Σάββατο 31 Μαΐου 2025

«Πόλεμος – πόλεμος…»

  Μᾶς προτρέπει ὁ Ἀπ. Παῦλος (Ἐφ. στ΄ 10, 12):

  «Τὸ λοιπόν, ἀδελφοί µου, ἐνδυναµοῦσθε ἐν Κυρίῳ καὶ ἐν τῷ κράτει τῆς ἰσχύος αὐτοῦ. ὅτι οὐκ ἔστιν ἡµῖν ἡ πάλη πρὸς αἷµα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσµοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρὸς τὰ πνευµατικὰ τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις». (: Ἡ προτροπή, ποὺ µένει νὰ σᾶς κάµω, ἀδελφοί µου, εἶναι. Ἐνισχύεσθε µὲ τὴν δύναµιν, ποὺ δίδει ἡ µετὰ τοῦ Κυρίου κοινωνία σας καὶ ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὴν κραταιὰν ἰσχύν του. Διότι πραγµατικῶς δὲν ἔχοµεν νὰ παλαίσωµεν πρὸς ἀντιπάλους ὁµοίους µας, µὲ αἷµα καὶ σάρκα σὰν τὴν ἰδικήν µας. Ἀλλ’ ἡ πάλη καὶ ὁ πόλεµός µας εἶναι πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τὰ διαβολικὰ αὐτὰ τάγµατα, πρὸς τοὺς κοσµοκράτορας, ποὺ ἄρχουν ἐπὶ τοῦ πλήθους τῶν ἀνθρώπων, τῶν βυθισµένων εἰς τὸ ἠθικὸν σκότος, τὸ ὁποῖον ἐπικρατεῖ εἰς τὸν αἰῶνα τοῦτον. Καλούµεθα να παλαίσωµεν πρὸς τὰ πνευµατικὰ ὄντα, τὰ ὁποῖα εἶναι γεµᾶτα πονηρίαν καὶ τὰ ὁποῖα κατοικοῦν εἰς τοὺς ὁρίζοντας, ποὺ εἶναι ἐπάνω ἀπὸ τὸν ἀέρα).

  Ναί ὁ Ἀπ. Παῦλος μᾶς λέγει ὅτι νὰ ἐνδυναμωνώμαστε μὲ τὴν χάρη τοῦ Κυρίου, διότι ἔχουμε νὰ ἀντιμετωπίσουμε τὸν ἄρχοντα τοῦ σκότους καὶ τῆς πονηρίας.

  • Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Κρονστάνδης γράφει γιὰ τὸν σκοπὸ τοῦ διαβόλου:

  «Ὁ Κύριος θέλει ὅλους νὰ τοὺς ἑνώση. Ἀπεναντίας, ὁ διάβολος θέλει ὅλους νὰ τοὺς χωρίση. Προσπαθεῖ νὰ διασπάση τὴν ἑνότητα τῶν μελῶν τῆς οἰκογένειας, τοῦ χωριοῦ, τῆς πόλης, τοῦ κράτους, τῶν ἀδελφοτήτων. Πολεμάει ἰδιαίτερα ἐκείνους ποὺ ὁμολογοῦν τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ ξεσηκώνει διωγμοὺς ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας… Σκοπός του εἶναι νὰ μολύνη τὸν ἄνθρωπο, νὰ τὸν ἀποξενώση ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον, νὰ σβήση τὴν ἀγάπη, νὰ ἐξαλείψη κάθε ἀρετή, νὰ ἐξεγείρη τὴν ψυχὴ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας καί, τελικά, νὰ τὴν ὁδηγήση αἰχμάλωτη στὸν ἅδη».

  • Στὸ βιβλίο γιὰ τὸν Γέροντα Ἀρσένιο τὸν Σπηλαιώτη διαβάζουμε γιὰ τὸν πόλεμο τοῦ σατανᾶ:

  «Ἕνας ἀδελφός τρέχει κάπως ταραγμένος στόν παππού.

– Παππού, βοήθησέ με.

– Τί ἔχεις παιδί μου; μωρὲ πολὺ τρομαγμένος φαίνεσαι.

– Ἔ, νὰ Γέροντα· ὁ πειρασμὸς δὲν μὲ ἀφήνει ἥσυχο. Καὶ στὸν ὕπνο, ἀλλὰ καὶ φανερὰ ξύπνιο μὲ πολεμᾶ. Στὸν ὕπνο φωνές, ἀπειλές. Στὴν ἀγρυπνία τὸν ἴδιο. Μόλις ἀρχίσω κανόνα, μοῦ κτυπᾶ τὴν πόρτα, ἀκούω ἄγριες φωνές, ἀπειλές. Ἀπὸ τὸν φόβο μου τρέμω σὰν ψάρι. Ποῦ νὰ πάω νὰ γλυτώσω!

– Μωρέ, ἐσὺ μεγάλος ἀγωνιστὴς εἶσαι. Σὲ κατάλαβε ὁ σατανᾶς καὶ γελᾶ μαζί σου. Ὅταν λέμε «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», ὁ πειρασμὸς κατακαίεται, μόνο ποὺ ἀκούει τ’ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Πάσῃ θυσίᾳ μηχανεύεται νὰ μᾶς καταφέρη νὰ σιωπήσουμε. Βάζει μέριμνες, ἰδέες, περισπασμούς, καὶ ὅ,τι ἄλλο φανταστεῖς. Μόνον εὐχὴ νὰ μὴ λέμε. Ἐσένα σὲ βρῆκε δειλό. Σοῦ λέει· ἤ σταματᾶς τὴν εὐχὴ ἤ μπαίνω νὰ σὲ σκοτώσω. Ἐσύ… τό ’χαψες. Βρὲ μὴ τὸν φοβᾶσαι, εἶναι ψεύτης. Οὔτε τρίχα δὲν μᾶς πειράζη ἂν δὲν ἔχει τὴν ἄδεια ἀπὸ πάνω. Ὁ Θεὸς τὸν ἀφήνει, γιὰ νὰ σὲ γυμνάσει. Ἐμᾶς μὲ τὸν Γέροντα (τὸν συνασκητή του (νῦν) Ἅγιο Ἰωσὴφ τὸν Ἡσυχαστὴ καὶ Σπηλαιώτη) μᾶς ἔκαμε ἄλλα γυμνάσια ἀνώτερα. Μέχρι καὶ ξύλο φάγαμε ἀπ’ αὐτὸν τὸν καταραμένο. Ὅμως, ἐμεῖς δὲν εἴμασταν δειλοί, ὅπως ἐσύ. Ὅταν ἐρχόταν ὁ πειρασμός, ἐμεῖς ἐλέγαμε τὴν εὐχή… μὲ ὅλη μας τὴν ψυχή. Ἐδίναμεν ὅλον τὸν ἑαυτό μας στὸ Θεόν. Ἡ εὐχὴ ἔτρεχε γρήγορα, ἀλλὰ καὶ καθαρά. Ὁ νοῦς μᾶς κολλοῦσε στὸ νόημα τῆς εὐχῆς. Κολλούσαμε στὴν προσευχή, στὸν Χριστό μας. Ἐρχόταν μέσα μας γαλήνη, χαρά, δάκρυα. Καὶ τότε… ὁ πειρασμὸς ἄφαντος. Τοῦ λέγαμε καὶ εὐχαριστῶ. Νὰ σὲ πῶ καὶ γιὰ τὸν Παπα-Ἐφραὶμ (Κατουνακιώτη), τί ἔπαθε μία φορά.

 Τα πρῶτα χρόνια ποὺ τὸν γνωρίσαμε, ἀγωνιζόταν μὲ πολλὴ ζῆλο στὴ προσευχή. Μία βραδιὰ ἔπεσε στὸ κρεββάτι, νὰ ξεκουραστῆ λίγο καὶ μετὰ νὰ σηκωθῆ γιὰ ἀγρυπνία. Οἱ δαίμονες πολὺ φθόνο εἶχαν μαζί του. Ἡ προσευχὴ τοῦ παπὰ Ἐφραὶμ ἦταν φωτιά. Ἔρχονται, λοιπόν, μία ὁλόκληρη λεγεώνα, ἔξω ἀπὸ τὸ κελλί του καὶ ἀρχίζουν φωνές.

Ξυπνᾶ τὸ καλογέρι φοβισμένο. Βάζει αὐτί. Κατάλαβε· δαίμονες εἶναι. Ὅλοι μαζὶ μὲ μία φωνή: « Πόλεμος – Πόλεμος…».

Ἐνόμισαν ὅτι θὰ τρομάξη κι αὐτὸς σάν κι ἐσένα. Ὅμως τί κάνει τὸ καλογέρι; Σηκώνεται ἀπὸ τὸ κρεββάτι σὰν ἀστραπή. Ἁρπάζει τὸ τρακοσάρι (κομποσχοίνι) καὶ τοὺς ἀπαντᾶ κι αὐτὸς μὲ θάρρος καὶ δυνατά: «Ναὶ – ναί. Πόλεμος –Πόλεμος». Καὶ δώστου ἀρχινᾶ ἡ μάχη. «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με, τὸν ἁμαρτωλό».

Ἔβγαλε τέτοια ἀγρυπνία, ποὺ τὴ θυμόταν γιὰ χρόνια. Ἔλεγε κι αὐτὸς μετὰ εὐχαριστῶ, στοὺς δαίμονες ποὺ τὸν ξυπνήσανε. Ἀκοῦς πῶς ἀγωνίζονται; Ἄντε, πήγαινε στὴν εὐχή μου καὶ ἄλλη φορὰ καὶ σὺ ἔτσι νὰ κάμης, ἄν θέλης νὰ προκόψης. Τὸν Θεὸν νὰ φοβᾶσαι· ὄχι τὸν σατανᾶν».