Κυριακή 11 Μαΐου 2025

ΔΙΑΛΟΓΟΙ ΜΕ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΕΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΑΝΤΙ ΤΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟΥ

 «Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ» 

Ὑπό Γέροντος Κλεόπα Ἠλίε.

Σπουδαστής: άν ἡ Καινή  Διαθήκη  εἶναι ἡ συνέχεια τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, γιατί δέν ἀκολουθομε ἐμεῖς καί τήν ἑορτή τοῦ Σαββάτου;

Ἱερεύς: πό τοῦ Ἀδάμ μέχρι τό τέλος τοῦ Ἀβραάμ ἐπέρασαν, σύμφωνα μέ μερικούς χρονογράφους, 3678 χρόνια (Χρονογραφία Γεωργίου Κεδρηνοῦ), στά ὁποῖα προσθέτοντας 430, κατά τά ὁποῖα παρέμειναν οἱ Ἑβραῖοι ὡς αἰχμάλωτοι τῆς Αἰγύπτου, γίνονται 4108 χρόνια. Σ' αὐτή τήν χρονική περίοδο ἀπό τοῦ Ἀδάμ μέχρι τοῦ Μωυσέως, οὔτε ή Γραφή δέν ἦταν γραμμένη, οὔτε τό Σάββατο ἐτηρεῖτο ὡς ἑορτή κάποιου λαοῦ. Τόσες χιλιάδες χρόνια, οί τότε πατριάρχαι καί οἱ πιστοί τοῦ Θεοῦ ώδηγοῦντο στήν ὁδό τῆς σωτηρίας μόνο ἀπό τήν Ἱερά Παράδοσι καί μόλις μετά τήν πολυχρόνια αὐτή περίοδο καθιερώθηκε ἀπό τόν Θεό ἡ ἑορτή τοῦ Σαββάτου, στόν καιρό τῆς διαβά­σεως τοῦ Ἰσραηλιτικού λαοῦ ἀπό τήν ἔρημο τῆς Ἀραβίας, εις ἀνάμνησιν τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου σέ ἑπτά ἡμέρες, μετά τίς ὁποῖες τήν ἑβδόμη ἡμέρα ὁ Θεός ἀναπαύθηκε, καί πρός ἀνάμνησι τῆς ἐξόδου τοῦ λαοῦ ἀπό τήν δουλεία τῆς Αἰγύπτου. Διότι στήν ἁγία Γραφή εἶναι γραμμένο: «καί εὐλόγησεν ὁ Θεός τήν ἡμέραν τήν έβδόμην καί γίασεν αὐτήν" ὅτι ἐν αὐτῆ κατέπαυσεν ἀπό πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ, ών ήρξατο ὁ Θεός ποιήσαι» (Γέν. 2,3). Καί πάλι, ἀναφορικά μέ τήν ἔξοδο τῶν Ἰσραηλιτῶν, εἶναι τό ἑξῆς γραμμένο: «καί μνησθήση ὅτι οκέτης ήσθα έν γή Αίγύπτω καί ἐξήγαγέ σε Κύριος ὁ Θεός σου ἐκεῖθεν έν χειρί κραταιά καί έν βραχίονι ύψηλω, διά τοῦτο συνέταξέ σοι Κύριος ο Θεός σου, ὥστε φυλάσσεσθαι τήν μέραν τῶν Σαββάτῶν καί ἁγιάζειν αὐτήν» (Δευτερ. 5,15).

λλά πρέπει νά γίνη γνωστό καί τό γεγονός ὅτι τό Σάββατο δέν δόθηκε ἀπό τόν Θεό ὡς ὑποχρεωτική ἑορτή γιά ὅλους τούς λαοῦς τοῦ κόσμου, ἀλλά καθιερώθηκε ὡς ἑορτἤ καί αἰώνια συμφωνία, μόνο γιά τόν λαό Του, τόν Ἰσραήλ. Αὐτό τό πρᾶγμα τό λέγει καθαρά ἡ Ἁγία Γρα­φή: «καί φυλάξουσιν οί υίοί Ἰσραήλ τά σάββατα ποιεῖν αὐτά εἰς τάς γενεάς αὐτῶν' Διαθήκη αἰώνιος. Έν έμοί καί τοις υίοῖς Ἰσραήλ σημεῖο ν έστιν έν έμοί αἰώνιο ν" ὅτι έξ ή- μέραις έποίησε Κύριος τόν οὐρανόν καί τήν γῆν καί τή ἡμέρα τή ἑβδόμη έπαύσατο καί κατέπαυσε» ('Έξοδ. 31, 16-17).

Σέ ἄλλο χωρίο ἡ Ἁγία Γραφή μᾶς δείχνει ἐπίσης ὅτι τόσο τό Σάββατο ὅσο καί οἱ ἄλλες εντολές τοῦ Νόμου δέν δόθηκαν παρά μόνο στόν Ἰσραήλ: «ὁ ἀπαγγέλλων τόν λόγον αὐτοῦ τοῦ Ἰακώβ, δικαιώματα καί κρίματα αὐτοῦ τω Ἰσραήλ. Οὐκ έποίησεν οὕτως παντί ἔθνει καί τά κρίματα αὐτοῦ οὐκ έδήλωσεν αὐτόίς» (Ψαλμ. 147, 8-9) (δηλαδή στά ἄπιστα ἔθνη, πού δέν προέρχονται ἀπό τό γένος τοῦ Ἰακώβ, καί τίς εντολές του δέν τίς έφανέρωσε σ' αὐτά). Σ' αὐτές τίς ἐντολές πάγεται καί ἡ ἐντολή τοῦ Σαββάτου. "ὅταν οί εἰδωλολάτραι ἦλθαν στόν Νεεμία θέ­λοντας νά λάβουν μέρος στήν οικοδομἡ τοῦ ναού, έκεῖ- νος τούς εἶπε: «ὁ Θεός τοῦ οὐρανο αὐτός εύοδώσει ἡμῖν, καί ἡμες δοῦλοι αὐτοῦ καθαροί, καί οἰκοδομήσομεν' καί ὑμῖν οὐκ έστι μερίς καί δικαιοσύνη καί μνημόσυνον έν Ἱερουσαλήμ» (Νεεμίου 2,20). άν οί εἰδωλολάτραι θά εἶχαν τό Σάββατο, θά εἶχε πλέον δίκαιο ὁ Νεεμίας νά τούς ὁμιλήση ἔτσι; Οί εἰδωλολάτραι θά μποροῦσαν νά τοῦ ἀπαντήσουν ὅτι καί αὐτοί ἔχουν τό Σάββατο ὡς σημεῖο Διαθήκης, ὅπως καί οί Ἰσραηλίτες. δῶ ὅμως ὁ Νεεμίας ὁμιλεῖ σταθερά καί καθαρά, λέγοντας ὅτι δέν ἔχουν μερίδα καί δικαιοσύνη. Τό ὅτι στούς εἰδωλολάτρας δέν ἔδωσε οὔτε τόν Νόμο οὔτε τό Σάββατο έξάγεται καί ἀπό τήν ἐπιστολή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου πρός Ρω­μαίους, ὅπου λέγει: «ὅταν γάρ ἔθνη τά μή νόμον ἔχοντα φύσει τά τοῦ νόμου ποιεί» (2,14). νῶ παρακάτω ὁ ἴδιος ἀπόστολος λέγει ὅτι στούς 'Ἰσραηλίτας ὁ Θεός ἔδωσε τήν υοθεσία, τήν δόξα, τίς διαθῆκες, τήν νομοθεσία, τήν λατρεία καί τίς έπαγγελίες (9,4).

"Ετσι λοιπόν, ἔχοντας ὡς βάσι τίς ἀνωτέρω μαρτυ­ρίες, έξάγεται καθαρά τό συμπέρασμα ὅτι ἡ ἐντολή τοῦ Σαββάτου ἦταν ἕνα σημεῖο δεσμο καί Διαθήκης μεταξύ Θεοῦ καί Ἰσραήλ καί ὅτι δόθηκε κατά συνέπεια μόνο στούς Ίσραηλίτας ('Έξοδ. 3, 16-17), καί κατ᾿ ούδένα τρόπο γιά ὁλη τήν ἄνθρωπότητα.

λλά ἡ ἐντολή τοῦ Σαββάτου δέν δόθηκε γιά μία τελείωτη χρονική διάρκεια. ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Γαλάτας ἐπιστολή μᾶς δείχνει ὅτι «(ὁ νόμος) τῶν παραβάσεων χάριν προσετέθη, άχρις ού ἔλθη τό σπέρμα έπήγγελται, διαταγείς δι᾿  ἀγγέλων έν χειρί μεσίτου» (3,19). ἐπίσης γνωρίζουμε ὅτι «τέλος γάρ νόμου Χρι­στός» (Ρωμ. 10,4). ἰδού λοιπόν ή διάρκεια τοῦ χρόνου πού δόθηκε γιά τόν Νόμο: μέχρι τόν ἐρχομό τοῦ τέλους πού εἶναι ὁ Χριστός. ὁ Νόμος, ὅπως γνωρίζουμε, ἦταν μόνο παιδαγωγός γιά τόν Χριστό γιά νά δικαίωθοῦμε διά τῆς πίστεως. Μετά τόν ἐρχομό τῆς πίστεως δέν εἴμεθα πλέον κάτω ἀπό τήν ἐπίδρασι τοῦ παιδαγωγού Νόμου (Γαλ. 3, 24-25). ἐπειδή ή Παλαιά Διαθήκη άντικατεστάθηκε, έκπληρώθηκε ἡ ἐντολή τοῦ Ἱερεμίου, στήν ὁποία λέγει: «ἰδού ἡμέραι έρχονται, λέγει Κύριος, καί συντελέ­σω ἐπί τόν οἰκον Ἰσραήλ καί ἐπί τόν οἰκον Ιούδα διαθήκην Καινήν, ού κατά τήν Διαθήκην ήν έποίησα τοις πατράσιν αὐτῶν έν ἡμέρα έπιλαβομένου μου τῆς χειρός αὐτῶν έξαγαγείν αὐτούς έκ γής Αἰγύπτου... αὐτη ἡ  Διαθήκη ήν διαθήσομαι... εἰς τήν διάνοιαν αὐτῶν καί ἐπί καρδίας αὐτῶν έπιγράψω αὐτούς, καί έσομαι αὐτοίς εις Θεόν καί αὐτοί έσονται μοι εις λαόν» (Έβρ. 8, 8-10). ἐδῶ ὁμιλεῖ γιά τό κλείσιμο μιάς συμφωνίας (Διαθήκης) καί αναφέρει καί τόν χρόνο, κατά τόν ὁποῖον αὐτή ἡ  Διαθήκη θά άντικατασταθῆ μέ τήν Νέα. Γεννάται τό ερώτημα: ποιά Διαθήκη θά άντικατασταθῆ; ὁ προφήτης Ἱερεμίας μᾶς ἀνέφερε τά ἑξῆς: «..Ίδοῦ ἡμέραι έρχονται, φησί Κύριος, καί διαθήσομαι τω οίκω Ἰσραήλ καί τω οίκφ Ιούδα διαθήκην Καινήν, ού κατά τήν Διαθήκην, ην διεθέμην τοις πατράσιν αὐτῶν έν ἡμέρα έπιλαβομένου μου τῆς χειρός αὐτῶν έξαγαγεϊν αὐτούς έκ γής Αἰγύπτου, ὅτι αὐτοί οὐκ ένέμειναν έν τἡ  Διαθήκη μου» (38, 31-32).

Σέ τί έγκειται αὐτή ἡ  Διαθήκη, μᾶς φανερώνει ὁ προ­φήτης Μωῦσῆς: «Κύριος ὁ Θεός ὑμῶν διέθετο πρός υμᾶς Διαθήκην έν Χωρήβ, οὐχί τοις πατράσιν ὑμῶν διέθετο Κύ­ριος τήν Διαθήκην ταὐτην, ἄλλ' ή πρός ύμᾶς, υμεῖς ώδε πάντες ζώντες σήμερον... κάγώ είστήκειν ανά μέσον Κυ­ρίου καί ὑμῶν... ἐγώ είμι Κύριος ὁ Θεός σου, ὁ έξαγαγών σε έκ γής Αἰγύπτου έξ οἰκου δουλείας... Ταῦτα τά ρήματα έλάλησε Κύριος πρός πᾶσαν συναγωγήν ὑμῶν ἐν τῶ ὁρει έκ μέσου τοῦ πυρός, σκότος, γνόφος, θύελλα, φωνή μεγά­λη καί ού προσέθηκε. Καί έγραψε αὐτά ἐπί δύο πλάκας λιθίνας καί έδωκε μοι» (Δευτ. 5, 2-22).

Αὐτή ἡ  Διαθήκη, αὐτή ή συμφωνία ἔπρεπε νά άντικατασταθῆ μέ τήν Νέα Διαθήκη. Ἑπομένως, ἀφοῦ άντικατεστάθηκε συμπληρώθηκε παλαιά αὐτή συμφωνία, τό αὐτό ἔγινε καί μέ τήν ἐντολή τοῦ Σαββάτου.

Σπουδαστής: Χριστός μας δέν διέλυσε τόν νόμο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, διότι ὁ "ἴδιος εἶπε: «Μή νομίσητε ὅτι ἦλθον καταλῦσαι τόν νόμον ή τούς προφήτας' οὐκ ήλθον καταλῦσαι ἀλλά πληρὡσαι. ἀμήν γάρ λέγω ύμίν, ἕως ἄν παρἔλθη ὁ οὐρανός καί ἡ γή, ιώτα εν ή μία κεραία ού μή παρἔλθη ἀπό τοῦ νόμου ἕως ἄν πάντα γένηται» (Ματθ. 5, 17-18). Συνεπῶς, αὐτά σημαίνουν ὅτι καί τό Σάββατο παραμένει έν ίσχύι πάντοτε.

Ἱερεύς: Χριστός δέν κατέλυσε τόν Νόμο καί τούς Προφήτας, ή γενικά τήν Παλαιά Διαθήκη, ἀλλά μόνο τήν άντικατέστησε μέ τήν Νέα Διαθήκη, ἡ ὁποία εἶναι πληρέ­στερη ἀπό τήν Παλαιά. Ή Παλαιά Διαθήκη, ὅπως φάνη­κε ἀνωτέρω, εἶχε μόνο παιδαγωγικό χαρακτῆρα, προκει­μένου νά ἕτοιμᾶση τήν ἄνθρωπότητα γιά τήν ἔλευσι τού Σωτῆρος: «"Ωστε ὁ νόμος παιδαγωγός ἡμῶν γέγονεν εις Χριστόν, ἵνα έκ πίστεως δικαίωθώμεν λθούσης δέ τῆς πίστεως οὐκέτι ὑπό παιδαγωγόν έσμεν» (Γαλ. 3, 24-25). Ή σωτηρία μας δέν κρέμεται πλέον ἀπό τήν ἐπιτέλεσι τῶν εντεταλμένων ἔργων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ή τῆς άργίας τοῦ Σαββάτου, ἀλλά ἀπό τήν πίστι μας στόν Ἰησοῦ Χριστό, τόν Σωτήρα μας. Διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὁ παλαιός Νόμος συμπληρώθηκε καί έπαυσε νά ύφίσταται πλέον. Διότι «τέλος γάρ νόμου Χριστός, εις δικαιοσύνην παντίτώ πιστεύοντι» (Ρωμ. 10,4). παλαιός Νόμος δια­τηρήθηκε μέχρι Ἰωάννου τού Βαπτιστοῦ, ὁ ὁποῖος ἦταν καί ὁ τελευταίος πού προετοίμασε τήν ἔλευσι τοῦ Χρι­στοῦ (Ματθ. 11,13). Αὐτοί πού εἶναι ὑπό τήν ἐξουσία τοῦ νόμου, ἔχουν γεννηθῆ ὑπό τήν κυριαρχία τῆς δουλείας, ὅπως ἀκριβῶς ὁ Υἱός τού Ἀβραάμ, πού προῆλθε ἀπό τήν δοὕλη του 'Άγαρ" οί ζώντες κάτω ἀπό τόν Νόμο τῆς Χά­ριτος παρομοιάζονται μέ τόν Υἱό τοῦ Ἀβραάμ πού γεννή­θηκε ἀπό τήν ἐλεύθερη γυναίκα του τήν Σάρρα, ὄντας γεννημένος γιά τήν έλευθερία καί τήν κληρονομιά. Διότι ή Άγαρ καί ἡ Σάρρα ἀπεικονίζουν τίς δύο Διαθῆκες (Γαλ. 4, 22-31). Ἑπομένως ὁ λόγος τοῦ Σωτῆρος: «Μή νομίσητε ὅτι ἦλθον καταλσαι τόν νόμον ή τούς προφή­τας» ἔχει τό ἑξῆς νόημα: ἐγώ δέν ἦλθα ἐνάντια πρός τόν νόμο καί τούς προφήτας ἤ ὁ ἐρχομός Μου δέν εἶναι κάτι ξένο, ἀλλά, ἀντιθέτως, εἶναι πρός συμπλήρωσιν τόσο στό νόμο τοῦ Μωῦσέως, ὅσο καί στά ἄλλα βιβλία τῶν προφη­τῶν. Μ᾿ αὐτό τόν τρόπο ὁ Νόμος συμπληρώνεται τέλεια ἀπό Εμένα, δηλαδή μέ τήν ἔλευσί Μου, δεδομένου ὅτι αὐτός ὁ ερχομός Μου αὐτόν εἶχε ὡς στόχο του (Ρωμ. 10,4).

πίσης οί λόγοι μέ τούς ὁποίους ὁ Σωτήρ λέγει ὅτι δέν θά παρέλθη ἕνα ιώτα ή μία κεραία ἀπό τόν Νόμο μέχρι νά έκπληρωθοῦν ὅλα, ἀναφέρονται στήν πραγματοποίησι τῶν προφητικών λόγων γι' Αὐτόν, πού ἐκπληρώ­θηκαν ἀκριβῶς μέ τήν προσφορά τού Αἷματος Του, τό ε­σπέρας τού Μυστικοῦ Δείπνου, ὅπου τότε καί ἡ συμφω­νία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἔλαβε τό τέλος της. 'ἀφοῦ ἔφαγε μέ τούς μαθητάς Του ὁ Σωτήρ, ἐπῆρε τό ποτήρι καί τό ἔδωσε σ' αὐτούς λέγοντας: «τοῦτο τό ποτήριον ή Καινή  Διαθήκη ἐν τῶ αματί μου, τό ὑπέρ ὑμῶν έκχυνόμενον» (Λουκ. 22,20).

Σπουδαστής: Θεός εὐλόγησε καί ἁγίασε τήν έβδο­μη ἡμέρα ἀκόμη ἀπό τήν ἀρχή τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου, ὅταν ἀποτελείωσε τό ἔργο του, ὅπως εἶναι γραμμέ­νο: «καί συνετέλεσεν ὁ Θεός ἐν τῆ ἡμέρα τή έκτη τά ἔργα αὐτοῦ, ά έποίησεν, καί κατέπαυσεν τή ἡμέρα τή ἑβδόμη ἀπό πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ, ών έποίησεν καί εὐλόγησεν ὁ Θεός τήν ἡμέραν τήν έβδόμην καί ἡγίασεν αὐτήν, ὅτι ἐν αὐτῆ κατέπαυσεν ἀπό πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ, ών ήρξατο ὁ Θεός ποιήσαι» (Γεν. 2, 2-3). Ἑπομένως, μετά τίς έξι ἡμέρες τῆς δημιουργίας, ή ἑβδόμη ἡμέρα ἦταν τό πρῶτο Σάββατο πού ἁγιασθηκε ἀπό τόν "ἴδιο τόν Θεό καί χάριν αὐτοῦ τοῦ γεγονότος παρέμεινεν ἅγιο γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους καί γιά ὅλες τίς ἐποχές.

Ἱερεύς: Αὐτοί οί δύο στίχοι δέν ὁμιλοῦν παρά γιά τόν Θεό μόνο καί τό ἔργο Του, λέγοντας ὅτι ὁ Θεός έτελείωσε τό ἔργο Του, άνεπαύθη, εὐλόγησε καί ἁγίασε τήν έβδομη ἡμέρα. "Ομως γιά τόν ἄνθρωπο δέν λέγεται τίποτε καί οὔτε θά ἦταν δυνατόν νά εἶχε ὁ ἄνθρωπος ἡμέρα γιά νά ἀνα- παυθῆ, μόλις μία ἡμέρα ἀπό τήν δημιουργία του (Γέν. 1, 26-31). Τοποθετημένος ἀπό τόν Θεό «ἐν τῶ παραδείσω τῆς τρυφής, ργάζεσθαι αὐτόν καί φυλάσσειν» (Γέν. 2, 15), ὁ πρῶτος ἄνθρωπος δέν ἔλαβε οὔτε μία ἐντολή προ­κειμένου νά ἑορτάση τήν ἑβδόμη ἡμέρα. Ή μόνη ἐντολή τήν ὁποία τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός ἦταν νά μή φάγη ἀπό τόν καρπὁ τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ (Γέν. 2, 16- 17). Γιά τόν ἄνθρωπο ὅλες οί ἡμέρες ἦταν ἐξ ἴσου. ἐπί πλέον μάλιστα, οὔτε ὅταν ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα παρέβησαν τήν ἐντολή καί ἐγνώρισαν τό καλό καί τό κακό, οὔτε, ἀφοῦ έξεδιώχθησαν ἀπό τόν παράδεισο, δέν ἔλαβαν ἐντολή νά ἑορτάζουν κάποια ἡμέρα. Αντιθέτως, ὁλη ή ζωἡ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι μία συνεχής ἐργασία, καθ' ὅσον εἶναι ὑποχρεωμένος νά κοπιάζη ὅλες τίς ἡμέρες του στήν γῆ, πού θά εἶναι καταραμένη γιά τά ἔργα του, προκειμένου νά έξοικονομήση τήν τροφή του... «Έν λύπαις φαγή αὐτήν πάσας τάς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου» (Γέν. 3,17).

Φαίνεται, πράγματι, ὅτι ὁ Θεός ἀναπαύθηκε τήν έ­βδομη ἡμέρα τοῦ ἔργου Του, ἀλλά πῶς ώνομαζόταν αὐτή ή ἡμέρα δέν μᾶς ἐλέχθη. Κατά συνέπειαν εγείρονται οί ἑπόμενες ἐρωτήσεις:

— εἶναι ἡ ἑβδόμη ἡμέρα ή ἴδια μέ τό Σάββατο;

—ἀριθμοντο τότε οί ἡμέρες τῆς εβδομάδος κατά τέτοιο τρόπο, ὥστε ή ἑβδόμη ἡμέρα νά άνταποκρίνεται μέ τό σημερινό Σάββατο;

—Πο ἀναφέρεται ὅτι ἀριθμοῦντο οί ἡμέρες καί πῶς ώνομάζοντο αὐτές ἐκεῖνο τόν καιρό;

—"Η τουλάχιστον, ή λέξις «Σάββατον», γιά τήν ὁ­ποία τόσο διεξοδικά μέ μερικούς ἐμίλησες, μπορεῖς νά μοῦ δείξης ποῦ ἀκριβῶς εἶναι γραμμένη;

Θέλοντας, μή θέλοντας, πρέπει νά γνωρίζης ὅτι τό Σάββατο ὡς ἡμέρα ἀναπαύσεως ἔχει τήν ἀρχή της στόν παράδεισο καί δέν δόθηκε στους πρωτοπλάστους ὡς ἡμέρα ἀναπαύσεως ἀλλά ὡς ή χρονική ἀρχή της, ἡ ὁποία εἶναι περίπου 2500 χρόνια ἀργότερα. ἐξακριβωμένη χρο­νολογία τοῦ εἴδους αὐτῆς τῆς ἑορτῆς καί τῆς ἡμέρας συγ­κεκριμένα πού νά ἑορτάζεται, δέν ἔχουμε πουθενά στήν ἁγία Γραφή.

Τό πρόβλημα μπορεῖ ἐπί πλέον νά τεθῆ καί ὡς ἑξῆς: ὁ Θεός, πράγματι, ἀναπαύθηκε καί ἁγίασε τήν ἑβδόμη ἡμέρα. ἀλλά τί σημαίνει έβδομη ἡμέρα; Διότι δέν μᾶς α­ναφέρθηκε πουθενά ὅτι σ' αὐτή τήν ἡμέρα «καί έγένετο ε­σπέρα καί έγένετο πρωί», ὅπως μᾶς ἐλέχθη γιά τίς ἄλλες ἡμέρες τῆς δημιουργίας. Διαφορετικά, θά έξἀκολουθοσε στήν ογδόη ἡμέρα, δηλ. τήν πρώτη τῆς μελλούσης έ- βδομάδος, ὁ Θεός νά κάνη ἀρχή πάλι τῆς δημιουργίας ἤ νά ἐργάζεται κάτι, διότι κατόπιν, μετά τήν έκτη ἡμέρα, πάλι θά ἔπρεπε νά ἀναπαυθῆ... καί νά ἑορτάζη καί Αὐτός σέ κάθε εβδομάδα τήν ἡμέρα τήν έβδομη... Θά έσήμαινε, Ἑπομένως, ὅτι ἡ ἑορτή τού Σαββάτου θά πρέπει νά μένει άργία κατά τό παράδειγμα τοῦ Θεοῦ, χωρίς νά ὑπάρχη ὡς βάσις κάποια ἐντολή ἀπό τήν ἀρχή. ἡ ἐντολή ἦλθε ὅμως πολύ ἀργότερα. ὑποστηρίζουν μάλιστα ὅτι καί ὁ Θεός ἑορτάζει τό Σάββατο καί ὅτι, κατά τό παράδειγμά Του, τουλάχιστον μέχρι τήν θέσπισι αὐτῆς τῆς ἐντολής, πρέπει νά ἑορτάζεται ἀπό τούς ἀνθρώπους, πρᾶγμα τό ὁποῖο σημαίνει ὅτι πέφτουμε στήν μεγαλύτερη πλάνη.

Ἑπομένως ἡ ἡμέρα ἡ ἑβδόμη δέν εἶναι παρά ή ἡμέρα στήν ὁποία ὁ Θεός κατέπαυσε τήν δημιουργία τοῦ σύμ­παντος. Πουθενά δέν μᾶς λέγεται στήν ἁγία Γραφή ὅτι, στήν ἀρχή, καί ὁ ἄνθρωπος κατέπαυσε τήν έβδομη ἡμέρα.

Σπουδαστής: "ὑπάρχει ἕνα ἐδάφιο ἀπό τό ὁποῖο μποροῦμε νά κατανοήσουμε ὅτι ἡ ἐντολή τοῦ γιασμο τῆς έ­βδομης ἡμέρας, στόν καιρό τοῦ Μωῦσέως στήν ἔρημο, ἀλλά ὅτι αὐτή ὑπῆρχε ἀκόμη ἀπό τήν ἀρχή τῆς κτίσεως τοῦ κόσμου: «Μνήσθητι τήν ἡμέραν τῶν σαββάτῶν ἁγιάζειν αὐτήν» ('Έξοδ. 20,8). ἰδού λοιπόν, ὅτι ὁ Θεός ὁδηγεί τήν προσοχή τῆς διανοίας μας σ' αὐτή τήν ἤδη ὑπάρχουσα ἐντολή, τήν ὁποία καί δέν θεσπίζει τώρα γιά πρώτη φορά. Καί, ἀφοῦ αὐτή εἶναι ἀπό τήν ἀρχή, σημαίνει ὅτι εἶναι ὑποχρεωτική γιά τούς ἀνθρώπους τῆς κάθε ἐποχής καί ὄχι μόνο γιά τούς μετά τόν Μωῦσή ζῆσαντας.

Ἱερεύς: Τό «μνήσθητι» ἀναφέρεται σ' αὐτό τό ὁποῖο υπήρχε ἀπό πρίν (δηλαδή «μνήσθητι» γιά κάτι τό ὁποῖο σοῦ είπα ἐγώ μία ἄλλη φορά), διότι, πράγματι, ἡ ἐντολή τῆς ἑορτῆς τοῦ σαββάτου δέν δόθηκε γιά πρώτη φορά στήν ἴδια χρονολογία μέ τίς ἄλλες εντολές στό Ορος Σι­νά. ἀλλά δέν εἶναι ἔτσι ὅπως φαίνεται στήν άφεντιά σου, ὅτι δηλ. δόθηκε ἀπό τήν ἀρχή στόν Ἀδάμ, στόν παράδει­σο. Αὐτή ἡ ἐντολή δόθηκε οπωσδήποτε ἀργότερα καί γιά πρώτη φορά στήν ἔρημο τοῦ Σινά, ὅταν ὁ Θεός διέταξε τούς Εβραίους, μέσω τοῦ Μωυσέως, νά μή συγκεντρώ­νουν τό Μάννα τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου (ἑβδόμη ἡμέρα) ('Έξοδ. 16,25). Ἑπομένως, ὅταν δόθηκε ὁ νόμος στό Σι­νά, οἱ Ἑβραῖοι εἶχαν γνῶσι περί τοῦ Σαββάτου, διότι τό ώρταζαν' μάλιστα, ἐπειδή εἶχαν καταπατῆςει μερικοί αὐτή τήν ἐντολή, ὁ Θεός τούς έπέπληξε αστηρά ('Έξοδ. 16, 27-29). Γι' αὐτό ή πρώτη ἐντολή άρχίζει μέ τίς λέξεις: «Μνήσθητι τήν ἡμέραν τῶν σαββάτῶν...» γιά νά ύπενθυμίση στούς Εβραίους ὅτι αὐτή ἡ ἐντολή τούς εἶχε δοθῆ τουλάχιστον ενωρίτερα ἀπό τίς ἄλλες. Ἑπομένως, ή προἔλευσις τοῦ Σαββάτου δέν εἶναι ἀπό τόν παράδεισο, καί αὐτή ή ἑορτή δέν έωρτάσθηκε μέχρι τοῦ Μωῦσέως.

Σπουδαστής: Μπορεῖ ἄραγε νά ἔχη άντικατασταθῆ ἡ ἑορτή τοῦ Σαββάτου, ἀφοῦ εἶναι ἕνα σημεῖο καί μία αἰώνια συμφωνία μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπων, καί ἔχει ὡς θε­μέλιο τά λόγια τοῦ ιδίου τοῦ Θεοῦ; «Καί φυλάξουσιν οί υιοί Ἰσραήλ τά σάββατα ποιείν αὐτά εἰς τάς γενεάς αύτῶν' Διαθήκη αἰώνιος, έν έμοί καί τοίς υίοῖς Ἰσραήλ σημεῖὁν έστιν έν έμοί αίώνιον...» ("Εξοδ. 31, 16-17). Συνεπῶς, ή άντικατάστασις τοῦ Σαββάτου διά τῆς Κυριακής ή μέ οποιάνδήποτε ἄλλη ἡμέρα θά έσήμαινε τήν άντικατάστασι μιας αιωνίου Διαθήκης μέ μία ἄλλη ἀνθρώπινη.

Ἱερεύς: Πράγματι, τό Σάββατο εἶναι μία αἰώνια Διαθήκη, πού δόθηκε ἀπό τόν Θεό, ἀλλά ὄχι γιά ὅλους τούς λαοῦς τοῦ κόσμου, παρά μόνο γιά τόν λαό τοῦ Ἰσραήλ. Αὐτό τό γεγονός μποροῦμε νά τό καταλάβουμε καλύτερα ἀπό μαρτυρίες τῆς "Ἁγίας Γραφῆς. Πρῶτα - πρῶτα βλέ­πουμε ὅτι ὁ Κύριος ώμίλησε στόν Μωῦσἤ καί τοῦ εἶπε νά φυλάξουν οί ἀπόγονοι τοῦ Ἰσραήλ τό Σάββατο, τό ὁποῖο νά ἑορτάζουν ὡς ἡμέρα ἀναπαύσεως ἀπό γενεά σέ γενεά, ὡσάν μία αἰώνια Διαθήκη ('Έξοδ. 31,16). Κατά δεύτερο λόγο αὐτή ή συμφωνία εἶναι μία ύπὁμνησις τῆς αιγυπτια­κής δουλείας, ἀπό τήν ὁποία εἶχε έλευθερὡςει ὁ Θεός τούς Ίσραηλίτας δίνοντάς τους διαταγή, πρός ἀνάμνησιν, νά κρατοῦν τό Σάββατο ὡς ἡμέρα ἀναπαύσεως: «Καί μνησθήση ὅτι οἱκέτης οῖσθα έν γη Αίγύπτω καί ἐξήγαγέ σε Κύριος ὁ Θεός σου έκεῖθεν έν χειρί κραταιά καί έν βραχίονι ύψηλώ, διά τοῦτο συνέταξέ σοι Κύριος ὁ Θεός σου, ὥστε φυλάσσεσθαι τήν ή μέρα ν τῶν σαββάτῶν καί ἁγιαζειν αὐτήν» (Δευτερ. 5,15). Κατά τρίτο λόγο, βλέπουμε ὅτι τό Σάββατο εἶναι ἕνα «ὁρατό σημεῖο» μεταξύ τοῦ Θεοῦ καί τῶν τέκνων τοῦ Ἰσραήλ. «Καί έλάλησε Κύριος πρός Μωῦσήν λέγων* καί σύ σύνταξον τοις Υἱόίς Ἰσραήλ λέ­γων οράτε, καί τά σάββατά μου φυλάξεσθε' σημεῖὁν έστι παρ' έμοί καί έν έμοί εἰς τάς γενεάς ὑμῶν, ἵνα γνώτε ὅτι ἐγώ Κύριος ὁ ἁγιάζων ύμᾶς» ('Έξοδ. 31, 12-13). Μέ τόν ἴδιο τρόπο εκφράζεται καί ὁ προφήτης Ιεζεκιήλ: «τάδε λέγει Κύριος' ...καί τά σάββατά μου έδωκα αὐτοϊς τοῦ είναι εις ση μείον άνά μέσον έμοῦ καί άνά μέσον αὐτῶν τοῦ γνώναι αὐτοῦς διότι ἐγώ Κύριος ὁ ἁγιάζων αὐτούς» (Ίεζεκ. 20, 5, 12). Κατά τέταρτον λόγο, προκύπτει ὅτι τό Σάββατο καί ὁλόκληρος ὁ Νόμος δόθηκαν μόνο γιά τούς Εβραίους, καί ὄχι γιά τούς ἄλλους λαοῦς. Τοῦτο προέρχεται ἀπό μαρτυρίες τῶν κυβερνώντων τόν περιούσιο λαό πού επέστρεψαν ἀπό τήν έξορία' διότι ὅταν ἦλθαν οι ξένοι καί τούς ἐζήτησαν τήν άδεια νά τούς βοηθήσουν στήν νοικοδόμησι τοῦ ναοῦ οι ξένοι αὐτοί εἶπαν: «οἰκοδομήσομεν μεθ' ὑμῶν, ὅτι ὡς ύμεῖς έκζητοῦμεν τῶ Θεῶ ἡμῶν, καί αὐτω ήμεῖς θυσιάζομεν ἀπό ημερών Άσαραδδών βασι­λέως 'Ασσοὐρ...» (Β' 'Έσδρ. 4,2). Σ' αὐτούς τούς λόγους οί άπεσταλμένοι τῶν εθνών ἔλαβαν ρητά καί κατηγορη­ματικά τήν ἑξῆς άπάντησι ἐκ μέρους τοῦ Νεεμίου: «ὁ Θεός τοῦ οὐρανοῦ, αὐτός εύοδώσει ήμν, καί ἡμες δολοι αὐτοῦ καθαροί, καί οἰκοδομήσομεν' καί ύμῖν οὐκ έστι με- ρίς καί δικαιοσύνη καί μνημόσυνον έν Ἱερουσαλήμ» (Νεεμ. 2,20). Υπογράμμισε τήν τελευταία λέξι: «μνημό­συνον» ἡ ὁποία έπαναλαμβάνεται εἴτε ἐνίοτε ἀπό τόν Θεό εἴτε ὁ Μωῦσῆς τραβά τήν προσοχή μας ἐπάνω σ' αὐτή τήν ἑορτή τοῦ Σαββάτου ή στήν γενομένη Διαθήκη μέσῳ αὐτοῦ, ἀνάμεσα στόν Θεό καί τόν λαό πού λυτρώθηκε ἀπό τήν δουλεία τῆς Αἰγύπτου: «Μνήσθητι τήν ἡμέρα τῶν σαββάτων» ("Εξοδ. 20,8)' «Καί μνησθήση τι οκέτης οσθα ν γ Αγύπτω... ὥστε φυλάσσεσθαι τήν ἡμέραν τν σαββάτων« (Δευτ. 5,15). Συνεπῶς, αὐτή ή νάμνησις ἀναφέρεται στήν συμφωνία - Διαθήκη περί το Σαββάτου, τήν ὁποία συνψε ὁ Θεός μέ τόν σραηλιτικό λαό, ὅταν τόν ἐξήγαγε ἀπό τήν δουλεία τῆς Αἰγύπτου. Τά ἄλλα ἔθνη δέν ἔχουν αὐτή τήν Διαθήκη περί τοῦ Σαββάτου, διότι πο­τέ δέν εἶχαν κάποια Διαθήκη μέ τόν Θεό, ὅπως ὁ Εβραῖκός λαός, καί συνεπῶς δέν ἔχουν κάποιο λόγο νά μνημο­νεύουν αὐτή τήν ἑορτή τοῦ Σαββάτου.

Μετά τήν μεταφορά τῶν Ἑβραίων στήν βαβυλωνια­κή αιχμαλωσία, τά ἔθνη πού συγκεντρώθηκαν στήν Πα­λαιστίνη καί κατέλαβαν τόν τόπο, ἀναμείχθηκαν μέ τούς ναπομείναντας βραίους καί ἐπίστευσαν στόν Θεό τους (Β' Εσδρ. 4,2). Αὐτή ἡ πίστις ὅμως δέν μπὁρεσε νά τούς κάνει μετόχους στήν ἱστορία τοῦ περιουσίου λαοῦ καί στήν Διαθήκη του μέ τόν Θεό γιά τήν ἑορτή τοῦ Σαββά­του. Γι' αὐτό, ποκρούσθηκαν ἀπό τήν άνοικοδόμησι τοῦ ναοῦ, λέγοντάς τους ὅτι δέν ἔχουν «μνημόσυνον έν Ἱερουσαλήμ». Μέ ἄλλα λόγια τό Σάββατο εἶναι μία ἑορτή ἀποκλειστικά έβραϊκή καί δέν μεταφέρεται σέ ἄλλους λαοῦς, ἔστω καί άν αὐτοί πιστεύουν στόν Θεό τοῦ Ἰσραήλ. Αὐτή εἶναι μία ἀλήθεια ἡ ὁποία δέν μπορεῖ νά εἶναι παρερμηνευμένη καί ἀπό τήν ὁποία θά πρέπει ν' άντιληφθοῦν ὅλοι αὐτοί πού ἑορτάζουν τό Σάββατο, ποιά  εἶναι ἡ ἀλήθεια καθαρά, τόσο στήν Παλαιά, ὅσο καί στήν Καινή  Διαθήκη.

Λοιπόν, ἐάν αὐτή ἡ  Διαθήκη τοῦ Σαββάτου ὀνομάζε­ται «αἰωνία», πρέπει νά καταλάβουμε ὅτι ἡ λέξις «αἰωνία» ἔχει ἐδῶ τήν ἔννοια κάποιας σταθερότητος, ἡ ὁποία δέν μπορεῖ ν' ἀλλάξη ἤ νά άντικατασταθῆ ἀπό ἀνθρώπους. ἀλλά μέ κανένα τρόπο δέν μποροῦμε νά ύποστηρί­ξουμε ὅτι ὁ Θεός δέν ἔχει τήν δύναμι νά τήν ἀλλάξη ἤ νά τήν άντικαταστῆςη, δεδομένου, ὅπως γνωρίζουμε, ὅτι ὁ Σωτήρ ἄλλαξε αὐτή τήν «αἰωνία» Διαθήκη τοῦ Σαββάτου. Συνεπῶς, ή λέξις «αἰωνία» σημαίνει ἐδῶ τήν ἐποχή τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, μετά τό τέλος τῆς ὁποίας ἀρχίζει ἕνας νέος αιώνας καί μία νέα Διαθήκη πού δόθηκε ὡς ύπόσχεσις ἀκόμη ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη. ἀλλά ή λέξις «αἰωνία» χρησιμοποιεῖται στήν Παλαιά Διαθήκη καί σέ ἄλλες εὐκαιρίες, ὅπως ἐπί παραδείγματι στήν ἐντολή τῆς ἑορτῆς τοῦ πασχαλινού αμνού, γιά τήν ὁποία ὁ Θεός διέ­ταξε τούς Εβραίους: «καί ἑορτάσετε αὐτήν ἑορτήν Κυρίω εις πάσας τάς γενεάς ὑμῶν» ('Έξοδ. 12,14), ἤ τήν ἑορτή τῶν άζύμων τήν ὁποία, ὁμοίως, τούς διέταξε νά τήν φυλά­ξουν, ἐπειδή εἶναι Διαθήκη αἰώνια ('Έξοδ. 12,17). "Υστε­ρα ἀπό ὅλα αὐτά, οὔτε αὐτοί πού τηροῦν σήμερα τό Σάβ­βατο δέν ἑορτάζουν πλέον τόν πασχαλινό άμνό, κατά τήν παλαιά ἀπό τότε Διαθήκη περί τῆς ἑορτῆς νά κρατοῦν τό τυπικό μέ τά άζυμα καί τά πικρά χόρτα, στεκόμενοι στά πόδια, μέ ράβδους στά χέρια καί ἕτοιμοι πρός ἀναχώρησι ("Εξοδ. 12, 1, 24). «ὁ αἰώνιος νόμος» εἶναι καί ἡ αδιάκο­πη φλόγα τῆς κανδήλας ἐνώπιον τοῦ καταπετάσματος, στήν κιβωτό τοῦ Νόμου στόν ναὁ τῆς Ἱερουσαλήμ ('Έ­ξοδ. 27, 20-21). «Ή αἰώνια Διαθήκη» νομάσθηκε καί εἶναι τό τυπικό τῆς σφαγής τῶν ζώων τῆς θυσίας (Λευϊτ. 17,7)* παρ' ὅλα αὐτά οὔτε αὐτοί πού κρατοῦν τήν «αἰώνια» αὐτή  Διαθήκη τοῦ Σαββάτου δέν τά σέβονται πλέον αὐτά, διότι ἔτσι θά πρέπει νά ἐπιστρέψουν σέ ὅλα τά καθιερωμένα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.

Σπουδαστής: Μο προσεκόμισαν καί μένα μία παρό­μοια γιογραφική μαρτυρία, μέ τήν ὁποία ἀποδεικνύεται ὅτι ἡ ἑορτή τοῦ Σαββάτου εἶναι ὑποχρεωτική γιά ὅλους τούς χριστιανούς ὁλων τῶν εθνών. "Ετσι, ὁ Σωτήρ «...ήλθεν εἰς τήν Ναζαρέτ, ού ήν τεθραμμένος καί εἰσῆλθε κατά τό είωθός αὐτω ἐν τῆ ἡμέρα τῶν σαββάτῶν εἰς τήν συνα­γωγήν, καί ἀνέστη ἀναγνώναι» (Λουκ. 4,16).

πίσης εἶναι γραμμένο γιά τόν ἀπόστολο τῶν ε­θνών ὅτι «...κατά δέ τό είωθός τω Παύλω εἰσῆλθε πρός αὐτούς (δηλ. στήν συναγωγή τῶν Ἰουδαίων τῆς Θεσσα­λονίκης) καί ἐπί σάββατα τρία διελέγετο αὐτοίς ἀπό τῶν Γραφῶν» (Πράξ. 17,2). Μετά: «Αί γυναῖκες, αϊτινες ήσαν συνεληλυθυίαι αὐτφ ἐκ τῆς Γαλιλαίας, έθεάσαντο τό μνημεῖον... ύποστρέψασαι δέ ήτοίμασαν άρώματα καί μρα, καί τό μέν σάββατον ήσύχασαν κατά τήν ἐντολήν» (Λουκ. 23, 55-56). Ἑπομένως καί αὐτές έσέβοντο τήν ἐντολή τοῦ Νόμου, κρατῶντας τό Σάββατο. ὁ Σωτήρ ομι­λώντας γιά τό τέλος τοῦ κόσμου, ἀπεκάλυψε ὅτι τό Σάβ­βατο θά παραμείνη μέχρι τό τέλος καί γι' αὐτό εἶπε: «Προσεύχεσθε δέ ἵνα μή γένηται ή φυγή ὑμῶν χειμώνος μηδέ σαββάτω» (Ματθ. 24,20). ἀπόστολος Παῦλος ο­μιλώντας γιά τήν άργία τῆς ἡμέρας τοῦ Σαββάτου, λέγει ὅτι ὁ Θεός ἔδωσε στόν λαό Του τήν «κατάπαυσι» (Έβρ. 4, 4-11). ὁ λαός Του εἶναι οί χριστιανοί άπ' ὅλα τά ἔθνη ὁλον τῶν ἐποχῶν. Εἶναι αὐτοί λοιπόν ὑποχρεωμένοι νά κρατοῦν τήν κατάπαυσι τοῦ Σαββάτου;

Ἱερεύς: μεῖς δέν ἔχουμε πλέον καμμία ὑποχρέωσι νά ἑορτάζουμε τό Σάββατο. Ή Νέα Διαθήκη αντικατέ­στησε τήν Παλαιά καί καθιέρωσε ἄλλη ἡμέρα καταπαύσεως καί ἑορτῆς καί συγκεκριμένα τήν πρώτη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος, τήν Κυριακή. Ή καθιέρωσις αὐτῆς τῆς μέρας ὡς η μέρας ἑορτασμοῦ καί ἀναπαύσεως εἶναι άνεξάρτητη ἀπό τό παλαιὁ Σάββατο. Τό Σάββατο τοῦ παλαιοῦ Νόμου, ὅπως δείξαμε ἀνωτέρω, καθιερώθηκε ἀπό τόν Θεό ὡς ἡμέρα ἑορτασμοῦ καί ἀναπαύσεως εις ἀνάμνησιν τῆς ἐξόδου ἀπό τήν δουλεία τῆς Αἰγύπτου ένός μόνο λαοῦ: τοῦ λαοῦ τοῦ Ἰσραήλ. ἐνῶ τήν Κυριακἤ τήν έορτάζουμε εις ἀνάμνησιν τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, διά τῆς ὁποίας ἐπιτελέσθηκε η ἀνακαινισις καί ἀναγέννησις ὁλοκλήρου τοῦ κόσμου καί παράλληλα ή ἔξοδος μας ἀπό τήν δουλεία τῆς ἁμαρτίας καθώς καί ἡ ἀπόκτησις τῆς ορανίου Χαναάν.

Ή διδασκαλία περί καταργήσεως τού Σαββάτου στήν Νέα Διαθήκη στηρίζεται: 1. σέ ἔμμεσα θεμέλια (εἰδικά ή γενικά) καί 2. σέ μεσα θεμέλια, ἀπό τήν ζωἡ τοῦ Χριστοῦ καί τῶν Ἀποστόλων, καί ἰδού πῶς:

1. Ή Καινή  Διαθήκη «έπαλαίωσε» τήν προηγουμένη της, ὄνομαζομένη «Παλαιά», καί έσυμπλήρωσε ὅλες τίς παλαιές συμφωνίες (νόμους), ανάμεσα στίς ὁποῖες άνήκει καί τό Σάββατο. Ή Παλαιά Διαθήκη δέν ἦταν πλήρης, ἦταν τό πολύ - πολύ μία σκιά, μία εἰκόνα (Έβρ. 10,1 καί Κολ. 2, 16-17). ἰδού γιατί ἔπρεπε νά θεμελιωθ μία Καινούργια Διαθήκη (Έβρ. 8, 5-8). Καί λέγοντας «Καινή  Διαθήκη» ὁ Κύριος έπαλαίωσε πλέον τήν πρώτη (Έβρ. 8,13), ἡ ὁποία ὑπῆρχε μόνο στόν «καιρό διορθὡςεως», δηλαδή μέχρις ὅτου διορθώθηκε καί τελειώθηκε ἀπό τόν Νέο Νό­μο (Έβρ. 9,10 καί 10,9). «Εί γάρ ή πρώτη έκείνη ήν άμεμπτος, οὐκ άν δευτέρας έζητεῖτο τόπος» (Έβρ. 8,7). Χάριν τῆς δευτέρας Διαθήκης ὅλα τά τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης «παρλθεν, ἰδού γέγονεν τά πάντα Καινά» (Β' Κορ. 5,17). Μία φορά γιά πάντα ὅλες οί διατάξεἰς τού Παλαιού Νόμου κατηργήθηκαν καί άντικατεστάθηκαν, καθώς καί ἡ ἑορτή τοῦ Σαββάτου (Ρωμ. 7, 1-6).

Αὐτά ἔχοντας ύπ' ὁψιν ὁ μέγας ἀπόστολος Παῦλος γράφει ἐναντίον έκείνων πού θέλουν νά εφἁρμόζουν ἀκόμη τίς διατάξεἰς τοῦ παλαιού Νόμου καί κατηγοροῦν αὐτούς πού δέν τίς τηροῦν, διορθώνοντάς τους μέ τά ἑξῆς λόγια: «Μή ούν τις ύμᾶς κρινέτω έν βρώσει ή έν πὁσει ή έν μέρει ἑορτῆς ή νουμηνίας ή σαββάτῶν, ά έστι σκιά τῶν μελλόντων, τό δέ σῶμα Χριστοῦ» (Κολ. 2, 16-17). Αὐτοί πού θέλουν ν' ἀποκτῆςουν τήν σωτηρία πρέπει νά εἶναι άπόγονοι τοῦ Ἀβραάμ. Αὐτοί ὅμως δέν εἶναι ὅσοι εἶναι σωματικά ἀπόγονοι τού πατριάρχου, ἀλλά αὐτοί πού ἔχουν τήν πίστι τους στήν έκπλήρωσι τῶν μεσσιανικών ὑποσχέσεων" αὐτοί εἶναι οί χριστιανοί, πού γίνονται παιδιά τοῦ Θεοῦ καί ἐλεύθεροι ἀπό τίς ἀνώφελες εντολές τοῦ νό­μου (Γαλ. κεφ. 3-5), τίς ὁποῖες ὁ Χριστός μέ τίς Εὐαγγελικές ἐντολές ἐξάλειψε, διότι μᾶς ἦταν έμπόδιο στήν σωτη­ρία μας. «Έξαλείψας τό καθ' ἡμῶν χειρόγραφον τοις δόγμασιν ὁ ήν ύπἐναντίον ήμῖν» (Κολ. 2,14), Δέν ἔρχεται ή σωτηρία ἀπό τά ἔργα τοῦ νόμου, ἀλλά ἀπό τήν πίστι μας στόν Ίησοῦ Χριστό, διότι «ὁ δίκαιος έκ πίστεως ζῆ- σεται» (Ρωμ. 1,17). Ἑπομένως ή Παλαιά Διαθήκη άξίζει τῆς πρεπούσης τιμῆς ἀπό τόν Χριστιανισμό, ἀλλά σέ καμμιά περίπτωσι δέν πρέπει νά τήν τιμῆςουμε περισσό­τερο ἀπό τήν Καινή  Διαθήκη ή ἐπί ζημία τῆς Νέας.

2. Σωτήρ μας Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ὁποῖος δέν ἦλθε νά καταργήση τό Νόμο ή τούς Προφήτας (Ματθ. 5,17), έτήρησε ὅλες τίς ἐντολές τοῦ Νόμου, ἐκτός μόνο ἀπό μία, αὐτή τήν τοῦ Σαββάτου. Διότι ἐάν Αὐτός έπήγαινε, ὅπως κάθε Ἰουδαίος τό Σάββατο στήν συναγωγή, έπήγαινε μέ σκοπό νά κηρύξη στόν συγκεντρωμένο έκεί λαό ἤ νά θεραπεύση τούς ασθενείς, ἀλλά ουδέποτε γιά νά δώση σέ ἐμᾶς τούς χριστιανούς παράδειγμα ὅτι πρέπει νά τηροῦμε τό Σάββατο. Οἱ Ἰουδαῖοι εἶχαν ἀκόμη τήν συνήθεια νά συγκεντρώνονται καί τήν Παρασκευἤ τό βράδυ γιά προ­σευχή στήν συναγωγή, ὅπως κάνουν καί σήμερα. ἐάν ὁ Σωτήρ μας έπήγαινε αὐτή τήν ἡμέρα στήν συναγωγή, αὐτό θά έσήμαινε ὅτι καί ἐμεῖς πρέπει νά ἑορτάζουμε καί τήν Παρασκευή;

Βλέπω ὅτι ή ἀφεντιά σου ἔχεις τόν λογισμό νά δεχθῆς ὅτι ὁ Χριστός καί οἱ Ἀπόστολοι έσέβοντο τό Σάββατο. Ναί, ἀλλά τί εἴδους παραδοχή; Εἶναι γνωστό τοῦτο μόνο, ὅτι Αὐτός ἔκανε ἕνα πλῆθος θαυμάτων Του τό Σάββατο, γεγονός γιά τό ὁποῖο Τόν άπείλησαν μέ θάνατο (Ίωάν. 5,16). Τό Σάββατο θεραπεύθηκαν: ὁ ἄνθρωπος μέ τό ξερό χέρι (Ματθ. 12, 9-14), ή συγκύπτουσα γυναίκα μέ τό Πνεῦμα τῆς ἀσθενείας (Λουκ. 13, 10-17), ὁ ἀσθενής ἀπό ύδρωπικία (Λουκ. 14, 1-18), ὁ ἄνθρωπος μέ τό ἀκάθαρτο Πνεῦμα (Μάρκ. 1, 21-26), ὁ ἐπί 38 χρόνια παράλυτος (Ίωάν. 5, 1-18) καί ὁ τυφλός έκ γενετῆς (Ίωάν. 9, 1-18). Τρεῖς άπ' αὐτές τίς θεραπεῖες: του ἀνθρώπου μέ τό ξηρό χέρι, τῆς κυρτωμένης γυναικός καί τοῦ ἀνθρώπου μέ τό ἀκάθαρτο Πνεῦμα, ἔγιναν ὄχι μόνο τό Σάββατο ἀλλά καί έντός τοῦ χώρου τῆς συναγωγής.

"Οσο γιά τό ἐδάφιο: «προσεύχεσθε δέ ίνα μή γένηται η φυγή ὑμῶν χειμώνος μηδέ σαββάτω» (Ματθ. 24,20), εἶναι καλό νά γνωρίζουμε ὅτι ἐδῶ δέν ὁμιλεῖ περί ἁγιασμοῦ ή σεβασμοῦ τοῦ Σαββάτου. ὁ ἅγιος Έφραίμ ὁ Σύρος, ἕνας μεγάλος διδάσκαλος τῆς ἀληθείας, ἐξηγεί τήν λέξι «χειμών» νά μή μᾶς συλλάβη ὁ Θεός στόν χειμώνα τῆς άπροετοιμασίας μας' ἐνῶ γιά τήν λέξι «σάββατο» νά μή κυριευθοῦμε ἀπό αἰρέσεις. Μέ αὐτά ὁ Σωτήρ δέν μᾶς άπηγόρευσε τήν άνάπαυσι τού Σαββάτου, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ἐπέτρεπε τήν άνάπαυσι λέγοντας: «τό σάββατον διά τόν ἄνθρωπον έγένετο, οὐχ ὁ ἄνθρωπος διά τό σάββατον" ὥστε κύριος έστιν ὁ Υἱός τοῦ ανθρώπου καί τοῦ σαββάτου» (Μάρκ. 2, 27-28). ἐπίσης, οὔτε οἱ Ἀπόστολοι δέν ἐσέβοντο τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, διότι μαδοῦσαν καί έτρωγαν σπὁρους ἀπό τά στάχυα ἀκόμη καί αὐτή τήν ἡμέρα (Ματθ. 12, 1-3). Τό ἱερό Εὐαγγέλιο μᾶς λέγει ἀκόμη ὅτι οἱ Ἰουδαίοι ζητοῦσαν νά θανατὡςουν τόν Ίησοῦ «...ὅτι ού μόνον έλυε τό σάββατον, ἀλλά καί πατέρα ἴδιον ἔλεγε τόν Θεόν» (Ίωάν. 5,18). ὁ Χριστός ὅμως ὡς Κύριος καί τοῦ Σαββάτου, τό κατήργησε: «ἐν τῆ σαρκί αὐτού τόν νόμον τῶν ἐντολῶν έν δόγμασι καταργήσας...» (Έφεσ. 2,15). ὁ Σωτήρ ἔκαμε μία νέα Διαθήκη μέ τό Αἷμα Του (Λουκ. 22,20), καί μᾶς ἔδωσε παράδειγμα μέ τά ἔργα Του νά μή κρατοῦμε πλέον τήν ἡμέρα τού Σαββά­του ὡς ργία. Καί ἐάν ὁ Ίησοῦς Χριστός μᾶς ἐδίδαξε μέ τόν λόγο καί τό ἔργο Του αὐτό τό πρᾶγμα, μποροῦμε ἄραγε νά μή ἀκούσωμε Αὐτόν, τό ὁποῖο ενδυθήκαμε καί στό "Ονομά Του βαπτισθήκαμε (Γαλ. 3,27);

Ἀνέφερες καί τό γεγονός ὅτι οἱ άγιες Μυροφόρες σε­βάσθηκαν τήν ἡμέρα τού Σαββάτου, οἱ ὁποῖες «καί τό μεν σάββατον ησύχασαν κατά τήν ἐντολήν» (Λουκ. 23,56). Πράγματι οί Μυροφόρες, ὡς ἁπλές πιστές γυναῖκες πού ἦταν, έσέβοντο τόν Νόμο καί ὅλες τίς προφητεῖες του. 'ἀκολουθοῦσαν τόν Χριστό, ἀλλά έξεπλήρωναν καί τόν Νόμο ἀπό τόν φόβο τῶν Ἰουδαίων, ἔτσι ὅπως τόν έξεπλή- ρωνε καί ὁ Ἰωσήφ ἀπό τήν 'Αριμαθαία, γιά τό ὁποῖο τό ἱερό Εὐαγγέλιο γράφει ὅτι ἦταν ἕνας σύμβουλος τού συ­νεδρίου, «άνήρ ἀγαθός καί δίκαιος» (Λουκ. 23,50). Καί ὁ Ἰωσήφ τῆς Άριμαθαίας «άνήρ πλούσιος» (Ματθ. 27,57) καί «εύσχήμων βουλευτής» (Μάρκ. 15,43), έφοβετο τούς Ἰουδαίους καί ἀκολουθοῦσε τόν Χριστό κρυφά, ἐνῶ στά φανερά ἐργαζόταν ὅπως ὁ κάθε Ἰουδαίος, λαμβάνοντας ἀκόμη μέρος καί στό συνέδριο. Πόσο περισσότερο δέν θά έφοβοῦντο μερικές γυναῖκες καί δέν θά κρατοῦσαν τήν ἡμέρα τού Σαββάτου κατά τόν Νόμο;

άν ἐξετάσουμε μέ προσοχή τήν Καινή  Διαθήκη, βλέπουμε ὅτι ὅλες οι εντολές τοῦ Δεκάλογου προέρχον­ται κατά τό περιεχόμενο τους ἀπό τόν Σωτήρα ή ἀπό τούς ἁγίους Ἀποστόλους, ἐκτός ἀπό τήν ἐντολή τοῦ Σαββάτου. Ετσι:

Τήν πρώτη ἐντολή τήν εὑρίσκουμε στόν Ματθαίο 12, 31-32 καί στόν Μάρκο 3,29.

Τήν δεύτερη ἐντολή στήν Α' πρός Κορινθίους 10,14 καί Α' Ίωάν. 5,21. Τήν τρίτη ἐντολή στόν Ἰάκωβο 4,12 καί 5,12.

Τήν πέμπτη στόν Ματθαίο 15,4 καί 19,19. Τήν κτη εὑρίσκουμε στόν Ματθαίο 19,18 καί Μάρκο 10,19. Τίς ἐντολές ἑβδόμη, ογδόη καί ενάτη στόν Ματθαίο 19,18, στόν Μάρκο 10,19 καί στήν πρός Ρωμαίους 13,9. Τήν δεκάτη ἐντολή στήν πρός Ρωμαίους 13,9.

λλά σέ κανένα μέρος τοῦ Εὐαγγελίου ή τῶν ἐπιστολών τῶν Ἀποστόλων δέν εὑρίσκουμε νά λέγουν ἤ νά κάνουν ἔστω ἕνα παἰνιγμό στήν τετάρτη ἐντολή ἤ τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, πρᾶγμα τό ὁποῖον ἀποδεικνύει ὅτι δέν ὑπάρχει πλέον αὐτή γιά τόν Σωτήρα καί τούς Ἀποστόλους. Καί γι' αὐτό τό ὁποῖον δέν ὑπάρχει πλέον, εἶναι φυσικό ὅτι κανείς πλέον δέν μπορεῖ νά ὁμιλήση. ὁ Σω­τήρ μας Ἰησοῦς Χριστός συμπεριέλαβε ὅλες τίς εντολές σέ δύο: στήν ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τόν πλησίον, λέγον­τας: «ν ταύταις τας δυσίν ἐντολας ὅλος ὁ νόμος καί ο προφται κρέμανται» (Ματθ. 22,40). Καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος εἶπε ὅτι ἡ ἀγάπη εἶναι τό πλήρωμα τοῦ νόμου.

Σπουδαστής: Λέγεται ἀκόμη, ὅτι οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ πρῶτοἱ χριστιανοί, κατά τήν μαρτυρία τῆς ἱστορίας, ε­ὁρταζαν τό Σάββατο καί μόνο ἀπό τοῦ Μεγάλου Κων­σταντίνου τό ἔτος 321, ἔχει είσαχθῆ άπ' αὐτόν τόν αὐτοκράτορα ή Καινοτομία νά ἑορτάζεται πλέον ή Κυριακή κατά τρόπο ὑποχρεωτικό.

Ἱερεύς: Δέν εἶναι ἀλήθεια ὅτι οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ πρῶτοἱ χριστιανοί έώρταζαν τό Σάββατο. ὁ μέγας ἀπό­στολος Παῦλος, ἐάν έπήγαινε τό Σάββατο στήν συναγω­γή, δέν έπήγαινε γιά νά ἑορτάση τό Σάββατο, ἀλλά διότι έκεί συγκεντρώνοντο οί Ἰουδαίοι (Ίωάν. 18,20) καί εἶχε τήν εύκαιρία νά τούς ὁμιλήση ἀπό τίς Γραφές (Πράξ. 17,2). λλά ὁ ἀπόστολος Παῦλος ώμιλοῦσε ὄχι μόνο μέ­σα στήν συναγωγή, ἀλλά καί στίς αγορές καί στά σπίτια (Πράξ. 17,17), μάλιστα ἀκόμη ἔξω καί ἀπό τίς πύλες τῶν τειχών, στήν πεδιάδα (Πράξ. 16,13), μετά, ώμιλοῦσε ὄχι μόνο τό Σάββατο, ἀλλά κάθε ἡμέρα καί νύκτα (Πράξ, 20,31). Καί τί εἴδους άνάπαυσι εἶχε ὁ Παῦλος τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, ἀφοῦ ὁ ἴδιος έκοπίαζε ἔργαζόμενος στόν άγρό τῶν ψυχῶν τῶν ἀνθρώπων, στήν ὑπηρεσία τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ; (Πράξ. 6,2).

"Οχι μόνο οἱ Ἀπόστολοι δέν τιμοῦσαν ἰδιαίτερα τήν ἑορτή τοῦ Σαββάτου, ἀλλά καί οί διάδοχοι τους: ὁ Βαρ­νάβας, Ιγνάτιος ὁ Θεοφόρος, Πολύκαρπος Σμύρνης, Κλήμης ὁ Ρώμης, Ίουστίνος ὁ Μάρτυς, Τερτυλλιανός καί ἄλλοι πολλοί τοῦ πρῶτου, δευτέρου καί τρίτου αἰῶνος" αὐτοί ὁμολογοῦν ὅτι οἱ χριστιανοί τῆς ἐποχής τῶν ώρταζον τήν Κυριακή, ἀκριβῶς, ὅπως ἀπό τήν Γραφή γνωρίζουμε ὅτι ἔκαναν καί οἱ Ἀπόστολοι.

Ή ἱστορία μαρτυρεῖ περί τοῦ Μεγάλου Κωνσταντί­νου μόνο τό γεγονός ὅτι στόν καιρό τῆς βασιλείας του ὁ χριστιανισμός ἀνακηρύχθηκε ἐλεύθερη θρησκεία τοῦ κράτους, εύνοώντας ἔτσι τήν μεταγενέστερη έξάπλωσί του στό ρωμαϊκό κράτος καί τήν έξάσκησι τῶν θρησκευ­τικών καθηκόντων τῶν χριστιανῶν, ἀνάμεσα στά ὁποῖα ἦταν καί ἡ άργία καί ἑορτή τῆς Κυριακής, ἔτσι ὥστε τό ρωμαϊκό κράτος δέν ἔκανε ἄλλο τίποτε παρά μόνο ἀνεγνώρισε καί καθιέρωσε μία κατάστασι στήν πρᾶξι.

Σπουδαστής: Ποιά εἶναι τά γιογραφικά θεμέλια γιά τήν ἑορτή τῆς Κυριακής ἀντί τοῦ Σαββάτου;

Ἱερεύς: Γιά ἐμᾶς τούς πιστούς χριστιανούς, ή μεγα­λύτερη ἑορτή  εἶναι ἡ ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ, ἡμέρα χαρᾶς, διότι ὁ "ἴδιος ὁ Κύριος αὐτή τήν ἡμέρα συνήντησε τίς Μυροφόρες γυναῖκες καί τίς εἶπε: «Χαίρετε!» (Ματθ. 28,9). Ή ἡμέρα τῆς Αναστάσεως  εἶναι ἡ ἡμέρα στήν ὁ­ποία ὁ Σωτήρ μας Ἰησοῦς Χριστός μᾶς έλευθέρωσε ἀπό τήν δουλεία τῆς ἁμαρτίας (Α' Πέτρ. 2,24), ἔτσι ὅπως κάποτε ὁ Θεός έλευθέρωσε τόν εκλεκτό λαό Του ἀπό τήν δουλεία τῆς Αἰγύπτου. Ή ἡμέρα τῆς Αναστάσεως εἶναι ἁγιασμένη ἡμέρα μέ τό ἴδιο τό άνεκτίμητο Αἷμα Του, εἶναι ἡμέρα διαβεβαιὡςεως ὅτι ἀναστηθήκαμε ἀπό τόν θάνατο τῆς ἁμαρτίας καί ὅτι θά ἀναστηθοῦμε καί ἀπό τόν σωματικό θάνατο γιά τήν αἰώνια ζωή, ἐάν ἀποθάνουμε μέ τήν άκλόνητη πίστη στόν Χριστό, ὅπως λέγει ὁ ἀπόστο­λος Παῦλος: «εί δέ Χριστός οὐκ έγήγερται, ματαία ή πίστις ὑμῶν' έτι έστέ έν ταῖς ἁμαρτίαις ὑμῶν. άρα καί οί κοιμηθέντες ἐν Χριστῶ άπώλοντο» (Α' Κορ. 15, 17-18). Σέ ἄλλο ἐδάφιο: «Εί δέ Χριστός οὐκ έγήγερται, κενόν ά­ρα τό κήρυγμα ἡμῶν, κενή δέ καί ἡ πίστις ὑμῶν» (Α' Κορ. 15,14). Ἑπομένως, κατά τήν μαρτυρία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ἡ πίστις τοῦ χριστιανού δέν άξίζει τίποτε χωρίς τήν πλήρη ἐμπιστοσύνη ὅτι ὁ Χριστός ἀναστήθηκε τήν τρίτη ἡμέρα ἀπό τόν τάφο, ὅπως ὁ ἴδιος εἶχε ἀναφέρει προηγουμένως. Καί ἐάν ή 'Ανάστασις τοῦ Χριστοῦ εἶναι τόσο σημαντική γιά τόν κάθε χριστιανό, δέν πρέπει ἄραγε νά τήν ἔχη πάντοτε στόν νοῦ του καί νά τήν τιμά, έορτάζοντάς την ντυμένος μέ τά λευκά ενδύματα τῆς καθαρότητος καί άγνότητος, ὅπως ἦταν καί οί ἄγγελοι πού έκύλησαν τήν πέτρα τοῦ μνημείου (Ματθ. 28,3);

Ή Κυριακή, ἡμέρα τῆς σωτηρίας μας, ὀνομάζεται στήν "Ἁγία Γραφή καί «ή μία τῶν σαββάτῶν» ή «πρώτη τῆς εβδομάδος» (Ματθ. 28,1 καί Μάρκ. 8,31) ή «μετά τήν ογδόη ἡμέρα» (Ίωάν. 20,26) ή «ἡμέρα Κυρίου» ('Αποκ. 1,10). Οί τρεῖς ἡμέρες γιά τίς ὁποῖες ὁμιλεῖ ή "Ἁγία Γραφή εἶναι οί ἡμέρες, στίς ὁποῖες ὁ Σωτήρ έμεινε στόν τάφο, ὁ αριθμός τῶν ὁποίων ἀπεικονίζεται καί στήν ἁγία Γραφή, διότι τόσες ήμερες έμεινε καί ὁ προφήτης Ίωνάς στήν κοιλία του κήτους (Ματθ. 12,40). ὁ αριθμός τους αντα­ποκρίνεται ὁμοίως καί στόν αριθμό τῶν ήμερών στίς ὁποῖες εἶπε ὁ Σωτήρ ὅτι θά έγείρη τόν ναὁ τοῦ Θεοῦ (Ίωάν. 2, 19-22). Καί αὐτό πού εἶχε ειπεί έκ τῶν προτέρων στούς μαθητάς Του, ὅτι τήν τρίτη ἡμέρα θά ἀναστηθῆ ἀπό τόν τάφο, τό πραγματοποίησε ὁ Σωτήρ μέ τήν ἀνάστασι Του (Μάρκ. 16,9 καί Ματθ. 28, 1-10). Τήν πρώτη ἡμέρα τῆς ε­βδομάδος ἔγινε τό γεγονός τῆς ἀναστάσεὡς Του, καί στήν Εμμαούς έτέλεσε τήν πρώτη Λειτουργία μέ τήν κλάσι τοῦ άρτου ἐνώπιον τῶν δύο μαθητῶν Του (Λουκ. 24,30). Τό έσπέρας τῆς πρώτης εβδομάδος φανερώθηκε στούς μαθητάς Του, οἱ ὁποῖοι ἦταν συγκεντρωμένοι μέ κλειστές τίς πὁρτες γιά τόν φόβο τῶν Ἰουδαίων καί τούς εἶπε: «Εἰρήνη ύμίν» (Ίωάν. 20, 19-20). Τήν πρώτη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος (Κυριακή) ὁ Σωτήρ ένεφύσησε Πνεῦμα "Αγιον στούς μαθητάς Του δίνοντάς τους τήν ἐξουσία νά δένουν καί νά λύνουν τίς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων. Κατό­πιν, τήν ἴδια ἐπίσης ἡμέρα φανερώθηκε στούς μαθητάς Του πάλι, παρόντος καί τοῦ Θωμά, τόν ὁποῖον καί έστε- ρέωσε στήν πίστι του γιά τήν ἀνάστασι Του (Ίωάν. 20,26). ἐπίσης τήν Κυριακή φανερώθηκε στήν Γαλιλαία (Πράξ. 2, 1-10). Τήν αὐτή ἡμέρα οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι έτέ- λεσαν τήν κλάσι τοῦ άρτου, δηλαδή τήν Θεία Λειτουργία (Πράξ. 20, 7-12). Τήν ἴδια ἡμέρα ἔγινε ἀπό τούς Ἀποστόλους ή συγκέντρωσις τῆς οἰκονομικής βοηθεῖας (λογία) γιά πτωχοτέρους χριστιανούς (Α' Κορ. 16, 1-2). "Ετσι λοιπόν, τήν ἴδια ἀναστάσιμη ἡμέρα, ὡς ἡμέρα τῆς δόξης τοῦ Κυρίου, γινόταν καί ἡ ἑορτή τῆς ἀγάπη ς τῶν ἀδελφῶν. Γι' αὐτήν τήν ἡμέρα εἶπε ὁ ψαλμωδός: «Αὐτη ή ἡμέρα ήν έποίησεν ὁ Κύριος* άγαλλιασώμεθα καί εύφρανθώμεν ἐν αὐτῆ» (Ψαλμ. 117,24)* ἐπίσης καί στήν ἀποκάλυψι ἀποκαλύφθηκε στόν Εὐαγγελιστή Ἰωάννη ή Κυριακή ἡμέρα (ἀποκ. 1,10).

Σπουδαστής:  Ὑπάρχουν καί ἄλλες παλαιές μαρτυ­ρίες ὅτι οἱ πρῶτοἱ χριστιανοί έώρταζαν τούς πρῶτους αιώνες τήν ἡμέρα τῆς Κυριακής;

Ἱερεύς: Νομίζω ὅτι σοῦ ἀνέφερα ἀρκετές μαρτυρίες γιά τήν ἑορτή τῆς Κυριακής ἀπό τήν ἁγία Γραφή καί ἀπό τούς χριστιανούς ἀπό τήν παλαιά εποχἤ καί συγχρόνως καί γιά ποιά αἰτία αὐτοί κρατοῦσαν τήν άργία τῆς Κυρια­κής, αντί τοῦ Σαββάτου. Νά γνωρίζης ἀκόμη ὅτι, ἐκτός ἀπό τίς μαρτυρίες τῆς Ἁγίας Γραφῆς τίς ὁποῖες ἄκουσες παραπάνω, ὑπάρχουν ἀκόμη καί ἄλλες πολλές άξιὁπιστες ἀπό τούς ἁγίους Ἀπόστολικούς Πατέρας, δηλαδή τούς μαθητάς τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, οἱ ὁποῖοι ἦταν διά­δοχοι τῶν καί ἡκουον τά λόγια τους. "Ενας άπ' αὐτούς ἦταν καί ὁ ἅγιος Ιγνάτιος ὁ Θεοφόρος, ἐπίσκοπος Αντιο­χείας (107). Στήν ἐπιστολή πού ἔστειλε στούς κατοἰκους τῆς Μαγνησίας χριστιανούς (κεφ. 9) λέγει τά ἑξῆς: «Αὐτοί πού ἔζησαν στίς παλαιές παραδόσεις (δηλ. τίς εβραϊκές) καί ἦλθαν στήν νέα ἐλπίδα, νά μή κρατοῦν πλέον τό Σάββατο, ἀλλά τήν Κυριακή, στήν ὁποία ἀνέτειλε καί ἡ ζωή μας». Μετά ὁ ἅγιος Ίουστίνος ὁ Μάρτυς (+155) γράφει στά μέσα του δευτέρου αἰῶνος μετά Χριστόν: «Τήν Κυριακή συγκεντρωνόμεθα ὅλοι σ' ἕνα τόπο, διότι αὐτή  εἶναι ἡ ἡμέρα στήν ὁποία ὁ Θεός στήν δημιουργία τοῦ κόσμου ἔχώρισε τό φῶς ἀπό τό σκότος καί στήν ὁ­ποία ὁ Σωτήρ ἀναστήθηκε έκ τῶν νεκρῶν...» (Απολογία 1, κεφ. 67). ἐπίσης ὁμοιες μαρτυρίες εὑρίσκουμε στήν Διδαχή τῶν ἁγίων Ἀποστόλων (Βιβλ. 2, κεφ. 59), στούς κανόνες καί στό πλῆθος τῶν ἁγίων Πατέρων καί συγγρα­φέων τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τοῦ 2ου-4ου αἰῶνος, ὅπως ἐπί παραδείγματι: στόν Τερτυλλιανό, στόν ἅγιο Ειρηναίο, στόν ἅγιο Αμβρόσιο, στόν ἱερό Χρυσόστομο καί ἄλλους.

Γι' αὐτό, μέ τήν έπικύρωσι ἀπό τόν βασιλέα Μέγα Κωνσταντίνο της Κυριακής ὡς ἡμέρας άργίας γιά ὅλο τό κράτος, ἀκόμη καί γιά τούς μή χριστιανούς, παραμένει ἔτσι μέχρι τώρα σ' ὅλους τούς χριστιανικούς λαοῦς ὡς μία εβδομαδιαία ἡμέρα ἀναπαύσεως. (Βλέπε καί τόν 29ον Κανόνα τῆς έν Λαοδικεία Συνόδου του έτους 364).

Μετάφρασις ἀπό τά ρουμανικά π. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης.

Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου