ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Θ. ΚΟΚΟΡΗ
ΠΕΡΙ ΜΝΗΜΟΣΥΝΩΝ
Η Εκκλησία των Διαμαρτυρομένων και όλες οι παραφυάδες ακραίες και μη, οι προερχόμενες από την Διαμαρτύρησι αφού απέρριψε συλλήβδην την Ιερά παράδοσι της Εκκλησίας ως δήθεν νοθευθείσα από τις παπικές υπερβολές και μη δυναμένη να ξεχωρίση την γνήσια παράδοσι από την παρεισφρύσασα, απέρριψε μαζί με τα πολλά και ωφέλιμα και τον θεσμό των μνημοσύνων, με αποτέλεσμα να στερή τα τέκνα της από τις ωφέλειες των μνημοσύνων.
Πεντηκοστιανοί, μάρτυρες του Ιεχωβά και λοιπές παραφυάδες προσπαθούν να στηρίξουν την άρνησι των μνημοσύνων στην Αγία Γραφή.
Θέσεις αιρετικών
Σαν πρώτο επιχείρημα οι κακόδοξοι και γενικώς οι απορρίπτοντες τα μνημόσυνα, προβάλλουν ως δήθεν αγιογραφική ρήσι το: εν τω Άδη ουκ έστι μετάνοια που δυστυχώς και ένιοι των Ορθοδόξων υιοθετούν. Λέμε σ’ αυτούς ότι ουδαμού στην Γραφή υπάρχει κάτι τέτοιο και τους προκαλούμε να μας αποδείξουν που το βρήκαν γραμμένο. Λέμε σ’ όλους αυτούς ότι εν τω Άδη έγινε μετάνοια. Η παραβολή πλουσίου και Λαζάρου δείχνει την μετάνοια του πλουσίου, αλλά την ανενέργητο και αναποτελεσματική. Η μετάνοια συνοδεύεται και με εξομολόγηση ενώπιον ιερέως και ενώπιον της εκκλησίας. Πέραν του τάφου και στον Άδη ούτε ιερωσύνη ισχύει, ούτε εκκλησία και μυστήρια υπάρχουν. Ταύτα όλα ενεργούν προ του τάφου.
Αλλο επιχείρημα των αιρετικών: Εν δε τω Άδη τις εξομολογήσεταί σοι; (Ψαλ. στ’ 6).
Κατά το χωρίο τούτω, ουδείς εξομολογείται στον Άδη. Αυτό διδάσκει και η Ορθοδοξία. Καιρός αρμόδιος μετανοίας και εξομολογήσεως είναι προ του θανάτου. Μετά τον θάνατο, είναι καιρός ανταποδόσεως.
«Δια τούτο ουκ έστιν εν τω Άδη εξομολογούμενος, δια το μηκέτι την βοήθειαν συμπαρείναι δια του πνεύματος, νυν μεν γαρ παρείναι δοκεί πως τοις άπαξ εσφραγισμένοις το πνεύμα την εκ της επιστροφής αυτών σωτηρίαν αναμένον τότε δε εξ όλου της βεβηλωσάσης αυτού την χάριν ψυχής αποτμηθήσεται, τούτο γαρ και η εν τω Ευαγγελίω διχοτομία δηλοί» (Μ. Βασίλειος).
Το «ουκ εξομολογήσεταί σοι» είρηται ούχ ότι ουκ εξομολογούμεθα εν τω Άδη, αλλ’ ότι εική τούτο ποιούμεν επεί και ο πλούσιος εξομολογείτο και μετενόει, άλλ’ ουδέν ωφελείτο δια την ακαιρίαν» (Χρυσόστομος).
«Περί δε του φάναι τον Προφήτην» «εν δε τω Άδη τις εξομολογηθήσεταί σοι; προειρήκαμεν, ως αι απειλαί φρικώδεις του παντεπόπτου, νικά δε ταύτα η άφατος αυτού φιλανθρωπία, και γαρ μετά το φάναι τον προφήτην ταύτα, γέγονε πάντως εν τω άδη εξομολόγησις, εκείνων, λέγω, των εκεί πιστευσάντων, εν τη σωτηρία) του Δεσπότου καθόδω, ου γαρ απλώς έσωσε πάντας ο ζωοδότης, άλλ’ ως είρηται κάκεί τους πιστεύσαντας» (Δαμασκηνός).
Υπάρχει στον Άδη, λοιπόν, μετάνοια και εξομολόγηση, αλλά άκαιρος και ανενέργητος. Θα μπορούσαμε να παρομοιάσομε τούτο, με τον παραβάτη νόμων, ο οποίος φυλακίζεται, και από της θέσεως εκείνης αδυνατεί να βοηθήσει τον εαυτό του. Όμως οι εκτός φυλακής ιδικοί του μπορούν να βοηθήσουν, αποκαθιστώντας τυχόν ζημίες, παραβάσεις, χρέη κ.λ.π.
Και καθ’ όσον απόκειται τοις ανθρώποις άπαξ αποθανείν, μετά δε τούτο κρίσις (Εβρ. θ’ 27).
Κατά τους αιρετικούς, το χωρίο τούτο διδάσκει ότι αμέσως μετά τον θάνατο ακολουθεί κρίσις, και απόδοσις, επομένως διαμόρφωσι καταστάσεως η οποία δεν μεταβάλλεται, διότι εξεδόθη απόφασις αμετάκλητος.
Λέμε, ότι πράγματι μετά τον θάνατο ακολουθεί κρίσις αλλά μερική, και όχι τελική, οριστική και αμετάκλητος. Διότι η οριστική κρίσις θα γίνη κατά την μέλλουσα κρίσι. Ας δούμε τα σχετικά χωρία:
Και εν τω καιρώ εκείνω σωθήσεται ο λαός σου, πας ο γεγραμμένος εν τη βίβλω, και πολλοί των καθευδόντων εν γης χώματι εξεγερθήσο- νται, ούτοι εις ζωήν αιώνιον και ούτοι εις ονειδισμόν και εις αισχύνην αιώνιον και οι συνιέντες εκλάμψουσιν ως η λαμπρότης του στερεώματος και από των δικαίων των πολλών ως οι αστέρες εις τους αιώνας (Δαν. ιβ’ 1-3).
Κατά τον Δανιήλ, στην Β’ Παρουσία θα γίνει καθολική Ανάστασι και απόδοσι. Τότε οι δίκαιοι θα λάμψουν. Θα λάμψουν όχι ως ψυχές μόνο, Αλλά μαζί με τα σώματά των.
Ο Ενώχ έβδομος από Αδάμ προεφήτευσε λέγων:
Ιδού ήλθε Κύριος εν αγίαις μυριάσιν αυτού, ποιήσαι κρίσιν κατά πάντων και ελέγξαι πόντος τους ασεβείς αυτών περί πάντων των έργων ασεβείας αυτών ων ησέβησαν και περί πάντων των σκληρών ων ελάλησαν κατ’ αυτού αμαρτωλοί ασεβείς (Ιούδ. 14-15).
Ο Ενώχ βλέπει προφητικώς την μέλλουσα κρίσι. Ο Κύριος συνάγει έμπροσθέν Του πάντας, και αποδίδει δικαιοσύνη προς πάντας. Πότε; Εν εκείνη τη ημέρα.
Έστησεν ημέραν εν η μέλλει κρίνειν την οικουμένην εν δικιοσύνη, εν ανδρί ο ώρισε πίστιν παρασχών πάσιν αναστήσας αυτόν εκ νεκρών (Πράξ. ιζ’ 31).
Ο Θεός έχει ορίσει ημέρα δικάσιμο κατά την οποία θα κρίνη την οικουμένη, δια του θεανθρώπου Ιησού. Αν η κρίσις έγινε ευθύς με τον θάνατο εκάστου προς τι, η εκ δευτέρου κατά την Β’ Παρουσία; Το ότι θα υπάρξη καθολική κρίσις και απόδοσις το είπε ο Κύριος:
Όταν δε έλθη ο υιός του ανθρώπου εν τη δόξη αυτού και πάντες οι άγιοι άγγελοι μετ’ αυτού, τότε καθίσει επί θρόνου δόξης αυτού και συναχθήσεται έμπροσθεν αυτού πάντα τα έθνη, και αφοριεί αυτούς απ’ αλλήλων ώσπερ ο ποιμήν αφορίζει τα πρόβατα από των ερίφων, και στήσει τα μεν πρόβατα εκ δεξιών αυτού τα δε ερίφια εξ ευωνύμων (Ματθ. κέ’ 31 – 34).
Στην παραβολή της κρίσεως ο Κύριος περιγράφει με έντονα χρώματα τον τρόπο ελεύσεως και της κρίσεως καθώς και την ετυμηγορία του δικαστηρίου, δια της οποίας θα αποδώση σε καθένα έκαστο κατά τα έργα αυτού.
Η κρίσις των ανθρώπων θα γίνη σε δύο φάσεις. Στην πρώτη, ευθύς μετά τον θάνατο, θα γίνη μερική απόδοσις. Οριστική θα γίνη μετά την Β’ Παρουσία.
Και ούτοι πάντες μαρτυρηθέντες δια της πίστεως ουκ εκομίσαντο την επαγγελίαν, του Θεού περί ημών κρείττον τι προβλεψαμένου, Ίνα μη χωρίς ημών τελειωθώσι (Εβρ. ια’ 39 – 40).
Όλοι οι δίκαιοι από του Άβελ μέχρι του τελευταίου προ της δευτέρας παρουσίας δεν απέλαυσαν των επαγγελιών του Θεού, διότι ο Κύριος προέβλεψε κάτι καλλίτερο για όλους κατ’ εκείνη την ημέρα, θα άποδώση σε όλους τους δικαίους μαζί ό,τι έχει υποσχεθεί. Θα είναι εόρτιος ημέρα. Τώρα απλώς προγεύονται της θείας μακαριότητας. «Ούπω απέλαβον, άλλ’ έτι μένουσι και ούτω τελευτήσαντες εν τοσαύτη θλίψει…ίνα γαρ μη δοκώσι πλεονεκτείν ημών τω πρώτοι στεφανούσθαι, ένα ώρισε πάσι των στεφάνων τον καιρόν, και ο προ τοσούτων ετών νενικηκώς μετά σου λαμβάνει τον στέφανον…ουκ εκείνους ηδίκησεν άλλ’ ημάς ετίμησε· και γαρ και αυτοί τους αδελφούς αναμένουσιν. Ei γαρ σώμα εν οι πάντες εσμέν, μείζων γίνεται τω σώματι τούτω η ηδονή, όταν κοινή στεφανώνται, και μη κατά μέρος…το γαρ ομού δοξασθήναι μεγάλη ηδονή» (Χρυσόστ.).
«Δέδωκε τοις προκαμούσι πρόγευμά τι… ειπών περιμένειν εις την τελείαν ευωχίαν τους αδελφούς· οι δε φιλάνθρωποι όντες χαίροντες αναμένουσιν, ίνα και κοινή ευφρανθώσι» (Θεοφ.).
«Ουκ είπε στεφανωθώσι, άλλ’ ο μείζονα έμφασιν έχει, τελειωθώσι, φησί, τουτέστι, το πέρας των αγαθών και υπέρ ου κάμνει πάσα σπουδαίου κίνησις απολάβωσι» (Οικουμ.).
Εγώ γαρ σπεύδομαι, και ο καιρός της εμής αναλύσεως εφέστηκε. Τον αγώνα τον καλόν ηγώνισμαι, τον δρόμον τετέλεκα, την πίστιν τετήρηκα· λοιπόν απόκειταί μοι ο της δικαιοσύνης στέφανος, ον αποδώσει μοι ο Κύριος εν εκείνη τη ημέρα, ο δίκαιος κριτής, ου μόνον δε εμοί, αλλά και πάσι τοις ηγαπηκόσι την επιφάνειαν αυτού (Β’ Τιμ. δ’ 6 – 8), (ίδε και Ψαλ, ριδ’ και Β’ Τιμ, α’ 18).
Ο απ. Παύλος ηργάσθη για το Ευαγγέλιο όσο κανείς άλλος. Ελπίζει ότι θα απόλαυση παρά Κυρίου τον έπαινο και την ένδικο μισθαποδοσία. Αλλά όχι τώρα, τότε, εν εκείνη τη φοβερά ημέρα της αδεκάστου κρίσεως, κατά την οποία ο Κύριος θα ανταμείψη όχι μόνο τον Παύλο, αλλά όλους όσους τον αγαπούν και εργάζονται στον αμπελώνα Του.
Και ότε ήνοιξε την πέμπτην σφραγίδα, είδαν υποκάτω του θυσιαστηρίου τας ψυχάς των εσφαγμένων δια τον λόγον του Θεού και δια την μαρτυρίαν του αρνίου ην είχον και έκραξαν φωνή μεγάλη λέγοντες· έως πότε ο δεσπότης ο άγιος και ο Αληθινός, ου κρίνεις και έκδικας το αίμα ημών εκ των κατοικούντων επί της γης; και εδόθη αυτοίς ένα αναπαύσωνται έτι χρόνον μικρόν, έως πληρώσωσι, και οι σύνδουλοι αυτών και οι αδελφοί αυτών οι μέλλοντες αποκτέννεσθαι ως και αυτοί (Αποκ. στ’ 9-11).
Ο Ιωάννης βλέπει κάτω από το ουράνιο θυσιαστήριο τις ψυχές όλων όσων εμαρτύρησαν για τον Χριστό, οι οποίες εζήτουν απόδοσι δικαιοσύνης εκ μέρους του Δεσπότου Ιησού. Ελέχθη δε σ’ αυτές να αναμένουν έως ότου και οι μέλλοντες να μαρτυρήσουν έλθουν και τότε ο Κύριος θα αποδόση πάντα τα οφειλόμενα.
Κατά ταύτα από τον θάνατο ενός εκάστου, μέχρι την Β’ Παρουσία, οι ψυχές προγεύονται ο μεν της αιωνίου μακαριότητας, οι δε της αιωνίου κολάσεως. Τελεσιδίκως ταύτα οριστικοποιούνται κατά την κρίσιν της Β’ Παρουσίας.
«Τας μεν των ευσεβών ψυχάς εν κρείττονί ποι χώρα μένειν, τας δε αδίκους και πονηρός εν χείρονι, τον της κρίσεως εκδεχομένας χρόνον τότε» (Ιουστίνος, διάλογος προς Τρύφωνα 5, 3).
Άφεσις αμαρτιών μετά θάνατον.
Δια των μνημοσύνων.
Υπάρχει δυνατότης αφέσεως αμαρτιών και απαλλαγής από ενοχές πέραν του τάφου; Ναι! Μας πληροφορεί η Γραφή και η Ιερά Παράδοσις.
Η Εκκλησία ως φιλόστοργος μητέρα δέεται του Θεού υπέρ των τέκνων αυτής. Και των ενθάδε και των εκείθεν. Εύχεται για τους εν τη ζωή ταύτη. Δέεται του Θεού και παρακαλεί τον Κύριον, όπως ελεήσει όλους τους ενδεείς θείου ελέους. Τούτο όμως δεν υποχρεώνει τον Κύριο να παράσχη το έλεός Του. Ο Κύριος ελεεί και οικτείρει οποίον θέλει;
Και ελεήσω ον αν ελεώ, και οικτειρήσω ον αν οικτείρω (Εξ. λγ’ 19), μας βεβαιώνει ο ίδιος καθώς και ο Δαυίδ Β’ Βασ. ιβ’22 λέγων:
Τις οίδεν ει ελεήσει με Κύριος.
Υπό το αυτό πνεύμα κινουμένη δέεται και περί των εκείσε τέκνων της χωρίς να θεωρή άφευκτο την άφεσι των αμαρτιών των, άλλ’ ελπίζει στην άφατο φιλανθρωπία και φιλευσπλαγχνία του Κυρίου.
Στο Ματθ. ιβ’ 31 – 32 λέγει:
Δια τούτο λέγω υμίν, πάσα αμαρτία και βλασφημία αφεθήσεται τοις ανθρώποις, η δε του πνεύματος βλασφημία ουκ αφθήσεται τοις ανθρώποις· και ος εάν είπη λόγον κατά του Υιού του Ανθρώπου, αφεθήσεται αυτώ· ος αν είπη κατά του Πνεύματος του Αγίου, ουκ αφεθήσεται αυτώ ούτε εν τω νυν αιώνι ούτε εν τω μέλλοντι.
Στο ανωτέρω χωρίο υποφώσκει η ιδέα ότι υπάρχουν αμαρτήματα τα οποία είναι δυνατόν να τύχουν συγχωρήσεως και πέραν του τάφου. Κατά τον ιερό Αυγουστίνο υπάρχουν αμαρτίες οι οποίες συγχωρούνται και στην μέλλουσα ζωή. Τοιαύτες θεωρεί όσες δεν έγιναν από τελεία πώρωσι και απιστία, αλλά υπό ανθρώπων στους οποίους υπάρχει πίστις, όμως εξετράπησαν εξ αδυναμίας και ασθενούς θελήσεως και επηρείας του πονηρού σε αμαρτήματα και παραβάσεις, αλλά δεν κατόρθωσαν να αποβάλουν στον παρόντα βίο.
Μπορούμε να δεώμεθα υπέρ των νεκρών; Τι λέγει η Γραφή;
Και εν ημέρα εικοστή και τετάρτη τού μηνός τούτου συνήχθησαν οι υιοί Ισραήλ εν νηστεία και εν σάκκοις. και εχωρίσθησαν οι υιοί Ισραήλ από παντός υιού αλλοτρίου, και έστησαν και εξηγόρευσαν τας αμαρτίας αυτών και τας ανομίας τών πατέρων αυτών. και έστησαν επί στάσει αυτών, και ανέγνωσαν εν βιβλίω νόμου θεού αυτών, και ήσαν εξαγορεύοντες τω κυρίω και προσκυνούντες τω θεώ αυτών. (Νεεμ. θ’ 1-3).
Κατά την 24η του Εβραϊκού μηνός Τισρί (Σεπτέμβριος), μετά την εορτή της Σκηνοπηγίας, ο λαός εμφανίζεται ενώπιων του Θεού, με εμφανή τα σημεία πένθους και μεταμέλειας και μετά πολλής νηστείας. Ιστάμενοι όρθιοι εξομολογούνται τις αμαρτίες των ενώπιον του Κυρίου, όχι μόνον τις δικές των αλλά και τις ανομίες των πατέρων, των προγόνων, όπως ο στίχ. 9 φανερώνει. Οι Ιερείς και Λευίται απαριθμούν τις παραβάσεις προγόνων και επιγόνων και δέονται εν πολλή συντριβή και μετανοία του Θεού όπως ελεήσει αυτούς.
τη δε εχομένη ήλθον οι περί τον Ιούδαν καθ ον τρόπον το τής χρείας εγεγόνει, τα τών προπεπτωκότων σώματα ανακομίσασθαι και μετά τών συγγενών αποκαταστήσαι εις τους πατρώους τάφους. 40 εύρον δε εκάστου τών τεθνηκότων υπό τους χιτώνας ιερώματα τών από Ιαμνείας ειδώλων, αφ ων ο νόμος απείργει τους Ιουδαίους· τοις δε πάσι σαφές εγένετο δια τήνδε την αιτίαν τούσδε πεπτωκέναι. 41 πάντες ουν ευλογήσαντες τα τού δικαιοκρίτου Κυρίου τού τα κεκρυμμένα φανερά ποιούντος, 42 εις ικετείαν ετράπησαν αξιώσαντες το γεγονός αμάρτημα τελείως εξαλειφθήναι. ο δε γενναίος Ιούδας παρεκάλεσε το πλήθος συντηρείν εαυτούς αναμαρτήτους είναι, υπ όψιν εωρακότας τα γεγονότα δια την τών προπεπτωκότων αμαρτίαν. 43 ποιησάμενός τε κατ ανδραλογίαν κατασκευάσματα εις αργυρίου δραχμάς δισχιλίας, απέστειλεν εις ῾Ιεροσόλυμα προσαγαγείν περί αμαρτίας θυσίαν, πάνυ καλώς και αστείως πράττων υπέρ αναστάσεως διαλογιζόμενος· 44 ει γαρ μη τους προπεπτωκότας αναστήναι προσεδόκα, περισσόν αν ην και ληρώδες υπέρ νεκρών προσεύχεσθαι. 45 είτ εμβλέπων τοις μετ ευσεβείας κοιμωμένοις κάλλιστον αποκείμενον χαριστήριον, οσία και ευσεβής η επίνοια· όθεν περί τών τεθνηκότων τον εξιλασμόν εποιήσαντο τής αμαρτίας απολυθήναι. (Β’ Μακ. ιβ’ 39 – 45).
Η θεόπνευστος Αγία Γραφή μνημονεύει γεγονός κατά το οποίο ο Ιούδας ο Μακκαβαίος κατά την περισυλλογή νεκρών στρατιωτών μετά την μάχη κατά του Γοργίου, εύρε στους κόλπους των ειδώλια ειδωλολατρικών θεών. Απέδωσε τον θάνατόν των στο αμάρτημα τούτο, απηγορευμένο αυστηρώς υπό του Νόμου. Για την συγχώρησι του παραπτώματος τούτου, διότι επίστευε σε ανάστασι νεκρών και απόδοσι, προέβη σε εξιλασμό, ήτοι προσευχές, και δεήσεις, προσέτι δε απέστειλε στα Ιεροσόλυμα, στον Ναό, χρήματα ώστε ο Αρχιερεύς να προσφέρη θυσία περί αμαρτίας στον οικτίρμονα Θεό, διότι επίστευε στην πλήρη άφεσι των αμαρτιών των τεθνεώτων.
Έχομε, λοιπόν, δύο μαρτυρίες από την Αγία Γραφή (Νεεμ. θ’ 1 – 3 και Β’ Μακ. ιβ’ 39 – 45), κατά τις οποίες ο πιστός οφείλει να προσεύχεται υπέρ των νεκρών, και να τελή μνημόσυνα, ήτοι να αναπέμπη δεήσεις και να προσφέρη θυσίες εξιλασμού υπέρ αφέσεως των πλημμελημάτων των κεκοιμημένων αδελφών και πατέρων, υπέρ παντός πιστού μεταστάντος.
Αλλά και από την Ιερά Παράδοσι παρέλαβε η Εκκλησία να τελή μνημόσυνα, τον χρόνο, τον τρόπο, και την εξήγησι τούτων.
Στις Αποστολικές Διαταγές, βιβλ. Η’ κεφ. μα’ υπάρχει προσφώνησις ικετευτική προς τον Θεό, η οποία κείται ως πρότυπο προσευχής, και έχει ως έξης:
Υπέρ του αναπαυσαμένου εν Χριστώ αδελφού ημών δεηθώμεν, όπως ο φιλάνθρωπος Θεός, ο προσδεξάμενος αυτού την ψυχήν, παρίδη αυτώ παν αμάρτημα εκούσιόν τε και ακούσιον και ίλεως και ευμενής γενόμενος, κατατάξη εις χώραν ευσεβών ανειμένων εις κόλπον Αβραάμ, και Ισαάκ, και Ιακώβ μετά πάντων των απ’ αιώνας ευαρεστησάντων και ποιησάντων το θέλημα αυτού, όθεν απέδρα οδύνη και λύπη και στεναγμός. Αυτός και νυν έπιδε επί τον δούλον σου τον δε, ον εξελέξω και προσελάβου εις ετέραν λήξιν και συγχώρησαν αυτώ ει τι εκών η άκων εξήμαρτε και Αγγέλους ευμενείς παράστησον αυτώ και κατάταξον αυτόν εν τω κόλπω των Πατριαρχών και των Προφητών και των Αποστόλων, και πάντων των άπ’ αιώνος σοι ευαρεστησάντων, όπου ουκ ένι οδύνη, λύπη και στεναγμός, αλλά χορός ευσεβών ανειμένος και γη εύθετα συνανειμένη και των εν αύτη ορώντων την δόξαν Χριστού…
Ο τύπος των προσευχών υπέρ συγχωρήσεως των αμαρτιών των μεταστάντων είναι αρχαιότατος. Περιεσώθη και εκληρονομήθη στην εκκλησία από την Ιερά Παράδοσι. Ικεσία αναπέμπεται στον Θεό όπως παρίδη παν αμάρτημα του νεκρού, και κατατάξη αυτόν στους κόλπους Αβραάμ και λοιπών Πατριαρχών, και συνάψη στον χορό των Αγίων εις χώραν όπου απέδρα θλίψις, στεναγμός, λύπη και οδύνη, η δε δόξα του Χριστού τέρπει τις ψυχές των αγίων, μέτοχοι γενόμενοι της θείας μακαριότητας.
Εκ του αυτού τόμου των Αποστολικών Διαταγών Βιβλ. Η’ κεφ. μβ’ πληροφορούμεθα το πότε και πως γίνονται τα μνημόσυνα και τι οφείλει ο πιστός να κάνη.
«Επιτελείσθω δε τρίτα των κεκοιμημένων εν ψαλμοίς και αναγνώσεσι και προσευχαίς δια τον δια τριών ημερών εγερθέντα, και ένατα εις υπόμνησιν των περιόντων και των κεκοιμημένων, και τεσσαράκοντα κατά τον παλαιόν τύπον, Μωσήν γαρ ούτως ο λαός επένθησε, και ενιαύσια υπέρ μνείας αυτού, και διδόσθω εκ των υπαρχόντων αυτού πένησιν εις ανάμνησιν αυτού»,
«Παρελάβομεν και διακατέχωμεν ευχάς και ικεσίας υπέρ των κεκοιμημένων, τω των όλων Θεώ αναπεμπομένας τη τρίτη τη εννάτη τη τεσσαρακοστή ήμερα. Τουτ’ αυτό ποιείτε μετά τρεις μήνας, ευθύς μετά εξ, μετά ενιαυτόν, μετέπειτα οσάκις οι συγγενείς και προσήκοντες τω αποιχομένω εθέλουσι τούτο ποιείν ου κωλύομεν».
Τα μνημόσυνα τελούνται υπέρ των εν πίστει κοιμηθέντων. Περί ασεβών και απίστων μνημόσυνα δεν τελούνται. Οι Αποστ. Διαταγές Βιβλ. Η’ κεφ. μγ’ αποκλείουν τούτο, διότι οι ασεβείς ουδέν οφελούνται.
«Ταύτα δε περί ευσεβών λέγομεν, περί γαρ ασεβών, εάν τα του κόσμου δως πένησιν ουδέν ονήσεις αυτόν, ω γαρ περιόντι εχθρόν ην το θείον, δήλον ότι και μεταστάντι, ου γαρ έστιν αδικία παρ’ αυτώ, δίκαιος γαρ ο Κύριος και δικαιοσύνας ηγάπησε, και ιδού άνθρωπος και το έργον αυτού».
ΑΠΌ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΚΑΚΟΔΟΞΙΑ – ΤΟΜΟΣ Β’ – ΑΘΗΝΑΙ 1992
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ