
Γράφει ὁ κ. Παν. Δ. Παπαδημητρίου, 31/3/2025#[1]
3ον
6. τὶς ἔκφωνες διὰ μεγαφώνων Προσευχές τῶν Ἱερέων#[49], #[50] στὴν Λειτουργία (ἀντί μυστικῶς ὅπως ἔχει ἡ Ὀρθόδοξη Λειτουργική Παράδοση ἀπὸ τὰ ἀρχαῖα χρόνια), ποὺ δὲν ἀφήνουν τὸν πιστό Λαό νὰ προσευχηθεῖ,#[51], #[52], [44].
7. τὴν διαρκῆ πρόκληση τῆς προσοχῆς τοῦ Λαοῦ πρὸς τοὺς Ἱερεῖς (=Κληρικαλισμός),#[53], #[54] κυρίως μὲ τὶς νεωτεριστικὲς ἔκφωνες ἀναγνώσεις τῶν ἱερατικῶν Προσευχῶν.
8. τὰ «Ὅλοι μαζί»#[55] τῶν ἀοιδῶν, γιὰ νὰ «κόβουν» τακτικὰ τὴν προσευχή τοῦ πιστοῦ Λαοῦ (τὸ πῆραν τώρα αὐτὸ καὶ Ψάλτες,#[56] κατὰ παράβασιν κάθε παραδόσεως καὶ τάξεως)·[53] ἂν ἦταν ἐν γνώσει σας, ὁ Ἅγιος Παΐσιος ἢ ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ ὁ Κατουνακιώτης ἢ ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ ὁ Ἡσυχαστὴς στὸ ἐκκλησίασμα, θὰ τολμούσατε νὰ πεῖτε «ὅλοι μαζί»;[25] (πρέπει οἱ νεωτεριστὲς γιὰ 2-3 μῆνες νὰ σταματήσουν νὰ λειτουργοῦν καὶ νὰ πᾶνε στὸ ἐκκλησίασμα νὰ ἐκκλησιάζονται, γιὰ νὰ ὑποφέρουν καὶ αὐτοὶ ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς νεωτερισμούς ποὺ ἐπιβάλλουν στόν πιστό Λαό, καὶ στὸ τέλος μὲ εἰλικρίνεια καὶ φόβο Θεοῦ νὰ θέσουν πρὸς συζήτηση τὰ κατ’ αὐτοὺς θετικὰ καὶ ἀρνητικὰ τῶν νεωτερισμῶν τους),
9. τὴν ἔκφωνον προσευχήν ἑνὸς Ἱερέως καί οἱ λοιποί Συλλειτουργοὶ νὰ ἀκοῦνε (ποῦ εἶναι ἡ προσευχή τους;)[13],
10. τὸν πρόσφατο νεωτεριστικὸ ἔκφωνο ἢ βροντόφωνο[50] Καθαγιασμό τῶν Τιμίων Δώρων#[57] (καὶ νὰ μὴ ἀφήνουν τὸν Λαόν νὰ προσευχηθεῖ οὔτε σὲ αὐτὴν τὴν ἱερή στιγμή),[26] καὶ τὰ Ἀμήν τοῦ Καθαγιασμοῦ στόν Λαό καί στούς Ψάλτες, λές καὶ ἔχουν ὁ Λαὸς καὶ οἱ Ψάλτες Ἱερωσύνη …σὰν τοὺς Προτεστάντες·[57] τά Ἀμήν αὐτά εἶναι μόνον τῆς Ἱερωσύνης, τῶν Ἱερέων, καὶ κατ’ οἰκονομίαν τῶν Διακόνων (δεῖτε τό Ἱερατικόν τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας, μέχρι καὶ τοῦ σήμερα),#[58], #[59]
11. τὸ δασκάλεμα τῶν Ψαλτῶν νὰ ἀφήσουν τὴν Παράδοσιν, νὰ μὴ ψάλλουν τὸ Σὲ ὑμνοῦμεν κατὰ τὴν Παράδοσιν στὴν διάρκεια τοῦ Καθαγιασμοῦ,[57] νὰ τὸ λένε τροχάδην ἢ μετὰ τὸν Καθαγιασμό, γιὰ νὰ ἀκούγεται ὁ νεωτεριστικός ἔκφωνος (βροντόφωνος) Καθαγιασμός ἀπὸ τὰ μεγάφωνα,[59]
12. τὴν κατὰ παράβασιν τοῦ ἰσχύοντος Τυπικοῦ τῆς Ἐκκλησίας (ΤΜΕ), ἀπὸ τοῦ 2004 ἀργὴ καὶ ἐκτενέστατη ψαλμώδησιν τοῦ Ἀλληλούια πρὸ τοῦ Εὐαγγελίου#[60] (ἀκόμη καὶ σὲ μικρὲς ἐνορίες)· γιὰ τὴν ἐπαναφορὰ ὅμως τῶν πάνυ ὠφέλιμων Τυπικῶν καὶ Μακαρισμῶν οὔτε λόγος ἀπὸ τοὺς «ἀναγεννητές»,
Σημειώσεις:
#[49] «ἡ [ἔκφωνη] ἀνάγνωσις τῶν εὐχῶν εἰς ἐπήκοον τοῦ ἐκκλησιάσματος ἀπαιτεῖ στόμφον, χρωματισμὸν τῆς φωνῆς καὶ πολλάκις πομπῶδες ὕφος καὶ ἄλλας «ὑποκριτικὰς» ἱκανότητας, στοιχεῖα ἐρχόμενα εἰς ἄκραν ἀντίθεσιν πρὸς τὴν σεμνοπρεπῆ καὶ κατανυκτικὴν ἀτμόσφαιραν, ἣν ἀπαιτεῖ ἡ τέλεσις τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας», Πρωτοπρ. Ἀλεξάνδρου Κ. Καραπαναγοπούλου, Ἡ Θεία Λειτουργία (Εἰσαγωγή – Κείμενον – Ἑρμηνεία), Ἀθῆναι 1975, σ. 12.
#[50] «Εἶτα πρόεισιν ὁ ἱερεὺς μετὰ παῤῥησίας τῷ θρόνῳ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, μετὰ ἀληθινῆς καρδίας, ἐν πληροφορίᾳ πίστεως, ἀπαγγέλλων τῷ Θεῷ, καὶ συλλαλῶν μόνος Αὐτῷ, οὐκέτι διὰ νεφέλης, ὥς ποτε Μωσῆς ἐν τῇ σκηνῇ τοῦ μαρτυρίου, ἀλλ’ ἀνακεκαλυμμένῳ προσώπῳ τὴν δόξαν Κυρίου κατοπτεύων· καὶ μεμύηται τὴν τῆς Ἁγίας Τριάδος θεογνωσίαν καὶ πίστιν, καὶ μόνος μόνῳ προσλαλεῖ Θεῷ μυστήρια, μυστήρια ἀπαγγέλλων ἐν μυστηρίοις, τὰ κεκρυμμένα πρὸ τῶν αἰώνων καὶ ἀπὸ γενεῶν, νῦν δὲ φανερωθέντα ἡμῖν διὰ τῆς ἐπιφανείας τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ἅπερ ἡμῖν ἐξηγήσατο ὁ μονογενὴς Υἱός, ὁ ὢν εἰς τὸν κόλπον τοῦ Πατρός. […]», Τὸ ἀθέατον τῆς Ἁγίας Τράπεζας, στὴν Κωνσταντινούπολη, στὴν Ἑλλάδα, καὶ ἀπό Ἀνατολή σὲ Δύση, ὅ.π., κεφ. 53, 65, [PG 98, 429A].
#[51] Βλ. τό, Ὁ ΙΘʹ Κανὼν τῆς Συνόδου τῆς Λαοδικείας (364), καὶ ἡ ἀνάγνωσις τῶν Λειτουργικῶν Εὐχῶν, τό, Τὸ ἀθέατον τῆς Ἁγίας Τράπεζας, …, τό, Εὐχές τῶν Κατηχουμένων (Εὐχή διά Προσφωνήσεως, Συναπτή)· Πόσοι προσεύχονται παράλληλα καί ταυτόχρονα; Ἀναφορές Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, καί περί Προσευχῆς στήν Λειτουργία, τό, Εὐχές τῶν Κατηχουμένων (Εὐχή διά Προσφωνήσεως, Συναπτή)· Πόσοι προσεύχονται παράλληλα καί ταυτόχρονα; Ἀναφορές Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, καί περί Προσευχῆς στήν Λειτουργία, καί τό, Ποιοῦντος τοῦ Διακόνου τὴν Εὐχήν, ὁ Ἱερεὺς ἐπεύχεται τὴν Εὐχήν, μεταξύ ἄλλων.
#[52] Εὐτυχῶς ὑπάρχουν Ἱερεῖς ποὺ ἀκόμη κρατᾶνε τὴν Παράδοσιν καὶ προσεύχονται μυστικῶς. Ἔχετε δεῖ πιστὸ νὰ προσεύχεται εἰς ἐπήκοον τοῦ διπλανοῦ του; (Ματθ. ϛʹ 5-6).
#[53] Σήμερα, τινές Κληρικοί/Θεολόγοι, τὴν ἱκανοποίησιν τῆς περιέργειας τοῦ Λαοῦ, καὶ τὴν διαρκῆ πρόκληση τῆς προσοχῆς τοῦ Λαοῦ πρὸς αὐτούς (ἔκφωνες ἀπὸ μεγαφώνων Ἱερατικές Εὐχές, «ὅλοι μαζί», διάφορες προσφωνήσεις ἄσχετες μὲ τὴν διάταξιν τῆς Λειτουργίας, Λειτουργία στὸν Σολέα, Λειτουργία πρὸς τὴν Δύση σὰν τοὺς αἱρετικούς Δυτικούς), ἀντὶ νὰ ἀφήσουν τὸν Λαόν ἥσυχον γιὰ νὰ προσευχηθεῖ, τὴν ἐπικροτοῦν καὶ προωθοῦν ὡς τάχα «συμμετοχὴ τοῦ Λαοῦ».
#[54] «Ὁ Ἱερεὺς μέσα στὴ Θεία Λειτουργία, πρέπει νὰ εἶναι σὰν τὸν ἀέρα. Τὸν ἀναπνέουμε καὶ μᾶς ζωογονεῖ. Ἀλλὰ δὲν προκαλεῖ τὴν προσοχή, παραμένει διακριτικὰ ἀφανής», Ἀρχιμ. Μεθοδίου Κρητικοῦ, «Ὁ παπα-Γιώργης» – Ἀναφορὰ στὴ σεμνὴ ἱερατεία τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Μεταλληνοῦ, Πειραϊκή Ἐκκλησία, τ. 331, Δεκέμβριος 2020, σ. 29.
#[55] Τό «ὅλοι μαζί» καὶ ἄλλοι συναφεῖς ἐκτὸς Διατάξεως καὶ Παραδόσεως νεωτερισμοί, φέρουν πνεῦμα φιλαρχίας. Εὔκολα διαπιστώνεται.
#[56] Τό πρῶτο ἐπίσημο Ἱερατικὸν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου (1895, σ. 73) καὶ τὸ πρῶτο ἐπίσημο Ἱερατικὸν τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας (Α.Δ.) τοῦ 1951 (σ. 85) ἀναγράφουν: «Ὁ χοροστατῶν Ἀρχιερεύς, ἢ ὁ προϊστάμενος τῶν Κληρικῶν, τρανῶς καὶ εὐκρινῶς, καὶ ἕκαστος τῶν ἐκκλησιαζομένων ἰδίᾳ καθ’ ἑαυτόν [δηλ. μυστικῶς], ἀπαγγέλλει τὸ ἅγιον σύμβολον τῆς Πίστεως». Τό αὐτὸ λέγουν καὶ γιὰ τὸ Πάτερ ἡμῶν, σ. 79, καί σ. 93 ἀντίστοιχα. Τό Ἱερατικὸν τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας (1962) ἀναγράφει σ. 132: «Ὁ Προεστὼς ἐκτὸς τοῦ ἱεροῦ Βήματος, ἢ ὁ Ἀναγνώστης, τρανῶς καὶ εὐκρινῶς, καὶ ἕκαστος τῶν ἐκκλησιαζομένων καθ’ ἑαυτόν, ἀπαγγέλλει τὸ Σύμβολον τῆς Πίστεως». Γιὰ τὸ Πάτερ ἡμῶν (σ. 139) λέει: «Ὁ Προεστώς, ἢ ὁ Χορός». Τό Ἱερατικόν Α.Δ. τοῦ 1971 (σ. 92) ἔχει ὅμοια μὲ τοῦ 1951. Τό Ἱερατικόν Α.Δ. τοῦ 1977 (σ. 123) ἀναγράφει: «Ὁ Προεστὼς ἐκτὸς τοῦ ἱεροῦ Βήματος, ἢ ὁ Ἀναγνώστης, τρανῶς καὶ εὐκρινῶς καὶ ἕκαστος τῶν ἐκκλησιαζομένων ἰδίᾳ καθ’ ἑαυτόν, ἀπαγγέλλει τὸ ἱερὸν Σύμβολον τῆς Πίστεως» (σχεδόν σάν τοῦ 1962). Ὅμως τοῦ 1977 ὄχι στὸ Πιστεύω, ἀλλὰ στό Πάτερ ἡμῶν, ἔκανε τὸν νεωτερισμό (ἐπειδὴ μᾶλλον εἶναι πιὸ σύντομο) καὶ γράφει σ. 129: «Ὁ Λαὸς ἢ ὁ Χορός, ἢ εἰ ἔθος, ὁ Προεστὼς ψάλλει ἐμμελῶς τὴν Κυριακὴν Προσευχήν», ὅμως φαίνεται μέχρι τό 2004 δὲν «ἔπιασε» τόπο ὁ νεωτερισμὸς αὐτὸς πέραν ἴσως τῶν προωθητῶν αὐτοῦ καὶ τῶν παρασυρθέντων ὑπ’ αὐτῶν. Εἶναι ἄξιον προσοχῆς πῶς οἱ νεωτερισμοὶ περνᾶνε σιγά-σιγά γιὰ νὰ μένουν «ἀπαρατήρητοι». Τό Ἱερατικόν Α.Δ. τοῦ 1981 (σ. 92) ὅμοια μὲ τοῦ 1951, 1971 ἐπανέφερε τὴν πρότερον τάξιν. Τό Ἱερατικόν Α.Δ. τοῦ 1987 (σ. 123) καὶ τοῦ 1995 (σ. 123) καὶ τοῦ 2000 (σ. 123) ὅμοια μὲ τοῦ 1977. Ἡ ἀλλαγὴ καὶ στὸ Πιστεύω ἔγινε μὲ τὸ νεωτεριστικὸ Ἱερατικόν τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας (2004, σ. 130) ἐπιμελείας π. Κων/νου Παπαγιάννη ἐπὶ Ἀρχιεπισκόπου Χριστοδούλου (καὶ ὑπευθύνου Συνοδικοῦ Μητρ. Πατρῶν Νικοδήμου), ὅπου λέει μόνο: «Ὁ λαός· Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν…». Ἂν ὁ λαὸς τὸ λέει ἰδίᾳ καθ’ ἑαυτόν, ἀπὸ μέσα του, ἢ ὑποψιθυριστά, γιὰ νὰ μὴν περισπᾶ τὸν διπλανό του μὲ τὸ ἰδιαίτερον ἑκάστου ὕφος, δὲν τὸ λέει; Τό λέει! Δυστυχῶς ὅμως, ὅπου τὸ λέει ὁ λαός ἐκφώνως, πολλάκις γίνεται χάβρα, μὲ τὸ διαφορετικό, ἐνίοτε πομπῶδες καὶ «ὑποκριτικὸν» ὕφος, τὴν διαφορετικὴ ἔνταση τῆς φωνῆς ἑκάστου καὶ τὸ ἀνισότονον καὶ ἰδιαίτερα τὸ ἀσύγχρονον καὶ ἄμετρον τῆς ἐκφορᾶς, καὶ ἂν τὸ ὕφος εἶναι ἐπιπλέον ἐπιτακτικό καὶ προστακτικὸ καὶ ὄχι ἱκετευτικό, πόση στενοχώρια δημιουργεῖται στὴν ψυχὴ τῶν προσευχομένων! Ὅμως ἀκόμη καὶ στὸ σχολεῖο ὅταν πηγαίναμε, ἕνας σηκωνόταν νὰ πεῖ τὸ Πάτερ ἡμῶν στὴν πρωϊνὴ προσευχή, καὶ στὴν ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ ἕνα παιδὶ δημοτικοῦ ἔλεγε τὸ Πιστεύω, καὶ ἕνα ἄλλο τὸ Πάτερ ἡμῶν, ἐν μέσῳ ἡσυχίας τοῦ πιστοῦ Λαοῦ. Τὸ ἔκφωνο πολλάκις ἔχει ἐμπάθεια (ἔπαρση). Ὁ Θεὸς ὅμως πρὸ τῆς ἐκφώνου φωνῆς, τῶν ἔνδοθεν κραζόντων ἀκούει, διότι «οὕτω καὶ Μωϋσῆς ηὔχετο· διὸ καὶ μηδὲν αὐτοῦ φθεγγομένου, φησὶν ὁ Θεός, Τί βοᾷς πρός με; Ἄνθρωποι μὲν γὰρ ταύτης μόνον ἐπακούουσι τῆς [ἐξωτερικευμένης] φωνῆς. ὁ δὲ Θεὸς πρὸ ταύτης τῶν ἔνδοθεν κραζόντων ἀκούει. […]», [PG 54, 646], σύμφωνα μὲ τὸν Χρυσοῤῥήμονα Ἅγιον Ἰωάννην. Ἡ ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ εἶναι γιὰ μυστικὴ προσευχή (καὶ στὴν Ἐκκλησία εἶναι δυνατή ὅταν δὲν ἐξωτερικεύουμε τὴν φωνή), Ματθ. ϛʹ 5-6, βλ. Τὸ ἀθέατον, §11.2, σ. 117, καί Ὁ ΙΘʹ Κανὼν τῆς Συνόδου τῆς Λαοδικείας (364), …, ὑποσ. 11, καὶ ἐνταῦθα ὑποσ. 47, 48. Καὶ ὁ Ἅγιος Κλήμης: «καὶ ἡμεῖς οὖν ἐν ὁμονοίᾳ ἐπὶ τὸ αὐτὸ συναχθέντες, τῇ συνειδήσει ὡς ἐξ ἑνὸς στόματος βοήσωμεν πρὸς Αὐτὸν ἐκτενῶς, εἰς τὸ μετόχους ἡμᾶς γενέσθαι τῶν μεγάλων καὶ ἐνδόξων ἐπαγγελιῶν Αὐτοῦ», [PG 1, 277]. Γενικὰ ὅμως πρέπει νὰ προσέχουμε ὅτι «Πάντες μὲν εὐχόμεθα, ἀλλ’ οὐ πάντες ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ», [PG 54, 644].
#[57] Αὐτὸ δὲν τὸ ἔκανε οὔτε ὁ μακαριστὸς Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Χριστόδουλος,9 ποὺ ἀντιπαραδοσιακῶς ἐπέβαλε τὴν (ὑποβόσκουσα μέχρι τότε) «χαμηλόφωνη» ἀνάγνωση τῶν προσ-Εὐχῶν τοῦ Ἱερέως …μὲ τὸ μικρόφωνο τοῦ Ἱερέως ἀνοικτό, ποὺ ἐπικαλύπτει (λίγο ἐπὶ ἐποχῆς Χριστοδούλου, παντελῶς σήμερα) τοὺς Ἱεροψάλτες, ἀνατρέπει τὴν Ἱερὰ Παράδοση (μόνος μόνῳ προσλαλεῖ Θεῷ μυστήρια ὁ Ἱερεύς), καὶ γίνεται χάβρα στὰ μεγάφωνα, καὶ ὡς ἀποτέλεσμα μερικοὶ ἄσχετοι πιστοὶ μὲ τὴν Διάταξη καὶ Ἱερὰ Παράδοση τῆς Λειτουργίας μας νευριάζουν καὶ κατηγοροῦν τοὺς Ψάλτες ὅτι ἐπικαλύπτουν τοὺς Ἱερεῖς, ἐνῷ συμβαίνει ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο! Καὶ μὲ τὴν λειτουργικὴ «ἀναγέννηση», ἀπὸ τὴν μυστική, πήγαμε στὴν χαμηλόφωνη, καὶ μὲ συνοπτικὲς διαδικασίες (ἐντὸς 15ετίας) φτάσαμε στὴν βροντόφωνη ἐκφώνηση τῶν Εὐχῶν (μεθοδικά καὶ στρατηγικά, βλ. ὑποσ. 97). Βλ. ἐπίσης «Τά τρία Ἀμήν…» ὑποσ. 58, καὶ παρακάτω τὸ ἠχητικό τοῦ Σὲ ὑμνοῦμεν κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ «χαμηλόφωνου» μετὰ μικροφώνου καθαγιασμοῦ ὑπὸ τοῦ Ἀρχιεπ. Χριστοδούλου. Ὁ Καθαγιασμός παραδοσιακά ἦταν καὶ εἶναι πάντοτε μυστικός, καὶ ὡς πρὸς τὴν ὅραση καὶ ὡς πρὸς τὴν ἀκοή, προνόμιο τῆς Ἱερωσύνης «θεᾶσθαι αὐτοψεὶ τὸ πρόσωπον τῆς ἁγίας ἀναφορᾶς», βλ. Ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου Ἐλαίου (Εὐχελαίου), Εὐχή μετά τό Εʹ Ευαγγέλιον.
#[58] Βλ. Τὰ τρία Ἀμήν (Ἀμήν, ἀμήν, ἀμήν) εἰς τὴν μυστικὴν στιγμὴν τῆς εὐλογήσεως τοῦ Ἁγίου Ἄρτου καὶ τοῦ Ἁγίου Ποτηρίου, 8/11/2020 (27/10/20).
#[59] Ἠχητικό τοῦ Σὲ ὑμνοῦμεν κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ καθαγιασμοῦ ὑπὸ τοῦ Ἀρχιεπ. Χριστοδούλου (27/6/2004, Ἱ.Ν. Ἁγ. Ἐλευθερίου Ἀχαρνῶν, μετὰ χειροτονίας): analogion.gr. Ἀκόμη καὶ ὁ μακαριστὸς Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Χριστόδουλος δὲν ἔδωσε στὸν Λαό καὶ στοὺς Ψάλτες τὰ Ἀμὴν τῆς Ἱερωσύνης, καὶ τὰ δίνουν σημερινοί Κληρικοί.
#[60] Στὴν Ἀρχιερατικὴ Τάξιν τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Χριστοδούλου τοῦ 2000, σ. 52, δὲν ἀναφέρεται ἀργὴ ψαλμώδηση, ἀλλὰ ἀναφέρεται ὅτι ὁ Διάκονος [τοῦ ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος λεγομένου] «θυμιᾷ δέ τήν Ἁγ. Τράπεζαν, τό τέμπλον καί τόν λαόν ἠρέμᾳ χωρίς νὰ δημιουργῇ θόρυβον», ὅπως θυμόμαστε παλαιόθεν (καὶ ἀκόμη ἐνιαχοῦ) νὰ κάνει ὁ Ἱερεύς (καὶ ἐν συντομίᾳ), μάλιστα μὲ ἕτερον θυμιατὸν ἄνευ κωδώνων ἢ τὸ μετὰ κωδώνων νὰ τὸ χρησιμοποιεῖ πιάνοντάς το στὴν μέση γιὰ νὰ μὴν κάνει θόρυβο. Τό 2004 (ἐπὶ ἀρχιεπ. Χριστοδούλου) ἦρθε ὁ νεωτερισμός αὐτός τῆς ἀργῆς καὶ ἐκτενέστατης ψαλμωδήσεως τοῦ Ἀλληλούια (μᾶλλον κατ’ ἐπιρροὴν τοῦ Φουντούλη, #286 τοῦ 1967;), ὁ ὁποῖος καὶ αὐτὸς εἶναι αὐθαίρετος κοπτοραπτική παλαιοτέρων καὶ μάλιστα εἰδικῶν (γιὰ τὸν τεράστιον καὶ Πατριαρχικὸν Ναὸν τῆς Ἁγίας Σοφίας) διατάξεων, κατὰ τὸ δοκοῦν μὲ ὑποκειμενικὰ καὶ μοντερνιστικὰ κριτήρια. Παλαιότερον ὅμως, ἐθυμιᾶτο μόνον τὸ Ἅγιον Εὐαγγέλιον ἐπὶ τῆς Ἁγίας Τραπέζης (Φουντούλης #286), καὶ στὴν διάταξιν τῆς Πατριαρχικῆς Λειτουργίας στὴν Ἁγία Σοφία (V.135, φφ. 24-24β, ἔτους 1386) δὲν ἀναφέρεται θυμίασις ἐκτὸς τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, καὶ ἡ θυμίασις γινόταν «λεγομένου ἔτι τοῦ ἀποστόλου»! Περισσεύει νὰ ἀναφέρουμε ὅτι παλαιότερα δὲν ὑπῆρχε κἂν Εὐχή τοῦ Εὐαγγελίου στὴν Ὀρθόδοξη Λειτουργία (στὴν τάξιν τῆς Κωνσταντινουπόλεως), [Barb. Gr.336, ἔτους π. 800, φ. 25], [BNF Grec 392 (ἐτῶν 1100-1199), φ. 3β], Διάταξις τῆς Θείας Λειτουργίας ἔτους 1334, Ἁγίου Φιλοθέου, [V.480, φ. 312-313], Διάταξις τῆς Πατριαρχικῆς Λειτουργίας ἔτους 1386, [V.135, φ. 24-25], [Ἡ Θεία Λειτουργία, 1650, σ. ιεʹ], [Εὐχολ. Goar 1647, σσ. 68-69], ὑπῆρχε στὸν Ὄρθρον.