή προδίδει τήν μοναχική του ἰδιότητα, ἀφοῦ μοναχός εἶναι ὁ ἀεί λατρεύων τόν Θεόν. Ἄλλωστε καί ὁ βασιλεύς Δαβίδ, παρότι δέν ἦτο μοναχός, ἦτο ὅμως ἄνθρωπος τῆς μετανοίας, ἔλεγε: «Ψαλῶ τῶ Θεῶ μου ἕως ὑπάρχω».

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἔγραφε καί ἐκήρυττε ὅτι ἠμπορεῖ νά ἀπουσιάζη ἀπό τήν ἐκκλησία ὁ Χριστιανός ὅταν δέν ἠμποροῦν οὔτε καί οἱ 4 μεταφορεῖς του νά τόν πᾶνε. Δηλαδή, πρέπει νά εἶναι στά πρόθυρα τοῦ θανάτου του ἤ νά εἰσαχθῆ στήν ἐντατική τοῦ νοσοκομείου μέ τό κατεπεῖγον. Μόνον τότε δικαιολογεῖται νά μή ὑπάγη στήν ἐκκλησία.

Τέτοιου εἴδους ὀκνηροί μοναχοί, πού ἀπουσιάζουν συχνά ἀπό τήν ἐκκλησία, ἔχουν χάσει τόν προσανατολισμό τους. Ἔχουν πάρει λάθος κατεύθυνσι. Ἐφόρεσαν τά ράσα ἴσως γιά νά δοξασθοῦν; Ἀλλά ὁ μοναχισμός εἶναι πολιτεία μετανοούντων ἀνθρώπων. Ἐδῶ πρέπει νά ἀγωνίζεται ὁ μοναχός πῶς νά κρύβει καί ὄχι πῶς νά προβάλει τά χαρίσματά του!  Τί τό ὄφελος ἕνας νέος μοναχός νά προβάλει ἐνώπιον τῶν ἄλλων τό χάρισμα, ἄς ὑποθέσουμε, τῆς ψαλτικῆς του; Μήπως γι’αὐτό τό ἔργο ἦλθε μόνον ἐδῶ; Καί πρίν ἀκόμη περάσει ἀπό τόν ὁδοστρωτῆρα τῆς ταπεινώσεως, τῆς ἐξουδενώσεως, τῆς ἀφανείας, πρίν ἀκόμη εἰσέλθη στόν ὄλβιο τάφο τῆς ἐκκοπῆς τῶν θελημάτων του, πῶς θά προκόψει;

Γι᾿ αὐτό ὁ μοναχός πού ξεχωρίζει στήν ζωή του κάτι πού τοῦ ἀρέσει καί ἀσχολεῖται ἡμέρα καί νύκτα μέ αὐτό π.χ. μέ τήν μανία τῶν μουσικῶν του ἐπιδόσεων, τελικά φθάνει στά ὅρια τῆς τρέλλας. Ἀρρωσταίνει ψυχικά καί σωματικά. Ἔρχεται στήν ἐκκλησία μόνον ὅταν ἔχει προσκληθῆ γιά νά ψάλλει!

Ὁ μοναχός πού μπαίνει στήν ἐκκλησία μόνο γιά νά ψάλλει, ἐπιτελεῖ μία τυπική ὑπακοή, ἡ ὁποία δέν τόν ἁγιάζει. Δέν προσφέρει ὁλόκληρο τόν ἑαυτό του στόν Θεό, παρά μόνο τό λαρύγγι του. Ἀλλά καί ὅταν ψάλλει δέν εὐαρεστεῖται οὔτε ὁ ἴδιος, διότι ἐσωτερικά ἔχει ὑποδουλωθῆ στόν δαιμόνιο τῆς κενοδοξίας. Καί ἡ ψαλμωδία του δέν προέρχεται ἀπό τήν καρδιά του. Δέν εἶναι καρπός ἀγώνων μετανοίας, ὑπακοῆς καί ταπεινώσεως. Δέν ψάλλει γιά τήν δόξα τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἑορταζομένου Ἁγίου, ἀλλά γιά τήν δική του δόξα. Γι’αὐτό, καί ἀλλοιώνει ἐπιδεικτικά τήν φωνή του. Τό ὕφος του δέν εἶναι ἁπλοϊκό, βιωματικό καί ἀνεπιτήδευτο. Ἐπιβάλλει τό θέλημά του στούς ἄλλους συντρόφους καί ὁμοϊδεάτες του καί ἐπιλέγει σύνθετα καί μακρόσυρτα μουσικά κείμενα διά νά αὐτοπροβάλλεται καί νά ἀποσπᾶ τῶν ἄλλων τόν θαυμασμό καί τούς ἐπαίνους.

Ὁ μοναχός ὅταν ψάλλει, πρέπει νά προσεύχεται. Εἶναι λάθος αὐτό πού λέγουν μερικοί Γεροντάδες ὅτι οἱ ψάλτες ψάλλουν γιά νά βοηθοῦν τούς ἄλλους νά προσεύχωνται καί ὅτι ὁ μισθός τους προσφέρεται ἀπό τόν Θεό λόγῳ προσφορᾶς τοῦ μουσικοῦ τους χαρίσματος. Ὁ μοναχός προσεύχεται ὅταν ὁ νοῦς του δέν εἶναι μόνο στήν ἀλάνθαστη ἐκτέλεσι τοῦ μέλους, ἀλλά στήν παρακολούθησι τῶν ἐκκλησιαστικῶν νοημάτων. Νά αἰσθάνεται ὅτι ἔχει ἐνώπιόν του τόν ἑορταζόμενον Ἅγιο ἤ τόν Χριστό ἤ τήν Κυρία Θεοτόκο. Καί τότε ἀληθινά σκιρτᾶ ἀπό χαρά ἡ καρδιά του. Καί ἐάν πάσχει ἀπό κάποιο πόνο ἤ ἀρθρίτιδα τήν ὥρα τῆς ψαλμωδίας του, ὅλα τά σκορπίζει ἡ Θεία Χάρις.

Δέν αἰσθάνεται καμμία σωματική ἐνόχλησι, οὔτε καί ἀντιλαμβάνεται πότε ἐπέρασαν τρεῖς ἤ πέντε ἤ 10 ὥρες προσευχῆς καί ἀγρυπνίας. Ὁ Χριστός δίνει ἔκτακτες σωματικές δυνάμεις στόν ἱεροψάλτη ἀδελφό, διότι καταπατεῖ ἑκουσίως τήν φιλαυτία του. Ὑπερβαίνει τό ἀνθρώπινα ὅριά του καί θυσιάζεται στεκόμενος στό στασίδιόν του διά νά τιμήσει τόν ἑορταζόμενον Ἄγιον.

Ἕνας πρωτοψάλτης τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὁ π. Ἀντύπας Καρυώτης,  διά πολύ διάστημα εἶχε χάσει ἀπό κάποια πάθησι τήν φωνή του. Ἦλθε στήν Μονή μας, γιά τήν πανήγυρι τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Ρωμαίας. Τῆς εἶπε στήν θερμή προσευχή του:

-Ἁγία μου κάνε με καλά, καί θά σέ ψάλλω ὅλη τήν νύκτα. Καί σοῦ ὑπόσχομαι ὅτι θά ἔρχωμαι κάθε χρόνο στήν πανήγυρί σου.

Τήν ἴδια στιγμή ἡ Ἁγία τόν ἐθεράπευσε. Καί συνεχίζει νά τήν ψάλλει στήν μνήμη της ὁ εὐλαβής αὐτός πρωτοψάλτης κάθε χρόνο. Ὁ μεγάλος πρωτοψάλτης τῆς συνοδείας τῶν Δανιηλαίων Γέρων Δανιήλ, ἔπασχε κι αὐτός ἀπό ἰσχυρούς πόνους τοῦ ποδιοῦ του. Ἦλθε στήν πανήγυρί της. Προσκύνησε τά Ἱερά της Λείψανα στούς Αἴνους προσευχόμενος γιά τήν θεραπεία του. Μετά τήν προσκύνησι θεραπεύθηκε καί ὑποσχέθηκε στήν Ἁγία ὅτι θά ἔρχεται κάθε χρόνο στήν Πανήγυρί της. Μία χρονιά μᾶς ἔφερε καί μία τεραστίων διαστάσεων Εἰκόνα τῆς Ἁγίας, ἡ ὁποία εὑρίσκεται κρεμασμένη στήν ἀριστερή κολόνα τοῦ ἐσωνάρθηκος.

Λόγω ἐλαττώσεως τῆς πίστεώς μας καί καλλιτέρας ἐπιδόσεως τῶν μουσικῶν μαθηματάτων, μερικοί ἐκ τῶν ἱεροψαλτῶν, ὄχι μόνον τρώγουν «ὑπερχορταστικῶς» πρό τῆς ἀκολουθίας, ὅπου πρόκειται νά ψάλλουν, ἀλλά πίνουν τσάγια, γλύφουν καραμέλλες, βάζουν καί στά θηλάκια τῆς ζακέτας τους. Καί ἐνῶ εἶναι μέσα στήν ἐκκλησία καί ψάλλουν, μασοῦν ἤ γλύφουν καραμέλλες… Ἐνίοτε βγαίνουν ἔξω γιά τά γιατροσόφια τους. Μπαίνουν στά μαγειρεῖα καί συμπληρώνουν μέ νέα ἀποθέματα τροφῶν. Τρώγουν φροῦτα, γλυκά διά νά δυναμώσουν, ὅπως λέγουν, νά τά βγάλουν πέρα. Δηλαδή νά διεκπεραιώσουν τό βαρύ φορτίο τῆς ψαλτικῆς τους προσφορᾶς.

Καί ἐδῶ τίθεται εὐλόγως τό ἐρώτημα: Καί ποῦ εἶναι ἡ θεία Χάρις; Δέν ἠμπορεῖ ὅλα αὐτά ὁ Θεός νά τά παραμερίσει καί νά τά πετάξει στήν θάλασσα; «Ἄνευ ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν», μᾶς λέγει ὁ Χριστός. Καί ὅμως ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει ἐμπιστευθῆ πλήρως τόν ἑαυτόν του στόν Φιλάνθρωπο Χριστό μας. Καί νομίζει ὅτι μέ τά «γιατροσόφια του», θά κατορθώσει νά φέρει εἰς πέρας τήν μουσική ἐκτέλεσι μιᾶς ἀκολουθίας! «Ἐάν μή Κύριος οἰκοδομήσει οἶκον εἰς μάτην ἐκοπίασαν οἱ οἰκοδομοῦντες». Ἔτσι κι ἐμεῖς, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί ἱεροψάλτες. Ἐάν ὁ Κύριος θελήσει νά μή ψάλλωμεν, δέν θά ψάλλωμεν, ὅσα τσάγια καί καραμέλλες νά πάρουμε. Ἡ παρουσία στόν φάρυγγά μας ἑνός πηκτοῦ φλέγματος εἶναι ἀρκετό νά μᾶς ἀχρηστεύσει.

Γι᾿ αὐτό, ὅταν πᾶμε νά ψάλλουμε εἶναι προτιμώτερο νά εἶναι ἡ καρδιά μας γεμάτη ἀπό ἀγάπη καί ἐμπιστοσύνη στήν βοήθεια καί στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Καί μυστικά ἄς λέγωμεν αὐτή τήν μικρή προσευχούλα: «Χριστέ μου, εἶμαι ἀνάξιος νά ψάλλω. Ἀλλά σέ παρακαλῶ ἔλα μαζί μου καί βοήθησέ με. Σέ Σένα ἐλπίζω καί στήν ἀγάπη σου στηρίζομαι».

Πρό ἐτῶν εἶχα πάει στό Τορόντο Καναδᾶ. Καί τίς Κυριακές ἔβλεπα ἕνα καινούργιο φαινόμενο στίς ὀρθόδοξες ἐκεῖ ἐκκλησίες μας. Οἱ πρωτοψάλτες εἶχαν δίπλα στό ἀναλόγιό τους καί ἕνα πλαστικό ποτήρι μέ καφέ φραπέ ἤ ἕνα πλαστικό μπουκάλι νερό ἤ μία κόκα ἤ ἄλλο ποτό. Σέ μία σύναξι πού τούς ὡμίλησα, ἐκαυτηρίασα αὐτή τήν κακή συνήθειά τους, ἡ ὁποία προφανῶς ὀφείλεται στήν ἔλλειψι ἐμπιστοσύνης τους στήν πρόνοια καί βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Μήν ἀγνοοῦμε τό γεγονός ὅτι πρό ὀλίγων ἐτῶν αὐτή ἡ συνήθεια ἦτο τελείως ἄγνωστη, ἀλλά καί ἀπαράδεκτη.

Μετά βαθυτάτης μου λύπης, διεπίστωσα ὅτι τό φαινόμενο αὐτό ἐξαπλώνεται σήμερα καί στήν πατρίδα μας Ἑλλάδα. Καί ἐνῶ τελεῖται ἡ ἀκολουθία ὁ πρωτοψάλτης νά ἔχει σηκώσει τό μπουκάλι καί νά πίνει, χωρίς κάποια αἰδώ, κάποια ἐντροπή. Καί ταυτόχρονα νά ἀκούγεται ὁ θόρυβος  τοῦ ἀδειάσματος τοῦ νεροῦ ἤ τοῦ ποτοῦ!

Ἐδῶ πλέον δέν ἐπιτελοῦμεν ἱεράν ἀκολουθίαν, ἀλλά…ἀθλητικόν ἀγώνισμα. Μόνον στά στάδια, ἀθλητές καί φίλαθλοι ἀδειάζουν ἕνα πίσω τό ἄλλο τά δροσιστικά τους ἀναψυκτικά. Γι᾿ αὐτούς τούς ἀνθρώπους δέν ἀπαιτεῖται προσήλωσις σέ κάποιον ὑψηλόν σκοπόν. Γι᾿ αὐτό καί ὁ νοῦς τους ἠμπορεῖ νά τρέχει πανταχοῦ, διασκορπισμένος καί καραβοτσακισμένος ἀπό τίς ἐπήρειες τῶν ὅσων σημειώνονται γύρω του.

Τέτοιο φαινόμενο πρό ὀλίγων ἐτῶν ἦτο ἄγνωστον στούς γονεῖς καί παπποῦδες μας. Στήν ἐκκλησία μετέβαιναν μέ τά καθαρά τους ροῦχα, μέ τό κερί τους, τό πρόσφορό τους οἱ μητέρες. Ἐλάμβαναν τίς θέσεις τους καί συμμετεῖχαν ἐνεργῶς μέ σταυροκοπήματα καί μετάνοιες στίς ἀκολουθίες. Δέν ἔπαιρναν μαζί τους καί τό μπουκάλι μέ τό νερό, μήπως καί διψάσουν. Προσέφεραν τά  πάντα στόν Χριστό: Τήν ξεκούρασί τους, τήν φωνή τους, ἄν ἦσαν ψάλτες, τήν πίστι καί ἀγάπη τους γιά τίς ἀκολουθίες. Ὑπέμεναν μέχρι τό τέλος. Ἐπήγαιναν πάντοτε νηστικοί στήν ἐκκλησία. Δέν ἔπιναν οὔτε καφέ οὔτε ἕνα δράμι νερό! Αὐτή ἦταν ἡ Παράδοσίς μας. Αὐτά καί ἐμεῖς διδαχθήκαμε καί δέν θά τά προδώσουμε, ὅσο ζοῦμε.

Μον. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης.  14-1-2019

Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου